«Κύριε καί Δέσποτα τῆς ζωῆς μου, πνεῦμα ἀργίας,
περιεργείας, φιλαρχίας καί ἀργολογίας μή μοι δῷς∙ πνεῦμα δέ σωφροσύνης,
ταπεινοφροσύνης, ὑπομονῆς καί ἀγάπης χάρισαί μοι τῷ σῷ δούλῳ. Ναί, Κύριε βασιλεῦ,
δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τά ἐμά πταίσματα καί μή κατακρίνειν τόν ἀδελφόν μου, ὅτι εὐλογητός
εἶ εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων».
(Κύριε και Δέσποτα της ζωής μου, μη μου δώσεις πνεύμα
αργίας, περιέργειας, αγάπης για κυριαρχία και πνεύμα αργολογίας. Αντιθέτως,
χάρισέ μου, σ’ εμένα τον δούλο Σου, πνεύμα σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης,
υπομονής και αγάπης. Ναι, Κύριε βασιλέα, πρόσφερέ μου ως δώρο το να μπορώ να
βλέπω τα δικά μου αμαρτήματα και να μη κατακρίνω τον αδελφό μου, γιατί είσαι
ευλογημένος αιώνια).
Η σύντομη αυτή προσευχή του μεγάλου Πατέρα και ασκητικού
διδασκάλου οσίου Εφραίμ του Σύρου είναι η πιο γνωστή προσευχή της Μεγάλης
Σαρακοστής και σφραγίζει την όλη πορεία της. Διότι πολύ συνοπτικά θέτει τον
πιστό χριστιανό ενώπιον του Κυρίου Ιησού Χριστού προκειμένου να Τον παρακαλέσει
αφενός να μην επιτρέψει η καρδιά του να πάρει τη φορά και την κλίση προς το
αμαρτωλό φρόνημα που εκφράζεται με τα πάθη της αργίας, της περιέργειας, της
φιλαρχίας και της αργολογίας, αλλά αντιθέτως να στραφεί προς Εκείνον, κάτι που
θα φανερώνεται χαρισματικά με τους συγκεκριμένους καρπούς της σωφροσύνης, της
ταπεινοφροσύνης, της υπομονής και της αγάπης. Βάση της θετικής αυτής πορείας
προς τον Κύριο είναι, τονίζει η προσευχή του οσίου, το δώρο από Εκείνον και
πάλι της αυτογνωσίας ως προσήλωσης των οφθαλμών της ψυχής στην πραγματικότητα
του εαυτού μας: της αμαρτίας και των πταισμάτων που διαπράττουμε καθημερινά,
γεγονός που μας απαλλάσσει από την εμπαθή προσήλωση προς τις αμαρτίες του πλησίον
μας και επομένως την κατάκρισή του.
Δεν είναι δυνατόν να σχολιάσουμε όλα τα επιμέρους σημεία
της προσευχής – αυτό θα έπαιρνε πολύ χρόνο. Δύο σημεία της όμως μπορούν να
τονιστούν ιδιαίτερα. Πρώτον, η επισήμανση του οσίου ως προς το πού «γέρνει» η
ψυχή, τι πνεύμα δηλαδή κυριαρχεί μέσα της, αφού από τη φορά της φανερώνεται ο
προσανατολισμός της, συνεπώς και το αληθινό περιεχόμενο της πίστεώς της. Ο
ίδιος ο Κύριος απεκάλυψε τη σημασία της αλήθειας αυτής: «όπου είναι ο θησαυρός
σας», είπε, «εκεί είναι και η καρδιά σας». Τι σημαίνει αυτό; Για να καταλάβουμε
ποια είναι η κεντρική αξία της ζωής μας, ο θησαυρός μας, ο Θεός μας δηλαδή,
πρέπει νά ερευνήσουμε ακριβώς το περιεχόμενο της καρδιάς μας. Μπορεί να ομολογώ
τον Ιησού Χριστό ως τον αρχηγό της ζωής μου, αλλά αυτό να είναι μία θεωρία και
μία ιδεολογία τελικά για μένα. Διότι άλλα πράγματα κατέχουν την πρώτη θέση στη
ζωή μου: η καριέρα μου, οι ηδονές της ζωής, οι φίλοι μου, ακόμη και η
οικογένειά μου. Ο Κύριος ήταν απόλυτα σαφής απέναντί μας: η προτεραιότητά σας, είπε,
πρέπει να είναι πάντοτε ο Θεός, συνεπώς ο Ίδιος ως ο ενανθρωπήσας Θεός. «Ὁ
φιλῶν πατέρα ἤ μητέρα ἤ γυναῖκα ἤ τέκνα ἤ ἀγρούς, ἔτι δέ καί τήν ἑαυτοῦ ψυχήν, ὑπέρ
ἐμέ, οὐκ ἔστι μου ἄξιος». «Ζητεῖτε πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί τήν
δικαιοσύνην Αὐτοῦ». Οπότε, αν η πλάστιγγα της αγάπης μου γέρνει κατά
προτεραιότητα προς οτιδήποτε άλλο πέραν του Κυρίου και των αγίων Του εντολών,
αποδεικνύω ότι δεν είναι Εκείνος ο Θεός μου, έστω κι αν διατείνομαι πάλιν και
πολλάκις ότι δεν υφίσταται τούτο.
