Παρασκευή 26 Ιουλίου 2024

Η ΑΓΙΑ ΟΣΙΟΠΑΡΘΕΝΟΜΑΡΤΥΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

«Η αγία Παρασκευή (2ος μ.Χ. αι.) έζησε επί της βασιλείας Αντωνίνου του Πίου, καταγόταν από τη Ρώμη και είχε χριστιανούς γονείς, τον Αγάθωνα και την Πολιτεία, οι οποίοι μετά από πολλή προσευχή γέννησαν την αγία, στην οποία έδωσαν το όνομα Παρασκευή, γιατί γεννήθηκε την ομώνυμη ημέρα της εβδομάδας. Από πολλή μικρή αφιερώθηκε στον Θεό, με τη βοήθεια ιδιαιτέρως της μητέρας της, έμαθε τα ιερά γράμματα, μελετούσε διαρκώς τις άγιες Γραφές και πάντοτε περνούσε τον καιρό της στην προσευχή και στην Εκκλησία. Μετά τον θάνατο των γονιών της, μοίρασε τα υπάρχοντά της στους πτωχούς, ντύθηκε το μοναχικό σχήμα κι άρχισε να κηρύσσει το όνομα του αληθινού Θεού και Κυρίου μας Ιησού Χριστού, ελκύοντας στη θεογνωσία πολλούς από τους ειδωλολάτρες, γι’ αυτό και κάποιοι Ιουδαίοι την διέβαλαν στον βασιλιά, λέγοντας ότι κάποια γυναίκα, ονόματι Παρασκευή, κηρύσσει τον Ιησού τον υιό της Μαρίας, τον οποίο οι πατέρες μας  σταύρωσαν. Ο βασιλιάς διέταξε να την φέρουν ενώπιόν του για να την ανακρίνει, κι αφού της έταξε πολλά αγαθά αν θυσιάσει στους θεούς του, γεγονός το οποίο αμέσως αρνήθηκε η αγία, ομολογώντας την πίστη της στον αληθινό Θεό, εκείνος την έριξε σε διάφορα μαρτύρια, από τα οποία διαφυλάχθηκε απολύτως σώα με τη χάρη του Θεού, μεταστρέφοντας έτσι πολλούς από τους παρευρισκομένους. Διατάσσει έπειτα να την βάλουν σε χαλκό λέβητα, γεμάτο λάδι και πίσσα, πυρακτωμένο σφοδρά, στον οποίο η αγία φαινόταν σε όλους ότι δροσίζεται, κάτι που προκάλεσε την έκπληξη του βασιλιά, ο οποίος  της ζήτησε να του ρίξει επάνω του λίγο από το μείγμα, για να δει αν όντως είναι καυτό ή όχι. Μόλις η αγία έριξε με τις παλάμες της πάνω στο πρόσωπό του, αμέσως αυτός κάηκε και τυφλώθηκε. Άρχισε να ζητά δυνατά τη βοήθεια της αγίας, υποσχόμενος ότι θα πιστεύσει στον Θεό που εκείνη κήρυσσε. Η αγία προσευχήθηκε και ο βασιλιάς ανέβλεψε, οπότε και ο βασιλιάς και όλοι οι υπ’  αυτόν βαπτίστηκαν στο όνομα της αγίας Τριάδος. Η αγία συνέχισε να περιοδεύει σε διάφορα μέρη, να κηρύσσει και να κάνει διάφορα θαύματα με τη βοήθεια του Θεού, μεταστρέφοντας έτσι ακόμη περισσότερους στην πίστη, οπότε μετά από πολλά μαρτύρια που υπέστη για την πίστη της, της κόψανε το κεφάλι και το πνεύμα της μετέβη στις αιώνιες μονές».

Η αγία Παρασκευή αποτελεί μία ιδιάζουσα περίπτωση αγίας, διότι εκτός των πνευματικών και ασκητικών αγώνων της για τον διαρκή αγιασμό της, και μάλιστα εκ νεότητος -  τον οποίο αγιασμό επιβεβαίωσε και με το μαρτυρικό τέλος της -  διακρίθηκε και για το χάρισμα της ιεραποστολής: να περιοδεύει διδάσκοντας και καθοδηγώντας τους πιστούς.   Δηλαδή, θα λέγαμε ότι εκτός από αγία και παρθένος και μάρτυς, ήταν και ισαπόστολος και γερόντισσα, αμμάς που λέμε,  κάτι ανάλογο με την αγία Μαρία τη Μαγδαληνή, την αγία Θέκλα, την αγία Φιλοθέη στα νεώτερα χρόνια, ή ένας "θηλυκός απόστολος Παύλος", όπως έχει εύστοχα χαρακτηριστεί. Γι’  αυτό και είμαστε βέβαιοι ότι πραγματοποιείται και στην αγία Παρασκευή ο λόγος του Κυρίου που είπε ότι «ο ποιήσας και διδάξας μέγας κληθήσεται εν τη βασιλεία των Ουρανών». Η αγία είναι πράγματι μεγάλη, που απολαμβάνει στους αιώνες των αιώνων πλούσια τη χάρη του Θεού, ευφραινομένη με τον νυμφίο της Χριστό.

Ο άγιος υμνογράφος της ακολουθίας της, μέσα ιδίως από το απολυτίκιό της, μας διευκρινίζει το περιεχόμενο του αγώνα της για αγιασμό: με ζήλο προσπαθούσε καθημερινά να ζει ό,τι το όνομά της φανέρωνε: τον Σταυρό του Χριστού που προβάλλει η ημέρα της Παρασκευής,  δηλαδή την αγάπη της προς Εκείνον και προς τους συνανθρώπους της. «Την σπουδήν σου τη κλήσει κατάλληλον εργασαμένη, φερώνυμε, την ομώνυμόν σου πίστιν εις κατοικίαν κεκλήρωσαι, Παρασκευή, αθληφόρε». Κι όχι μόνον η σπουδή της, ο ζήλος της ήταν σύμφωνος με το όνομά της, δηλαδή ζήλος για αγάπη, κατά το πρότυπο του Χριστού που σταυρώθηκε για τους ανθρώπους, αλλά αδιάκοπα ζούσε αυτήν την εσταυρωμένη αγάπη, όπως ζει κανείς κατά φυσικό τρόπο μέσα στο σπίτι του: έκανε κατοικία της τον Σταυρό του Χριστού. Νομίζουμε ότι δεν υπάρχει πιο όμορφη εικόνα από αυτήν που χρησιμοποιεί ο υμνογράφος, για να δηλώσει το περιεχόμενο του πνευματικού αγώνα της αγίας, αποδίδοντας στην πραγματικότητα με άλλες λέξεις αυτό που έλεγε ο απόστολος Παύλος για τον δικό του αγώνα: «Χριστώ συνεσταύρωμαι. Ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός».  Η αγία λοιπόν ζούσε την εσταυρωμένη αγάπη, τον ίδιο τον Χριστό δηλαδή,  κι όλη η ζωή της, με  τη θαυμαστή ιεροποστολική της διάσταση, ερμηνεύεται από τη δυναμική αυτή του σταυρού.

