Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2014

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΘΕΟΚΤΙΣΤΟΣ (4 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ)



«Ο όσιος Θεόκτιστος που εορτάζουμε σήμερα, είναι άλλος από τον όσιο Θεόκτιστο, τον συνασκητή του αγίου μεγάλου Ευθυμίου, που εορτάζουμε τον Σεπτέμβριο.  Ο σημερινός υπήρξε ηγούμενος  στην ιερά μονή Κουκουμίου  της Σικελίας. Από νωρίς η μεγάλη αγάπη του προς τον Χριστό τον έστρεψε προς τον μοναχικό βίο και αποδύθηκε σε επίμονες προσευχές και σε μεγάλη εγκράτεια. Η ενάρετη ζωή του εκτιμήθηκε σύντομα, γι’ αυτό και έγινε ιερέας, αργότερα δε του ζητήθηκε να γίνει ηγούμενος στο μοναστήρι που ασκείτο.  Η πραότητα του χαρακτήρα του και η μεγάλη του ανεξικακία υπήρξαν παροιμιώδεις, με αποτέλεσμα ο λόγος του να γίνεται εύκολα αποδεκτός από τους μοναχούς του και τους πιστούς που συνέρρεαν στο μοναστήρι του. Έζησε αρκετά χρόνια και αναπαύτηκε εν Κυρίω ειρηνικά».

Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας για τον όσιο Θεόκτιστο, ποίημα του αγίου υμνογράφου Θεοφάνους, επικεντρώνουν στην κατά Χριστό πολιτεία του οσίου, ιδίως μετά την αποταγή του κόσμου και τον εγκλεισμό του στο μοναστήρι του.  Κι αυτό σημαίνει ότι ο άγιος Θεοφάνης μας παρουσιάζει με καθαρότητα την πορεία θεώσεως του οσίου ασκητή. Και εν πρώτοις τονίζει το κίνητρο για την απομάκρυνσή του από την κοσμική σύγχυση. Δεν ήταν μία απογοήτευση  ή μία απελπισία από την εμπαθή προσκόλληση στα του κόσμου, μολονότι και τέτοιες περιπτώσεις αποταγής υπάρχουν, χωρίς να καταδικάζονται από τους αγίους της Εκκλησίας μας. Το κίνητρό του ήταν ό,τι πιο ανώτερο, ευγενές και υγιές υφίσταται στην πνευματική ζωή της πίστεως, δηλαδή ο σφοδρός πόθος του για τον Χριστό: αυτός του έδωσε φτερά προκειμένου να φύγει από τη σύγχυση που δημιουργεί συνήθως ο πεσμένος στην αμαρτία κόσμος. «Πτερωθείς τω πόθω Χριστού, γέγονας μετάρσιος, της κοσμικής απαναστάς συγχύσεως∙ όθεν προσεχώρησας προς ασκήσεως τα επίπονα σκάμματα, δι’  εγκρατείας άγγελος καθάπερ επεβίωσας» (Φτερώθηκες από τον πόθο του Χριστού και μεταρσιώθηκες, ξεφεύγοντας από την κοσμική σύγχυση. Γι’ αυτό και προσχώρησες στα κοπιώδη σκάμματα της ασκήσεως και έζησες με εγκράτεια σαν άγγελος).

