«Ο θεόφρων και θεοφόρος πατέρας μας Σωφρόνιος
γεννήθηκε το 1896 στη Μόσχα της αγιοτόκου Ρωσίας, όπου και πέρασε τα νεανικά
του χρόνια. Υπήρξε γόνος ευλαβούς οικογένειας και ανατράφηκε εν παιδεία και
νουθεσία Κυρίου, ενώ αξιώθηκε κατά τη νηπιακή του ηλικία να δει το άκτιστο Φως.
Σπούδασε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Μόσχας και ύστερα μετέβη στο
Παρίσι, όπου και άσκησε τη ζωγραφική τέχνη. Καθώς αναζήτησε ως νέος με μεγάλο
πόθο τη γνώση του απολύτου Όντος, στράφηκε προσωρινά στον μυστικισμό των
Ανατολικών θρησκειών, αλλά επειδή δεν αναπαυόταν με την απάτη τους ανακάλυψε
την υπεροχή του Ευαγγελικού νόμου της αγάπης ως κοινωνία στην ύπαρξή του με το
προσωπικό Θεό του Χριστιανισμού, γνωρίζοντάς Τον με το Άγιον Πνεύμα, διά του
βιβλικού κειμένου της αποκαλύψεως στο Σινά «Εγώ ειμι ο Ων». Μεταμελήθηκε πικρά
για την νεανική του πλάνη και φέροντας στο βάθος της καρδιάς του το χάρισμα της
μνήμης του θανάτου έλαβε και πάλι από τον Θεό τη δωρεά της θέας του ακτίστου Φωτός.
Γι’ αυτό και επιδόθηκε σε ακράτητη προσευχή μετανοίας, τέτοια που συνέτριβε και
τα ίδια τα οστά του. Πρόσφερε «δεήσεις και ικεσίες προς Αυτόν που μπορεί να τον
σώζει από τον θάνατο με κραυγή ισχυρή και δάκρυα» (Εβρ. 5,7). Διάγοντας το
εικοστό ένατο έτος της ηλικίας του και επιδιώκοντας «να κατακτήσει Αυτόν από
τον Οποίο καταλήφθηκε» (Φιλ. 3, 12), απομακρύνθηκε από τα βιοτικά και αναχώρησε
προς το ένδοξο Όρος του Άθω, αναλαμβάνοντας τον μοναχικό ζυγό στο Μοναστήρι του
Αγίου μεγαλομάρτυρος και ιαματικού Παντελεήμονος. Στη Μονή αυτή ο πανελεήμων
Θεός τού χάρισε πιστό οδηγό και φύλακα άγγελο, τον πράο και ταπεινό στην καρδιά
Σιλουανό τον Αθωνίτη, τον φλογερό προς τον Θεό μεσίτη για τη σωτηρία όλων των
ανθρώπων και κήρυκα της αγάπης προς τους εχθρούς. Ο αοίδιμος Γέρων θεωρούσε τη
συνάντησή του με τον όσιο Σιλουανό ως τη μέγιστη προς αυτόν δωρεά του Θεού. Ο
μακάριος Σιλουανός έγινε γι’ αυτόν «ζωντανός μάρτυρας», που τον βεβαίωσε λόγω του
πνεύματος της μετανοίας από το οποίο εμφορείτο και έγινε γι’ αυτόν πρότυπο μοναχικής τελειότητος. Έτσι ο υπηρέτης του
Θεού Σωφρόνιος σταθεροποιήθηκε στην ασκητική του οδό και ακολούθησε τον Κύριο,
ζώντας τον θάνατο μαζί Του. Αφού ομοιώθηκε πλήρως προς Αυτόν ως προς τα
παθήματα, συναναστήθηκε μαζί Του, καθώς δέχτηκε «τόσο μεγάλο φως, τέτοια δύναμη
ζωής και σοφίας», τα οποία μόνον από τη Πηγή του φωτός και της ζωής μπορούν να
προέλθουν. Στη συνέχεια, μετά την εκδημία του Γέροντος Σιλουανού και με την
ευλογία της Μονής της μετανοίας του, μετέβη στην έρημο του Άθω, προκειμένου να ζήσει
