Ἡ μόλυνση τοῦ περιβάλλοντος ἀποτελεῖ βασικό σύμπτωμα τῆς ἀθεΐας τοῦ συγχρόνου
ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος ἔχασε τή ζωντανή σχέση του μέ τόν Θεό καί γι᾽ αὐτό ἀδυνατεῖ νά
δεῖ καί τή φύση ὡς ἀδελφή του, μέ τήν ὁποία ἔχει κοινή πορεία καί κοινή ἐξάρτηση.
Διότι ἄν ὁ ἄνθρωπος ζοῦσε ἀληθινά τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ στή ζωή του, τότε θά ἄνοιγαν
τά μάτια του γιά νά δεῖ ὅτι ῾τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καί τό πλήρωμα αὐτῆς᾽(Α´ Κορ.
10, 26), ἄρα καί ἡ μόνη στάση του ἀπέναντί της εἶναι ὁ σεβασμός καί ἡ λελογισμένη
χρήση της. ᾽Ιδιαιτέρως στή χριστιανική πίστη καλλιεργεῖται
ἡ ἀντίληψη αὐτή, κατά τήν ὁποία ἡ φύση δέν ἀνήκει στόν ἄνθρωπο, γιά νά τήν κάνει
ὅ,τι θέλει, ἀλλά ἀνήκει στόν Θεό, ὁ Ὁποῖος ἔταξε τόν ἄνθρωπο διαχειριστή αὐτῆς κατά
τό θέλημα τό δικό Του. Μ᾽ αὐτόν τρόπο, τῆς διαχείρισης, ἑρμηνεύει ἡ ᾽Εκκλησία μας
τό ῾κατακυριεύσατε τῆς φύσεως᾽ πού λέει ἡ ῾Αγία Γραφή (βλ. Γεν. 1,
26-28) καί ὄχι μέ τήν ἔννοια τῆς ἀνεξέλεγκτης κυριαρχίας, ὅπως διαστρεβλωμένα θεωρήθηκε
τά νεώτερα χρόνια. Καί χρειάζεται νά τονίζεται ἡ ὀρθή ἑρμηνεία, διότι ἐξ ἀφορμῆς
τῆς μολύνσεως τῆς φύσεως οἱ ἐχθροί τῆς ᾽Εκκλησίας παίρνουν θάρρος γιά νά κατηγοροῦν
τή χριστιανική πίστη ὡς ὑπαίτια τάχα τῆς μολύνσεως αὐτῆς, ἀφοῦ τολμοῦν νά ἰσχυρίζονται
ὅτι ἡ πίστη αὐτή ἄνοιξε τόν δρόμο τῆς καταστροφῆς τῆς φύσεως μέ τήν ἐλευθερία πού
ἔδωσε στόν ἄνθρωπο νά τήν κατακυριεύσει. Μά, ὅπως εἴπαμε, ἡ ῾κατακυρίευσις᾽
νοεῖται πάντοτε κατά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί ἐν ὑπακοῇ σ᾽ ᾽Εκεῖνον, ἄρα νοεῖται ὡς
διαχείριση τῆς φύσεως, γιά τήν ὁποία θά δώσει τελικῶς λόγο ὁ ἄνθρωπος στόν Κύριο
αὐτῆς καί τοῦ ἴδιου, τόν αἰώνιο Τριαδικό Θεό.