Πρόβαλ᾽
ὁ Γέροντας, σεμνός,
ἀπό
τή θύρα τή βαριά Μονῆς
Παντελεήμονος
τοῦ ἰαματικοῦ.
Κι
ἦταν λουσμένος μ᾽ ἕνα φῶς
καί
μ᾽ ἄρωμα μεθυστικό
λεμονανθῶν
του δάσους.
Τό
χέρι, κουρασμένο ἀπ᾽ τίς στροφές
τοῦ
μαύρου του κομποσχοινιοῦ,
τό
ὕψωσε σέ ἅγια εὐλογία.
Μέσα
στό θάμβος τοῦ φωτός
μέ
συντριμμένη τήν καρδιά
τό
πρόσωπο εἴδαμε Κυρίου...
“᾽Εν ἑτέρᾳ μορφῇ!”