Ἀναμφίβολα
ἡ ἀποδοχή τῆς ἀλήθειας καί τῆς ἀγάπης ὡς ὑψηλῶν ἀρετῶν γιά τούς περισσοτέρους ἀνθρώπους
εἶναι κάτι τό αὐτονόητο. Σπάνια θά βρεθεῖ ἄνθρωπος ὄχι ἁπλῶς νά ἀμφισβητήσει ἀλλά
καί νά ὑποβαθμίσει τήν ἀξία τους. Τό πρόβλημα ἀνακύπτει ἀπό τή στιγμή πού θά
θέσει κανείς τό ἐρώτημα τοῦ περιεχομένου τῶν ἀρετῶν αὐτῶν καί τῆς σχέσεως
μεταξύ τους. Ἐκεῖ θά ἀρχίσει ἡ διαφοροποίηση, ἡ ὁποία σέ γενικές γραμμές παίρνει τήν κατεύθυνση εἴτε τῆς φιλοσοφικῆς εἴτε
τῆς χριστιανικῆς κατανοήσεως τῶν ἀρετῶν αὐτῶν.
Καί
φιλοσοφικά μέν ἡ ἀλήθεια καί ἡ ἀγάπη κατανοοῦνται κυρίως ὡς ἔννοιες καί ἰδέες, ὡς
κάτι συνεπῶς πού σχετίζεται πρωτίστως μέ τήν ἀνθρώπινη νόηση καί ἔπειτα μέ τήν ἀνθρώπινη
πράξη, ὅπως καί ὡς καταστάσεις πού μποροῦν
νά ὑφίστανται αὐθύπαρκτα χωρίς ἄμεση σχέση τῆς μιᾶς μέ τήν ἄλλη. Χριστιανικά ὅμως
ἡ ἀλήθεια καί ἡ ἀγάπη δέν κατανοοῦνται πρωτίστως σέ σχέση μέ τόν ἄνθρωπο, ἀλλά
σέ σχέση μέ τόν Θεό, καί γι’ αὐτό οὐδέποτε μποροῦν νά παρουσιαστοῦν ἀνεξάρτητες
ἡ μία ἀπό τήν ἄλλη. Πάνω σ’ αὐτήν τή χριστιανική κατανόηση θά μείνουμε γιά λίγο
στή συνέχεια.
Κατά
τήν πίστη μας, λοιπόν, ἀλήθεια καί ἀγάπη δέν ὑφίστανται κατά αὐθύπαρκτο τρόπο. Ἡ
ἀλήθεια συνυπάρχει πάντοτε μέ τήν ἀγάπη, ἡ ἀγάπη συνυπάρχει πάντοτε μέ τήν ἀλήθεια.
Κι αὐτό συμβαίνει γιατί καί τά δύο ἔχουν κοινή πηγή: τόν Ἰησοῦ Χριστό καί
γενικά τόν Τριαδικό Θεό πού μᾶς ἀπεκάλυψε ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Ἐκεῖνος πού εἶπε ὅτι
εἶναι ἡ ἀλήθεια - «ἐγώ εἰμι ἡ ἀλήθεια»
- ὁ Ἴδιος εἶπε ὅτι εἶναι καί ἡ ἀγάπη - «ὁ
Θεός ἀγάπη ἐστί». Ἔτσι ἀλήθεια καί ἀγάπη εἶναι δύο ὄψεις τῆς ἴδιας
πραγματικότητος: τῆς θεϊκῆς, γεγονός πού σημαίνει ὅτι καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ἀγάπη
δέν εἶναι ἁπλές ἔννοιες ἤ ἅπλές ἀρετές, ἀλλά φανερώσεις τοῦ προσώπου τοῦ Θεοῦ
καί ἄρα πρόκειται περί μυστηρίου, ἀδύνατου νά κατανοηθεῖ ἀπό τόν ἄνθρωπο μέ τίς
δικές του πτωχές δυνάμεις. Λέγει ἐν προκειμένῳ ὁ μεγάλος σύγχρονος Γέροντας π.
