Δέν
ἔφευγε ἀπό τόν νοῦ καί τήν καρδιά του αὐτό πού εἶχε ἀκούσει, στήν
πραγματικότητα κρυφακούσει, καθισμένος σέ μιά γωνιά τοῦ δωματίου, μικρό παιδί σάν ἤτανε, ἀπό ἕναν Γέροντα σοφό
πού εἶχε καταλύσει ἕνα βράδυ στό σπίτι τῶν γονιῶν του. «Ὑπάρχει ἕνα μυστικό
βασίλειο, ἀδέλφια μου», εἶχε πεῖ ὁ Γέροντας, «τό μεγαλύτερο στόν κόσμο, πού ἔχει μέσα ὅλα
τά καλά τοῦ Θεοῦ. Καί δέν μιλᾶμε γιά τά μικρά, τά ὑλικά καί τά ἐπίγεια, ἀλλά
γιά ὅλες τίς σοφίες καί τούς πνευματικούς θησαυρούς πού μπορεῖ κανείς νά
ποθήσει καί νά ὀνειρευτεῖ… Δέν θά ὑπάρχει μάλιστα μακαριότερος ἄνθρωπος, ἀπ’ ὅσους
ἔχουν γεννηθεῖ μέχρι τώρα, ἀλλά καί ἀπ’ ὅσους πρόκειται νά ἔλθουν, ἀπό ἐκεῖνον
πού θά μπορέσει νά ἀνακαλύψει τό βασίλειο αὐτό, νά τό βρεῖ καί νά περάσει τήν
κλεισμένη θύρα του... Γιατί ἔχει μία τεράστια θύρα, βαριά κι ἀσήκωτη, πού ὅσο
καί νά ἐπιχειρήσει κανείς νά τήν ἀνοίξει, δέν πρόκειται ποτέ νά καταφέρει
τίποτε. Τό μόνο πού τήν ἀνοίγει καί σέ πηγαίνει σέ ὅλους τούς θησαυρούς εἶναι ἕνα
κλειδί. Ἕνα κλειδί πού ὅποιος τό βρεῖ γίνεται θά λέγαμε ὁ κατακτητής τοῦ
βασιλείου αὐτοῦ. Ναί, μακάριος ὁ ἄνθρωπος πού θά πατήσει τό ποδάρι του στόν εὐλογημένο
αὐτόν τόπο…». Εἶχε κουνήσει τό κεφάλι
του ὁ Γέροντας στοχαστικά, λέγοντας τά τελευταῖα λόγια του, ἐνῶ τά μάτια του, ἀστραπόμορφα,
χάνονταν στό βάθος ἑνός ὁρίζοντα πού μόνον ἐκεῖνος ἔβλεπε…
Εἶδε
τά κατάπληκτα μάτια τῶν γονιῶν του, εἶδε τή λαχτάρα τοῦ ἴδιου τοῦ Γέροντα, καί
τόσο καρφώθηκε ἡ εἰκόνα τοῦ κλειδιοῦ αὐτοῦ καί τοῦ κρυμμένου βασιλείου στή
σκέψη του, ὥστε δέν ἄκουσε πιά τίποτε ἄλλο ἀπό τά λεγόμενα τοῦ ἀνθρώπου. Ἀποκοιμήθηκε
μάλιστα ἐκεῖ, στή γωνιά πού καθότανε, βλέποντας στόν ὕπνο του ὅτι βρίσκεται σ’ ἕνα
μεγάλο καί πυκνό δάσος κι ὅτι μαζί μέ τούς γονεῖς του ψάχνουν γιά τό μυστικό
πέρασμα, γιά τό θαυμαστό μονοπάτι πού θά τούς πάει στή βαριά καί ἐξωτική θύρα
τοῦ βασιλείου…
Ἀπό
τότε δέν ξανάδε τόν Γέροντα οὔτε κι ἄκουσε ποτέ νά μιλάει κανείς γι’ αὐτόν. Ἀλλά
καί οἱ γονεῖς του, σάν νά θεώρησαν ἀλαφροΐσκιωτο τόν Γέροντα, δέν ξαναμίλησαν
γιά τό βασίλειο καί τό μυστήριο κλειδί του, ἐνῶ ὅσες φορές ἔφερε ὁ ἴδιος τήν
κουβέντα στό θέμα αὐτό, ἐκεῖνοι τόν ἀποπῆραν,
λέγοντάς του ὅτι αὐτά εἶναι λόγια τῆς φαντασίας ἑνός ἀλλοπαρμένου γέρου, πού ἁπλῶς
ἔτυχε νά τόν φιλοξενήσουν μιά κρύα βραδιά τοῦ χεμώνα… «Μήν ἀσχολεῖσαι μ’ αὐτά
πού εἶναι ὄνειρα», τοῦ εἶπε ὁ πατέρας του. «Πάτα γερά στή γῆ καί κοίτα αὐτήν νά
κατακτήσεις. Ὅ,τι εἶναι στά μάτια σου μπροστά, αὐτό ν’ ἀναζητεῖς».