με αδιάλειπτη και σκληρή μετάνοια, κι αφού οδηγήθηκε εκεί έφθασε με τη βοήθεια
του Θεού στο γαλήνιο λιμάνι της απάθειας του Πνεύματος. Τα όπως έχουν ονομαστεί
στο Άγιον Όρος «φρικτά Καρούλια» δέχτηκαν τον αθλητή του Χριστού και «έφριξαν»
από τον κλαυθμό του που πήγαζε από όλη την ύπαρξή του. Έζησε με οδυνηρό
ασκητικό τρόπο, με ποικίλες θλίψεις και με Ιωάβεια υπομονή. Μέσα στη ζέση της
βαθύτατης μετανοίας του βίωσε εν χάριτι τις φλόγες του άδου και στενάζοντας δεν
έπαυε να λέγει με τον Προφητάνακτα: «Ωδίνες θανάτου με περιέλαβαν... και η ζωή μου έφτασε
μέχρι τον άδη» (Ψαλμ. 17, 5 και 87, 4). Οπότε, αφού ευλογήθηκε κι άλλο από τον
Άγιο Θεό, αξιώθηκε να ανεβεί και σ’ αυτό το όρος της θεοπτίας και να δει τη δόξα του ακτίστου
Φωτός στη θεωμένη σάρκα του Λόγου του Θεού, γι’ αυτό από τη θεοπτία κατήλθε και στη βαθύτατη κοιλάδα
ταπεινώσεως, γενόμενος έτσι σημείο του Θεού για τη γενεά του, δίνοντας, με τη
θέληση του Θεού, διεξόδους ζωής σε όλους τους ανθρώπους. Μολονότι ο Γέρων
επιθυμούσε να τελειώσει τη ζωή του στον ιερό Άθωνα, η ανεξιχνίαστη Πρόνοια του
Θεού τον μετέθεσε στη Δύση, όπου έμελλε να λάμψει όχι ως λυχνάρι αλλά ως
υπέρλαμπρο αστέρι, οδηγώντας στο φως της θεογνωσίας πλήθος απελπισμένων
ανθρώπων που αναζητούσαν τον Κύριο. Κατέφυγε λοιπόν στη νήσο των Βρετανών και
ίδρυσε αληθινά «μία καινούργια πολιτεία, ένα νέο υπερώο της Πεντηκοστής», καθώς
έγινε κτήτορας και πνευματικός πατέρας της Ιεράς Πατριαρχικής και
Σταυροπηγιακής Μονής του Τιμίου Προδρόμου. Στη Μονή αυτή με πολλούς κόπους,
ποικίλα παθήματα και ανεκδιήγητη πτωχεία, επιδόθηκε ακόμη περισσότερο στην εν
Χριστώ οικοδομή και των ψυχών που ο Κύριος τού είχε εμπιστευθεί, αλλά και των
διαρκώς αυξανομένων και σαν σε πλούσια πηγή προστρεχόντων προσκυνητών,
γενόμενος νυμφαγωγός προς τον λαμπρό νυμφώνα του ουρανίου νυμφίου Χριστού, με
τα λόγια και τα έργα του, με την αναστροφή και την αγάπη του, με τις ποικίλες
διδαχές του και την αδιάλειπτη προσευχή. Η αναίμακτη μυσταγωγία, η Θεία
Λειτουργία δηλαδή, που προσφερόταν από τον Γέροντα ως ανεπανάληπτο κάθε φορά
γεγονός, συγκλόνιζε όλους αυτούς που μετείχαν. Με μεγάλη ψυχική δύναμη και
βαθύτατη αίσθηση τελούσε αγγελοπρεπώς τη Θεία Λειτουργία, που συγκροτούσε τον
γλυκασμό της διαρκώς αυξανομένης πνευματικής του πορείας. Λειτουργώντας
πρόσφερε θυσία και ταυτοχρόνως προσφερόταν ως εξίλασμα υπέρ των αμαρτιών όλου
του κόσμου. Χαρισματική η θεολογία του, (η οποία και τον δόξασε με τρανό
τρόπο), προήλθε από φωτισμένη καρδιά με την έλλαμψη του ακτίστου θείου Φωτός.