Η αγία Παρασκευή αποτελεί την απάντηση και για όλα τα είδη σπουδής και ζήλου που υφίστανται. Από ζήλο Θεού διακατεχόταν και η αγία. Όχι όμως από αυτόν που τον χαρακτηρίζει ο απόστολος ως «ου κατ’ επίγνωσιν». Διότι δεν σώζει το γεγονός ότι κάποιος έχει θερμότητα στην καρδιά για να επιτελέσει ένα έργο, έστω μεγάλο και σπουδαίο και για χάρη ακόμη του Θεού. Μπορεί να υφίσταται ο ζήλος και να λειτουργεί προς καταστροφή των ανθρώπων. Διότι απουσιάζει η αγάπη, άρα η παρουσία του Θεού. Κι όταν απουσιάζει ο Θεός, τότε τι απομένει; Ο εγωισμός του ανθρώπου και οι πονηρές δυνάμεις που τον διακατέχουν και τον καθοδηγούν. Η ανθρώπινη ιστορία είναι γεμάτη, δυστυχώς, από τέτοιες περιπτώσεις «ζηλωτών», οι οποίοι δεν κατανόησαν το αυτονόητο: ότι αν κάτι σώζει τον άνθρωπο, αν μία προσφορά είναι πράγματι προσφορά, είναι όταν λειτουργεί μέσα στο θέλημα του Θεού, την αγάπη. Η αγία Παρασκευή μάς ανοίγει τά «μάτια» -  ως η αγία της θεραπείας των ματιών  άλλωστε -  και σ’ αυτό. Της είμαστε ευγνώμονες και την παρακαλούμε να πρεσβεύει πάντοτε για όλους.

Πέμπτη 25 Ιουλίου 2024

ΟΧΙ ΚΟΝΤΡΑ ΣΤΟ ΡΕΥΜΑ!

«Υπάρχουν, δυστυχώς, πολλοί που έχουν μπερδέψει τα πράγματα και δεν μπορούν να σκεφτούν λογικά. Μου λένε: προσπαθούμε να πάμε κόντρα στο ρεύμα και πολλές φορές αισθανόμαστε ανεδαφικοί και εξωπραγματικοί. Τους απαντώ: Όχι κόντρα στο ρεύμα, γιατί αυτό δεν είναι εύκολο. Να πηγαίνετε με το ρεύμα, αλλά να μη παρασύρεστε από αυτό. Όταν ο άνθρωπος έχει ενσωματώσει στο «Είναι» του τον Χριστό, γιατί να φοβηθεί το ρεύμα της εποχής του;» (Όσιος Παΐσιος αγιορείτης, από Τ. Μιχαλά, Τέσσερις ώρες με τον π. Παΐσιο, εκδ. Επέκταση, σελ. 91-92).

Ήταν μία διαπίστωση που πολλαπλώς επαναλάμβανε ο μεγάλος όσιος Παΐσιος ο αγιορείτης: πολλοί σύγχρονοι άνθρωποι και δη χριστιανοί βρίσκονται σε μεγάλη σύγχυση, είναι μπερδεμένοι, δεν μπορούν να σκεφτούν λογικά – για τον όσιο η λογική σκέψη ήταν καίριο στοιχείο για την ύπαρξη και της ίδιας της πνευματικής ζωής. Και δεν εννοούσε βεβαίως τη λογική ως κριτήριο της πίστεως – τούτο συνιστά τη βάση της αίρεσης ως διαστροφής της πίστεως στον χριστιανισμό – αλλά τη λογική ως ορθή όραση της πραγματικότητας, την απλή ματιά του κόσμου μέσα στον οποίο βρισκόμαστε.

Το παράδοξο στα λεγόμενα του αγίου ήταν ότι ως γνώρισμα της σύγχυσης του νου θεωρούσε να πηγαίνει κανείς κόντρα στο… ρεύμα! Κόντρα δηλαδή στο ρεύμα του κόσμου που κείται εν τω πονηρώ, που η προτεραιότητά του είναι η αμαρτία και η πονηρία, που ο Θεός αν δεν έχει διαγραφεί από τη ζωή του, έχει μπει οπωσδήποτε στο περιθώριο! Πώς λοιπόν χαρακτηρίζει έλλειψη λογικής σκέψης και σύγχυση την επαινούμενη θα έλεγε κανείς αυτήν κατάσταση; Δεν έρχεται σε σύγκρουση ο άγιος με τον απόστολο Παύλο για παράδειγμα που λέγει «μη συσχηματίζεσθε τω αιώνι τούτω», γιατί ακριβώς πρόκειται για συμπόρευση αμαρτίας;

Κι ασφαλώς ο άγιος αγιορείτης δεν έχει υπ’ όψιν του κάτι τέτοιο! Ήταν ο πρώτος που ζούσε και κήρυσσε την απομάκρυνση από κάθε τι αμαρτωλό και εγωιστικό, από κάθε τι που παρασύρει τον άνθρωπο στο ποτάμι των παθών και της πονηρίας. Απλώς στεκόταν με επιφύλαξη στο μπέρδεμα των ανθρώπων που ενώ νόμιζαν ότι βαδίζουν την πνευματική οδό, όχι μόνο δεν ένιωθαν χαρά και πληρότητα ζωής από την εναντίωσή τους προς το κακό, αλλά «αισθάνονταν ανεδαφικοί και εξωπραγματικοί», αισθάνονταν δηλαδή ότι έδαφός τους και αλήθεια τους δεν ήταν ο Χριστός, ο Οποίος είναι «η οδός, η αλήθεια και η ζωή». Μα αυτό δεν προσφέρει η πίστη, κατά τα αψευδή λόγια του Κυρίου; Εκείνος που θα περιπατήσει εν Αυτώ, θα αγωνίζεται δηλαδή να πορεύεται κατά τις άγιες εντολές του Κυρίου, θα μετατίθεται εκεί που είναι Εκείνος, η ύπαρξή του θα πλημμυρίζει από τη χάρη της παρουσίας Του, θα ζει ως άλλος Χριστός μέσα στον κόσμο! Οπότε η αίσθηση «του ανεδαφικού και του εξωπραγματικού» της «χριστιανικής» ζωής των ανθρώπων αυτών ήταν εξώφθαλμο σημάδι ότι δεν βρίσκονται αυτοί στην ορθή πορεία της πνευματικής ζωής, ότι όντως ήταν μπερδεμένοι, ότι ο Χριστός έλειπε τελικώς από τη ζωή τους.

Ποια η αληθινή έννοια της προτροπής του οσίου να μην πηγαίνουν κόντρα στο ρεύμα αλλά να το ακολουθούν; Όπως σημειώνει: «Να μην παρασύρεστε από αυτό»! Που σημαίνει: ό,τι ως πλαίσιο ζωής προσφέρει ο σύγχρονος κόσμος σ’ αυτό εντάσσουμε τον εαυτό μας χωρίς να αφηνόμαστε όμως στην επιρροή του προς την αμαρτία. Δεν μπορείς για παράδειγμα εσύ να χρησιμοποιείς… γαϊδουράκι, όταν όλος ο κόσμος χρησιμοποιεί αυτοκίνητο˙ δεν μπορείς εσύ να… ανάβεις φωτιά για να μεταδώσεις ένα μήνυμα, όταν ο κόσμος όλος χρησιμοποιεί την κινητή τηλεφωνία˙ δεν μπορείς εσύ να φοράς… φουστανέλα, όταν όλοι φοράνε παντελόνια˙ δεν μπορείς εσύ να καταφεύγεις σε… μάγους και γιατροσόφια, όταν η ιατρική τεχνολογία έχει κάνει αλματώδεις προόδους κ.ά.π.

