«Ο όσιος Άνθιμος, κατά κόσμον Αργύριος Βαγιάνος,
γεννήθηκε στη νήσο Χίο την 1η Ιουλίου 1869, από γονείς ευλαβείς, τον Κωνσταντίνο και
την Αγγεριώ. Έζησε τη ζωή του ασκητικά, πρώτα στη Σκήτη των αγίων Πατέρων,
κοντά στον Γέροντα Παχώμιο, και ύστερα σε ερημικό κελί παρά την τοποθεσία
Λιβάσια, όπου σήμερα υψώνεται ο πρώτος επ’ ονόματί του ναός. Το μέγα αξίωμα της
ιερωσύνης το έλαβε στο Αδραμύττιο της Μικράς Ασίας το 1910. Στη συνέχεια τού
ανατέθηκε η πνευματική διεύθυνση του Λεπροκομείου Χίου, όπου και διέλαμψαν εκεί
οι θαυματουργικές του ενέργειες και η πατρική στοργή και αγάπη προς τους
πολυπληθείς και βασανιζόμενους λεπρούς. Ίδρυσε εκ θεμελίων εντός δύο ετών,
κατόπιν πολλών πειρασμών, κόπων και φροντίδων, με τη χάρη της εικόνας της
Παναγίας Βοηθείας, τον επ’ ονόματι Αυτής τιμώμενο Ναό και Παρθενώνα, που
αριθμούσε κατά την οσία του κοίμηση 85 μοναχές. Άφησε πολύτιμες συμβουλές,
τέλεσε πάρα πολλά θαύματα και κοιμήθηκε οσιακά την 15η Φεβρουαρίου 1960. Από τότε η πλούσια και αδιάλειπτη
θαυματουργική του χάρη εκδηλώνεται μέχρι σήμερα».
Η μακαριστή, σπουδαία και σοφή ηγουμένη Βρυαίνη της Ι.
Μονής Παναγίας Βοηθείας της Χίου, της Μονής που ίδρυσε ο άγιος Άνθιμος, είναι η
ποιήτρια της εμπνευσμένης ακολουθίας που έγραψε για τον πνευματικό της Γέροντα
Άνθιμο. Ποια η γενική εικόνα που προβάλλεται μέσα από την ακολουθία της για τον
άγιο; Ένας ωραίος ύμνος από την ογδόη ωδή μάς αποκαλύπτει: «Φάνηκες στη γη ως
ένας νέος ουρανός, αγιώτατε Πατέρα, γιατί είχες στην καρδιά σου ως παμμέγιστο
ήλιο τον Κύριο, ως πάμφωτη ασημίζουσα σελήνη την άχραντη Παρθένο και ως λαμπρά
αστέρια τις θείες διδαχές σου».
Εν σμικρώ μέγα δηλαδή το πορτραίτο του αγίου από τη
μακαριστή Βρυαίνη, η οποία θεωρεί τον άγιο ως ένα νέο ουρανό, συνεπώς ένα
δεύτερο κόσμο, που φωτίζει τον ίδιο τον Κύριο και την Παναγία Μητέρα Του, κάτι
που αποτύπωσε και στις ένθεες διδαχές του. Να λοιπόν τι ήταν, για την υμνογράφο
αλλά και για όλους τους πιστούς που τον γνώρισαν, ο όσιος αυτός Γέροντας: ένας
άλλος Χριστός, ένας «τοῦ Δεσπότου (Χριστού) μιμητής»
(κοντάκιο). Κι αυτό γιατί υπήρξε «θεῖον οἰκητήριον τῆς Τριάδος», γεγονός
που φανερωνόταν από το πλήθος των αρετών και των χαρισμάτων του. «Φάνηκες
σεμνός και ήσυχος, απλός, αγνός και άκακος, όσιος και πράος και ανδρείος,
μέτριος, σώφρων και γεμάτος συμπάθεια, γιατί έγινες θείο κατοικητήριο της
Τριάδος και όργανο του αγίου Πνεύματος» (ωδή ε΄).
Είναι ευνόητο λοιπόν που εξηγεί η σπουδαία Βρυαίνη γιατί
ο άγιος, έμπλεος των χαρισμάτων του Πνεύματος, ιδίως αφότου χειροτονήθηκε
ιερέας, έγινε «στύλος Ὀρθοδοξίας», λειτουργώντας με τα σπάνια χαρίσματα
της προόρασης και της διόρασης και της θαυματουργίας προς χάρη των αναγκεμένων
πιστών. Κι εκεί που όντως «αναλώνεται» η ιερή υμνογράφος είναι η
προβολή των πολλών θαυμάτων του αγίου, και όσο ζούσε και μετά την κοίμησή του.
Ένα πλήθος τροπαρίων περιγράφει τις διάφορες επεμβάσεις του, για σωματικά και
ψυχικά αρρωστήματα των ανθρώπων, στη γη και στη θάλασσα και παντού, ιδίως όπως
είπαμε αναργύρως, τόσο που θα μπορούσε και αυτόν να εντάξει κανείς στους
Αναργύρους αγίους της Εκκλησίας. Γι’ αυτό και δεν «ξαφνιάζει» η επισήμανση ότι
ο άγιος ως ιερέας έλαμπε πολύ συχνά την ώρα των ακολουθιών, ενώ μαζί του
έψελναν, όπως συνέβαινε και με άλλους αγίους σαν τον άγιο Σπυρίδωνα, άγγελοι
Κυρίου. «Όταν λειτουργούσες στη γη ως ιερέας του Υψίστου, Άνθιμε πάντιμε,
έλαμπε ως άγγελος η ιερή σου μορφή από τη χάρη που κατοικούσε στην καρδιά σου»
(στιχ. εσπ.).