Γι’ αυτό και τα συγγράμματά του αποπνέουν τη φιλοκαλική ευωδία και αποτελούν
γνώμονα ακριβείας, πυξίδα ασφαλείας, ταμεία βιωμένης γνώσεως που χαρίζει
πληροφορία χάρης και ελπίδας. Όντας φορέας όχι επιφανειακού και μικρού
χαρίσματος της διακρίσεως, πολλές φορές «τα σε άλλους φαινόμενα σκοτεινά,
καταφώτιζε με το δικό του λυχνάρι» (Ιω. Σιναῒτου, Κλίμαξ, Λόγος 26, 1). Γεμάτος
δέ από θεία σοφία, άκρα διάκριση και βαθειά αγάπη προς κάθε άνθρωπο, αξιώθηκε
και των χαρισμάτων της θαυματουργίας, των ιαμάτων και της προοράσεως, ενώ
εργάσθηκε άοκνα για τη στερέωση της πίστεως στον Θεό, αποδίδοντας κάθε
ουρανόδωρη ευλογία στον Θεό λόγω της ταπεινοφροσύνης του. Πάσχοντας δε σε όλη
του ζωή και δοκιμαζόμενος από τον σκόλοπα πολλών ασθενειών, κι αφού έφτασε σε
βαθύτατο γήρας, μέχρι τέλους διατηρούσε το πρόσχαρο και ειρηνικό του χαρακτήρα
του, όπως και τη σοφία του Πνεύματος. Κάπως έτσι, πεπληρωμένος από θείες αρετές
και πολλά χαρίσματα, σαν ψηλόκορμη βαλανιδιά και πολυφορτωμένο καράβι, έφυγε
ειρηνικά προς τον Θεό των Πατέρων του, παραδίδοντας το πνεύμα, κατά το πρωϊνό
της Κυριακής, ενδεκάτης του μηνός Ιουλίου, του χιλιοστού εννιακοστού
ενενηκοστού τρίτου έτους. Πλήρης ημερών και χάριτος, αφού προγνώρισε τον καιρό
του τέλους τους, αξιώθηκε οσιακής κοιμήσεως. Άφησε δε στην Εκκλησία
αποθησαυρισμένο τον ανεκτίμητο πλούτο των πνευματικών διδασκαλιών του μέσα στα
βιβλία του. Κι αφού τάφηκε στην κρύπτη του κοιμητηρίου της Ιεράς Μονής του, δεν
σταματά να ευεργετεί με σημεία και θαύματα όλους αυτούς που με πίστη
προσέρχονται σ’ αυτόν και επικαλούνται την ακαταίσχυντη και με παρρησία
μεσιτεία του προς τον Κύριο».
Ό,τι το κατανυκτικότατο συναξάρι του οσίου Σωφρονίου
προβάλλει αυτό με σπουδαίο ποιητικό τρόπο εξαγγέλλει και η χαριτόβρυτη γραφίδα
του υμνογράφου: τον κοινωνό του Θεού που «έμαθε αφ’ ων έπαθε τα θεία», τόσο που
καταστάθηκε οδηγός των εν σκότει ανθρώπων, συνεχιστής μεγάλων Πατέρων της
Εκκλησίας, από τους λίγους της εποχής του που απέκτησαν τόσο βαθειά γνώση του
Θεού λόγω της ισάγγελης ζωής του που τη θαύμασαν και οι ίδιοι οι άγιοι άγγελοι
του Θεού.
