Του Στέφανου Δορμπαράκη
Μέσα
καλοκαιριού και οι ακτίνες του ήλιου έκαναν και πάλι πολύ αισθητή την παρουσία
τους μέσα στον ζεστό μαντρότοιχο του μοναστηριού. Οι παλιότεροι μοναχοί όταν
πρωτοήρθαν δεν πρόβλεψαν καθόλου την υψηλή θερμοκρασία που αναπτυσσόταν μέσα
στο χώρο αυτόν. Έχτισαν το μοναστήρι ψηλά πάνω στον λόφο, κατά κύριο λόγο να είναι απομονωμένοι και απερίσπαστοι
στην αφοσίωσή τους στον Θεό, αλλά και να προφυλάσσονται από την άλλη από τις καταστροφικές επιθέσεις και λεηλασίες
των πειρατών. Έτσι οι ακραίες θερμοκρασίες έπλητταν ανελέητα το ιστορικό
μοναστήρι.
Ο
μοναχός Αλύπιος θα συμπλήρωνε σε λίγο καιρό δεκαεπτά ολόκληρα χρόνια στον ιερό
αυτόν τόπο και αφότου ήρθε δεν τον είχε εγκαταλείψει ούτε μία στιγμή. Ακόμα και
τότε που έπρεπε να αφήσει για λίγο το μοναστήρι για λόγους υγείας, δεν το έκανε,
προσπαθώντας να αντιμετωπίσει μόνος του την
όποια δυσκολία του εμφανιζόταν - σε αντίθεση με κάποιους άλλους βεβαίως που
επιζητούσαν συχνά πυκνά μία μικρή δόση «ελευθερίας» στον έξω κόσμο. Όλοι άλλωστε
γνώριζαν στο κοινόβιο πως ο Αλύπιος ήταν μία πολύ ιδιαίτερη περίπτωση μοναχού,
καθώς η προηγούμενη ζωή του ήταν άκρως αντίθετη με αυτήν που ζούσε τώρα.
Ήταν
ένα όμορφο παλικάρι ο Κωνσταντίνος, ο μετέπειτα μοναχός Αλύπιος, ο μοναχογιός, αλλά
και το παιδί χωρισμένων γονιών. Πρόβλημα οικονομικό δεν αντιμετώπισε ποτέ. Απεναντίας,
τα χρήματα τού περίσσευαν από μικρός που ήταν, καθώς φρόντιζαν γι’ αυτό και ο
πατέρας του και η μάνα του, οι οποίοι ξόδευαν αφειδώλευτα χρήματα, αφότου
μάλιστα χώρισαν, στην προσπάθειά τους, ο καθένας ξεχωριστά, να στρέψει το ενδιαφέρον του παιδιού τους πάνω
τους. Στην αρχή ο μικρός Κωνσταντίνος
έδειχνε να απολαμβάνει αυτό το «παιχνίδι» των γονιών του, μεγαλώνοντας όμως
είδε ότι μπορεί να εκμεταλλευτεί την κατάσταση. Οι απαιτήσεις του προς αυτούς
μεγάλωναν, η συμπεριφορά του απέναντί τους γινόταν ολοένα και πιο βίαιη, ενώ
δεν άργησε να διαπιστώσει ότι μέσα του δεν έτρεφε σχεδόν κανένα σεβασμό και καμία
στοργή για τους γεννήτορές του. Άρχισε να νιώθει σαν ορφανός, ξεκρέμαστος σ’
έναν κόσμο ακατανόητο, γι’ αυτό κι η μοναξιά, ο φόβος, η θλίψη κι ένα άδειασμα
της ψυχής άρχισαν να τον κυριεύουν.
