῾...οὐ ψεύδομαι᾽
(Β´ Κορ. 11, 31)
α. ῾Ο ἀπόστολος Παῦλος ἀπευθυνόμενος
στούς πιστούς τῆς Κορίνθου νιώθει τήν ἀνάγκη νά ἐπικαλεσθεῖ τόν ἴδιο τόν Θεό
γιά τήν ἀλήθεια τῶν λόγων του, διότι αὐτά πού τούς ἀποκαλύπτει ἐκφεύγουν τῶν ὁρίων
ἑνός ἁπλοῦ καί κοινοῦ ἀνθρώπου. Πρόκειται γιά θεοπτίες, γιά ὁράματα καί ἀποκαλύψεις
του, γιά ἁρπαγή του ἕως τρίτου οὐρανοῦ, ἀλλά παράλληλα καί γιά δοκιμασίες καί για θλίψεις πού ὁ Θεός ἐπιτρέπει
γιά νά τόν ῾προσγειώνει᾽ στήν πραγματικότητα: νά μήν ὑπεραίρεται, νά μή
φουσκώνει ἀπό ὑπερηφάνεια. Πού σημαίνει: ἡ δωρεά τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ πάντοτε συνυπάρχει μέ τήν παραχώρηση
δοκιμασιῶν, συνεπῶς οἱ δοκιμασίες στήν πορεία ἑνός πιστοῦ φανερώνουν τίς
περισσότερες φορές τήν ὤθηση πού ἔχει δώσει ὁ Θεός γιά ἀνέβασμα σέ παραπάνω
πνευματικό ἐπίπεδο. Ὁ ἀπόστολος λοιπόν ῾δέν ψεύδεται᾽ - τό γνωρίζει ὁ Θεός.
Λέει τήν ἀλήθεια.
β. 1. ῾Ο ἀπόστολος βεβαίως
δέν ψεύδεται, γιατί ὡς πιστός στόν Θεό δέν μπορεῖ καταρχάς νά παρακούσει τόν
νόμο ᾽Εκείνου τόν δοσμένο ἤδη ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη. ῾Οὐ ψευδομαρτυρήσεις᾽. Διότι τό ψεῦδος ἀποτελεῖ λόγο κενό,
προσπάθεια νά θεωρηθεῖ ὡς ἀληθινό κάτι πού εἶναι ψεύτικο ἤ νά θεωρηθεῖ ὡς
ψεύτικο κάτι πού εἶναι ἀληθινό. Πρόκειται λοιπόν γιά ἀλλοίωση τῆς
πραγματικότητας, ἡ ὁποία ὑποκρύπτει συνήθως τήν πονηρία τοῦ ἀνθρώπου, συνεπῶς
καί τήν ὑποκρισία του: ὁ ψεύτης θέλει νά διασφαλίσει τό ἀτομικό συμφέρον του ἤ
νά καλύψει κάποια ἁμαρτωλή ἐνέργειά του. (Δέν ἀναφερόμαστε σέ ἐξαιρετικές
περιπτώσεις, ὅπου τό διακύβευμα εἶναι ἡ σωτηρία τῆς πατρίδας ἤ ἡ διασφάλιση τῆς
ἀληθινῆς ἀγάπης πρός τόν συνάνθρωπο, γιατί ἐκεῖ ἔχουμε συνήθως θυσία τοῦ ἑαυτοῦ
πρός χάρη τοῦ ἄλλου). Τό ψεῦδος ἔτσι δέν
ἐξαντλεῖται ἁπλῶς σέ μία ρηματική διατύπωση. Δέν εἶναι ἕνας ἁπλός λόγος. Συναρτᾶται
μέ τό κέντρο τοῦ ἀνθρώπου, τήν ἴδια τήν καρδιά του, γι᾽ αὐτό καί ἀποκαλύπτει
καί τή δική του ἀλλοιωμένη ἐσωτερική κατάσταση. Καρδιά καί γλῶσσα βρίσκονται σέ
εὐθεῖα διάσταση. ῾Ο ἄγιος ᾽Ιάκωβος μέ μεγάλη δύναμη περιγράφει τήν ἐσωτερική αὐτή
διαστροφή πού ἀναφέρεται καί στό ψεῦδος. ῾᾽Ιδού
ὀλίγον πῦρ ἡλίκην ὕλην ἀνάπτει! Καί ἡ γλῶσσα πῦρ, ὁ κόσμος τῆς ἀδικίας. Οὕτως ἡ
γλῶσσα καθίσταται ἐν τοῖς μέλεσιν ἡμῶν ἡ σπιλοῦσα ὅλον τό σῶμα᾽ (3, 5-6).
2. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος
βεβαιώνει μέ τό ἀψευδές στόμα Του τήν ἀλήθεια αὐτή: ῾Ο διάβολος εἶναι ὁ πατήρ τοῦ ψεύδους᾽. Γι᾽ αὐτό καί προτρέπει: Τό ναί μας νά εἶναι ναί, καί τό ὄχι μας ὄχι.