Αὐτό
τελικά ἀναζήτησε στή ζωή του. Τόν λόγο τοῦ πατέρα του τόν ἄκουσε, ἁπλά σκέφτηκε
ὅτι θά ‘ταν προτιμότερο νά κατακτήσει τή γῆ μ’ ἕναν εὔκολο καί ἄκοπο γι’ αὐτόν
τρόπο: κλέβοντας τό βιός τοῦ συνανθρώπου του, ἁρπάζοντας ὅ,τι εὕρισκε μπροστά
του. Κι εἶναι ἀλήθεια ὅτι τά κατάφερνε καλά. Δέν χρειαζότανε νά πολυδουλέψει.
Τά μάτια του ἤτανε πάντα ἀνοιχτά σ’ ὅ,τι τοῦ φάνταζε ὡραῖο κι ἐπιθυμητό, κι ἔβρισκε
τρόπους, χωρίς νά τόν πάρει κανείς εἴδηση, τελικά νά τό κάνει δικό του. Τί ‘ταν
ὅμως τοῦτο πού τοῦ συνέβαινε κατά καιρούς καί τόν ἔκανε τότε νά βλέπει ἐφιάλτες
στόν ὕπνο του; Μιά θλίψη βάραινε τήν καρδιά του, μιά πέτρα ἀσήκωτη τοῦ πλάκωνε
τά σωθικά, κι ἔπαιρνε ἡ πέτρα τή μορφή μιᾶς θύρας πού ὑψωνότανε ὁλόρθη καί
θεόρατη μπροστά του. «Νά ‘βρω τό κλειδί… τό κλειδί…», σαν νά ‘κουγε τότε τά
χείλη του νά σιγοψιθυρίζουν… Καί ξυπνοῦσε μούσκεμα στόν ἱδρῶτα, κοιτώντας τά
χέρια του μήπως κρατοῦσε κάνα κλειδί… Μέχρι νά ξημερώσει παρέμενε ξάγρυπνος,
φέρνοντας στή μνήμη του τήν ἀχνή μορφή τοῦ περίεργου Γέροντα στό πατρικό του
σπίτι καί φτιάχνοντας εἰκόνες γιά τό κρυφό βασίλειο καί τό κλειδί πού θά ‘νοιγε
τή βαριά κλεισμένη θύρα του…
Δέν
μπόρεσε νά κρύβεται γιά πάντα ἀπό τήν ἐξουσία τῆς ἐποχῆς. Τοῦ ‘στησαν καρτέρι
μιά βραδιά μετά ἀπό ληστρική καί πάλι ἐπίθεσή του – κι ἔγινε εὔκολο αὐτό, γιατί
ἕνας συνεργός του ἄρχισε τίς ἀποκαλύψεις, μετά τό πιοτό σ’ ἕνα καπηλειό – τόν συνέλαβαν
καί τόν καταδίκασαν στόν πιό ἀτιμωτικό θάνατο τῆς ἐποχῆς: νά πεθάνει πάνω σέ
σταυρό. Ὅπως ἔκαναν γιά τούς μεγαλύτερους κακούργους…Πού ἔπρεπε ὄχι μόνο νά
φύγουν ἀπό τή ζωή αὐτή, ἀλλά καί μέ τή μεγαλύτερη ταπείνωση!