Είναι ευνόητο έτσι ότι το ζητούμενο από τον όσιο είναι η διάκριση του χριστιανού και η αδιάκοπη εγρήγορσή του να μην παρασυρθεί. Ό,τι δηλαδή ο ίδιος ο Κύριος προσευχόταν στον Ουράνιο Πατέρα για τους μαθητές Του: «Πατέρα, δεν σε παρακαλώ να τους βγάλεις έξω από τον κόσμο, αλλά να τους κρατήσεις μακριά από τον πονηρό»! Ο χριστιανός ζει με άλλα λόγια μέσα στον κόσμο, πορεύεται κατά πώς πορεύονται οι περισσότεροι, αξιοποιεί οτιδήποτε προσφέρει ο κόσμος, αλλά προσπαθεί να μην επηρεασθεί από τη βρομιά και την αμαρτία του κόσμου. Δεν πηγαίνει το μυαλό μας στους πρώτους χριστιανούς, όπως περιγράφεται η ζωή τους από την καταπληκτική επιστολή προς Διόγνητο; Ας δούμε ένα μικρό απόσπασμά της: «οι χριστιανοί ούτε από τον τόπο που κατοικούν ούτε από τη γλώσσα που μιλούν ούτε από την εξωτερική ζωή τους διακρίνονται ανάμεσα στους ανθρώπους…Κατοικούν σε πόλεις ελληνικές και βάρβαρες, που έλαχε ο καθένας τους, ακολουθώντας τις τοπικές συνήθειες στα φορέματα και στο φαγητό και στον υπόλοιπο βίο κι όμως η πολιτεία τους φανερώνεται θαυμαστή και ομολογουμένως παράδοξη… Στη γη περνούν τις μέρες τους, αλλά στον ουρανό πολιτεύονται… Ό,τι είναι η ψυχή για το σώμα, είναι οι χριστιανοί για τον κόσμο».

Κι ό,τι προτρέπει ο όσιος καταλήγει στο πιο σημαντικό: Για να μπορεί να σταθεί ο χριστιανός με την εγρήγορση και τη διάκριση που πρέπει στον κόσμο απαιτείται το ένα χωρίς το οποίο όλα τα άλλα είναι μάταια. Ποιο; «Να ενσωματώσει στο είναι του τον Χριστό»! Όταν δηλαδή ο χριστιανός κατανοήσει ότι από την ώρα που βαπτίστηκε και χρίστηκε εν Εκκλησία έγινε μέλος Χριστού, ντύθηκε Εκείνον που περιέχει τα πάντα και δίνει ζωή και πνοή στα πάντα, έγινε κλήμα στο αμπέλι που είναι ο Ίδιος, άρα συνιστά μία συνέχεια και προέκτασή Του, τότε δεν υφίσταται κανένας απολύτως κίνδυνος για να παρασυρθεί στην αμαρτία. Ο χριστιανός δηλαδή έχει την «πρωτοβουλία» των κινήσεων, αυτός υπέρκειται του κόσμου, γιατί τον περιέχει εν Χριστώ και μπορεί να καθορίσει την πορεία του ανεξάρτητα και ελεύθερα από όποιες κακές επιρροές του. Όπως με άλλη διατύπωση σημείωνε και ο μέγας Πορφύριος ο καυσοκαλυβίτης; «Μη φοβάστε την αμαρτία. Αγαπήστε τον Χριστό και έτσι ελεύθερα και χαρούμενα πορευτείτε τη ζωή σας».  

Η ΚΟΙΜΗΣΙΣ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΑΝΝΗΣ

«Η Αγία Άννα, η γιαγιά κατά σάρκα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, ήταν από τη φυλή του Λευί, κόρη του ιερέα Ματθάν και της γυναίκας του Μαρίας. Ο Ματθάν ιεράτευε επί της βασιλείας Κλεοπάτρας και Σαπώρου ή Σαβωρίου, βασιλιά των Περσών, και της βασιλείας Ηρώδου του Αντιπάτρου. Ο Ματθάν είχε τρεις κόρες, τη Μαρία, τη Σοβή και την Άννα. Παντρεύτηκε η πρώτη στη Βηθλεέμ και γέννησε τη Σαλώμη, τη μαία. Παντρεύτηκε η δεύτερη, κι αυτή στη Βηθλεέμ, και γέννησε την Ελισάβετ (τη μητέρα του Ιωάννη του Προδρόμου). Παντρεύτηκε δε και η Τρίτη, η Άννα, στη γη της Γαλιλαίας, και γέννησε Μαρία τη Θεοτόκο, που σημαίνει ότι η Σαλώμη, η Ελισάβετ και η αγία Μαρία η Θεοτόκος, ήσαν κόρες τριών αδελφών και μεταξύ τους πρωτεξαδέλφες. Αυτή λοιπόν η Άννα, αφού γέννησε τη σωτηρία όλου του κόσμου, την Παναγία, και την απογαλάκτισε, την ανάθεσε στον Ναό, ως άμωμο δώρο στον παντοκράτορα Θεό, και έζησε το υπόλοιπο της ζωής της, μέχρις ότου εξεδήμησε εν ειρήνη προς τον Κύριο, με νηστείες και ευεργεσίες προς αυτούς που είχαν ανάγκη. Τελείται δε η αυτής Σύναξις εν τω Δευτέρω».

Όλη η ακολουθία της ημέρας, εσπερινού και όρθρου, υπέρλαμπρη και φωτοφόρος, είναι γεμάτη από ωραιότατα εγκώμια προς την Αγία Άννα, στα οποία καλείται να μετάσχει «εν κυμβάλοις ψαλμικοίς», κατά το δοξαστικό των αποστίχων του εσπερινού, «πάσα η κτίσις». «Μετ’  εγκωμίων εκτελείται η ένδοξος μνήμη σου…Άννα θεόκλητε». Ο εγκωμιασμός όμως δεν είναι μόνον για την αγία Άννα. Μετέχει σ’ αυτόν και ο σύζυγός της, ο δίκαιος Ιωακείμ, γιατί αυτός είναι, κατά κάποιο τρόπο, ο ήλιος, που ενώθηκε με τη σελήνη, την αγία Άννα, για να προέλθει η ακτίνα της Παρθενίας, η Παναγία Μαριάμ, η κόρη τους. «Ήλιος ώσπερ τη σελήνη τη Άννη ενούμενος, ο κλεινός Ιωακείμ, της παρθενίας ακτίνα γεννά». «Ω, μακαρία δυάς, υμείς πάντων γεννητόρων υπερήρθητε…» Μακάρια δυάδα, που ξεπεράσατε όλους τους γονείς. Αιτία βεβαίως για τον πλούτο των εγκωμίων  είναι αυτό που ο καθένας κατανοεί: από τον Ιωακείμ και την Άννα, γεννήθηκε η Παναγία, η οποία έφερε στον κόσμο, μέσα στο βάθος του σχεδίου του Θεού για τη σωτηρία αυτού, τον ίδιο τον Θεό εν σαρκί, τον Κύριο Ιησού Χριστό. «Δια της Παναγίας, της Θεότητος αυγή επέλαμψε». Με την Παναγία έλαμψε στον κόσμο το φως της Θεότητος. Και βεβαίως έτσι τιμώνται ο παππούς και η γιαγιά κατά σάρκα του Κυρίου μας. «Μνήμην τελούντες Δικαίων, των Προπατόρων Χριστού…».

