Ο όσιος Μαρτινιανός έμαθε από την πείρα
των πειρασμών που υπέστη ότι η πονηρία του Πονηρού δεν έχει όρια.
Τα πάντα εφευρίσκει, πάντα βεβαίως με την
παραχώρηση του Κυρίου – μη ξεχνάμε ότι ο διάβολος δεν είναι ανεξέλεγκτος,
αλλ’ υπόκειται και αυτός στο θέλημα του Θεού: τον αφήνει να δρα, όσο διευκολύνει την παιδαγωγία
του ανθρώπου – προκειμένου να πειράξει τον δούλο του Θεού. Κι όταν αντιμετωπίζει από το «πουθενά»
νέο πειρασμό στο πρόσωπο μιας ναυαγισμένης κόρης, σηκώνεται και φεύγει, για να αποφασίσει εσαεί
να είναι περιπλανώμενος. Πόσο προσγειωμένος πράγματι είναι!
Τι εμπιστοσύνη να δείξει στον εαυτό του, όταν βλέπει ότι ακόμη βρίσκεται στον κόσμο τούτο; Όπως το έλεγε και ο Γέροντας των Αθηνών μακαριστός π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος: «το θέμα σαρξ τελειώνει
με το θέμα πλαξ», δηλαδή όσο η πλάκα του τάφου δεν μας έχει
κλείσει, δεν μπορεί κανείς να εμπιστεύεται τη σάρκα του,
το ίδιο βλέπουμε στον όσιο Μαρτινιανό και σε κάθε άλλο βεβαίως
άγιο. Κι ο υμνογράφος μας γι’ αυτό, δεν τονίζει μόνο τον αγώνα του απέναντι στην πρώτη γυναίκα, αλλά απέναντι και στη δεύτερη. Και τι ωραία τον
παραλληλίζει με τον προφήτη Ιωνά: όπως εκείνος ρίχτηκε στη
θάλασσα για να ησυχάσει αυτή, και θαλάσσιο κήτος τον έβγαλε
στην ξηρά, έτσι και ο όσιος Μαρτινιανός, ρίχτηκε στη θάλασσα να ξεφύγει νέο πειρασμό, βγαίνοντας στην ξηρά πάνω κι αυτός σε θαλάσσια κήτη: τα νώτα των δελφινιών. «Κυβερνώμενος,
Πάτερ, από το θεϊκό χέρι, σαν τον Ιωνά έριξες τον εαυτό σου στον βυθό της θάλασσας, όσιε, έχοντας ως όχημα τα θηρία και βγαίνοντας
φωτισμένος στην ξηρά» («Υπό της θείας κυβερνώμενος, Πάτερ, χειρός, ώσπερ Ιωνάς απέρριψας σεαυτόν εις βυθόν
θαλάσσης, όσιε, θηρσίν οχούμενος
και τη χέρσω λαμπρός εκδιδόμενος») (ωδή ζ΄ ).