Τοῦ
εἶπαν ὅτι δέν θά εἶναι μόνος! «Θά εἶναι καί ἄλλοι δυό σάν τά δικά σου μοῦτρα»,
τοῦ σφύριξε χασκογελώντας μέ μίσος ἕνας ρωμαῖος στρατιώτης. «Αὐτή θά εἶναι ἡ…
παρηγοριά σου. Ὁ ἕνας μάλιστα εἶναι καί… βασιλιᾶς! Βασιλιᾶς, ἀκοῦς;» Τό συρτό κοροϊδευτικό
γέλιο παρέμεινε γιά ὥρα στά αὐτιά του.
Τόν
εἶδε! Ἦταν δίπλα του καρφωμένος κι Αὐτός στόν σταυρό! Μιά ἐπιγραφή στήν κορυφή ἔλεγε περιπαικτικά ὅτι ἦταν
ὁ βασιλιᾶς τῶν Ἰουδαίων… Ἡ ὀδύνη ἦταν ζωγραφισμένη στά μάτια Του. Μιά ὀδύνη ὅμως
- ἔτσι τοῦ φάνηκε - πού δέν ἦταν ἴδια μέ τή δική του ἤ τοῦ ἄλλου συσταυρωμένου
κι αὐτοῦ ληστῆ. Διαισθανόταν, παρ’ ὅλο τόν πόνο καί τή δυσκολία πού εἶχε στήν ἀναπνοή
του, μιά ἱερότητα πού τόν «μπέρδευε». Τόν ἄκουσε κάποια στιγμή νά μιλάει σέ
κάποιους κάτω ἀπό τόν Σταυρό: μιά γυναίκα μέ δάκρυα στά μάτια καί ἕναν νεαρό ἄνδρα.
Κάτι ἄκουσε νά λέει ὅτι εἶναι μάνα Του. Τόν ἄκουσε ἐπίσης νά λέει ὅτι διψάει…
καί νά φωνάζει τόν Ἠλία… Δέν δέχθηκε τό ξίδι πού Τοῦ πρόσφεραν κάποιοι στρατιῶτες.
Κάποια
στιγμή Ἐκεῖνος γύρισε καί τόν κοίταξε. Τά μάτια τους διασταυρώθηκαν. Τέτοιο
βλέμμα ἀγάπης καί εἰρήνης δέν εἶχε δεχτεῖ ποτέ ἐπάνω του. Ἔνιωσε σάν νά ἔχει
στραφεῖ ὁ Ἥλιος μόνον πρός αὐτόν καί νά τόν χαϊδεύει μέ τίς ἀκτίνες του. Μιά ἀπροσδιόριστη
δροσιά ἄρχισε νά ἁπλώνεται στό κορμί του· δροσιά πού ἀνακούφιζε μ’ ἕναν
μυστήριο τρόπο τούς ἄφατους πόνους του· δροσιά πού ἁπάλυνε τά τραύματα τῆς ψυχῆς
του. Χωρίς νά καταλαβαίνει τό γιατί, αἰσθάνθηκε τά μάτια του νά πλημμυρίζουν ἀπό
δάκρυα. Κι ἦταν τόσο παράδοξο αὐτό πού ζοῦσε: ἔβλεπε ὅλες τίς ἁμαρτίες πού εἶχε
διαπράξει, ἔβλεπε τή σκιά στήν ὁποία βρισκόταν ὅλα τά χρόνια τῆς ζωῆς του, ζοῦσε
τήν ἁμαρτωλότητά του, ἀλλά χωρίς ἀπόγνωση καί ἀπελπισμό! Τό φῶς πού ἐξέπεμπαν
τά μάτια τοῦ συσταυρωμένου βασιλιᾶ λειτουργοῦσαν μέσα του σάν χάδι μητρικό: λές
πράγματι κι ἦταν βρέφος στήν ἀγκαλιά τῆς μάνας του! Ὅλα τότε γύρω του πῆραν ν’ ἀλλάζουν:
ὁ βασιλιᾶς στόν Σταυρό πῆρε τή μορφή τοῦ Γέροντα τῶν παιδικῶν του χρόνων πού