Πράγματι, ο υμνογράφος δεν διστάζει να προβεί και σε μία
τέτοια εκτίμηση. Η βιοτή του έγινε αγγελικό άσμα – «ἆσμα ἀγγελικὸν γέγονε, πρὸς
τὸν Κύριον ἡ βιοτή σου» (στιχ. εσπ.) – λόγω της βαθειάς μετάνοιάς του, των
δακρύων του, της έμπονης προσευχής του που αγκάλιαζε όλο το ανθρώπινο γένος. Φτάνει
στο σημείο να παραλληλίσει τον άγιο ο ποιητής με τον ίδιο τον Κύριο που στη
Γεθσημανή ευρισκόμενος προσεύχεται στον Θεό Πατέρα για την ενότητα σύμπαντος
του κόσμου: «ἵνα ὦσιν ἕν, καθώς ἡμεῖς ἕν ἐσμεν» (στιχ. εσπ.). Κι είναι αλήθεια
ότι το όραμα αυτό της ενότητας ενέπνεε τον άγιο Σωφρόνιο σε ολόκληρη τη ζωή
του, τόσο που θεώρησε ότι αυτήν την αλήθεια πρέπει να αφήσει και στους μαθητές
και μοναχούς του ως παρακαταθήκη. Πίστευε δηλαδή ο όσιος, ακολουθώντας
επακριβώς τα ίχνη και τις υποδείξεις του Κυρίου, ότι όπου υπάρχει διάσπαση εκεί
δεν υφίσταται χριστιανική πίστη. Διότι κυριαρχεί η υπερηφάνεια και ο εγωισμός.
«Μην αφήσετε ούτε μία σκέψη κατακρίσεως μέσα στην καρδιά σας κατά του
οποιουδήποτε συνανθρώπου σας – συνήθιζε να λέει – διότι η όποια κατάκριση αποτελεί
ρωγμή στον τοίχο της Μονής μας!»
Έτσι ο υμνογράφος προβάλλει το αυτονόητο για έναν
χριστιανό: ο όσιος Σωφρόνιος αποτελεί άνθρωπο που αγωνίστηκε να «ἐπακολουθήσῃ
τοῖς ἴχνεσιν τοῦ Κυρίου». Γι’ αυτό και η γνώση του Θεού που απέκτησε δεν ήλθε
πρωτίστως από τη μελέτη διαφόρων βιβλίων, έστω και πνευματικών, αλλά κυρίως από
την αδιάκοπη προσπάθειά του να ζήσει τις άγιες εντολές του Θεού. Διότι από πολύ
νωρίς κατάλαβε ο όσιος ότι τα βιβλία, ακόμη και η αγία Γραφή, αν δεν
μετουσιώνονται σε πράξη μικρή σημασία έχουν για τη ζωή του ανθρώπου. Κι ίσως σε
αυτήν την περίπτωση μπορεί να λειτουργήσουν και αρνητικά: να αποκτήσει ο
άνθρωπος μία θεολογία «δαιμονικού» τύπου. Διότι και «τά δαιμόνια πιστεύουσι καί
φρίσσουσι» και γνωρίζουν και πολλά λόγια της Γραφής – αγιογραφικά λόγια
επιστράτευσε ο Πονηρός στους πειρασμούς του κατά του Κυρίου μετά την Βάπτισή
Του.
«Αλήθεια, επειδή έπαθε τα θεία – σημειώνει συγκεκριμένα
μεταξύ πολλών άλλων ο εκκλησιαστικός υμνογράφος –, είχε κοινωνία των ακτίστων
ενεργειών, οι οποίες είναι μεθεκτές από τους άξιους και με τίς οποίες δοξάζεται
ο Θεός» (στιχ. εσπ.). Κι αλλού παρομοίως: «Έγινες άριστος μύστης της Θείας
γνώσεως, Σωφρόνιε. Διότι πορευόμενος με σοφό τρόπο με την τήρηση των εντολών
του Θεού, ανυψώθηκες όπως είναι φυσικό εκεί που λειτουργεί η θεία βοήθεια και
γνώρισες τις ενέργειες του ακτίστου φωτός, όπως και ουράνιες ελλάμψεις καθώς
υψωνόσουν από την ταπείνωση» (στιχ. εσπ.).