Η αιτιολόγηση αυτή της φωτοφόρου εορτής της Κοιμήσεως της αγίας Άννης δεν συνιστά μία απλή αναφορά της όλης εορτής. Αποτελεί το κέντρο, την αδιάκοπα ανακυκλούμενη έννοια, τόσο που θα έλεγε κανείς ότι όλη η ακολουθία δεν κάνει τίποτε άλλο, από το να προβάλλει τον ερχομό του Χριστού διά της Παναγίας Μητέρας Του, και αυτό να το παρουσιάζει με διαφορετικές λέξεις και πολλαπλά λογοτεχνικά σχήματα, με εικόνες και  με προτυπώσεις ακόμη από την Παλαιά Διαθήκη. Σαν να έχουμε το πολυτιμότερο διαμάντι στον κόσμο, και να το προβάλλουμε με όλων των ειδών τα φώτα και τους χρωματισμούς. «Οι εξ ακάρπων λαγόνων, ράβδον αγίαν την Θεοτόκον βλαστήσαντες, εξ ης η σωτηρία τω κόσμω ανέτειλε, Χριστός ο Θεός». «Της μητρός του Δεσπότου και Ποιητού, μήτηρ γέγονας Άννα πανευκλεής…»  Έτσι η κοίμηση της αγίας Άννης, και μαζί με αυτήν του αγίου Ιωακείμ, λειτουργεί παραπεμπτικά και αναγωγικά: δι’  αυτών  τιμάται και εγκωμιάζεται ο Κύριος Ιησούς Χριστός. «Μνήμην Δικαίων τελούντες, σε ανυμνούμεν, Χριστέ». Κι είναι φυσικό: αν ένας άνθρωπος έχει κάποια αξία είναι γιατί ο ίδιος ο Θεός τον έχει χαριτώσει και τον έχει υπερυψώσει. Κι αν αυτό ισχύει για όλους τους αγίους, πόσο μάλλον για τους κατά σάρκα προπάτορές Του, τον παππού Του και τη γιαγιά Του;

Η τιμή ασφαλώς για την αγία Άννα και τον άγιο Ιωακείμ δεν είναι μία εύνοια του Θεού χωρίς λόγο. Για να χαριτωθούν με αυτόν τον τρόπο – να γεννήσουν το καλύτερο άνθος της ανθρωπότητας, την Παναγία Θεοτόκο – συνήργησαν και οι ίδιοι, με την αγιασμένη ζωή τους, γεγονός που προβάλλει εξίσου πολλαπλώς η ακολουθία της ημέρας. «…Η νοητή χελιδών (η Αννα)…αμέμπτως εν σωφροσύνη βιωσαμένη καλώς». Με σωφροσύνη και με άμεμπτο τρόπο έζησε η αγία Άννα. «Τας νόμου εντολάς, θεαρέστως τηρούσα, μητέρας Ισραήλ, υπερήρας απάσας…αγιόλεκτε Άννα, προμήτορ Κυρίου». Τήρησες τις εντολές του νόμου του Θεού, με θεάρεστο τρόπο, αγιόλεκτε Άννα, και ξεπέρασες όλες τις μητέρες του Ισραήλ. Με την προϋπόθεση αυτή, να τηρεί δηλαδή πάντοτε το θέλημα του Θεού, αναδείχτηκε η Άννα σ’ αυτό το υψηλό σημείο, να γίνει Μητέρα της Μητέρας του Θεού, γι’  αυτό και οι ύμνοι στη συνέχεια δεν παύουν να μιλούν για το τελικό αποτέλεσμα: να μετατεθεί στους κόλπους του Θεού και να είναι συνόμιλος των αγγέλων. Ο Χριστός «σε  μεταθέμενος προς τα επουράνια, μετά δόξης, Άννα ένδοξε». «Σήμερον εκ της προσκαίρου μεταστάσα ζωής, εν τοις επουρανίοις μετά χαράς την πορείαν ποιουμένη αγάλλεται». Το ένδοξο τέλος της αγίας Άννης, τηρουμένων των αναλογιών, περιμένει βεβαίως και εμάς, εφόσον αγωνιζόμαστε στη ζωή αυτή να τηρούμε τις άγιες εντολές του Χριστού. Ο Θεός μας, μη ξεχνάμε, δεν είναι προσωπολήπτης.  

Δευτέρα 22 Ιουλίου 2024

Η ΑΓΙΑ ΜΥΡΟΦΟΡΟΣ ΚΑΙ ΙΣΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΜΑΡΙΑ Η ΜΑΓΔΑΛΗΝΗ

«Η αγία καταγόταν από τα Μάγδαλα στα όρια της Συρίας. Προσήλθε στον Χριστό και θεραπεύτηκε με τη χάρη Του από επτά δαιμόνια που την ενοχλούσαν. Τον ακολούθησε έκτοτε μέχρι το Πάθος Του κι έγινε Μυροφόρος, ενώ αξιώθηκε να δει πρώτη την Ανάσταση του Κυρίου, μαζί με την Παναγία Μητέρα Του, καθώς άκουσε γι’ αυτήν από άγγελο Κυρίου, και πάλι το πρωί από δύο αγγέλους «εν λευκοίς καθεζομένους». Και πάλι είδε τον Κύριο, νομίζοντάς Τον για κηπουρό, και άκουσε από Αυτόν «μη μου άπτου», μη μ’ αγγίζεις. Μετά λοιπόν τη θεία και αγία Ανάληψη, πήγε στην Έφεσο προς τον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο και απόστολο, όπου εκεί οσίως κοιμήθηκε και ετάφη δίπλα στην είσοδο του σπηλαίου, στο οποίο οι άγιοι μακάριοι επτά παίδες είχαν κοιμηθεί. Ύστερα, επί Λέοντος του μακαριστού Βασιλιά, το λείψανό της ανακομίστηκε στη μονή του Αγίου Λαζάρου που ιδρύθηκε από τον Λέοντα, στην οποία ετησίως τελείται και η σύναξή της».

Προκαλεί συγκίνηση σε κάθε χριστιανό πιστό η μνήμη της αγίας Μαρίας της Μαγδαληνής, η οποία αναδείχτηκε μυροφόρος και ισαπόστολος. Και τούτο γιατί εκτός του ότι έζησε την παρουσία του Κυρίου εν πνεύματι, όπως άλλωστε και όλοι οι άγιοι – παρουσία βεβαίως που είναι η ανώτερη δυνατή, αφού ζει κανείς τον Χριστό με τον τρόπο αυτό ως μέλος Του, δηλαδή στα όρια της ύπαρξής του – αυτή αξιώθηκε να Τον ζήσει και κατά την ιστορική Του παρουσία επί της γης, να Τον δει, να Τον ακούσει, να Τον παρατηρήσει, να Τον ψηλαφήσει και με τις σωματικές της αισθήσεις. Ό,τι συνέβη με άλλα λόγια με τους αποστόλους, οι οποίοι μάλιστα βαπτίστηκαν κατά την Πεντηκοστή με το άγιον Πνεύμα, το ίδιο συνέβη και με την αγία Μαγδαληνή, η οποία είχε πέραν αυτών και την εξαιρετική ευλογία να είναι φίλη και «αδελφή» με την ίδια την Παναγία μας. Αν η γνωριμία μας με έναν άγιο μάς κάνει να νιώθουμε ιδιαιτέρως ευλογημένοι και τιμημένοι, πόσο περισσότερο τούτο πρέπει να συμβαίνει και με την αγία Μαγδαληνή;