φιλοξενήθηκε στό σπίτι τους· ὁ Σταυρός
Του, ἐπίσης, ἔγινε μιά πελώρια θύρα γεμάτη ἀπό ἐξαίσια εὐωδιά. Σάν νά βρέθηκε
σέ ἕναν ἄγνωστο καί ὑπερφυσικό χῶρο, ὁ ὁποῖος ὅμως δέν τόν φόβιζε καί δέν τόν
τρόμαζε καθόλου. Τά λόγια πού ἄκουσε νά ψιθυρίζει τό δικό του στόμα βγῆκαν μ’ ἕναν
ἐντελῶς αὐθόρμητο τρόπο: «μνήσθητί μου,
Κύριε, ἐν τῇ βασιλείᾳ Σου». Ναί, ὁ συσταυρωμένος μ’ αὐτόν ἦταν πραγματικός
καί ἀληθινός βασιλιᾶς. Δέν εἶχε τήν παραμικρή ἀμφιβολία. Ἡ ἀπάντηση μάλιστα πού τοῦ ‘δωσε στό δικό του «μνήσθητι» ἀκούστηκε σάν
μουσική στ’ αὐτιά του: «Ἀμήν, λέγω σοι,
σήμερον μετ’ ἐμοῦ ἔσῃ ἐν τῷ Παραδείσῳ».
Τό
ὄνειρο τῶν παιδικῶν του χρόνων ἔγινε πραγματικότητα. Ὅ,τι εἶχε καρφωθεῖ μέσα
του γιά τό κρυμμένο βασίλειο καί τό περίεργο κλειδί πού ἀνοίγει τή μεγάλη θύρα
του, τό εἶχε ἐκεῖ μπροστά του. Τό μυστήριο εἶχε βρεῖ τή λύση του: τό κλειδί τελικά
τό ‘χε πάντοτε μέσα στά δικά του χέρια! Ἦταν τό ξέσπασμα τῆς καρδιᾶς του
μπροστά σ’ Αὐτόν τόν ἄγνωστο, μά καί τόσο πολύ δικό του καί γνωστό του πού ἔλεγαν
Χριστό· ἦταν τά δάκρυα τῆς μετάνοιάς του
καί τό «μνήσθητι» πού ψέλλισε· αὐτά πού μ’ ἕναν θαυμαστό τρόπο τόν ἔφεραν στόν χῶρο
τοῦ κρυμμένου βασιλείου κι ἄνοιξαν τή βαριά πύλη του…
«Κεκλεισμένας ἤνοιξε τὰς πύλας, βαλών ὁ Λῃστὴς
κλεῖδα τὸ μνήσθητί μου» (Ἄνοιξε τίς κλεισμένες πύλες τοῦ Παραδείσου ὁ
ληστής, ἀφοῦ ἔβαλε σάν κλειδί τό μνήσθητί μου) (στίχοι στό συναξάρι τῆς ἑορτῆς
τοῦ εὐγνώμονος ληστοῦ).
Ἀπό
τότε καί μετά θά μάθαινε ὅτι ὁ βασιλιᾶς, ὁ Κύριος καί Θεός του, θά τόν κατέβαζε
συχνά ἀπ’ τόν σταυρό - σάν τότε πού τόν πρόσταξε νά θεραπεύσει ἐκεῖνον τόν ἅγιο
ἐπίσκοπο Πορφύριο τῆς Γάζας - γιά νά ἐπουλώνει τά τραύματα τῶν ἀνθρώπων, ψυχικά
καί σωματικά, ὅπως, ἀκόμη πιό θαυμαστά, τό δικό του «μνήσθητι» θά γινόταν τό αἴτημα
τῆς καρδιᾶς τῶν ἀληθινά πιστῶν τῆς κάθε ἐποχῆς· τό «μνήσθητι» πού ἔχει τή
δύναμη νά μεταθέτει τόν ἄνθρωπο ἀπό τό πλάι τῆς σκιᾶς στό φῶς τοῦ Σωτῆρα Θεοῦ!