Ο σεμνός υμνογράφος, γνώστης επακριβώς της διδασκαλίας
και της ζωής του οσίου, βλέπει τον όσιο μέτοχο των ακτίστων ενεργειών του Θεού,
διότι προφανώς ο όσιος βίωνε εκείνα που τόνιζε περί αυτών των ενεργειών ο μέγας
Πατήρ της Εκκλησίας άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και που συνοδικώς και επισήμως κατοχυρώθηκαν στην εκκλησιαστική συνείδηση. Γι’
αυτό και προβαίνει σε μία εκτίμηση, που όλοι όσοι έχουν έστω και λίγο μελετήσει
τον άγιο Σωφρόνιο συμφωνούν απολύτως: ο μέγας Γέρων Σωφρόνιος υπήρξε ακριβής
ακόλουθος του μεγάλου Θεσσαλονικέως Πατέρα, Γρηγορίου Παλαμά, αλλά και μία άλλη
εκδοχή του επίσης μεγάλου ασκητικού διδασκάλου οσίου Ιωάννου της Κλίμακος. Το
Δοξαστικό του εσπερινού είναι πράγματι έξοχο: «Ας ενατενίσουμε θεοπρεπώς τον
όσιο Σωφρόνιο, τον μυσταγωγό και καθοδηγητή. Διότι κατέγραψε την Κλίμακα του
Ιωάννου του Σιναϊτου με άλλα λόγια, φανερώνοντας όσα έμαθε από την πείρα της
πράξεως. Κι από την άλλη, ακολούθησε ακριβώς και επάξια τη διδασκαλία Γρηγορίου
του Παλαμά και τις θεϊκές ελλάμψεις».
Στο σημείο αυτό ο πνευματικός υμνογράφος διατυπώνει ό,τι
είχε πει ο άγιος Σιλουανός και το κατέγραψε ο γνήσιος μαθητής και υποτακτικός
του Σωφρόνιος: «κι αν τύχαινε να χαθούν όλα τα κείμενα των ασκητικών Πατέρων
και Δασκάλων της χριστιανικής πίστεως, θα ξαναγράφονταν από τους οσίους ασκητές
και συνεπείς χριστιανούς που έχουν την ίδια εμπειρία». Ο άγιος Σωφρόνιος
«ξανάγραψε» τον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος: στην πράξη έμαθε κι αυτός τα του Θεού
όπως και ο Σιναϊτης άγιος.
Αν όμως ο όσιος Σωφρόνιος ζούσε τους μεγάλους
προγενεστέρους Πατέρες, κυριολεκτικά ανέπνεε με τον Πατέρα και Γέροντά του άγιο
Σιλουανό τον Αθωνίτη. Ο Σιλουανός «σφράγισε» με απόλυτο τρόπο τη ζωή του, τόσο
που όχι μόνο τον ίδιο αλλά και το μοναστήρι που ίδρυσε θεωρεί ότι έχει τον όσιο
Σιλουανό ως Πατέρα και καθοδηγητή. Δεν είναι τυχαίο που ο άγιος Σωφρόνιος σε
όλες σχεδόν τις ομιλίες του και τα γραπτά του τον μέγα Γέροντά του μνημόνευε
και σ’ εκείνου τις διδαχές και τον τρόπο ζωής ήθελε να στηρίζεται. Γιατί; Διότι
ο άγιος αυτός άνθρωπος είχε φτάσει στο μοναδικό για την εποχή μας, και όχι
μόνο, επίπεδο της προσευχής του Κυρίου στη Γεθσημανή: να προσεύχεται για όλον
τον κόσμο μετά δακρύων ως να προσεύχεται για τον ίδιο του τον εαυτό. Αυτό δεν