Γι’ αυτό και ο Κύριος, βλέποντας την ολοκάρδια ανταπόκρισή της στην προσφορά καταρχάς της χάρης Του, με την οποία την θεράπευσε από επτά ενοχλητικά δαιμόνια – ανταπόκριση που εκφράστηκε με την πιστή έκτοτε ακολουθία Του, ακόμη και μετά τον θάνατό Του – την τίμησε με το να γίνει η πρώτη, μαζί με την Παναγία Μητέρα Του, που δέχτηκε το μήνυμα της Ανάστασης, κι η πρώτη, στη συνέχεια, η οποία ευαγγελίστηκε το χαρμόσυνο τούτο γεγονός στους φοβισμένους και δυσπίστους μαθητές Του. Οι ύμνοι της Εκκλησίας τονίζουν πολλαπλώς αυτήν την τιμή της από τον Χριστό, όπως για παράδειγμα το δοξαστικό του εσπερινού της εορτής της, που λέει: «Πρώτη κατιδούσα την θείαν ανάστασιν, Μαρία η Μαγδαληνή,…πρώτη και ευαγγελίστρια εδείχθης…». Κι αλλού, στον όρθρο: «Γεγηθυία τον τάφον του Λυτρωτού έφθασας, πρώτη κατιδούσα την θείαν Κόρη Ανάστασιν. Ευαγγελίστρια, όθεν, εδείχθης βοώσα: ο Χριστός εγήγερται, χείρας κροτήσατε». Με χαρά έφτασες τον τάφο του Λυτρωτή, κι είδες πρώτη, Κόρη, τη θεία Ανάσταση. Γι’ αυτό αναδείχτηκες ευαγγελίστρια, φωνάζοντας δυνατά: ο Χριστός αναστήθηκε, χειροκροτήστε.

Έτσι, η αγία Μαγδαληνή, έμεινε στην ιστορία και στη μνήμη της Εκκλησίας, μεταξύ των άλλων, και ως άγγελος των καλών ειδήσεων, ως εκείνη δηλαδή που μετέστρεψε την αθυμία των μαθητών σε ευθυμία – «την αθυμίαν αποθέμενοι, την ευθυμίαν αναλάβετε» - ως εκείνη που τα λόγια της υπήρξαν δροσιά κι αναψυχή στους μαθητές, που καίγονταν από τον καύσωνα της αθυμίας – «ρημάτων σου δροσισμώ, της αθυμίας τον καύσωνα εξήρας των μαθητών» - κάτι που βεβαίως συνέχισε με τη διδασκαλία και τη ζωή της, μέχρι την αγία τελευτή της. Και άφησε ισχυρό παράδειγμα και σε μας, να ξέρουμε ότι ο μόνος τρόπος για να φέρνουμε στους θλιμμένους συνανθρώπους μας την ευθυμία και να τους δροσίζουμε, ευρισκομένους μέσα στο οποιοδήποτε καμίνι των θλίψεων και των δοκιμασιών τους, είναι να ζούμε οι ίδιοι την ανάσταση του Χριστού με την καλή ζωή μας και αυτήν την αναστημένη ζωή μας να την καταθέτουμε ως μαρτυρία σ’ αυτούς.

Σάββατο 20 Ιουλίου 2024

Ο ΠΡΟΦΗΤΗΣ ΗΛΙΑΣ

«Ο Ηλίας ήταν υιός του Σωβάκ, από τη Θίσβη, Αραβική γη, από τη φυλή Ααρών, που κατοικούσε στη Γαλαάδ, διότι η Θίσβη ήταν περιοχή δοσμένη στους ιερείς. Κι όταν τον γέννησε η μητέρα του, ο πατέρας του Σωβάκ είδε ότι άνδρες στα λευκά ντυμένοι τού μιλούσαν, κι ότι μέσα στη φωτιά τον σπαργάνωναν και του έδιναν να φάει φλόγα φωτιάς. Πήγε τότε στα Ιεροσόλυμα και το είπε στους ιερείς, κι ο χρηματισμός που του δόθηκε ήταν: Μη δειλιάσεις, άνθρωπε, διότι το παιδί θα κατοικεί μέσα το φως, ο λόγος του θα είναι νόμος, και η ζωή του σύμφωνη με τον Θεό, ενώ ο ζήλος του θα ευαρεστεί τον Κύριο. Θα κρίνει δε τον Ισραήλ με ρομφαία και φωτιά. Ο Ηλίας λοιπόν προφήτευσε εικοσιπέντε χρόνια και έζησε 816 χρόνια πριν την έλευση του Χριστού. Αυτός είναι που κατέβασε τρεις φορές φωτιά από τον ουρανό, και κράτησε με τον λόγο του τη βροχή, και ανάστησε νεκρούς και κατάφλεξε πολλούς, και στο όρος Χωρήβ είδε τον Θεό, όσο ήταν δυνατό να δει ο άνθρωπος. Αυτός είναι επίσης που έσχισε με τη μηλωτή του τον Ιορδάνη, κι αναλήφθηκε στους ουρανούς με άρμα πυρός και στάθηκε μαζί με τον Μωϋσή δίπλα στον Χριστό, κατά τη Μεταμόρφωσή Του».

Για τον προφήτη Ηλία δεν μπορεί κανείς να μιλήσει εύκολα. Διότι συνιστά όχι έναν απλώς από τους πολλούς προφήτες, τους σταλμένους από τον Θεό να κηρύξουν μετάνοια και να προαναγγείλουν την έλευσή Του, αλλά, θα λέγαμε, τη συμπυκνωμένη, στο ανώτερο δυνατό σημείο, προφητική παρουσία, την «κρηπίδα των προφητών» κατά το απολυτίκιό του, εκείνον που έζησε μ’ έναν ασκητικό και ενάρετο τέτοιο τρόπο, που έκανε τον Κύριο Ιησού Χριστό να τονίσει την αγιότητά του, καθώς την είδε ν’ αντανακλάται στο πρόσωπο του μεγαλυτέρου των προφητών Ιωάννη του Προδρόμου. Ο ίδιος δηλαδή ο Χριστός είπε ότι ο Ιωάννης ο Πρόδρομος είναι η συνέχεια και η παρουσία του Ηλία, ως προς το προφητικό χάρισμα που είχε, και εγκωμίασε τη μεγαλοσύνη του Ιωάννη, συνεπώς και του «προκατόχου» του Ηλία.