Σωφρόνιος Σαχάρωφ στό πολύ γνωστό ἔργο του «Ἅγιος Σιλουανός τοῦ Ἄθω»: «Ὁ ὅρος τοῦ Χριστοῦ - ἡ ἀγάπη – θά παραμένη αἰωνίως
μυστήριο γιά ὅλους τούς φιλολόγους. Ἡ λέξη αὐτή εἶναι τό ὄνομα τοῦ ἴδιου τοῦ
Θεοῦ καί τό ἀληθινό της νόημα δέν ἀποκαλύπτεται ἀλλιῶς, παρά μέ τήν ἐνέργεια τοῦ
ἴδιου τοῦ Θεοῦ». Καί σέ ἄλλο σημεῖο
στό ἴδιο ἔργο τονίζει ὅτι ἡ σιωπή τοῦ
Κυρίου Ἰησοῦ στόν Πιλάτο, ὅταν ἐκεῖνος τόν ἐρώτησε «τί ἐστιν ἀλήθεια;», ὀφείλεται ἀκριβῶς σ’ αὐτόν τό λόγο: τήν ἀδυναμία
τοῦ Πιλάτου νά κατανοήσει τήν προσωπική ἀλήθεια
τοῦ Θεοῦ, δεδομένου ὅτι τήν προσήγγιζε φιλοσοφικά, δηλαδή νοησιαρχικά. «Ὁ Πιλάτος εἶχε δίκιο: στό ἐρώτημα «ΤΙ ἐστιν ἀλήθεια»,
ἄν ἐννοῆς τήν ἔσχατη ἀλήθεια πού ἀποτελεῖ τό θεμέλιο τῆς ὅλης ὑπάρξεως τοῦ
κόσμου, δέν ὑπάρχει ἀπάντηση. Ἄν ὅμως ὁ Πιλάτος, ἐννοώντας τήν Ἀρχιαλήθεια ἤ
τήν Αὐτοαλήθεια, ἔκανε τό ἐρώτημα ὅπως πρέπει «ΤΙΣ ἐστιν ἡ ἀλήθεια», τότε θά ἔπαιρνε
ἀπάντηση. Καί ἡ ἀπάντηση θά ἦταν αὐτό πού λίγο πιό πρίν, κατά τό Μυστικό Δεῖπνο,
προβλέποντας καί τό ἐρώτημα τοῦ Πιλάτου, ἔλεγε ὁ Κύριος στούς ἀγαπημένους Του
μαθητές καί δι’ αὐτῶν σ’ ὅλο τόν κόσμο: «Ἐγώ εἰμι ἡ ἀλήθεια» (Ἰωάν. ιδ΄ 6, ιη΄
37-38). Ἡ ἐπιστήμη καί ἡ φιλοσοφία θέτουν στόν ἑαυτό τους τό ἐρώτημα «ΤΙ ἐστιν ἀλήθεια»,
ἐνῶ ἡ γνήσια χριστιανική συνείδηση ἀποτείνεται πρός τήν ἀλήθεια ρωτώντας «ΤΙΣ»».
Ἀλήθεια
καί ἀγάπη λοιπόν πάντοτε συνυπάρχουν πού θά πεῖ ὅτι καί γιά τόν ἄνθρωπο τόν
πλασμένο κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν Θεοῦ ἡ ἀλήθεια εἶναι ἀλήθεια στό βαθμό
πού μετέχει καί στήν ἀγάπη, ὅπως καί ἡ ἀγάπη εἶναι ἀγάπη στό βαθμό πού ἐκφράζει
καί τήν ἀλήθεια. Γι’ αὐτό καί ὅποιος ἀγαπᾶ
εἶναι ἀληθινός φανερώνοντας στή ζωή του
τόν Θεό, ὅπως ἀντιστρόφως ὅποιος παλεύει γιά τήν ἀλήθεια παλεύει νά ζήσει τήν ἀγάπη,
ζώντας τόν Θεό στήν ἴδια του τήν ὕπαρξη.