είναι το όραμα και η επιθυμία του Κυρίου, όπως είπαμε και παραπάνω, που ο κάθε
πιστός, σαν κι Εκείνον, θα πρέπει να περικλείει στην ύπαρξή του τον κόσμο όλον;
Το «ἀγαπήσεις τον πλησίον σου ὡς σεαυτόν» με άλλα λόγια ήταν και είναι το όριο
που είχε φτάσει με τη χάρη του Θεού ο άγιος Σιλουανός, που έφτασε κι ο άγιος
Σωφρόνιος, που γίνεται το φως συνεπώς του Σωφρονίου για να καθοδηγεί και τον
σύγχρονο κόσμο. Ο Σωφρόνιος με τη μαρτυρία του αυτή πράγματι ανοίγει τις
ευθείες οδούς της εποχής μας που ταλαιπωρείται από μία συνεχή ταραχή και
σύγχυση, γι’ αυτό και θεωρείται ο σήμερον εορταζόμενος ως ο «απόλυτος»
καθοδηγητής – ίσως ο άγιος Σωφρόνιος είναι ό,τι σημαντικότερο μπορεί να
προβληθεί σήμερα να πάρουν απαντήσεις όσοι «καίγονται» από τα υπαρξιακά τους
προβλήματα και την έλλειψη νοήματος στή ζωή τους. Όπως το λέει και πάλι ο
υμνογράφος: «Διήνοιξε δέ οὕτως, τῇ σήμερον ἡμέρᾳ, ὁδούς τάς εὐθείας τῆς Ὀρθοδόξου
πίστεως καί τῆς ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ βιοτῆς» (δόξα εσπ.) (έτσι διάνοιξε στη σημερινή
εποχή τις ευθείες οδούς της ορθόδοξης πίστης και της χριστιανικής βιοτής).
Είπαμε και προηγουμένως ότι ο άγιος Σωφρόνιος έζησε
έμπρακτα τη χριστιανική πίστη και φωτίστηκε πλούσια από το Φως του Θεού, διότι
ζούσε διαρκώς εν μετανοία. Η μετάνοια για τον όσιο δεν ήταν μία ευκαιριακού
τύπου αναγνώριση κάποιων αμαρτιών του. Η μετάνοια ήταν η οδός του, όπως το
κήρυξε ο Κύριος απαρχής της δημόσιας δράσεώς Του: «Μετανοεῖτε, ἤγγικε γάρ ἡ
Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν». Ζωή με άλλα λόγια για τον όσιο ήταν η μετάνοια, η οποία χαρακτηρίζει την αληθινή πνευματική ζωή της χριστιανικής
πίστεως ως πορεία «ἐκ μετανοίας εἰς καθαρωτέραν μετάνοιαν» και έχει τα
χαρακτηριστικά που φανερώνουν την γνήσια ποιότητά της: τα δάκρυα, τη μνήμη του
θανάτου, την αδιάλειπτη προσευχή, την αυτομεμψία, τη βαθειά ταπείνωση. Κατά τον
άγιο υμνογράφο: «ο Σωφρόνιος υπήρξε συνώνυμος της σωφροσύνης και δάσκαλος της
μετανοίας∙ φωστήρας του αγίου πένθους, που οδηγείτο από την αυτομεμψία με σοφό
τρόπο, γι’ αυτό και καταυγαζόταν από το φως. Διότι με τις ροές των δακρύων του,
σε έρημους τόπους, εκζητώντας τον όντως Όντα, δηλαδή Χριστό τον Θεό μας, ο
Σωφρόνιος Τον βρήκε» (στιχ. εσπ.).
