Στο πρόσωπο του γέροντος Εφραίμ, καθηγουμένου της Ι. Μονής Βατοπαιδίου, έχουμε μάλλον για μία ακόμη φορά την επαλήθευση της προφητείας του αγίου Συμεών, όταν υποδέχτηκε τεσσαρακονθήμερο βρέφος τον Κύριο Ιησού Χριστό: «ούτος κείται εις πτώσιν και ανάστασιν πολλών και εις σημείον αντιλεγόμενον». Διότι στον γέροντα Εφραίμ – άνθρωπο που λόγω του σχήματός του παραπέμπει κατευθείαν στην Εκκλησία και στον μοναχισμό, συνεπώς και στον Χριστό – βλέπουμε τον διχασμό των πολιτών της Ελλάδος: εκείνων που τον υπερασπίζονται με λόγο και πάθος και εκείνων που τον βλέπουν να ενσαρκώνει τον…διάβολο και να του αξίζουν όλες οι τιμωρίες. Στην πραγματικότητα δηλαδή ο ηγούμενος Εφραίμ αποτελεί την αφορμή, την πρόκληση για να φανερωθούν οι εσωτερικές διαθέσεις της καρδίας. Τη στάση του έναντι του Χριστού και της Εκκλησίας τελικώς «διαβάζουμε» σε καθέναν που δημοσιεύει τις απόψεις του περί του ηγουμένου.
Μήπως είμαστε υπερβολικοί; Μήπως είναι «τραβηγμένες» οι απόψεις αυτές; Θα συμφωνούσαμε απολύτως, αν είχαμε ατράνταχτα στοιχεία ως προς την υπόθεση για την οποία κατηγορείται. Δεν είμαστε νομικοί ούτε έχουμε πλήρη γνώση όλων των διαστάσεων της υπόθεσης. Στηριζόμαστε λοιπόν στους νομικούς και τους σχετιζομένους με την υπόθεση. Και τι συμπεραίνουμε; Ότι δεν υπάρχει ενιαία αντιμετώπισή της. Υπάρχουν εκείνοι που βλέπουν κακουργηματικές τις ενέργειες του ηγουμένου, υπάρχουν και οι άλλοι που μπορεί μεν να βλέπουν παρατυπίες σε κάποιες από αυτές, διαβλέπουν όμως ότι πρόκειται μάλλον περί σκευωρίας, περί πλεκτάνης με σκοπούς αλλότριους: τον διασυρμό του ράσου, της Εκκλησίας, του μοναχισμού, κι αυτό για να γίνουν αρεστοί σε άλλες δυνάμεις που καταδυναστεύουν την πατρίδα μας. Από την άλλη, έρευνα γνωστού τηλεοπτικού σταθμού πάνω στο «σκάνδαλο» του Βατοπαιδίου καταλήγει μάλλον στη διαπίστωση ότι τελικώς «το σκάνδαλο της μονής Βατοπαιδίου είναι ότι δεν υπάρχει σκάνδαλο». Πώς λοιπόν να μην οδηγηθούμε στο συμπέρασμα ότι πρόκειται περί κατασκευής ενοχής για τον ηγούμενο και ότι πίσω από αυτήν κρύβεται άλλη σκοπιμότητα; Τουλάχιστον, ελλείψει κοινής νομικής αξιολόγησης περί αυτού, θα έπρεπε οι αντιφρονούντες, έστω και από στοιχειώδη λογική και αξιοπρέπεια, να μην είναι απόλυτοι στις θέσεις τους και να μη σπεύδουν στην καταδικαστική τους απόφαση. Δεν αναφερόμαστε στη σημειολογία της απόφασης σύλληψης παραμονή των Χριστουγέννων: οι πάντες θεώρησαν ότι δεν πρόκειται περί «τυχαίου» γεγονότος. Το μήνυμα που δόθηκε έτσι ήταν παραπάνω από σαφές. (Η ειρωνική επισήμανση κάποιων δημοσιογράφων ότι το άγιον Όρος λόγω του παλαιού ημερολογίου εορτάζει αργότερα τα Χριστούγεννα, άρα δεν συνελήφθη παραμονή, αγγίζει μάλλον τα όρια του φαιδρού: το αντίκτυπο εισπράττεται από τους χριστιανούς πρωτίστως στον κόσμο, που η συντριπτική πλειοψηφία τους είναι με το νέο ημερολόγιο).
