«Είναι βαρύ να
αρπάξεις το ύδωρ από το στόμα του διψασμένου. Βαρύτερο όμως είναι να διακόψεις
μία ψυχή που προσεύχεται με κατάνυξη από την πολυπόθητη αυτή προσευχή της πριν
την τελειώσει» (Άγιος Ιωάννης Κλίμακος, λόγ. κη΄ 50).
Ο όσιος Γέρων Πορφύριος, νεαρό παλληκάρι δεκαεπτά ετών,
έγινε χωρίς να το θέλει μέτοχος ενός συγκλονιστικού γεγονότος: είδε με αίσθηση
ψυχής τη βαθιά προσευχή ενός αγιασμένου ασκητή, Δημά στο όνομα, ο οποίος
αξημέρωτα ακόμη και πριν ξεκινήσει η ακολουθία στο Κυριακό της Σκήτης, είχε πάει,
μόνος καθώς νόμιζε, ακριβώς για να προσευχηθεί. Η προσευχή του Δημά,
κατανυκτική και δακρυρροούσα, συνοδευόμενη και με μεγάλες μετάνοιες, αποτέλεσε
για τον νεαρό καλόγερο συγκλονιστική εμπειρία, καθώς του δόθηκε η χάρη να δει
τι σημαίνει αληθινή προσευχή, τι σημαίνει ένωση με τον Θεό. Δεν τόλμησε να
κουνηθεί από τη σκιασμένη θέση του – θεώρησε ότι κάτι τέτοιο θα ήταν βλασφημία!
Κι ήταν το ιερό τούτο γεγονός η ευλογημένη στιγμή ν’ αποκτήσει κι αυτός, από τη
μικρή αυτή ηλικία, το χάρισμα της διόρασης και προόρασης του άγνωστου κατά τα
άλλα σπουδαίου αυτού ασκητή. Η ευλαβική στάση του μπροστά στην ψυχή που
προσευχόταν έγινε η δίοδος για να ρεύσει και σ’ αυτόν η ίδια χάρη προσευχής του
Δημά και των χαρισμάτων που την συνόδευαν.
Και το γεγονός τούτο, καθώς και πάμπολλα άλλα
καταγεγραμμένα στην Παράδοση της Εκκλησίας μας, δείχνουν ότι η μόνη στάση
μπροστά στην αληθινή εν κατανύξει προσευχή είναι της απόλυτης προσοχής ως
συναίσθησης ενός πραγματικού μυστηρίου και μιας πανίερης καταστάσεως. Κι ίσως
πρόκειται για μια μικρή χαρισματική συνέχεια του ίδιου συγκλονισμού που βίωσαν
και οι μαθητές του Κυρίου, όταν δόθηκε
και σ’ αυτούς να δουν τον Κύριο προσευχόμενο, με αποτέλεσμα να ζητήσουν από
Αυτόν να τους διδάξει τελικώς να μπορούν να προσεύχονται: «Κύριε, δίδαξον ημάς προσεύχεσθαι». Μπροστά στην αληθινή προσευχή
αισθάνεσαι τη μικρότητά σου, αλλά και το μεγαλείο του Θεού και των χαρισμάτων
Του!
Μη θελήσουμε λοιπόν να διακόψουμε τη δική μας προσευχή πρώτα, όταν μάλιστα αισθανόμαστε κάποια κατάνυξη, έστω κι αν «σκεφτούμε σπουδαία και αναγκαία, ακόμη και πνευματικά, θέματα» - είναι παγίδα του πονηρού. Κι έπειτα: μη διανοηθούμε να γίνουμε πρόσκομμα σε αδελφούς που προσεύχονται στην Εκκλησία, είτε με τις κουβέντες μας είτε με το «σουλάτσο» μας είτε με οποιαδήποτε άλλη κίνησή μας, ακόμη και με τους λογισμούς μας – κι οι λογισμοί όταν είναι αρνητικοί, όπως της κατάκρισης για παράδειγμα, «προκαλούν ρήγμα και στους τοίχους του ναού!» (όσιος Σωφρόνιος). Ας σκεπτόμαστε ότι είναι χειρότερο τούτο κι από το να αρπάξουμε το νερό από το στόμα του διψασμένου! Μη τυχόν και γίνουμε όργανο του Πονηρού εν αγνοία μας!