Κατεξοχήν η αυτομεμψία ήταν εκείνο που χαρακτήριζε την
αλήθεια της ασκητικής ταπεινώσεώς του, κι η αυτομεμψία αυτή έφτανε στο σημείο
που «τρομάζει» πολλούς σήμερα: το αυτομίσος. «Αφού βρήκες την οδό του
αυτομίσους ως μόνη ασφαλή και αποδεκτή από τον Θεό, όπως είναι φυσικό βρέθηκες
μπροστά στην είσοδο της ασάλευτης Βασιλείας του Θεού» (λιτή). Κι όμως δεν συνιστά
«ιδιοτροπία» του αγίου Σωφρονίου το αυτομίσος. Αποτελεί στοιχείο της
χριστιανικής βιοτής κατά τα αψευδή λόγια του ίδιου του Κυρίου: «Όποιος έρχεται
σε μένα και δεν μισεί τον πατέρα του, τη μάνα του, τα αδέλφια του, τη γυναίκα
και τα παιδιά του, τα κτήματά του, ακόμη και την ίδια του τη ζωή, δεν μπορεί να
είναι μαθητής Μου!» Και τα λέει αυτά ο Κύριος για να μας επισημάνει την αλήθεια
ότι «οὐδείς δύναται δυσίν κυρίοις δουλεύειν». Αν δεν προσανατολιστούμε δηλαδή
απολύτως προς τον Κύριο, δεν μπορούμε να Τον αγαπήσουμε σωστά, όπως και δεν
μπορούσε να αγαπήσουμε στη συνέχεια και όποιον συνάνθρωπό μας αλλά και ακόμη
τον ίδιο μας τον εαυτό. Ένα αλλοιθώρισμα και στον Θεό και στον (πεσμένο στην
αμαρτία) κόσμο δεν μπορεί να χαρακτηριστεί συνεπής χριστιανική ζωή.
Και βεβαίως δεν μπορεί ο σοφός υμνογράφος του αγίου
Σωφρονίου να μη μνημονεύσει εκείνο που εξίσου χαρακτήρισε όλη τη ζωή του αγίου
του Γέροντα Σιλουανού: την προτροπή του ίδιου του Κυρίου, όταν εκείνος είχε
περιέλθει σε απόγνωση λόγω των επιθέσεων του Πονηρού, ιδίως στο θέμα της
κενοδοξίας και υπερηφανείας∙ «Κράτει τον νοῦν σου εἰς τόν Ἅδην καί μή ἀπελπίζου».
Ό,τι υπήρξε καθοδηγητική λύτρωση για τον άγιο Σιλουανό, αυτό υπήρξε και για τον
άγιο Σωφρόνιο, δεδομένου ότι έφτασε στο ίδιο πνευματικό ύψος με τον Γέροντά
του. Και τι λέει αυτή η προτροπή; Να βλέπεις τον εαυτό σου στο έσχατο βάθος του
άδη, γιατί από μόνοι μας «τίποτε δεν μπορούμε να κάνουμε», αλλά την ίδια στιγμή
να μην απελπιζόμαστε, γιατί υπάρχει η παρουσία της χάρης του Χριστού μας.
Θυμίζει το πνευματικό αυτό βίωμα των αγίων Σιλουανού και Σωφρονίου το
αντίστοιχο ίσως του αποστόλου Παύλου, ο οποίος εξομολογείτο: «Ο Χριστός ήλθε να
σώσει τους αμαρτωλούς, πρώτος των οποίων είμαι εγώ». Στα τάρταρα έβλεπε και ο
Παύλος τον εαυτό του, αλλά ο Χριστός ήταν ο Σωτήρας του! Το δίπολο αυτό, για
τον άγιο Σωφρόνιο, είναι το μόνο σωτήριο για να μην εκπίπτει κανείς από την
πνευματική χριστιανική οδό. Διότι πάντοτε απειλείται ο χριστιανός από το
αλαζονικό και κενόδοξο πονηρό πνεύμα. Οπότε η διαρκής υπενθύμιση της πραγματικότητας:
ότι είμαστε ένα «τίποτε» κατ’ ουσίαν, αλλά με τον Χριστό τα πάντα, μπορεί να
μας κρατήσει στην οδό του Κυρίου.