Όμως, ο προφήτης Ηλίας, μέσα στη μεγαλοσύνη του, λόγω της χάρης του Θεού, αποτελεί και μία «αποτυχία», η οποία για όλο το ανθρώπινο γένος λειτούργησε ως η εξαιρετικότερη ευλογία. Θέλουμε να πούμε ότι ο Ηλίας με τον ζήλο του για τον νόμο του Θεού, ζήλο που ήταν κυριολεκτικά φωτιά, ήθελε διαμιάς, άμεσα να κάνει τους ανθρώπους της εποχής του να μετανοήσουν και να στραφούν προς τον Θεό. Η ζηλωτική αυτή επιθυμία του έβλεπε ότι δεν ευοδωνόταν – οι πολλοί αντιδρούσαν με την επιμονή στο δικό τους αμαρτωλό θέλημα, το οποίο ενισχυόταν και με την απειλητική παρουσία και την ενίσχυση της ειδωλολάτρισσας βασίλισσας Ιεζάβελ – γι’ αυτό και θλιβόταν και «αρρώσταινε», κάνοντάς τον να τα «βάζει» και με τον Θεό, που ανεχόταν με αγάπη τον λαό Του, προσδοκώντας μέσα στο βάθος του χρόνου τη μετάνοια. Για τον προφήτη, η επέμβαση του Θεού θα έπρεπε να γίνει με τρόπο που θα φόβιζε τον λαό: με απειλές και με τιμωρίες, κυριολεκτικά «με φωτιά και με τσεκούρι». Ο οίκος του κοντακίου της εορτής είναι κατεξοχήν ενδεικτικός επ’ αυτού: «Την πολλήν των ανθρώπων ανομίαν, Θεού δε την άμετρον φιλανθρωπίαν, θεασάμενος ο προφήτης Ηλίας, εταράττετο θυμούμενος, και λόγους ασπλαγχνίας προς τον εύσπλαγχνον εκίνησεν: Οργίσθητι, βοήσας, επί τους αθετήσαντάς σε, Κριτά δικαιότατε. Αλλά τα σπλάγχνα του αγαθού, ουδόλως παρεκίνησε προς το τιμωρήσασθαι τους αυτούς αθετήσαντας. Αεί γάρ την μετάνοιαν πάντων αναμένει, ο μόνος φιλάνθρωπος» (Βλέποντας ο προφήτης Ηλίας από τη μια την πολλή ανομία των ανθρώπων και από την άλλη την άμετρη φιλανθρωπία του Θεού ταρασσόταν και θύμωνε, γι' αυτό και κίνησε λόγους ασπλαχνίας προς τον εύσπλαγχνο Θεό φωνάζοντας: Δείξε την οργή Σου, Κριτή Δικαιότατε. Αλλά καθόλου δεν παρακίνησε τα σπλάχνα αγάπης του αγαθού ώστε να τιμωρήσει αυτούς που τον είχαν παρακούσει. Διότι πάντοτε ο μόνος φιλάνθρωπος περιμένει τη μετάνοια όλων).

Έτσι στο πρόσωπο του Ηλία βλέπουμε, όπως είπαμε, την ευλογημένη για μας «αποτυχία» του. Ο προφήτης είναι η ανθρώπινη πρόταση σωτηρίας, που, ευτυχώς, απέτυχε: όποιος δεν μετανοεί και δεν υπακούει στον Θεό, να τιμωρείται, να καταφλέγεται – πρόταση που την είδαμε να επαναλαμβάνεται κατά καιρούς στα πρόσωπα των διαφόρων ιεροεξεταστών. Το θέλημα του Θεού όμως, η «καρδιά» του Θεού πατέρα, λειτουργεί με άλλον τρόπο: μέσα στα πλαίσια της άπειρης αγάπης Του, που Τον κίνησε να έλθει σ’ εμάς, να μας σώσει, «τιμωρώντας» τον εαυτό Του και αίροντας τις δικές μας αμαρτίες. Η πρόταση του Θεού ήταν πράγματι…θεϊκή, ανώτερη από κάθε ανθρώπινη πρόβλεψη και φαντασία. Και τι έγινε λοιπόν; Ο άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος, ο οποίος ασχολήθηκε βαθυστόχαστα και με την περίπτωση του προφήτη Ηλία, βάζει τον ίδιο τον Χριστό να διαλέγεται με τον προφήτη και να του λέει ότι δεν σώζονται έτσι οι άνθρωποι. Με τις δικές του ενέργειες, θα κατέστρεφε όλο το ανθρώπινο γένος. Η παρουσία του προφήτη – λέει ο Χριστός, κατά τον ιερό Χρυσόστομο- θα έκαιγε τους ανθρώπους, όπως η φωτιά κατακαίει τα καλάμια. Γι’ αυτό και «ου δύναται πυρ συνοικείν καλάμη». Έτσι, για να συνεχίσουμε την ερμηνεία του αγίου Χρυσοστόμου, ο Χριστός λέει στον προφήτη: θα σε πάρω και θα κατέβω ο ίδιος. Η ανάληψη του προφήτη Ηλία αποτελεί δηλαδή και την επιβεβαίωση της αγιότητάς του, αλλά και τη «σφραγίδα» της αποτυχίας του. Το περιστατικό μάλιστα από την Παλαιά Διαθήκη, όπου Κύριος ο Θεός εμφανίζεται στον προφήτη όχι μέσα στον δυνατό άνεμο, όχι μέσα στον μεγάλο σεισμό, όχι στην απειλητική φωτιά, αλλά μέσα από την απαλή αύρα δροσιάς, είναι ακριβώς μέσα στο σκεπτικό που περιγράψαμε. Με άλλα λόγια, αν θέλουμε να βοηθήσουμε και τον εαυτό μας και τους άλλους, η μόνη στάση μας είναι η στάση της αγάπης και του διακριτικού σεβασμού. Οι απειλές και οι τιμωρίες είναι η αποτυχία κάθε φορά της ανθρώπινης πρότασης.

Τετάρτη 17 Ιουλίου 2024

ΠΡΩΤΑ ΑΓΑΠΗ ΜΕΤΑΞΥ ΣΑΣ…

«Αγαπητέ μου αδελφέ Γ και Γ.σ., χαίρετε εν Κυρίω.

... Ασφαλώς θα έχετε πολλές δυσκολίες και αλλαγές με κόπους, μετακινήσεις κ.λπ. (λόγω μεταθέσεως). Φυσικά, όταν υπάρχει η αγάπη και η ομόνοια μεταξύ σας, η κούραση δεν καταλαβαίνεται. Δι’ αυτό, όσο μπορείτε να την διατηρείτε την αγάπη με το να θυσιάζεται ο ένας για τον άλλον. Πάντα να προτιμάτε να έχετε πρώτα αγάπη μεταξύ σας και ό,τι περισσεύει να δίνετε σ’ εμάς τους άλλους είτε γονείς σας είναι είτε φίλοι, γι’ αυτό είπε ο Χριστός ότι οικονόμησε ο Καλός Θεός με τέτοιου είδους αγάπη το αντρόγυνο να εγκαταλείπουν και τους γονείς τους ακόμη, γιατί αλλιώς δεν θα μπορούσαν να κάνουν δική τους οικογένεια» (Όσιος Παḯσιος αγιορείτης, Επιστολή από Τίμιο Σταυρό, 4-4-76, στο Διδαχές και Αλληλογραφία, εκδ. Η Μεταμόρφωσις του Σωτήρος, Μήλεσι, 2007).

Ο μεγάλος σύγχρονος όσιος γράφει σε γνωστή του οικογένεια, όταν βρισκόταν σε πολύ ώριμη ηλικία βεβαίως (52 ετών) και λίγα χρόνια πριν μετακομίσει οριστικά στον τόπο που κατεξοχήν τον έκανε γνωστό, την Παναγούδα (1979). Οι επισημάνσεις του και οι συμβουλές του στα θέματα που προφανώς του είχε θέσει το γνωστό και αγαπημένο του χριστιανικό ζευγάρι, διαπνέονται από ρεαλισμό, από ευγένεια μεγάλη, από αρχοντική αγάπη που ο ίδιος πάντοτε την πρότεινε ως το κατεξοχήν στοιχείο ενός αληθινού χριστιανού. Κι είναι σημαντικό το γεγονός ότι κάθε υπόδειξή του δεν την θέτει ως εντολή ή ως θέσφατο ώστε να μην αφήνει κανένα περιθώριο αμφισβήτησης, αλλά ακριβώς ως μία πρόταση που οι αποδέκτες της είναι εκείνοι που θα αποφασίσουν αν θα την ακολουθήσουν ή όχι.