Από κει και πέρα, πληγωμένος από τον έρωτα του Χριστού, προσπαθούσε να ακολουθήσει τα ίχνη Εκείνου, νεκρώνοντας το όποιο αμαρτωλό φρόνημα κινούσε εντός του ο αρχέκακος διάβολος και δεχόμενος  στην καρδιά του την ενέργεια του αγίου Πνεύματος. Διότι βεβαίως δεν είναι δυνατόν να λειτουργήσει η χάρη του Πνεύματος στον άνθρωπο, χωρίς δική του συνέργεια απομακρύνσεως από τα σκιρτήματα της αμαρτίας. «Ουδείς δύναται δυσίν κυρίοις δουλεύειν». Ο υμνογράφος του οσίου είναι σαφής: «Ότε κατετρώθης την ψυχήν, έρωτι τω θείω, παμμάκαρ, τον σον επάρας σταυρόν, χαίρων ηκολούθησας τω σταυρωθέντι Χριστώ∙ και νεκρώσας το φρόνημα σαρκός, εγκρατεία, Πνεύματος ενέργειαν ζώσαν εισδέδεξαι» (Όταν καταπληγώθηκες στην ψυχή, από τον θείο έρωτα, παμμάκαρ, σηκώνοντας τον σταυρό σου, με χαρά ακολούθησες τον σταυρωμένο Χριστό. Κι αφού νέκρωσες το αμαρτωλό φρόνημα με την εγκράτεια, δέχτηκες τη ζωντανή ενέργεια του αγίου Πνεύματος). Δεν είναι τυχαίος ο χαρακτηρισμός του αγίου υμνογράφου ως προς την επίπονη σκληρή άσκηση του οσίου Θεοκτίστου: «χαίρων». Ο όσιος ασκητής σήκωνε τον σταυρό του και ακολουθούσε με συνέπεια τον σταυρό του Χριστού όχι με κατήφεια, όχι με ψυχική πίεση και στενοχώρια – δείγματα ότι δεν υφίσταται στην πραγματικότητα η αγάπη προς τον Χριστό – αλλά με χαρά. Κι αυτό ακριβώς είναι το γνώρισμα της ειλικρινούς αγάπης σ’ Εκείνον: ασκώ βία στον εαυτό μου, «νεκρώνω» -  με την έννοια του μεταστρέφω - τα αμαρτωλά πάθη μου, προκειμένου να έχω ζωντανή την παρουσία του Χριστού μέσα στην ύπαρξή μου. Κι αυτό γίνεται με χαρά. Μόνον στην αρχή της ασκητικής προσπάθειας μπορεί να υπάρξει στενοχώρια, όπως όταν ανάβει κανείς ένα ξύλο μπορεί στην αρχή να βγάλει καπνιά, έπειτα όμως η χαρά της χάρης του Θεού γλυκοχαράζει στην ψυχή και γίνεται αγαλλίαση και παρηγοριά και στην ψυχή και στο σώμα.


Η ασκητική αυτή πορεία καθάρσεως του οσίου Θεοκτίστου, πορεία επί τα ίχνη του Ιησού με τη χάρη Εκείνου και αυτονοήτως μέσα σε εκκλησιαστικά πλαίσια, δεν είχε διαλείμματα. Διάλειμμα, όπως όλοι γνωρίζουμε, στην πνευματική ζωή δεν υπάρχουν. Όποιος προσπάθησε να «ξεκουραστεί», να κάνει διάλειμμα, είδε ότι αυτομάτως οπισθοχώρησε. Ή προχωρεί κανείς προς τα εμπρός ή δυστυχώς γκρεμίζεται. «Ο μη ων μετ’ εμού κατ’ εμού εστι και ο μη συνάγων μετ’ εμού σκορπίζει» απεκάλυψε ο Κύριος. Αυτό βλέπουμε, κατά τον υμνογράφο μας, και στη ζωή του οσίου Θεοκτίστου. Ο νους του υπήρξε άγρυπνος, γιατί έσπευδε να δει μέσα του να ανατέλλει το φως του Θεού. Είχε γίνει, όπως σημειώνουν όλα τα ασκητικά κείμενα, «όλος μάτια». «Άγρυπνον νουν αενάως προσφέρων, πάτερ θεόφρον, πάθη κατεκοίμισας ψυχοφθόρα, όρθρον προς θείον επειγόμενος φθάσαι, προς αδύτου φωτός λαμπρότητα των ευφραινομένων, εν ω η κατοίκησις» (Προσφέροντας αδιάκοπα ξάγρυπνο νου, θεόφρον πάτερ, κοίμισες εντελώς τα ψυχοφθόρα πάθη, επειδή βιαζόσουν να φθάσεις στη θεϊκή αυγή, στη λαμπρότητα του άδυτου φωτός αυτών που ευφραίνονται και στο οποίο κατοικούν). Με άλλα λόγια ο όσιος Θεόκτιστος αγωνίστηκε να κρατήσει ανόθευτο αυτό που δήλωνε το όνομά του: «Θεού κτίσις». Γι’ αυτό ακριβώς κατά τον άγιο Θεοφάνη και τον τιμούμε και τον γεραίρουμε. «Θεού κτίσις πέφυκας, Θεόκτιστε, ανόθευτος, μη νοθεύσας ψυχής σου το κάλλος, όσιε, των αμαρτημάτων κηλίσιν, αλλά σαυτόν, όλον ωραΐσας καλών επιδόσεσι∙ διά τούτο σε γεραίρομεν». (Έγινες ανόθευτη κτίση Θεού, Θεόκτιστε, γιατί δεν νόθευσες το κάλλος της ψυχής σου, όσιε, με τις κηλίδες των αμαρτημάτων. Αντίθετα, ομόρφυνες τον εαυτό σου με τις επιδόσεις των καλών και ωραίων, γι’ αυτό και σε δοξάζουμε).