«Έλαμψε σαν λαμπρός ήλιος ο μέγας στους αγίους Σιλουανός,
φωτίζοντάς σε με θείες επιγνώσεις, γιατί σε δίδασκε αφού έπαθε τα θεία: κράτα
τον νου σου στον άδη και συγχρόνως να μην απελπίζεσαι καθόλου και θα δεις τον
Θεό» (ωδή ε΄). Κι ακόμη: «Ανυψώθηκες, πανάγιε πατέρα, αφού κατέβηκες με την
ταπείνωση. Διότι φέροντας τον τύπο του Ιησού που έπαθε και παραδόθηκε στον
τάφο, με τη θειότατη συμβουλή του Σιλουανού, έγινες κατοικητήριο Θεού, αφού
τήρησες τον νου σου στον άδη και κράτησες διαρκή την αυτομεμψία» (ωδή στ΄).
Δεν τελειώνει εύκολα ο λόγος για τον άγιο Σωφρόνιο:
απαιτούνται χιλιάδες σελίδων έστω και να πάρουμε «μυρωδιά», αν πάρουμε, της διδαχής
και της ζωής του. Όμως εκείνο που θα σημειώσουμε ως τελική αναφορά είναι η
μαρτυρία του για τον Θεό ως τον όντως Όντα, όπως και παραπάνω κάπου ανέφερε ο
υμνογράφος. Η αποκάλυψη του Θεού στον Μωυσή δηλαδή, όταν είδε τη βάτο που
καιγόταν και δεν κατακαιγόταν και κατάλαβε τη θεϊκή παρουσία, ότι «Αὐτός ἐστιν ὁ
Ὤν», ο Γιαχβέ: ό,τι βάζει η Εκκλησία μας στο φωτοστέφανο του Κυρίου, γιατί ο
Χριστός ήταν Εκείνος που του φανερώθηκε, η αποκάλυψη λοιπόν αυτή ήταν εκείνο
που «έλυσε» το σκοτάδι στο οποίο βρισκόταν ο αναζητητής νεαρός τότε Σωφρόνιος.
Κατάλαβε ότι ο Θεός είναι προσωπικός κι ότι Αυτός συνιστά το Είναι και την πηγή
της κάθε ύπαρξης, είτε λέγεται άνθρωπος είτε λέγεται άγγελος είτε φυσικό
δημιούργημα. Σ’ αυτήν την αποκάλυψη απορροφήθηκε τόσο που πράγματι έφτασε σε
μεγάλο ύψος κατανόησής της, γεγονός που του έδινε τη δυνατότητα κατανόησης και
του ίδιου του ανθρώπου. Διότι ο άνθρωπος δημιουργήθηκε «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν»
Εκείνου. Ο εμπνευσμένος υμνογράφος σημειώνει: «Καθώς σου φανερώθηκε ο
Δημιουργός σου, αξιώθηκες ν’ ακούσεις “Ἐγώ εἰμι ὁ Ὤν”. Μετά από αυτό αρπάχτηκε
όλη η καρδιά σου, άγιε, και βαδίζοντας την οδό της μετάνοιας, παμμακάριστε,
φώναζες δυνατά με κατάνυξη στον Κύριό σου: αμάρτησα, σώσε με» (κάθισμα όρθρου).
Και: «αφού έγινες σαν φωτιά από τον Προάναρχο Πατέρα, βρήκες πράγματι Αυτόν που
ζητούσες και άκουσες όπως ο Μωυσής προτύτερα “ἐγώ εἰμι”» (ωδή α΄).
Μακάρι, ο άγιος Σωφρόνιος που έγινε όλος σαν φωτιά (κοντάκιο), - γιατί «πληγώθηκε σε όλη την ύπαρξή του από τη θεία αγάπη του Εσταυρωμένου Κυρίου» (ωδή ζ΄) και κατέστησε την καρδιά του αγία Τράπεζα που ιερουργούσε διαρκώς τον Κύριο και το άγιο Ευαγγέλιό Του (ωδή ζ΄) - να καθοδηγεί και εμάς, ώστε να ξεφύγουμε από τη φοβερότερη στέρηση που υπάρχει και μας ρίχνει στην κόλαση, την άγνοια του Θεού (ωδή η΄). Ο «χριστόνους» (απολ.) άγιος να ανοίγει και σε εμάς τον δρόμο.