Τι επισημαίνει πρώτα από όλα απολύτως προσγειωμένα ο μεγάλος Γέροντας; Ότι οι συγκεκριμένοι αδελφοί ζουν με κόπο και δυσκολίες τη ζωή τους. Γιατί; Διότι δεν έχουν ακόμη κατασταλάξει στον τόπο κατοικίας τους, ότι έχουν μεν τη χαρά της οικογένειας όμως και την ταλαιπωρία του μεγαλώματος μικρών παιδιών, και δη ενός νηπίου, και πέραν τούτων τη φροντίδα μίας πολύ ηλικιωμένης γυναίκας, της πεθεράς, η οποία μη έχοντας τη δυνατότητα να φροντίζει μόνη της τον εαυτό της, λειτουργεί και αυτή «σαν μικρό παιδάκι» - «λόγω του γήρατος και αυτή ασφαλώς θα κάνει σαν μικρό παιδάκι» (από την επιστολή).

Για τον άγιο βεβαίως ο κόπος και οι δυσκολίες δεν έχουν μόνο αρνητικό χαρακτήρα. Μπορεί να πιέζουν τον άνθρωπο, όμως τον βοηθούν στο να καλλιεργήσει τον εσωτερικό του κόσμο, να τον κάνουν να ξεπεράσει δηλαδή τις τάσεις φιληδονίες του και να ζήσει με εγκράτεια που συνιστά το έδαφος να φανερωθεί η χάρη του αγίου Πνεύματος. «Πηγαίνω όπου υπάρχει κόπος και εκεί βρίσκει ανάπαυση» είναι η γραμμή πορείας που καθορίζει το ευαγγελικό πνεύμα των αββάδων του Γεροντικού, χωρίς το οποίο ο άνθρωπος, ο κάθε άνθρωπος πελαγοδρομεί μέσα στη δίνη των ψεκτών παθών του. Όταν ο μέγας απόστολος Παύλος σημειώνει με έμφαση ότι «υποπιάζω το σώμα μου και δουλαγωγώ μήπως άλλοις κηρύξας αυτός αδόκιμος γένωμαι», κανείς δεν μπορεί να έχει μία διαφορετική επ’ αυτού τοποθέτηση.

Το ίδιο και ο άγιος Παḯσιος: μέτοχος ο ίδιος με τη μεγαλύτερη δυνατή ένταση του ασκητικού αυτού πνεύματος της κατά Χριστόν ζωής, δεν απορρίπτει ως  αρνητικό γεγονός τις δυσκολίες και τους κόπους που περνούν οι φίλοι του. Απλώς τους υπενθυμίζει ευγενώς και συμπαθώς τη μόνη προϋπόθεση που οι όποιοι σωματικοί και ψυχικοί  κόποι των ανθρώπων επί της γης μεταποιούνται και αποκτούν θετικό πρόσημο. Και η προϋπόθεση είναι η αγάπη και η ομόνοια που πρέπει να διέπουν τις ανθρώπινες σχέσεις. «Η κούραση τότε δεν καταλαβαίνεται» γράφει. Δεν είναι τούτο μία μεγάλη αλήθεια; Πόσες φορές δεν ακούμε από ανθρώπους που πράγματι κατακοπιάζουν με όσα ζουν ότι ο κόπος τους δεν τους κάμπτει γιατί αγαπούν αυτό που κάνουν; Όπως και το αντίστροφο: άνθρωποι που δεν κινούν ούτε το μικρό τους δαχτυλάκι φαίνονται κατάκοποι, γιατί και το ελάχιστο που κάνουν το κάνουν ως αγγαρεία! Ποιος γονιός που αγαπάει το παιδί του θα «μετρήσει» τον κόπο του για το όποιο ξενύχτι και την όποια θυσία του; Που σημαίνει: και στην καλύτερη θεωρούμενη εργασία να είσαι, αν οι σχέσεις σου με τους ανθρώπους και το αντικείμενό σου δεν είναι καλές, τότε μονίμως θα ταλαιπωρείσαι! Και φυσικά όπως είπαμε ισχύει και το αντίστροφο.   

Η αγάπη και η ομόνοια λοιπόν στις καρδιές των ανθρώπων, κατά τον όσιο, συνιστούν το φάρμακο που θεραπεύει τον όποιο κόπο και την όποια δυσκολία τους ή αλλιώς η θερμή αγάπη που συντονίζει τις καρδιές στον ίδιο κτύπο της οδηγεί στην υπέρβαση της όποιας σωματικής καταπόνησης – η καρδιά και όχι το σώμα καθορίζει την πορεία του ανθρώπου. Κι είναι ευνόητο ότι ο άγιος μιλάει για την αληθινή αγάπη, τη χριστιανική, που κύριο χαρακτηριστικό της έχει τη θυσία. «Ίνα την ψυχήν αυτού θη υπέρ των φίλων αυτού» κατά τον Κύριο. Με τα λόγια του οσίου και πάλι: «όσο μπορείτε να την διατηρείτε την αγάπη με το να θυσιάζεται ο ένας για τον άλλον». Αν ως αγάπη θεωρηθεί κάτι διαφορετικό και όχι αυτό που απεκάλυψε ο Κύριος, τότε και πάλι θα μιλάμε για κόπωση, για βάρος, για κατάσταση που διαρκώς επισύρει τη μεμψιμοιρία και την γκρίνια.

Ο άγιος Παḯσιος διευκρινίζει ακόμη περισσότερο: η γενική αυτή θυσιαστική χριστιανική αγάπη έχει πρώτο αποδέκτη της τον ή τη σύζυγο. «Να έχετε πρώτα αγάπη μεταξύ σας και ό,τι περισσεύει να δίνετε σ’ εμάς τους άλλους». Είναι η σημαντικότερη επισήμανση για τη σχέση των συζύγων. Η προτεραιότητα του συζύγου είναι η σύζυγός του, η προτεραιότητα της συζύγου είναι ο σύζυγός της. Για τον απλούστατο λόγο ότι οι δύο δεν είναι δύο, αλλά ένα, όπως διευκρίνισε ο Κύριος: «ουκέτι εισί δύο αλλά μία σαρξ». Αν με άλλα λόγια δεν αγαπάς πρώτιστα το έτερο μέλος της συζυγίας σου, τότε στην ουσία δεν αγαπάς ορθά και τον εαυτό σου, έχεις ξεκλίνεις από την ορθή πορεία, η όποια άλλη αγάπη σου θα είναι στρεβλωμένη. Και φυσικά δεν θα έχεις ορθή σχέση και με Κύριο τον Θεό σου, στον Οποίο οφείλεις την απόλυτη αναφορά. Με άλλη διατύπωση: Όταν ο έγγαμος αγαπά ορθά τον Θεό, «εξ όλης της ψυχής, της καρδίας, της διανοίας, της ισχύος», τότε μέσω της απόλυτης αυτής αγάπης θα εκφράσει την καθαρή αγάπη του και στο «έτερον ήμισύ» του, κατ’ επέκταση δε και στα υπόλοιπα μέλη της οικογενείας του, είτε τέκνα είναι αυτά είτε γονείς είτε οτιδήποτε άλλο.

