«Πάνω απ’ την καλύβα μας, πολύ ψηλά, ζούσε ένας Ρώσος, ο Γερο-Δημάς, σε
μία πρωτόγονη καλύβα, μόνος του. Ήταν πολύ ευλαβής. Ο Γερο-Δημάς έμεινε σχεδόν
άγνωστος σ’ όλη του τη ζωή. Κανείς δεν αναφέρει το όνομά του ή για το χάρισμά
του... Τ’ άφησε όλα, για να έλθει σε μία άκρη του κόσμου, στα Καυσοκαλύβια, κι
έζησε όλη του τη ζωή εκεί. Και πέθανε άγνωστος. Δεν ήταν κανείς εγωιστής. Όχι,
όχι, αγωνιστής ήταν... Ήταν μυστικός αγωνιστής. Ναι, ναι, είναι ένα τέλειο
πράγμα αυτό. Ένα τέλειο, ένα ανιδιοτελές. Ανιδιοτέλεια, λατρεία, αγιοσύνη,
ενώπιος ενωπίω, χωρίς ανθρωπαρέσκεια. Ο δούλος τω Δεσπότη. Τίποτ’ άλλο
απολύτως... Είδα έναν άγιο ζωντανό. Ναι, έναν άγνωστο άγιο. Ο καημένος,
περιφρονημένος» (Αγίου Πορφυρίου καυσοκαλυβίτου, Βίος και Λόγοι, Ι. Μ.
Χρυσοπηγής Χανίων).
Έκθαμβος ο μέγας
σύγχρονος άγιος Πορφύριος ο καυσοκαλυβίτης μπροστά στον αφανή άγιο Γερο-Δημά.
Έναν Ρώσο Γέροντα που αποφάσισε να έλθει στο Άγιον Όρος και εκεί να ζήσει την
ασκητική ζωή, μόνος μόνω Θεώ. Κανείς δεν τον ήξερε από τους ανθρώπους – κι ο
άγιος Πορφύριος τον γνώρισε «κατά λάθος» όταν ήταν νεαρός, μόλις δεκαεπτά ετών.
Ο Θεός όμως θέλησε να τον καταστήσει γνωστό μέσω του δούλου Του Πορφυρίου,
γιατί εκείνου, του Δημά, τα χαρίσματα έλαβε επειδή ήταν έτοιμη και αγαθή
γη. Θυμίζει την ανάλογη περίπτωση του αγίου Παύλου του Θηβαίου, τον οποίο «ανακάλυψε»
ο μέγας άγιος Αντώνιος. Χωρίς τον Αντώνιο θα ήταν ο όσιος Παύλος ένας μεγάλος
αλλά εντελώς άγνωστος. Όμως τελικώς αυτό δεν έχει σημασία. Γιατί οι μεγάλοι
κατά την πίστη μας είναι οι θεωρούμενοι πιο μικροί. Όσο μικρότερος φαίνεσαι σ’
αυτόν τον κόσμο, όσο αφανέστερος και άγνωστος, τόσο μεγαλύτερος και φανερός
είσαι ενώπιον του Θεού. Κι αυτό συμβαίνει γιατί η αφάνεια αυτή που περικλείει
τον πλούτο των χαρισμάτων του Θεού αποκαλύπτει τη σπουδαιότερη και μεγαλύτερη
όλων των αρετών, την ταπείνωση. Στην ταπείνωση και στην κρυμμένη ζωή είσαι
ατόφιος ο εαυτός σου – δεν «ζαλίζεσαι» από τα μπράβο και τα εύγε των ανθρώπων,
τα οποία λειτουργούν πάντοτε αποπροσανατολιστικά για τον άνθρωπο. Για τον άγιο
Πορφύριο η αφάνεια και ταπείνωση αυτή συνιστά την τελειότητα. «Ναι, ναι, είναι ένα τέλειο πράγμα αυτό. Ένα
τέλειο, ένα ανιδιοτελές. Ανιδιοτέλεια, λατρεία, αγιοσύνη, ενώπιος ενωπίω, χωρίς
ανθρωπαρέσκεια. Ο δούλος τω Δεσπότη. Τίποτ’ άλλο απολύτως». Κι είναι ο
ίδιος ο Θεός ο Οποίος θέλει κατά καιρούς, προκειμένου να βοηθήσει τους
υπόλοιπους εμάς, να αποκαλύπτει τέτοιους αγίους Του – γίνονται οι μεσίτες και
οι πρεσβευτές μας για τη σωτηρία μας. Οι άνθρωποι αυτοί που με την προσευχή
τους «ενοχλούν» τον Θεό για χάρη μας και μάλιστα αδιάκοπα, είναι οι μεγαλύτεροι
ευεργέτες της ανθρωπότητας. Χάριν αυτών στέκεται ακόμη ο κόσμος, με την έννοια
ότι Κύριος ο Θεός παρατείνει τον ερχομό Του για δεύτερη φορά ώστε περισσότεροι
άνθρωποι να μετανοήσουν και να μετάσχουν στη Βασιλεία Του. Σ’ έναν κόσμο
πεσμένο στην αμαρτία, δηλαδή στην αλαζονεία και την υπερηφάνεια και το φαίνεσθαι,
οι άνθρωποι αυτοί, όταν γίνονται γνωστοί, αποτελούν τη μεγαλύτερη κρίση και τον
μεγαλύτερο έλεγχο. Γιατί διαλαλούν μέσα στην αφάνειά τους το πόσο «κενοί» και «ψεύτικοι»
και «τενεκέδες» είμαστε οι πολλοί – αποκαλύπτουν την απιστία της ζωής μας,
ακόμη και ημών των θεωρουμένων πιστών.