«Νῆψον, γρηγόρησον, στέναξον, δάκρυσον, διά
νηστείας, ὅλον τῆς ἁμαρτίας τόν φόρτον, ψυχή, ἀπόρριψον· τῇ θερμῇ μετανοίᾳ ἀπόφυγε
τό πῦρ, καί διά πένθους τῶν παθῶν τόν πενθήρη χιτῶνα διάρρηξον, τήν στολήν τήν
θείαν λαμβάνουσα» (Ὠδή β΄, ἦχος β΄).
(Μεῖνε ξύπνια, ψυχή μου, νά ’σαι σέ ἐγρήγορση, στέναξε, δάκρυσε, ἀπόρριψε μέσω τῆς νηστείας ὅλο τό φορτίο τῆς ἁμαρτίας. Μέ τή θερμή μετάνοια ἀπόφυγε τή φωτιά (τῆς κόλασης), καί μέ τό πένθος (γιά τίς ἁμαρτίες σου) σκίσε τόν πένθιμο χιτώνα τῶν παθῶν, παίρνοντας τή (φωτεινή) θεϊκή στολή).
Στό ἴδιο
μῆκος κύματος μέ τόν μεγάλο κανόνα τοῦ ἁγίου Ἀνδρέου Κρήτης τό τροπάριο τῆς
δεύτερης ὠδῆς τοῦ κανόνα τῆς Τρίτης τῆς καθαρῆς ἑβδομάδος - ὠδῆς πού ἀκούγεται
λόγω τοῦ θρηνικοῦ της χαρακτήρα μόνον κατά τήν περίοδο τῆς Σαρακοστῆς – καί
στόν β΄ σεμνό καί γλυκύ ἦχο ψαλλόμενο, μᾶς ὠθεῖ μέ ἄμεσο καί βιωματικό τρόπο
στήν κατάνυξη τῆς περιόδου. Τί μᾶς λέει ὁ ἅγιος ὑμνογράφος; Μᾶς ὑπενθυμίζει ὅτι
μετά τόν ἐρχομό τοῦ Κυρίου ἀποκτήσαμε καί πάλι τή στολή τῆς θεότητας, ἡ ὁποία στήν
πραγματικότητα εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Κύριος, καθώς μᾶς ἐνέταξε στόν Ἑαυτό Του διά τοῦ
ἁγίου βαπτίσματος. «Ὅσοι γάρ εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε».
Ντυμένοι λοιπόν τόν ἴδιο τόν Κύριο φύγαμε ἀπό τή σκοτεινιά τοῦ ἐνδύματος τῶν
παθῶν καί τῆς ἁμαρτίας. Ὅμως στόν κόσμο τοῦτο εὑρισκόμενοι ἐπηρεαζόμαστε ἀπό τά
ὑπάρχοντα ἀκόμη πάθη μας, λόγω τῆς ἀμέλειάς μας ἀλλά καί λόγω τῆς στόν κόσμο τοῦτο
κατά παραχώρηση Κυρίου δράσεως τοῦ Πονηροῦ. Ὁπότε μή προσέχοντας καί μή ἔχοντας
ὡς προτεραιότητα δυστυχῶς τή δωρεά τῆς χάρης, σκίζουμε τόν χιτώνα τοῦ Κυρίου
καί ράβουμε καί πάλι τόν σκοτεινό χιτώνα τῶν παθῶν μας. Λοιπόν, μᾶς λέει ὁ ὑμνογράφος,
ἀπευθυνόμενος πρωτίστως στήν ἴδια τήν ψυχή του: Νά ξαναβροῦμε, νά λάβουμε καί
πάλι τή φωτεινή θεϊκή στολή μας – νά ἀφήσουμε τόν Κύριο νά φανερωθεῖ μέσα μας
–, νά σκίσουμε ἑπομένως τόν σκοτεινό καί πένθιμο χιτώνα τῶν παθῶν μας, πράγμα
πού ἔχει ὡς ὅρο τή νήψη καί τήν ἐγρήγορσή μας, ἡ ὁποία σηματοδοτεῖ τή θερμή
μετάνοιά μας καί ἐκφράζεται ὡς νηστεία ἀληθινή καί ὡς πένθος γιά τίς ἁμαρτίες
μας. Τό ἀποτέλεσμα εἶναι πραγματικά σωτήριο: ἐλευθερωνόμαστε ἀπό τό βάρος τῆς ἁμαρτίας,
φεύγουμε ἀπό τήν ὀδύνη τῆς κόλασης, γεμίζουμε ἀπό ἀληθινή χαρά.