«Ο αοίδιμος Πατήρ ημών Διονύσιος ο νέος ήταν από
τη νήσο Ζάκυνθο. Οι γονείς του ήταν ένδοξοι και πλούσιοι, ονόματι Μώκιος και Παυλίνα,
που ανέθρεψαν με ευσέβεια τον υιό τους, ο οποίος επιδόθηκε ιδιαιτέρως στα ιερά γράμματα.
Μεγαλώνοντας άφησε όλα τα γήινα, γιατί πόθησε την αγγελική ζωή των μοναχών, και
εντάχθηκε στην ασκητική Μονή των Στροφάδων. Εκεί αφού εξάσκησε όλες τις αρετές
της μοναχικής ζωής για αρκετά μεγάλο διάστημα, θέλησε έπειτα να πάει στην αγία πόλη
της Ιερουσαλήμ, προκειμένου να προσκυνήσει τον τόπο που πάτησαν τα άχραντα
πόδια του Σωτήρα Χριστού. Για τον λόγο αυτό πήγε στις Κυκλάδες, νομίζοντας ότι από
εκεί ήταν πιο εύκολο να βρει πλοίο για την Παλαιστίνη. Ευρισκόμενος κοντά σχετικά
στην Αθήνα, θεώρησε φυσικό να πάρει την ευλογία του αρχιεπισκόπου Αθηνών, ο οποίος
όμως του εισηγήθηκε να αφήσει το προσκυνηματικό σχέδιό του και να αποδεχτεί τη διαποίμανση
της Εκκλησίας των Αιγινητών, κάτι που έκανε, με την πεποίθηση ότι υπακούει στην
Πρόνοια του Θεού. Στην Αίγινα έμεινε αρκετό διάστημα, ποιμαίνοντας κατά τρόπο θεάρεστο
το ποίμνιό του, το οποίο όμως κάποια στιγμή το άφησε, δίνοντας την πνευματική ευλογία
του, γιατί φοβήθηκε την ανθρώπινη δόξα που άρχισε να του προσφέρεται λόγω της μεγάλης
του αρετής. Επέστρεψε λοιπόν πίσω στη Ζάκυνθο και αποσύρθηκε πάνω σε βουνό, που
ήταν το πολυθρύλητο μοναστήρι της Παναγίας της Αναφωνήτριας, οπότε εκεί αύξησε τον
έρωτά του προς τον Θεό, ζώντας το υπόλοιπο της ζωής του με ασκητικούς κόπους, όσια
και θεάρεστα, και διαλάμποντας σε ποικίλες αρετές, ιδίως την τέλεια αγάπη προς τον
πλησίον. Κατεξοχήν φανερώθηκε αυτή η αγάπη όταν έκρυψε τον δολοφόνο του ίδιου του
του αδελφού Κωνσταντίνου, ο οποίος (δολοφόνος), αγνοώντας ότι ο Διονύσιος είναι
ο αδελφός του φονευθέντος, κατέφυγε σ’ αυτόν. Ο άγιος τον περιποιήθηκε, κατεύνασε
την οργή αυτών που τον δίωκαν, του φανέρωσε τέλος ποιος ήταν, λέγοντάς του όμως
ότι δεν έχει να φοβηθεί τίποτε από αυτόν, τον νουθέτησε, τον συγχώρησε, του έδωσε
μάλιστα και εφόδια για να πορευτεί στο εξωτερικό, δείχνοντας δηλαδή μία τέτοια αγάπη,
που απόρησαν και οι άνθρωποι όταν την έμαθαν, αλλά και οι άγγελοι, και που εύφρανε
ιδίως τον διδάσκαλο Ιησού, γιατί βρέθηκε άνθρωπος που τήρησε απαράλλακτα σαν Εκείνον
αυτήν την αγάπη. Ο δε Ιησούς άμειψε αυτήν τη χριστομίμητη αρετή, καταπλουτίζοντάς
τον με υπερφυείς θαυματουργίες και εξαιρετικές θεοσημείες.
Για παράδειγμα: τον έπιασε
κάποτε βροχή μεγάλη στον δρόμο και αυτός δεν βράχηκε καθόλου. Σταμάτησε τον ρου
ενός πλημμυρισμένου ποταμού και τον διάβηκε χωρίς να βραχεί. Νεκρούς που είχαν διαμείνει
άλιωτοι από δεσμό αφορισμού, με τη δύναμη της προσευχής του έλυσε τον
αφορισμό τους και αμέσως λιώσανε και γίνανε χώμα τα οστά τους. Διόρθωσε με παράδοξο
θαύμα ψαρέματος την ανόητη δεισιδαιμονία και τη θρασύτητα κάποιων ψαράδων. Υπενθύμισε
στην εξομολόγηση ενός πρεσβυτέρου, Παγκρατίου στο όνομα, την αμαρτία που είχε κάνει
κάποτε, να του πέσει από απροσεξία ο θείος άρτος της θείας κοινωνίας, και που αυτός
την είχε ξεχάσει. Τον έλεγξε για την απροσεξία του αυτή, τον νουθέτησε και τον συγχώρησε,
ενώ ο ιερέας είχε μείνει κατάπληκτος για την αποκάλυψη αυτή.