῾Τό περισσόν ἐκ τοῦ πονηροῦ ἐστι᾽. Κι αὐτό θά πεῖ: ὁ ψεύτης ἄνθρωπος
γίνεται παιδί τοῦ διαβόλου. ῾Ο διάβολος ὁμιλεῖ μέσω αὐτοῦ. Δέν πρέπει νά
λησμονοῦμε ἄλλωστε ὅτι τό ψεῦδος ἦταν καί εἶναι ἡ μόνιμη ἐπιλογή τοῦ Πονηροῦ,
μέ σκοπό ἀφενός νά συκοφαντεῖ τόν Θεό στόν ἄνθρωπο καί τόν ἄνθρωπο στόν Θεό. Τό
ψεῦδος δέν χρησιμοποίησε ὁ διάβολος στούς πρωτοπλάστους γιά νά τούς παρασύρει
σέ ἀνυπακοή ἀπέναντι στόν Δημιουργό τους; Λοιπόν μιλώντας γιά τό ψεῦδος μιλᾶμε
γιά τήν κατεξοχήν σκοτεινή κατάσταση, γιά τό ἴδιο τό βασίλειο τοῦ ἀνθρωποκτόνου,
συνεπῶς ἡ προσπάθεια ἔκπτωσης τῆς διαστροφῆς αὐτῆς καί τυχόν ὑποβάθμισής της
συνιστᾶ ἄν ὄχι τεράστια παγίδα τοῦ ἴδιου πάλι τοῦ Πονηροῦ, σίγουρα ὅμως
τρομακτική ἀφέλεια τοῦ ἀνθρώπου πού θέλει νά κοροϊδεύει καί τόν ἴδιο του τόν ἑαυτό.
3. ῎Ετσι τό ψεῦδος ὡς
λόγος παραπέμπει καί στόν ψεύτικο ἑαυτό τοῦ ἀνθρώπου. ῾Ο ψεύτικος ἄνθρωπος πού ἔχει
διαγράψει ἤ ὑποβαθμίσει τήν ἀλήθεια ὡς τρόπο ζωῆς, καί ψέματα θά πεῖ καί θά ὑποκριθεῖ
καί θά συκοφαντήσει, ἀκόμη καί θά ὁρκιστεῖ. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ὁ Κύριος
κατεδίκασε χωρίς περιστροφές καί νά ὁρκιζόμαστε. Διότι καί στόν ὅρκο
προϋποτίθεται ἀκριβῶς ἡ διάθεση τοῦ ψεύδους.
Ὁ δαιμονισμός ἑνός τέτοιου ἀνθρώπου συνεπῶς βρίσκεται σέ κατάσταση ἐξέλιξης.
῞Οσο ὁ ἄνθρωπος θά συνεχίζει νά ψεύδεται, σέ ὅλες τίς διαστάσεις τοῦ ψεύδους,
τόσο καί θά δαιμονοποιεῖται. Εἶναι εὐνόητο λοιπόν ὅτι ψεύτης ἄνθρωπος καί
χριστιανός ἄνθρωπος εἶναι ἔννοιες ἀλληλοαναιρούμενες. ῾Οὐδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν᾽.
4. ῾Η θεραπεία φαντάζει
δεδομένη. ῞Ο,τι ἀπαιτεῖται γιά τήν ὑπέρβαση γενικῶς τῆς ἁμαρτίας, τό ἴδιο ἀκριβῶς
ἀπαιτεῖται καί ἐδῶ, ἀφοῦ βρισκόμαστε μέ τό ψεῦδος σ᾽ ἕνα ἀπό τά κάστρα της. Κι
αὐτό εἶναι ἡ μετάνοια. Γιά νά ξεπεραστεῖ τό ψεῦδος ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά
κατανοήσει πρῶτον τή σοβαρότητα τῆς συγκεκριμένης ἁμαρτίας ὡς ἁλώσεως τῆς καρδιᾶς
του, κάτι πού συνιστᾶ μία χαρισματική πραγματικότητα. Μόνον ἄν ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ
βρεῖ δίοδο σέ καλοπροαίρετη καρδιά μπορεῖ νά συμβεῖ ῾ἡ ἀλλοίωσις τῆς δεξιᾶς τοῦ ῾Υψίστου᾽, δηλαδή ἡ συναίσθηση τῆς
τραγικότητας. Κι ἔπειτα ἡ ἀλλοίωση αὐτή θά ὁδηγήσει τόν ἄνθρωπο στόν ἀγώνα ἀκολουθίας
τοῦ Κυρίου καί τῶν ἁγίων Του, στόν ἀγώνα δηλαδή τῆς ἐν ᾽Εκκλησίᾳ μυστηριακῆς ζωῆς
καί τῆς τηρήσεως τῶν ἁγίων ἐντολῶν Αὐτοῦ.
Τίποτε δέν εἶναι ἀδύνατον, ἀρκεῖ ὁ ἄνθρωπος νά τό θελήσει καί νά συνεργαστεῖ μέ
τόν Παντοδύναμο Κύριο. ῾Η ἐν μετανοίᾳ πορεία τοῦ ἀνθρώπου θά τόν κάνει ὄχι μόνο
νά μή λέει ψέματα, ἀλλά νά ἀποκτήσει τό κατά Χριστόν ἦθος, πού σημαίνει ὅτι θά
εἶναι καί θά γίνεται διαρκῶς ἀληθινός ἄνθρωπος αὐξανόμενος στήν ἀγάπη. Τό ῾᾽Αληθεύοντες ἐν ἀγάπῃ᾽ θά εἶναι τό
στημόνι τῆς ζωῆς του, ὅπως συμβαίνει καί μέ ὅλους τούς ἁγίους. ῎Ετσι ἀλήθεια
χωρίς ἀγάπη, ὅπως κι ἀγάπη χωρίς ἀλήθεια, εἶναι μία ἄλλη μορφή ψεύδους.
γ. ῾Ο Κύριος εἶπε ὅτι εἶναι
῾ἡ ὁδός, ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή᾽. Δρόμος
ἔξω ἀπό τόν Χριστό σημαίνει δρόμος ἔξω ἀπό τήν ἀλήθεια, ἔξω ἀπό τή ζωή. Τό ψεῦδος
τελικῶς εἶναι ἡ ἐπιλογή τοῦ θανάτου καί τῆς κόλασης.