Τετάρτη 20 Μαρτίου 2013

Η ΕΥΧΗ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ (3)



῾Η περιέργεια

Στενά συνδεδεμένο μέ τό πάθος τῆς ἀργίας εἶναι καί τό πάθος τῆς περιεργείας. ῾᾽Από γάρ ἀργίας περιέργεια καί ἀπό περιεργείας ἀταξία᾽ (ἅγιος ᾽Ιωάννης Κασσιανός). Εἶναι σαφές ἐν προκειμένῳ ὅτι δέν ἀναφερόμαστε σ᾽ ἐκείνην τήν περιέργεια πού σχετίζεται μέ τήν θέση τοῦ ἀνθρώπου μέσα στόν κόσμο. Μέ τήν ἐπιστημονική δηλαδή περιέργεια πού ὠθεῖ τόν ἄνθρωπο νά κατανοήσει τόν γύρω του καί τόν μέσα του κόσμο. Μία τέτοια περιέργεια ὄχι μόνον εἶναι ἀποδεκτή ἀπό τόν Θεό, ἀλλά ἀποτελεῖ καί ἐντολή Του. Διότι στήν οὐσία ἐκφράζει τήν βασιλική ἐξουσία πού ἔχει ὁ ἄνθρωπος μέσα στήν Δημιουργία, ἀφοῦ πλάστηκε νά εἶναι ἡ κορωνίδα καί ὁ βασιλέας αὐτῆς. ῎Αλλωστε ὁ ἴδιος ὁ Θεός ῾ἔδωκεν ἐπιστήμην᾽ στόν ἄνθρωπο.

Μιλώντας γιά ἀποφυγή τοῦ πνεύματος τῆς περιεργείας ἐννοοῦμε ἐκείνην τήν περιέργεια πού ἀκριβῶς πηγάζει ἀπό τήν δαιμονική κατάσταση τῆς ἀργίας. Πρόκειται καί πάλι γιά μία ἀρρωστημένη κατάσταση πού φανερώνει τήν ἀπομάκρυνση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό ὅ,τι καλό καί οὐσιῶδες πρέπει νά ἐργασθεῖ γιά τήν πνευματική του προκοπή. ῎Ετσι ἡ περιέργεια ἀποτελεῖ ἔκφραση ἀγνωσίας τοῦ Θεοῦ καί τοῦ ἑαυτοῦ μας, γι᾽ αὐτό καί ὁδηγεῖ στήν μέ πάθος ἐνασχόληση μέ τήν ζωή τῶν ἄλλων καί τήν δημιουργία συνθηκῶν ἐξάψεως τῶν δαιμονικῶν παθῶν. ῾᾽Από περιεργείας ἀταξία᾽.

῾Υπό τό πρίσμα αὐτό ἡ περιέργεια πάντοτε φανερώνει τήν παρουσία δαιμονικῶν ἐνεργειῶν καί τήν ἀπουσία τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ, τό ῾Οποῖο εἶναι Πνεῦμα εἰρήνης, ἡσυχίας καί ἀγάπης. ῾Ο ἀπόστολος Παῦλος ἰδιαιτέρως τονίζει τά ἄσχημα τῆς περιεργείας. ῾᾽Ακούομεν γάρ τινας᾽, γράφει στήν Β´ πρός Θεσσαλονικεῖς ἐπιστολή του (3, 6-12), ῾περιπατοῦντας ἐν ὑμῖν ἀτάκτως, μηδέν ἐργαζομένους, ἀλλά περιεργαζομένους᾽. Εὐθέως ἐδῶ σχετίζει ὁ ἀπόστολος τήν περιέργεια μέ τήν ἔλλειψη ἐργασίας καί τήν ἀταξία. ᾽Αλλοῦ, μιλώντας γιά ὁρισμένες χῆρες γυναῖκες πού ἔχουν ἐκτραπῆ ἀπό τόν ὀρθό δρόμο σημειώνει ὅτι εἶναι ῾καί ἀργαί...οὐ μόνον δέ ἀργαί, ἀλλά καί φλύαροι καί περίεργοι, λαλοῦσαι τά μή δέοντα᾽ ( Β´Τιμ. 5, 13).