Έφθασε τέλος στο τέρμα του
βίου του, σε βαθύ γήρας, και παρέδωσε τη μακάρια ψυχή του ευχαρίστως και θεοσεβώς
στον Κτίστη του, το 1624, στις 17 Δεκεμβρίου, αφού είχε προείπει στους οικείους
του να εναποθέσουν το σκήνος του στην προαναφερθείσα μονή των Στροφάδων, εκεί που
αφιέρωσε αρχικά τον εαυτό του. Μετά από λίγα έτη φάνηκε με όνειρο στον προεστώτα
και σε αδελφούς της Μονής, λέγοντας να τον βγάλουν γρήγορα από τον τάφο, πράγμα
το οποίο εκείνοι έκαναν. Βρήκαν δε το πάντιμο σκήνος του σώο, ανελλιπές και
ακέραιο, γεμάτο από υπερφυή ευωδία, οπότε και το τοποθέτησαν ευσεβώς σε τιμία λάρνακα
μέσα στο Νάρθηκα του Ναού, όπου και σώζεται, θαυματουργώντας αδιάκοπα σε όλους τους
πιστούς προσκυνητές για κάθε ανάγκη τους, στενοχώρια και θλίψη. Αποτελεί το φυλακτήριο
της Μονής και η μεγάλη παρηγοριά της, που θεραπεύει νόσους και επιτελεί πάμπολλα
θαύματα καθημερινώς. Τελείται δε η ιερή του σύναξη στη βασιλική και πατριαρχική
αυτή μονή των Στροφάδων, στη θεόσωστη και ξακουστή πόλη και νήσο Ζάκυνθο, την πατρίδα
του. Εκεί έχει εγερθεί ναός σπουδαίος με δαπάνη της Μονής (σαν μετόχι αυτής) επ’
ονόματι του αγίου. Ταις αγίαις πρεσβείας του αγίου Διονυσίου, Χριστός ο Θεός ημών,
ελεήσαι και σώσαι πάντας ημάς ως αγαθός και φιλάνθρωπος. Αμήν».
Ο
μήνας Δεκέμβριος καταυγάζεται από τη μνήμη μεγάλων και θαυματουργών αγίων, παλαιοτέρων,
σαν τους αγίους Νικόλαο και Σπυρίδωνα, και νεωτέρων, σαν τον σημερινό άγιο
Διονύσιο. Εισπράττεται δε η μνήμη των αγίων αυτών, με το μεγάλο χάρισμα της θαυματουργίας
που έχουν, από τους πιστούς της Εκκλησίας μας, ως μεγάλη παρηγορία, διότι κατεξοχήν
αυτοί λόγω της παρρησίας τους ενώπιον του Κυρίου μπορούν και επεμβαίνουν στη ζωή
τους, δίνοντας λύση στα αδιέξοδά τους και θεραπεία σε ανίατα πολλές φορές νοσήματά
τους. Προς άρσιν βεβαίως παρεξηγήσεως, όλοι οι άγιοί μας είναι θαυματουργοί, αφού
έχουν δύναμη προσευχής που ενεργοποιεί τον έτσι κι αλλιώς «θελητήν του ελέους» Τριαδικό Θεό μας. Κι αν κάποιοι άγιοι δεν έχουν
φήμη μεγάλου θαυματουργού αγίου, όπως για παράδειγμα κάποιοι μεγάλοι δάσκαλοι της
Εκκλησίας μας, είναι γιατί αυτοί χαριτώθηκαν από τον Θεό με το χάρισμα της ιάσεως
των λογισμών των ανθρώπων και της διαφυλάξεώς τους από τη λύμη των αιρετικών, κάτι
που συνιστά το μέγιστο ίσως χάρισμα του Θεού: η ορθή πίστη στον Θεό και η αληθινή
εικόνα συνεπώς και της Εκκλησίας είναι το μέγιστο δώρο του Θεού στον άνθρωπο. Ποιο
θαύμα, για παράδειγμα, θεραπείας σωματικής αρρώστιας θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί
και τι νόημα θα είχε, έξω από την αληθινή Εκκλησία του Χριστού; Το θαύμα λοιπόν
της ορθής πίστεως προϋποτίθεται του θαύματος της ιάσεως των αρρωστημάτων του σώματος.
