Το θάμβος που νιώθει ο άγιος υμνογράφος Θεοφάνης μπροστά στην τεράστια και λαμπερή
προσωπικότητα του αγίου Ιακώβου - αποτέλεσμα όχι μόνο της
κλήσεώς του από τον Κύριο και της αγιασμένης βιωτής του,
αλλά και της φλόγας του Παρακλήτου Πνεύματος που έλαβε την ημέρα
της Πεντηκοστής – τον κάνει σε ένα τροπάριό του να φτάσει σε επίπεδα υπερβολής,
καθώς αποπειράται να δικαιολογήσει με καλό λογισμό το πρωτείο που
ζήτησαν αυτός με τον αδελφό του και τη μητέρα τους από τον Κύριο. Θυμόμαστε όλοι ότι η μητέρα τους και οι ίδιοι ζήτησαν από τον Χριστό,
λίγο πριν από τα πάθη Του, παρεξηγώντας
προφανώς την πνευματική βασιλεία του Κυρίου και εκλαμβάνοντάς την γήινα,
να σταθούν δίπλα Του πρωτόθρονοι. Και ο
Κύριος απήντησε ότι ναι μεν ῾δεν ξέρουν τι ζητούν᾽,
αλλά ῾το ποιος θα σταθεί πρώτος δίπλα Του
είναι κάτι που δεν το δίνει ο Ίδιος, αλλά ο Πατέρας Του,
ανάλογα με την αγάπη που τρέφει ο άνθρωπος προς Εκείνον μέχρι σημείου
θυσίας᾽. Ο υμνογράφος μας λοιπόν ερμηνεύει ως εξής το αίτημά
του: ῾Ανέβηκες στα
φτερά της μεγαλύτερης αρετής με την αγάπη, και πόθησες,
ένδοξε, να έχεις τα πρωτεία των πρώτων
θρόνων του Δεσπότη. Όχι γιατί αγαπούσες τη μάταιη δόξα,
αλλά για να βλέπεις με άμεσο τρόπο Αυτόν που αγάπησες᾽
(ωδή ε´). Καταλαβαίνει όμως ο άγιος Θεοφάνης
την υπερβολή, γι᾽αυτό και στην επόμενη
ωδή ῾διορθώνει᾽: ῾Ζήτησες από τον Χριστό, σαν να
είναι γήινος Βασιλιάς, να σου δώσει την επίγεια δόξα,
και πέτυχες, μακάριε Ιάκωβε, τη βασιλεία όχι την κάτω και φθαρτή, αλλά την
αθάνατη, που την έλαβες όμως με την άθλησή σου᾽
(ωδή ς´).