«Αυτός ο αγγελώνυμος Μιχαήλ,
αφού καθάρισε με τέλειο βίο τον εαυτό του κι αφιερώθηκε ήδη από τις μητρικές
αγκάλες στον Θεό, έγινε ιερέας του Θεού του Υψίστου. Με τη δύναμη Αυτού
κατάσβεσε όλη την ανοησία των θεομάχων, φιμώνοντας τα άθεα στόματα των
αιρετικών, που τολμούσαν να μιλήσουν κατά του εξεικονισμού του Χριστού. Επειδή
δε δεν υπέφερε το δυσώνυμο θηρίο τον θείο λόγο της γλώσσας του (διότι δεν
φοβήθηκε ούτε τρόμαξε από τις απειλές του, αλλά με ελεύθερη φωνή φώναξε δυνατά ῾Την
μεν άχραντη και θεία εικόνα του Σωτήρα μας Ιησού Χριστού και της αγίας Του
μητέρας σέβομαι και προσκυνώ, ενώ το δικό σου δόγμα το καταφτύνω και δεν το
λογαριάζω καθόλου᾽), επειδή λοιπόν με όλα αυτά ντροπιάστηκε ο τύραννος και
ξεχείλισε από θυμό, γι᾽ αυτό τον καταδικάζει σε μακρινή εξορία. Αυτός δε
τηρώντας καθαρό και ακηλίδωτο το κατ᾽ εικόνα, και ενώ διωκόταν από τόπο σε
τόπο, έφτασε στο ευρύχωρο πλάτος του παραδείσου. Και έτσι ολοκλήρωσε τον καλό
δρόμο και κοσμήθηκε από διπλά στεφάνια: προστέθηκε στους αρχιερείς ως αρχιερέας
και στους μάρτυρες ως μάρτυρας».
Σε δύο σημεία κυρίως
επικεντρώνει ο άγιος Θεοφάνης ο υμνογράφος από τον βίο του οσίου Μιχαήλ: στον
αγώνα του κατά των εικονομάχων και στην ασκητική βιοτή του, διά της οποίας
καθάρισε την εικόνα του Θεού μέσα του και γεύτηκε τις λαμπηδόνες του αγίου
Πνεύματος. Απαρχής ήδη της ακολουθίας που συνέγραψε γι᾽ αυτόν τονίζει:
«Προσκυνούσες πάντοτε με τιμητικό τρόπο το ιερό εικόνισμα του Θεού και της
Θεομήτορος, Μιχαήλ πανίερε, και διάλυσες τη βλάσφημη ανοησία των αιρετικών,
κατατροπώνοντάς τους με τους λόγους και τα παθήματά σου» (ωδή α´). «Έγινες,
μακάριε, κατοικητήριο θείων χαρισμάτων, και προφανώς τα μετέδωσες σε όλους με
πιστότητα, Μιχαήλ πανεύφημε, αφού απέκτησες θεομίμητο τρόπο ζωής και περιβλήθηκες
τη δικαιοσύνη ως ιμάτιο» (ωδή α´).
Τα παραπάνω σημεία ο υμνογράφος
τα αναπτύσσει εκτενέστερα. Ο άγιος Μιχαήλ αποτελεί διδάσκαλο των θείων δογμάτων
(βλ. ωδή α´), και μάλιστα της ενανθρώπησης του Θεού, η οποία αποτελεί και το
θεμέλιο της δυνατότητας εξεικονισμού Του. Αν ο Θεός μπορεί να εξεικονιστεί,
είναι διότι έγινε αληθινός άνθρωπος και την ανθρώπινη φύση Του περιγράφει η
εικόνα. «Η γλώσσα σου αναδείχθηκε κάλαμος του αγίου Πνεύματος, Μιχαήλ
πανένδοξε, αφού μελέτησε στις Γραφές την ένσαρκη οικονομία του παντοκράτορα
Λόγου» (ωδή δ´). Εκεί, στις θεόπνευστες Γραφές, είδε μάλιστα ότι ο σεβασμός
στην εικόνα δεν είναι για την ίδια την εικόνα ως ύλη και χρώμα, αλλά για το
εικονιζόμενο πρόσωπο. Όπως από παλιά ήδη ο Μέγας Βασίλειος είχε επισημάνει: «Η
τιμή επί το πρωτότυπον διαβαίνει». «Γνώρισες ότι η τιμή της εικόνας
διαβαίνει στο πρωτότυπο, ιεροφάντορα Πατέρα Μιχαήλ, και ακολουθώντας τις
θεόπνευστες Γραφές δίδαξες τους πάντες να σέβονται την εικόνα του Χριστού και
των Αγίων» (ωδή η´). Η πίστη του αγίου για τη διδασκαλία αυτή της Εκκλησίας
περί των εικόνων – διδασκαλία στην πραγματικότητα για την αλήθεια περί του
ίδιου του Χριστού ως Θεού και ανθρώπου – ήταν τόσο απόλυτη και στέρεα, ώστε
υπέμεινε διωγμούς και εξορίες τέτοιες που θυσίασε και την ίδια τη ζωή του. «Υπέμεινες
πικρές εξορίες, σοφέ, και έφτασες τελικά στο ευρυχωρότατο πλάτος του
παραδείσου, ευρισκόμενος με τον χορό των μαρτύρων, θεόφρον πανόλβιε» (ωδή ς´).
Ο υμνογράφος βεβαίως επιμένει και στο δεύτερο σημείο. Ο άγιος Μιχαήλ αν είχε τόσο φωτισμό και έγινε τόσο δυνατός κήρυκας της αλήθειας, ήταν διότι την ψυχή του την είχε καθαρίσει με τον νόμιμο αγώνα κατά των παθών του. Καθαρή η καρδιά του φωτιζόταν από το Πνεύμα του Θεού και έτσι γινόταν ο οδοδείκτης των πιστών, πολύ περισσότερο μάλιστα που κατείχε την υψηλή και υπεύθυνη θέση του επισκόπου (ωδή γ´). Κι αυτόν τον αγώνα τον εσωτερικό τον ξεκίνησε ήδη από την αγκαλιά της μητέρας του (ωδή ε´). Από την άποψη αυτή ο άγιος Μιχαήλ δεν έκανε τίποτε άλλο από το να ακολουθεί με συνέπεια τα ίχνη του Κυρίου Ιησού Χριστού. Επειδή πίστεψε στον Χριστό, έγινε μαθητής Αυτού κι επιβεβαίωσε τη μαθητεία αυτή με τα παθήματα της ζωής του. «Χρημάτισες μαθητής του Χριστού του Θεού και ζήλεψες τα παθήματά Του, μακάριε, κινδυνεύοντας βεβαίως πάρα πολύ για την Εκκλησία Του, θεόπνευστε» (ωδή ς´).