Ο
άγιος Διονύσιος λοιπόν ανήκει στους μεγάλους νεωτέρους θαυματουργούς αγίους της
Εκκλησίας μας. Και μάλιστα με τη δοσμένη από τον Κύριο χάρη να θαυματουργεί και
ενόσω ζούσε και μετά την κοίμησή του. «Χριστός
και ζώντα και μεταστάντα σε, θεοσημείαις και τέρασιν αφθόνως εδόξασε». (Ο Χριστός
σε δόξασε πλούσια με θεοσημεία και θαύματα, και όσο ήσουν ζωντανός και όταν
μεταστάθηκες). «Πολλά σου τα εν βίω τεράστια, πυκνά τα μετά θάνατον θαύματα». Οι
ύμνοι της Εκκλησίας μας βεβαίως εξηγούν τη δωρεά αυτή του Κυρίου στον άγιο. Ο άγιος
κατέστησε τον εαυτό του άξιο και κατάλληλο για να διοχετεύει τη θεραπευτική χάρη
Εκείνου, διότι μάζεψε, θα λέγαμε, όλες τις αρετές των παλαιοτέρων αγίων, ιδίως των
πατριαρχών και προφητών της Παλαιάς Διαθήκης: του Αβραάμ, του Ιακώβ, του Ιώβ, του
Μωυσή, του Δαβίδ. «Των κλεινών προπατόρων
τας αρετάς εμιμήσω κατ’ ίχνος θεσπέσιε. Αβραάμ το φιλόξενον, Ιακώβ τε το άκακον,
και Ιώβ το άμεμπτον, Μωυσέως το άπλαστον, και Δαβίδ βασιλέως το πράον, το συμπαθές
και φιλόστοργον». (Μιμήθηκες ακριβώς, θεσπέσιε Διονύσιε, τις αρετές των ενδόξων
προπατόρων μας. Τη φιλόξενη διάθεση του Αβραάμ, την ακακία του Ιακώβ, την καθαρότητα
του Ιώβ, την απλότητα του Μωυσή, την πραότητα, τη συμπάθεια και φιλοστοργία του
βασιλιά Δαβίδ).
Εκεί
όμως που ο άγιος Διονύσιος αποτελεί κυριολεκτικά ορόσημο, κριτήριο αναφοράς σε πιστούς
και απίστους, είναι η τεράστια αγάπη του. Η αγάπη προς τον πλησίον, εκτεινόμενη
και προς τον θεωρούμενο εχθρό, καρπός της σαν φωτιά θερμής αγάπης του προς τον Θεό,
όπως σημειώνει βεβαίως και το συναξάρι του, ήταν το έδαφος της πνευματικής
περπατησιάς του στον κόσμο τούτο. Όλες άλλωστε οι αρετές του, όπως γνωρίζουμε από
τη διδασκαλία της Εκκλησίας μας, είχαν νόημα, διότι ακριβώς κατέληγαν σ’ αυτήν την
αγάπη. Αυτή συνιστά το μέτρο, αυτή δίνει τον ρυθμό. Χωρίς την αγάπη, η όποια αρετή
έχει τη στιφάδα της αυστηρότητας και της ξεραΐλας. Γίνεται αποκρουστική. Με την
αγάπη όλα βρίσκουν τον ρυθμό τους και αποκτούν γλυκύτητα. Ο άγιος Διονύσιος λοιπόν
είχε και έχει αυτήν την γλυκύτητα: την παρουσία του ίδιου του Χριστού μας. Τον πλησιάζουμε
και η καρδιά μας παρηγορείται και κατανύσσεται. Προσκυνούμε τον σκληρό ασκητή
με τους μεγάλους ασκητικούς κόπους και νιώθουμε να μας βάζει στην αγκαλιά του πλαταίνοντας
τη στενότητα της ψυχής μας. Νιώθουμε σαν παιδιά που τα έχει κοντά του ο αγαπημένος
τους παππούς.
Ο
υμνογράφος του φαίνεται να πανηγυρίζει την πλατειά αυτή αγκαλιά του, την γεμάτη
αγάπη ακόμη, όπως είπαμε, και προς τους εχθρούς. «Ουκ έγνω τον Θεόν, ος αγάπη υπάρχει, ο μη εχθρόν φιλών, ος πλησίον τυγχάνει».
(Δεν γνώρισε τον Θεό, που είναι αγάπη, αυτός που δεν αγαπά τον εχθρό του, ο οποίος
τυχαίνει να είναι ο πλησίον του). «Του
διδασκάλου Χριστού, εν Ευαγγελίω ακούσας λέγοντος, εν τούτω γνώσονται πάντες, ότι
εμοί μαθηταί εστε, εάν αγάπην έχητε εν αλλήλοις, ευκαίρως τω έργω μαθητής ανεδείχθης
δόκιμος, αγιώτατε Πάτερ». (Άκουσες, αγιότατε Πατέρα, τον διδάσκαλο Χριστό να
λέει στο Ευαγγέλιο: «από αυτό θα γνωρίσουν όλοι ότι είστε μαθητές μου, εάν έχετε
αγάπη μεταξύ σας», οπότε σε κάθε ευκαιρία αναδείχτηκες έμπρακτα δόκιμος μαθητής
Του). Είθε η πυρωμένη από αγάπη Θεού και ανθρώπου καρδιά του αγίου Διονυσίου να
θερμάνει τις ψυχραμένες λόγω ανομιών μας δικές μας καρδιές, ώστε να νιώσουμε λίγο
από τη χάρη του Θεού και να ζήσουμε επομένως, έστω και ακροθιγώς, αληθινά Χριστούγεννα.