Αφού λοιπόν δεν έχουμε μία αντικειμενική και από όλους αποδεκτή θεώρηση της υποθέσεως για τον ηγούμενο Εφραίμ, άρα θα πρέπει να σταθούμε στο κριτήριο της ίδιας της ζωής: τη μέχρι τώρα βιοτή του κατηγορουμένου. Πώς και πού ζει και τι αντίκτυπο έχει η ζωή του σ’ αυτούς που τον έχουν γνωρίσει; Ο γέροντας λοιπόν ζει στο Άγιον Όρος, ακολουθώντας την περιορισμένη ζωή των εκεί μοναχών, όσοι τον έχουν γνωρίσει βεβαιώνουν ότι πρόκειται περί μορφής με οσιακή βιοτή (βλέπε π.χ. τις δηλώσεις του γνωστού και αξιολογοτάτου Μητροπολίτη Προικονήσου κ. Ιωσήφ), που σημαίνει ότι το μόνο κριτήριό του είναι η τήρηση του θελήματος του Θεού και η διασφάλιση των δικαίων της Ιεράς Μονής στην οποία ηγείται, ενώ 120 αδελφοί της Μονής προσβλέπουν σ’ αυτόν ως πατέρα και καθοδηγητή τους, έχοντας την πεποίθηση ότι πράγματι ζώντας μαζί του ευρίσκονται επί τα ίχνη του Ιησού και της Βασιλείας του Θεού που έφερε. Και η εντύπωση αυτή δεν είναι μόνον των Ελλήνων πιστών ή των μοναχών της Μονής του. Είναι και χιλιάδων πιστών ανά τα πέρατα της Οικουμένης, όπως τούτο φάνηκε ξεκάθαρα και από το πρόσφατο ταξίδι του στη Ρωσία, κατόπιν προσκλήσεως και παρακλήσεως για μεταφορά της Τιμίας Ζώνης της Υπεραγίας Θεοτόκου, όπου στο πρόσωπό του οι πιστοί της Ρωσίας (μεταξύ αυτών και οι Πούτιν, Μεντμέντεβ, Πατριάρχης, λοιποί αρχιερείς) είδαν τον γνήσιο εκπρόσωπο του αγιορειτικού μοναχισμού, τον οποίο γι’ αυτόν τον λόγο τον περιέβαλαν με κάθε τιμή και ευλάβεια.
Λογικά και αντικειμενικά λοιπόν μία τέτοια βιοτή και μία τέτοια αποδοχή πλήθους ανθρώπων δεν συνάδει με αυτό που γνωρίζουμε ως τύπο εγκληματία ανθρώπου, επικίνδυνου για την κοινωνία και το έθνος, και γι’ αυτό υποχρεωμένου σε φυλάκιση. Αν δεν βρισκόμαστε, όπως ήδη ειπώθηκε, μπροστά σε κατάλυση της ίδιας της λογικής και τον διασυρμό της όποιας έννοιας δικαιοσύνης, αν δεν βρισκόμαστε μπροστά σε μία ίσως διατεταγμένη (;) υπηρεσία που προφανώς εξυπηρετεί σκοπούς πέραν της δικαιοσύνης, βρισκόμαστε σίγουρα μπροστά σε μία απίστευτου μεγέθους εμπάθεια. Κι αυτό θα πει πια σχεδόν διωγμό κατά της Εκκλησίας. Ποιος μπορεί να διασφαλίσει ότι από εδώ και πέρα, εν ονόματι κάποιων σκοπιμοτήτων, δεν θα αρχίσει η σύλληψη και άλλων ιερωμένων; Ήδη ευθαρσώς και δημοσίως το είπε και ο Μητροπολίτης Μεσογαίας και Λαυρεωτικής κ. Νικόλαος σε συνέντευξή του σε τηλεοπτικό σταθμό: «περιμένω πια και τη δική μου σύλληψη». Κι ασφαλώς αναιτίως, διότι φοράει ράσο και ανήκει στην Εκκλησία του Χριστού. Κι αυτό μεν αποτελεί για τους διωκομένους από πλευράς πνευματικής χαρισματική κατάσταση – αφού «ημίν εδόθη ου μόνον το εις Αυτόν πιστεύειν, αλλά και το υπέρ Αυτού πάσχειν» - για δε την πατρίδα μας τραγικότητα. Είναι μεγάλο κρίμα πάντως να μην έχουμε ιδέα από ιστορία, γι’ αυτό και να μη διδασκόμαστε καθόλου από αυτήν.