Σάββατο 7 Απριλίου 2018

Τό μεῖζον: ἡ πνευματική ἀνάσταση (ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος)


 Γιά τόν ἅγιο Ἰωάννη Χρυσόστομο ἡ πνευματική ἀνάσταση ὡς ὑπέρβαση τῶν ἁμαρτιῶν διά τῆς μετανοίας εἶναι τό μεῖζον. Ὅ,τι ὁ ἄνθρωπος γεύτηκε ἀπό τό βάπτισμά του, αὐτό καλεῖται στήν πραγματικότητα νά ἐπιβεβαιώνει καθημερινῶς στή ζωή του, πού σημαίνει ὅτι ὁ πνευματικός ἀγώνας τῆς μετανοίας ἀποτελεῖ τήν ἀδιάκοπη προσπάθεια παραμονῆς στήν ἀνάσταση. Γι’ αὐτό καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ τήν θεωρεῖ μόνο κάτω ἀπό τήν προοπτική αὐτή. «Εἶδες τό μέγεθος τῆς δωρεᾶς; Διατήρησε τό μέγεθος αὐτῆς τῆς δωρεᾶς, ἄνθρωπε. Δέν ἐπιτρέπεται νά ζεῖς μέ ἀδιαφορία. Βάλε στόν ἑαυτό σου νόμο μέ κάθε ἀκρίβεια. Ἡ ζωή εἶναι ἀγώνας καί πάλη, καί ὅποιος ἀγωνίζεται ἀπέχει ἀπό ὅλα…Κατάστρεψε λοιπόν ἀπό τήν ἀρχή τή ρίζα τοῦ κακοῦ, γιά νά καταστρέψεις ὅλη τήν ἀρρώστια…Ἄς ἐξαφανίσουμε παντοῦ τίς ἀρχές τῶν ἁμαρτημάτων» (Εἰς τήν Ἀνάστασιν).
Ἔτσι ἐνῶ ἡ ἀνάσταση τῶν νεκρῶν πού ἦλθε ὡς τό ἀποτέλεσμα τῆς Ἀνάστασης τοῦ Κυρίου ἀναφέρεται σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους – δέν ὑπάρχει κανείς πού δέν θά μετάσχει τῆς ἀναστάσεως τῶν σωμάτων, εἴτε πιστός εἴτε ἄπιστος – τό ζητούμενο γιά τόν ἅγιο Χρυσόστομο εἶναι ἀκριβῶς ἡ διατήρηση τῆς πνευματικῆς ἀναστάσεως ὡς ζωῆς μετανοίας πάνω στίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ. Μόνον οἱ ἐν μετανοία ζῶντες καί ἑνωμένοι μέ τόν Χριστό στή ζωή αὐτή θά ζήσουν καί τή δόξα τῆς ἀναστάσεως. «Ὅλοι θ’ ἀναστηθοῦμε, ὁ καθένας ὅμως στό δικό του τάγμα. Τί ὅμως σημαίνουν τά λόγια αὐτά; Ὅτι καί ὁ εἰδωλολάτρης καί ὁ Ἰουδαῖος καί ὁ αἱρετικός καί κάθε ἄνθρωπος πού πέρασε ἀπ’ αὐτόν τόν κόσμο, θ’ ἀναστηθεῖ κατά τήν ἡμέρα ἐκείνη…Βέβαια καί τά σώματα τῶν ἁμαρτωλῶν ἀνασταίνονται ἄφθαρτα καί ἀθάνατα. Ἡ τιμή ὅμως αὐτή γίνεται σ’ αὐτούς ἀφορμή κόλασης καί τιμωρίας, ἐπειδή ἀνασταίνονται ἄφθαρτα, γιά νά καίονται αἰώνια» (Περί τῆς τῶν νεκρῶν ἀναστάσεως).  «Τήν ἀνάσταση ὅλοι θά ἀπολαύσουν. Δοξασμένοι ὅμως δέν θά εἶναι ὅλοι, ἀλλ’ οἱ ἑνωμένοι μέ τόν Χριστό» (Εἰς τήν προς Θεσσαλονικεῖς). Γιά τόν ἅγιο θεωρεῖται δεδομένο ἔτσι ὅτι τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν ἀρνοῦνται ὅσοι δέν βαδίζουν πάνω στή μετάνοια, ἔχοντας ἐπιλέξει ὡς τρόπο ζωῆς τό «φάγωμεν, πίωμεν, αὔριον γάρ ἀποθνήσκομεν». Καί τοῦτο γιατί δέν συμφέρει σ’ αὐτούς νά πιστεύουν ἐκεῖνο πού ἀποτελεῖ ἔλεγχο τῆς ζωῆς τους. Ἡ ἀθεΐα δηλαδή ἀποτελεῖ σύμπτωμα τῆς πονηρίας τῆς ζωῆς. «Ἐκεῖνος πού δέν περιμένει ν’ ἀναστηθεῖ, οὔτε ν’ ἀποδώσει λογαριασμό γιά τίς πράξεις του πού ἔκανε ἐδῶ, ἀλλά νομίζοντας ὅτι τά δικά μας σταματοῦν στήν παροῦσα ζωή κι ὅτι δέν ὑπάρχει παραπέρα τίποτε περισσότερο, οὔτε γιά τήν ἀρετή θά φροντίσει» (Περί τῆς τῶν νεκρῶν ἀναστάσεως). «Ἐκεῖνος πού ὑποστηρίζει ὅτι δέν ὑπάρχει τίποτε μετά τήν ἐδῶ ζωή, αὐτός κατ’ ἀνάγκη θά ὁμολογήσει ὅτι δέν ὑπάρχει οὔτε καί Θεός» (Περί εἱμαρμένης καί πρόνοιας).