῾Ο ἅγιος ᾽Ιωάννης τῆς Κλίμακος εἶναι ἐκεῖνος μεταξύ τῶν ἄλλων νηπτικῶν ἐκκλησιαστικῶν συγγραφέων πού ἐπισημαίνει καί μία ἄλλη ἐκτροπή τοῦ πνεύματος τῆς περιεργείας: τήν διανοητική περιέργεια, ὅσον ἀφορᾶ στά θέματα τοῦ Θεοῦ. ῾Εἶναι δύσκολο καί ἐπικίνδυνο – γράφει – νά περιεργάζεται κανείς τόν βυθό τῶν κριμάτων τοῦ Θεοῦ, γιατί αὐτοῦ τοῦ εἴδους οἱ περίεργοι ταξιδεύουν μέ τό πλοῖο τῆς οἰήσεως᾽. Πρόκειται στήν πραγματικότητα γιά τήν προσπάθεια τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου πού σέ κατάσταση ἀγνωσίας τοῦ Θεοῦ εὑρισκόμενος ἐπιχειρεῖ νά διεισδύσει μέ τήν λογική του στό μυστήριο τοῦ Θεοῦ καί νά τό ἐξιχνιάσει. Κι ἐπειδή ὁ ἄνθρωπος αὐτός ἔχει χάσει τό φῶς τοῦ Θεοῦ πού ἀποκαλύπτεται στήν κεκαθαρμένη καρδιά, γι᾽ αὐτό βρίσκεται σέ κατάσταση πλάνης, ἀφοῦ ἔχει ὡς ὄργανο λειτουργίας τήν ἀποκομμένη ἀπό τήν καρδιά καί τόν νοῦ του λογική. ῎Ετσι ἡ διανοητική αὐτή θεολογική περιέργεια ἀφενός ὁδηγεῖ σέ διαστροφή τῆς ἀλήθειας τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ἀφετέρου ἀποκαλύπτει τήν ἄβυσσο τῆς ὑπερηφάνειας τοῦ ἀνθρώπου, πού θέλει νά κατανοήσει τόν Θεό ἐρήμην τοῦ Θεοῦ καί τῆς ἀποκαλύψεώς Του. Σ᾽ αὐτόν τόν βυθό ἀπωλείας, τήν διανοητική περί Θεοῦ περιέργεια, ἔπεσαν καί πέφτουν ὅλοι οἱ αἱρετικοί ἀνά τούς αἰῶνες. Χωρίς ἀμφιβολία βρισκόμαστε μπροστά καί πάλι στό προπατορικό ἁμάρτημα: τόν ἀγώνα τοῦ ἀνθρώπου νά φθάσει τόν Θεό χωρίς Θεό.

Τό πρακτέον τίθεται ἀφ᾽ ἑαυτοῦ. ᾽Απαιτεῖται, ὅπως καί πάλι λέει ὁ τῆς Κλίμακος ἅγιος, νά ἀσκηθοῦμε γιά νά ζοῦμε σέ κατάσταση ἀπεριεργείας καί ἁπλότητος. ῾Η ἄσκηση αὐτή μάλιστα μᾶς ὁδηγεῖ στήν ἀπόκτηση καί τῆς ὀρθῆς πίστεως, διότι ὅπως λέει ὁ Μ. Βασίλειος ῾πίστις ἐστίν ἀπερίεργος συγκατάθεσις τῶν ἀκουσθέντων᾽. Καί ὁ ἅγιος Διάδοχος ἐκφράζοντας εἰκονιστικά τήν ἴδια ἀλήθεια ἀναφέρει: ῾Τῆς πίστεως ὁ βυθός ἐρευνώμενος μέν κυμαίνεται. ῾Απλῇ δέ διαθέσει θεωρούμενος γαληνιᾷ. Λήθης γάρ κακῶν ὕδωρ ὄν τό βάθος τῆς πίστεως οὐ φέρει παρά περιέργων ἐννοιῶν θεωρεῖσθαι. ῾Απλότητι οὖν διανοίας τοῖς αὐτῆς ἐμπλέωμεν ὕδασιν, ἵνα εἰς τόν λιμένα τοῦ θελήματος οὕτω φθάσωμεν τοῦ Θεοῦ᾽ (22). Δηλαδή: ῾῾Ο βυθός τῆς πίστεως ὅταν ἐρευνᾶται, ταράσσεται. ῞Οταν ὅμως θεωρεῖται μέ ἁπλή διάθεση, γαληνεύει. Γιατί τό βάθος τῆς πίστεως πού εἶναι σάν τό νερό τῆς λησμονιᾶς τῶν κακῶν δέν ἀνέχεται νά θεωρεῖται ἀπό περίεργους λογισμούς. ῎Ας ἐμπλέουμε λοιπόν στά ὕδατά της μέ ἁπλότητα σκέψεως γιά νά φθάσουμε ἔτσι στό λιμάνι τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ᾽.

Μέ βάση τά παραπάνω: πρέπει νά στραφοῦμε στόν μέσα μας κόσμο καί νά ψάξουμε νά βροῦμε τόν χῶρο τῆς καρδιᾶς μας, ὅπου ῾ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐστι᾽. ῾Ο ἴδιος ὁ Κύριος βεβαίωσε λέγοντας ὅτι ῾ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔρχεται μετά παρατηρήσεως, οὐδέ ἐροῦσιν ἰδού ὧδε ἤ ἰδού ἐκει. ᾽Ιδού γάρ ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ὑμῶν ἐστι᾽ (Λουκ. 17, 20-21). Μέ ἄλλα λόγια ἡ περιέργεια ὡς πάθος ὑπερβαίνεται μόνον στόν βαθμό πού ὁ ἄνθρωπος βρίσκει τό κρυμμένο κέντρο τῆς ὑπάρξεώς του, αὐτό πού ὁ ἀπόστολος ὀνόμασε ῾καρδία᾽. Κατά τούς νηπτικούς Πατέρες τοῦτο εἶναι γεγονός χάρης τοῦ Θεοῦ καί ἐργασίας τοῦ νοῦ τοῦ ἀνθρώπου μέ τήν ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ ᾽Ιησοῦ.