Στην αρχή πίστεψε ότι με τα χρήματα που είχε
στα χέρια του μπορούσε να καλύψει το εσωτερικό κενό του. Οι διασκεδάσεις, τα
κορίτσια, το ποτό ήταν στην καθημερινή του διάταξη. Μάταια όμως. Όχι μόνο δεν
εύρισκε τη γαλήνη που αποζητούσε, αλλά η ταραχή του μεγάλωνε. Ήλθε το «χόρτο»
και «η μαύρη», ενώ πολύ γρήγορα διάφοροι «φίλοι» τού μίλησαν για τους
σπουδαίους και τους μεγάλους «παράδεισους» που προσφέρουν τα πιο σκληρά
ναρκωτικά. Δεν άργησε βεβαίως να νιώσει στο πετσί του ότι οι παράδεισοι αυτοί
ήταν η πρώτη γεύση της κόλασης. Η άβυσσος με όλη την τρομακτική όψη της
ανοιγόταν διάπλατα για τον ταλαίπωρο Κωνσταντίνο…
Και
να δεις που βαθιά μέσα του ένιωθε ότι έτσι εκδικείται τους γονείς του, έτσι
εκδικείται την κοινωνία, έτσι εκδικείται τον ίδιο του τον εαυτό. Ένα πράγμα
στην πραγματικότητα ήθελε να φωνάξει, να κραυγάσει, να τον ακούσει ο κόσμος
όλος, αλλά δεν ήθελε να το πει ούτε και στον ίδιο: ότι φοβάται, ότι θέλει μία
στοργική αγκαλιά να τον δεχθεί, να μείνει εκεί και να κλάψει. Ένα μικρό παιδί,
χαμένο και ανήμπορο ήταν ο Κωνσταντίνος, αλλά ποιος μπορούσε να τον καταλάβει;
Οι ίδιοι οι γονείς του πρώτα από όλα ήταν πάντοτε απόντες…
Του
‘ρθε να εκδικηθεί τον κόσμο προκαλώντας τον πολύ άμεσα – έτσι πίστεψε: γεμίζοντας όλο του το σώμα με σατανικά τατουάζ
χωρίς να αφήσει το παραμικρό κενό στο δέρμα του· ακόμα και τις άκρες των
δακτύλων του σχεδίασε με ό,τι περίεργο και παράδοξο είχε δει. Η πραγματικότητα όμως ήταν άλλη και πολύ πιο
τραγική – το κατάλαβε πολύ αργότερα: ήθελε με όλα αυτά τα σχέδια στο σώμα του
να κρύψει κάθε χαρακτηριστικό που θύμιζε τους γονείς του, κι ίσως κάτω από αυτά
να κρυφτεί και ο ίδιος. Τα τατουάζ ήταν η σπηλιά του· ήταν το κρησφύγετό του.
Ο καιρός περνούσε και τα πράγματα
ολοένα και χειροτέρευαν, όταν ξαφνικά ένας «κεραυνός» από ένα εντελώς
απροσδόκητο περιστατικό τον έκανε να μεταστραφεί πλήρως, σαν ένας άλλος Σαούλ
Παύλος, και να αλλάξει τελείως στάση στη ζωή του. Επρόκειτο για μία «επίθεση»
αγάπης που αισθάνθηκε από τον άγιο ηγούμενο του μοναστηριού, όταν η απελπισία
του – ή η πρόνοια του Θεού; - τον έφερε μπροστά στην πόρτα της ιστορικής μονής.
Η αγάπη και η στοργή με την οποία τον δέχθηκε ο Γέροντας, η έλλειψη
οποιασδήποτε κριτικής, η αποδοχή του όπως ήταν, τον έκαναν να αλλάξει όλο του
το είναι. Ένιωσε τότε κάτι πρωτόγνωρο που
ήταν όμως αυτό που πάντοτε γύρευε: την πατρική και μητρική αγκαλιά.
Χωρίς να μπορεί να το εξηγήσει με τη λογική του, έβλεπε ότι σ’ αυτόν τον
Γέροντα ο φόβος του αφανίζεται και η καρδιά του μπορεί και πάλι να χτυπά. Μετά
από καιρό και πάλι κατάλαβε ότι αυτή η αληθινή εν Χριστώ αγάπη που του πρόσφερε
ο γέροντας ήταν πραγματικά η αιτία για να λάβει το θεϊκό κάλεσμα.
Ο Κωνσταντίνος, το πλουσιόπαιδο χωρίς νόημα
ζωής, ο έκδοτος στα διάφορα πάθη και σε όλου του κόσμου τις διασκεδάσεις, ο
ναρκομανής κι ο άσωτος, ντυνόταν το αγγελικό σχήμα. Ολόκληρη η ζωή του είχε
αλλάξει αλλά να που τα σημάδια της προηγούμενης άσωτης ζωής του ήταν εμφανή. Ο
λαιμός του, ακόμα και τα χέρια του, ήταν γεμάτα από τα περίεργα, σατανικά και
άσεμνα τατουάζ. Όλοι στο μοναστήρι γνώριζαν την ζωή του μοναχού πια Αλυπίου, ο
οποίος έλαβε το όνομα αυτό, γιατί από τη στιγμή που αποφάσισε να καλογερέψει
δεν σταμάτησε να χαμογελάει καθόλου. Κανένας έκτοτε δεν είχε δει τον Αλύπιο να
είναι θλιμμένος. Είχε βρει το δρόμο της σωτηρίας και της ευτυχίας μέσα από την
αληθινή αγάπη του Χριστού. Δεν ήταν λοιπόν καθόλου επιβαρυντική η καθημερινή,
καλύτερα η ες αεί κάλυψη του λαιμού και των χεριών του με κασκόλ και γάντια τα
οποία είχαν γίνει, θα λέγαμε, δεύτερο δέρμα του...