Η σοφή υμνογράφος βεβαίως επιχειρεί να μας δώσει όσο
είναι δυνατόν τη σφαιρική εικόνα της όλης κατά Χριστόν πολιτείας του και να μας
εξηγήσει τη θαυμαστή στον κόσμο παρουσία του. Έτσι ο άγιος Άνθιμος καταρχάς δεν
ακολούθησε την οδό Κυρίου ξαφνικά σε κάποιο σημείο της ζωής του. Η ποιήτρια μάς
θυμίζει ότι από μικρός επέλεξε τον δρόμο της αρετής, γιατί τού δόθηκε από τον
Θεό η χάρη να συνειδητοποιήσει γρήγορα το άστατο του βίου αυτού, συνεπώς και τη
ματαιότητα που τον χαρακτηρίζει. «Γνώρισες το άστατο της ζωής, μίσησες τις
ηδονές της σάρκας, γι’ αυτό και ως άνθρωπος με γνώση διάλεξες τον μοναχικό
καλογερικό βίο, όσιε» (ωδή γ΄). Και η επιλογή του «μονήρους βίου» δεν ήταν επιλογή χαλαρότητας γι’
αυτόν, όπως ίσως κάποιοι μπορούν να υπονοήσουν, αλλά επιλογή εξαρχής
σκληροτάτων ασκητικών αγωνισμάτων – η είσοδος σε μοναστήρι δεν σημαίνει το
«τέλος»(!), αλλά ακριβώς την απαρχή. Οπότε αναδείχτηκε σε τύπο του πιστού και
αγαθού δούλου που προβάλλει ο Ίδιος ο Κύριος, όπως και στο όριο του αληθινού δασκάλου, που πρώτα έγινε «ποιητής» και
έπειτα εκφραστής λόγου. «Εύγε δούλε αγαθέ και πιστέ, εύγε εργάτη του αμπελώνα
Χριστού, εσύ και το βάρος της ημέρας βάστασες και το τάλαντο που σου δόθηκε
επαύξησες και δεν φθόνησες εκείνους που ήλθαν μετά από σένα» (δόξα λιτής).
Η μακαριστή ηγουμένη προχωρεί βαθύτερα. Βεβαίως προβάλλει
τον άγιο ως «πιστόν ἐκτελεστήν τῶν θείων ἐντολῶν», κυρίως της αγάπης
προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο (κάθισμα όρθρου), βεβαίως χαίρεται να περιγράφει τις
αρετές και τα ένθεα χαρίσματά του που τον ανέδειξαν και τον αναδεικνύουν σε
πρότυπο και προστασία των πιστών, μα θέλει να εξηγήσει, δείχνοντας και το
ποιμαντικό χάρισμά της, και την προϋπόθεση όλων αυτών των θαυμαστών. Τι ήταν
εκείνο που κατέστησε τον άγιο ικανό να μπορεί να ζει τη ζωή του Θεού και να
είναι ένας άλλος Χριστός στον κόσμο; Τι επομένως καθιστά κάθε άνθρωπο ικανό να
είναι μαζί με τον Χριστό; Επιλέγει με πολλούς ύμνους η μακαρία Βρυαίνη δύο
σημεία: τη μέχρι θανάτου επιλογή του αγίου, αφότου εισήλθε στο μοναστήρι, να
κάνει υπακοή στον άγιο Γέροντά του Παχώμιο∙ και την απόλυτη αγάπη του – καρπό
βεβαίως της αγάπης του προς τον Κύριο – προς την Υπεραγία Μητέρα του Κυρίου.
Κι εδώ ακριβώς, στο πρώτο σημείο, βρίσκεται το «μυστικό»
θα λέγαμε της όλης εν Χριστώ διαγωγής του αγίου: η κατανόηση (αλλά και ο αγώνας
προς επίτευξη) ότι σπουδαιότερη αρετή από την ταπείνωση, η οποία αποκτάται με
την ευλογημένη υπακοή, δεν υπάρχει. Όπου δηλαδή ο πιστός άνθρωπος αφήνει κατά
μέρος το δικό του θέλημα, για να μπει στο (μη αμαρτωλό εννοείται) θέλημα του
άλλου, πολύ περισσότερο όταν αυτό είναι του πνευματικού πατέρα και της
Εκκλησίας, εκεί βλέπει κυριολεκτικά θαύματα: την ίδια την παρουσία του Θεού
στην ύπαρξή του. Κι αυτό γιατί η υπακοή και η ταπείνωση αυτή εκφράζουν το
φρόνημα του ίδιου του Θεού μας, όπως το διατυπώνει με μοναδικό τρόπο ο
απόστολος Παύλος: «Αυτό να φρονείτε κι εσείς, όπως και ο Ιησούς Χριστός: έγινε
υπάκουος μέχρι θανάτου στον Θεό Πατέρα, μέχρι θανάτου σταυρικού». Γι’ αυτό και
δεν είναι τυχαίο ότι ο άγιος, μέσα στις διδαχές του προς τις μοναχές του,
τόνιζε συχνά πυκνά αυτήν την πνευματική αλήθεια που κείται ως βάση στο
οικοδόμημα του χριστιανισμού: «Το θέλημά σας ποτέ να μην το κάμνετε,
αδελφές, διότι δεν θα προοδεύσετε ποτέ σας». Και δεύτερο: την αγάπη, κατά
κυριολεξία τον έρωτα, προς την Παναγία μας, και μάλιστα παιδιόθεν. «Από παιδί
είχες ηδονή της γλώσσας σου την Παρθένο και Αυτήν ως τη μελέτη της καρδιάς σου» (στιχ. εσπ.).