Κατά
συνέπεια δέν εἶναι καθόλου τυχαῖο ὅτι ἡ βασικότερη ἐντολή τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἡ ἀγάπη,
ἡ προτροπή πάντοτε τῶν ἀποστόλων στό προκείμενο θέμα ἦταν «νά ἀληθεύουμε ἐν ἀγάπῃ»,
ἐνῶ ὁποιαδήποτε ἀναφορά τους στό ἕνα ἦταν
ταυτοχρόνως ἀναφορά καί στό ἄλλο: «...οὕς ἐγώ ἀγαπῶ ἐν ἀληθείᾳ, καί οὐκ ἐγώ μόνος, ἀλλά καί πάντες οἱ ἐγνωκότες
τήν ἀλήθειαν...ἔσται μεθ’ ὑμῶν χάρις, ἔλεος, εἰρήνη παρά Θεοῦ πατρός καί παρά
Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ υἱοῦ τοῦ πατρός, ἐν
ἀληθείᾳ καί ἀγάπῃ» (Β΄ Ἰωάν. 1,3).
Ἐάν
κανείς θελήσει νά διασπάσει τήν ἑνότητα αὐτή, τότε δυστυχῶς θά διαπιστώσει ὅτι
διέστρεψε καί τά δύο. Γιατί καί ἡ χριστιανική ἀλήθεια - ἡ ὀρθή πίστη - ἀποκομμένη
ἀπό τήν ἀγάπη καταντᾶ ἰδεολογία πού φθάνει ἔπειτα νά γίνει καί καταστροφικός
φανατισμός, σάν τούς κάθε εἴδους φανατισμούς στόν κόσμο καί παλαιότερα καί
τώρα – δέν εἶναι ἄγνωστο τό φαινόμενο
στήν ἱστορία τοῦ λεγομένου θεολογικοῦ μίσους (λατ. odium
theologicum) ἰδιαιτέρως στούς διαλόγους
μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν - καί ἡ ἀγάπη ἀπό
τήν ἄλλη ἀποκομμένη ἀπό τήν ἀλήθεια καταντᾶ ἕνας γλυκερός συναισθηματισμός, ὁ ὁποῖος
τελικῶς συνιστᾶ ἕναν ὡραιοποιημένο ἐγωισμό. Διότι καί τό συναίσθημα ἄν δέν
καθαρθεῖ ἀπό τήν ἀλήθεια, τότε γίνεται βρόγχος πού πνίγει καί αὐτόν πού τό ἔχει
καί αὐτόν πού τό δέχεται. Τά παιδιά μέ τούς ὑπερπροστατευτικούς γονεῖς θά εἶχαν
ἰδιαιτέρως πολλές τραυματικές ἐμπειρίες
πάνω σ’ αὐτό νά διηγηθοῦν.
Τό
συμπέρασμα νομίζουμε εἶναι προφανές: θά πρέπει νά ἀγωνιζόμαστε ὡς χριστιανοί
στήν ἐν ἀληθείᾳ ἀγάπη. Οὔτε ὑποχώρηση στήν πίστη, ἀλλά οὔτε ὑποχώρηση καί στήν ἀγάπη.
Ἀκόμη καί πρός τούς αἱρετικούς πού διαστρεβλώνουν τήν πίστη καί διαστρέφουν τήν
ἀγάπη ἡ στάση μας πρέπει νά εἶναι ἡ ἐκκλησιαστική-πατερική: ἀποστροφή ἀπό τήν
πλάνη τους, ἀγάπη ὅμως πρός τά πρόσωπά τους μέ προσευχή νά ἀνανήψουν καί νά
μετανοήσουν. Μ’ ἕνα λόγο θά πρέπει μέ ἐπίγνωση νά ζοῦμε τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας
μας. Γιατί αὐτή ὡς τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ διακρατεῖ, ὅπως εἴπαμε, πάντοτε καί προσφέρει τόν Ἰησοῦ Χριστό: τήν ἀλήθεια
καί τήν ἀγάπη.