Αυτό λοιπόν μάς λέει ο όσιος ότι πρέπει να παρακαλούμε
στην προσευχή μας: κάνε μας Εσένα να αγαπούμε πάνω από όλα, το πνεύμα μας να
στρέφεται στο δικό Σου Πνεύμα, κι αυτό θα φανερώνεται με την καρποφορία των αρετών και όχι ασφαλώς των ψεκτών παθών. Η
απαρχής εντολή «Ἀγαπήσεις Κύριον τόν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς ἐξ ὅλης τῆς
καρδίας καί τῆς διανοίας καί τῆς ἰσχύος» βρίσκει εδώ την επακριβή εκπλήρωσή
της.
Δεύτερο σημείο: ο αγώνας για αυτογνωσία, για προσήλωση σ’ αυτό
που έχω ακριβώς απέναντί μου: τον ίδιο μου τον εαυτό. Κι είναι πράγματι
περίεργο, πώς ό,τι είναι ενώπιόν μας μάς διαφεύγει, ενώ εύκολα βλέπουμε ό,τι
συμβαίνει στον συνάνθρωπό μας. Πρόκειται για πραγματικότητα που είχαν
διαπιστώσει και οι αρχαίοι Έλληνες, όταν έλεγαν ότι κάθε άνθρωπος έχει δύο
σάκκους πάνω του: έναν μπροστά και έναν πίσω. Ο πίσω σάκκος είναι τα δικά του
λάθη και οι δικές του αστοχίες. Ο μπροστινός είναι του συνανθρώπου του. Γι’
αυτό και παρουσιάζεται με ανοικτούς οφθαλμούς στα σφάλματα και τις ενέργειες
του συνανθρώπου, ενώ παρουσιάζεται τυφλός με αυτό που είναι λάθος δικό του.
Αιτία για την «παραδοξότητα» αυτή είναι προφανώς, κατά την πίστη μας, η πτώση
του ανθρώπου στην αμαρτία. Από τη στιγμή που ο άνθρωπος αμάρτησε: αρνήθηκε να
υποταχθεί στο θέλημα του Δημιουργού Του επιλέγοντας το δικό του θέλημα, τα
πράγματα διαστρεβλώθηκαν, με αποτέλεσμα αντί της αγάπης ως αποδοχής και
ανοίγματος προς τον συνάνθρωπο να έχουμε την κατάκριση και την καταδίκη του
άλλου.
Λοιπόν, μας λέει ο όσιος Εφραίμ, για να βρισκόμαστε στην
πορεία προς τον Θεό, την ακολουθία του Κυρίου δηλαδή, απαιτείται η χάρη
Εκείνου. Η χάρη Του μάς ανοίγει τα μάτια να βλέπουμε τα δικά μας σφάλματα, να
μετανοούμε γι’ αυτά και να ρίχνουμε τον εαυτό μας στο έλεος Εκείνου – η πορεία
μετανοίας που βλέπουμε στην επιστροφή του ασώτου υιού. Ο άσωτος υιός είναι ο
καθένας μας και τη μετάνοιά του προβάλλει στην ουσία ο όσιος Εφραίμ με τη
σπουδαία προσευχή που μας δίδαξε.
Είναι περιττό να πούμε ότι η προσευχή αυτή μπορεί να λέγεται στην Εκκλησία μας κυρίως την εποχή της Σαρακοστής, όμως πρέπει να γίνει προσευχή καθημερινή κάθε χριστιανού – μία αλήθεια που τόνιζε συχνά και ο μέγας σύγχρονος Γέρων όσιος Σωφρόνιος του Έσσεξ, ο Αθωνίτης. «Ἀσφαλῶς, χωρίς τόν Χριστό, χωρίς τό Πνεῦμα τό Ἄγιο, δέν μποροῦμε νά δοῦμε τήν ἁμαρτία μας. Στήν πραγματικότητα ὀφείλουμε νά διαβάζουμε κατά τή διάρκεια ὅλου τοῦ ἔτους τήν προσευχή τοῦ ὁσίου Ἐφραίμ τοῦ Σύρου: “Πνεῦμα δέ σωφροσύνης, ταπεινοφροσύνης, ὑπομονῆς καί ἀγάπης (μετανοίας, κατανύξεως, ὑπακοῆς) χάρισαί μοι... Δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τά ἐμά πταίσματα”» (Οἰκοδομώντας τόν Ναό τοῦ Θεοῦ, τόμ. Β΄, σελ. 68).