Όλοι
οι επισκέπτες του μοναστηριού αναρωτιόνταν συνεχώς γι’ αυτόν τον χαμογελαστό
μοναχό με το κασκόλ και τα γάντια, ο οποίος διεμήνυε, όπου κι αν βρισκόταν, την
αληθινή χαρά του ανθρώπου μέσα από την πραγματική αγάπη της κοινωνίας με τον
Θεό. Δεν μπορούσαν να συνειδητοποιήσουν ότι ο μοναχός Αλύπιος ήταν ένας
άνθρωπος αρκετά διαφορετικός από τους υπόλοιπους μοναχούς, αλλά έβλεπαν πως η
παρουσία του Θεού στη ζωή του ήταν ολοφάνερη…
Τα
χρόνια πέρασαν και ο Αλύπιος είχε αποκτήσει μεγάλη φήμη στην γύρω περιοχή για
την «ιδιορρυθμία» του αυτή. Ο κόσμος ήξερε τον χαμογελαστό μοναχό με το κασκόλ
και τα γάντια. Είτε είχε ζέστη είτε είχε κρύο, ο Αλύπιος δεν αποχωριζόταν τα
εφόδιά του αυτά, γιατί ήθελε να αποβάλει από την πρώτη κιόλας στιγμή της νέας
του ζωής, τις άσχημες συνήθειες που πήγαν να τον καταστρέψουν. Ποτέ κανείς δεν
είχε δει τα χέρια και το λαιμό του. Κανείς δεν μπόρεσε να ασπαστεί τη δεξιά
του…
Ο
Αλύπιος πλέον όδευε στο τέλος της επίγειας ζωής του. Μετά από πολύ πνευματικό
αλλά και σωματικό κόπο και μόχθο, μα πάνω απ’ όλα με πολλή αγάπη κατάφερε το αδιανόητο. Αυτοί
που πήγαν να του καταστρέψουν την ίδια του τη ζωή με τις πράξεις και την άσχημη
συμπεριφορά τους, οι ίδιοι άνθρωποι έγιναν μέσα στην καρδιά του οι μεγαλύτεροι
ευεργέτες του. Γονείς και «φίλοι», μέσα στο ακατανόητο σχέδιο του Θεού, μέσα
από δρόμους σκληρούς και δύσβατους, έγιναν όργανα προκειμένου τελικά να βρει
Εκείνον που είναι το πλήρωμα της ανθρώπινης καρδιάς. Εκείνον που χωρίς Αυτόν
όλος ο κόσμος είναι μία σκέτη ανοησία. Η ευγνωμοσύνη του στον Χριστό ξεχείλιζε
μέσα του, γιατί παρόλη την κατάντια του
δεν απέστρεψε το πρόσωπό Του από αυτόν, αλλά τον κάλεσε με τον πάντα εφευρετικό
τρόπο της αγάπης Του.
Τα
πράγματα για τον Αλύπιο στο μοναστήρι πήραν μία απροσδόκητη τροπή. Το τέλος του
ήταν μία φανέρωση του τι σημαίνει να μετανοεί κανείς πραγματικά. Τι λοιπόν
συνέβη;
Ο
Αλύπιος μόλις είχε αναχωρήσει για την άνω Ιερουσαλήμ και βρισκόταν στην αγκαλιά
του αγαπημένου του Πατέρα. Το μειδίαμά του κατά την κοίμησή του ήταν η τρανή
απόδειξη της ελπιδοφόρου Αναστάσεως. Αλλά ο γέρων Αλύπιος δεν είχε «πει» ακόμα
την τελευταία του λέξη. Τους επιφύλασσε ένα ακόμη θαυμαστό γεγονός το οποίο
έγινε γνωστό σε όλα τα περίχωρα του μοναστηριού κι ακόμη παραπέρα.
Κατά
ένα περίεργο και παράδοξο τρόπο, όλα τα τατουάζ από το σκήνωμα του ευλαβούς
αυτού μοναχού είχαν εξαφανιστεί. Το σώμα του καθαρό από κάθε τι ξένο είχε
επανέλθει στην πρωτινή του κατάσταση,
αλέκιαστο εντελώς. Μόνο κάτι υπήρχε που έκανε τους πάντες να θαυμάσουν
και να κλάψουν. Στα σημεία του λαιμού και των χεριών του υπήρχε τώρα ένα τατουάζ, γραμμένο από το χέρι
του Ίδιου του Δημιουργού: «Θαυμαστός ο
Θεός εν τοις αγίοις αυτού».