Πέμπτη 28 Ιουνίου 2012

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΑΠΟΣΤΟΛΟ ΠΑΥΛΟ



ΕΝΑ ΟΡΑΜΑ

Σάν μέσα σ᾽ ὄνειρο γλυκό, ἁγιόραμα μοῦ ᾽δόθη
- ἐντός τοῦ σώματος, ἐκτός – δέν μπόρεσα νά βρῶ,
καί σ᾽ ἄλλον κόσμο βρέθηκα, σάν σέ μιά ἄλλη ὄχθη,
μέ ὁδηγό καί σύντροφο ἕν᾽ ἄγγελο ἁβρό.

Γλυκά μοῦ μίλησε στ᾽ αὐτί, πού ρίγησ᾽ ἡ ψυχή μου,
῾θέ νά σοῦ δείξω᾽, ἄκουσα, ῾μέλος τρανό ᾽Ιησοῦ,
ἕν᾽ ἅγιο πού τό θωρῶ τιμή κι ἀναψυχή μου
νά κάνω λόγο γιά αὐτόν, τόν Παῦλο τῆς Ταρσοῦ.

Τήν ᾽Εκκλησία ρήμαζε, πρίν εὕρει τόν Χριστό του
κι ἔπνεε φόνο κι ἀπειλή τήν κάθε μιά στιγμή,
μά λάμψη, ὅταν φώτισε, τόν ἄδειο ἑαυτό του,
εἶδε τήν κατακρύλα του, στάθηκε μέ πυγμή.

Δέν θά μέ φτάσει ὁ καιρός τά ἔργα ν᾽ ἀριθμήσω
πάνω στή γῆ πού ἔκανε, σά θεία ἰαχή,
μόνο τό φῶς πού ἔριξε, γιά λίγο θά θυμήσω,
στή δόξα τοῦ Κυρίου μου, ῾Ελλήνων τήν ψυχή.

Στῶν Μακεδόνων μας τή γῆ βρέθηκε μ᾽ἅγια χάρη,
καθώς ῾διαβάς βοήθησον᾽ ἄκουσε τή φωνή,
δέν δείλιασε, δέν δίστασε τό βάρος της νά ἄρει
καί στούς Φιλίππους βρέθηκε τήν πίστη νά δονεῖ.

Στή φυλακή ἐρίχτηκε, δέν γεύτηκε τή νίκη,
τόν ἔδιωξαν, τόν ἔσπρωξαν σέ ἄλλης γῆς μεριά,
σ᾽ ᾽Αμφίπολη, σέ Βέροια καί στή Θεσσαλονίκη
ἐπῆγε ὁ ἀπόστολος κι ἄναψε κεῖ κεριά.

Μά, νά, ἡ ἀποκάλυψη κι ἡ ταραχή συνάμα!
Τά βήματά του σύρθηκαν στήν πόλη ᾽Αθηνᾶς.
Τό ὅραμά του φάνταξε ἴδιο Θεοῦ τό θάμα:
ἡ πόλη ῾ἡ κατείδωλος᾽, νά ᾽ ναι Χριστοῦ ἀμνάς!

Τά λόγια ἦρθαν σάν βροχή στή δίψα τῶν ἀνθρώπων,
νά τιθασεύσει πάλεψε νοῦ καί καρδιά μαζί,
῾δέν σᾶς κηρύσσω τούς Θεούς τῶν μακρινῶν μας τόπων᾽,
εἶπε, κι εὐθύς φανέρωσε τόν ᾽Ιησοῦ πού ζεῖ.

᾽Αλλίμονο! δέν ἔνιωσαν τή λογική τῆς πίστης,
μέ σηκωμένη τήν ὀφρύ φύγανε μονομιᾶς,
῾καί πάλι θά σ᾽ ἀκούσουμε᾽, εἶπ᾽ ὁ δικός τους μύστης,
τύλιξε τόν ἀπόστολο σύννεφο μοναξιᾶς.

Παρηγοριά καί βάλσαμο χύθηκε στήν καρδιά του,
ὅταν δειλά προχώρησαν κοντά του ξένοι δυό,
ἡ Δάμαρις πού γίνηκε ἕν᾽ ἀπό τά παιδιά του
κι ὁ δικαστής Διονύσιος, π᾽ ἀγάπησε σάν γιό.

῾Νά τα τά πρόβατα τ᾽ ἁγνά, τά λιγοστά Κυρίου᾽
θυμήθηκε καί ἔκλαψε ὁ μάρτυρας πιστός,
τήν ὄψη δέν φοβήθηκε τοῦ πονηροῦ θηρίου,
γιατί τή ρίζα ἔβλεπε πού ἦταν ὁ Χριστός᾽.

Σταμάτησε νά μοῦ μιλᾶ ὁ ὁδηγός ὁ ἅγιος
καί ἄρωμα ξεχύθηκε, κάλυψε τή σιωπή,
ἡ καιομένη μου καρδιά σάν τόπος πιά πανάγιος,
μέ θάρρος ἐκινήθηκε, νίκησε τήν ντροπή.

῾Θέλω τόν ἅγιο νά δῶ᾽, ψέλλισα μέ λαχτάρα,
῾κεῖνον πού ἦταν κι εἶναι πιά πνευματική μου ἀρχή,
τόν μάρτυρα τῆς πίστεως στοῦ ῞Ελληνα τή φάρα
κι ἴσως ἀκούσω καί ἐγώ τόν λόγο του νά ἠχεῖ᾽.

Πῆρε τό λόγο πάλι του ὁ φτερωτός μου φίλος,
ἀφοῦ μέ κοίταξε γλυκά, σάν ἥλιος τό πρωΐ,
῾κάθε μου λέξη γιά αὐτόν κινεῖ ὁ θεῖος ζῆλος῾
εἶπε, καί λάμψη γίνηκε ἡ ἅγια του πνοή.

῾Βάσανα πέρασε πολλά, φυλάκιση, ναυάγια,
- ν᾽ ἀπαριθμήσει δέν γροικᾶ ὁ κάθε νοῦς κτιστός –
μά ὅλα δόξα τά θωρεῖ καί κλάδους ἀπό βάγια,
στίγμα πού ἀφήνει πάνω του ὁ ἴδιος ὁ Χριστός.

Κεῖ πού ἡ δόξα σκέπασε τό κουρασμένο σῶμα
ἦταν στό τέλος τό φρικτό, στή Ρώμη τήν πλατιά.
Τό βλέμμα ἔστρεψε ψηλά, πρίν γείρει μές στό χῶμα,
κι εἶδε Χριστοῦ τήν ἀγκαλιά, τή θεία Του ματιά᾽.

῾Θέλω τόν ἅγιο νά δῶ᾽, ξανάπα μ᾽ ἅγια ζέση,
῾τῆς οἰκουμένης τήν καρδιά, ἀγάπης τόν λυγμό᾽.
Κι ἔνιωσα μέσα στήν καρδιά, στή γῆ πού εἶχε δέσει,
τῆς χάρης τό φτερούγισμα, τόν θεῖο τόν νυγμό.

῾Νά τόνε δεῖς ἀπό κοντά δέν γίνεται ἀκόμα᾽,
ἀπάντησε μέ συστολή ὁ θεῖος τοῦτος νοῦς,
῾μόνο τή λάμψη του θά δεῖς ἀπ᾽τ᾽ ἅγιο του τό δῶμα,
κι αὐτό γιατί ἐγίνηκε ἴδιος ὁ ᾽Ιησοῦς!᾽