Καταλαβαίνουμε έτσι ότι η θέση του αγίου Παϊσίου είναι στην πραγματικότητα ό,τι κηρύσσει η Εκκλησία μας με τη θεολογία της για τον γάμο, θεολογία στηριγμένη στον Ευαγγελικό και τον Αποστολικό και τον Πατερικό λόγο. Ας θυμηθούμε τι λέει ο απόστολος Παύλος για παράδειγμα για τη συζυγική σχέση στην προς Εφεσίους επιστολή του. Η σχέση του άνδρα προς τη γυναίκα του είναι η σχέση του Χριστού προς την Εκκλησία. Και η σχέση της γυναίκας προς τον άνδρα της είναι η σχέση της Εκκλησίας προς τον Χριστό. «Το μυστήριον τούτο μέγα εστί, εγώ δε λέγω εις Χριστόν και εις την Εκκλησίαν». Πρόκειται για οικονομία του Θεού, λέει ο άγιος. «Οικονόμησε ο καλός Θεός με τέτοιου είδους αγάπη το αντρόγυνο να εγκαταλείπουν και τους γονείς τους ακόμη, γιατί αλλιώς δεν θα μπορούσαν να κάνουν δική τους οικογένεια».

Τονίζουμε όμως και πάλι ότι ο άγιος ιεραρχώντας έτσι τα πράγματα καταλήγει και στην αληθινή αγάπη των γονέων φυσικά προς τα τέκνα τους αλλά και προς τους γονείς τους. «Να έχετε πρώτα αγάπη μεγάλη μεταξύ σας, και μετά να αγαπάτε τους γονείς σας και να τους βοηθάτε όσο μπορείτε, και να τους τρέφετε ευγνωμοσύνη και σεβασμό». Η συζυγική αγάπη δηλαδή δεν παραθεωρεί τη γονεϊκή αγάπη, απλώς τη θέτει στην κανονική της σειρά. Και πάνω στο θέμα αυτό της αγάπης προς τους γονείς, είτε από την πλευρά του συζύγου είτε από την πλευρά της συζύγου, ο άγιος αποκαλύπτει για μία ακόμη φορά τον ρεαλισμό της σκέψεώς του, τη διάκρισή του, τον σεβασμό και την αγάπη του. Κατανοεί την ταλαιπωρία ιδίως της συζύγου Γ.σ.: κόπος και δυσκολίες για την οικία, για το μικρό παιδί, για τη μεγάλη μάνα, που «λόγω γήρατος κάνει σαν μικρό παιδί». Και τι προτείνει; Λίγη ξεκούραση γι’ αυτήν. Διότι οι αντοχές του ανθρώπου έχουν ένα όριο. Και διαβλέπει ο όσιος ότι η νεαρή σύζυγος ίσως φτάνει στο δικό της. Χαρακτηρίζει μάλιστα τη λύση αυτή, της ξεκούρασης για ένα διάστημα, ως «μία φυσιολογική λύση». Και ποια είναι αυτή; «Εάν βρίσκονταν μία φυσιολογική λύση για την κυρία… (όνομα πεθεράς), να πήγαινε έστω για ένα διάστημα στην αδελφή… και να τη βοηθούσατε. Θα ήτο καλά, νομίζω».

«Καλό» λοιπόν για τον άγιο δεν είναι ο ένας να τα επωμιστεί όλα – θα γίνουν χειρότερα τα πράγματα, σωματικά αλλά και ψυχολογικά. Απαιτείται η ξεκούραση ως άμεση απαλλαγή των ευθυνών, αλλά με έγνοια και αδιάκοπο ενδιαφέρον. Κι έχουμε την εντύπωση πως ο άγιος εν προκειμένω δίνει μία διάσταση που αναπαύει πάρα πολύ κόσμο. Γιατί είναι η διάσταση της διάκρισης, την οποία έδειξε και ο ίδιος ο Κύριος απέναντι στους μαθητές Του. Μετά τη διακονία που τους είχε αναθέσει κάποια φορά, τους είπε ότι πρέπει να αναπαυτούν κι αυτοί. «Αναπαύεσθε ολίγον». Αλλά και σ’ αυτήν την περίπτωση δεν επιμένει ο μέγας Γέρων στη γνώμη του. «Όπως φυσικά εσείς βλέπετε ότι είναι καλύτερα», συμπληρώνει.

Ο καθένας δηλαδή με βάση την αγάπη του «μετράει» τις δυνάμεις του και προχωράει. Η προτεραιότητα όμως πάντοτε είναι η μεταξύ των συζύγων αγάπη.  

ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ ΕΒΑΛΑ ΜΕΣΑ ΜΟΥ ΚΑΙ ΠΩΣ ΝΑ ΜΗΝ ΗΣΥΧΑΣΩ;

 

«ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ ΕΒΑΛΑ ΜΕΣΑ ΜΟΥ ΚΑΙ ΠΩΣ ΝΑ ΜΗΝ ΗΣΥΧΑΣΩ;» (όσιος Νικόδημος ο Αγιορείτης)

Πρόκειται περί των νεωτέρων Πατέρων και Διδασκάλων της Εκκλησίας, του οποίου η αξία δεν έχει ακόμη αποτιμηθεί όπως πρέπει, κατά την εκτίμηση του μεγάλου συγχρόνου Πατρολόγου μακαριστού Στυλιανού (μοναχού Γερασίμου) Παπαδοπούλου. Μιλάμε για τον όσιο Νικόδημο τον Αγιορείτη, που «γεννήθηκε στη Νάξο το έτος 1749 από γονείς ευσεβείς και ενάρετους, τον Αντώνιο και Αναστασία Καλλιβούρση (η οποία εμόνασε στην Ιερά Μονή Χρυσοστόμου Νάξου, με το όνομα Αγάθη). Το κατά κόσμον όνομά του ήταν Νικόλαος και από μικρός έδειχνε ότι ήταν άνθρωπος μεγάλης αρετής και φοβερής ευφυΐας. Τα πρώτα του γράμματα τα έμαθε στη Νάξο και έπειτα στη σχολή της ίδιας πόλης επέκτεινε τις γνώσεις του, με δάσκαλο τον αδελφό του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού, Αρχιμανδρίτη Χρύσανθο. Κατόπιν 16 χρόνων πήγε στην Ελληνική σχολή της Σμύρνης, όπου κοντά σε φημισμένους διδασκάλους έλαβε ανώτερη παιδεία και αρετή. Μετά από ορισμένες περιπέτειες, το 1775 πήγε στο Άγιον Όρος. Εκεί, στη Μονή του Άγιου Διονυσίου εκάρη μοναχός με το όνομα Νικόδημος. Οι Πατέρες της Μονής, που διέκριναν τα μεγάλα φυσικά και επίκτητα χαρίσματα του Νικόδημου, τον διόρισαν αναγνώστη και γραμματέα της Μονής. Στη Μονή αυτή ο Νικόδημος, υπήρξε υπόδειγμα διακονίας και πράξεων αρετής. Έπειτα αποσύρθηκε σε κάποιο κελί, όπου με ασκητικό τρόπο, επιδόθηκε στη μελέτη και συγγραφή πολλών οικοδομητικών, θεολογικών και αγιολογικών βιβλίων. Μεταξύ αυτών είναι ο «Συναξαριστής», το «Εορτοδρόμιον», η «Νέα Κλίμακα», ο «Αόρατος Πόλεμος» και άλλα πολλά.

Τελικά μετά από διάφορες περιπέτειες, που υπέστη στη βραχύχρονη ζωή του, απεβίωσε από ημιπληγία, σε ηλικία 60 χρονών, τις πρώτες ορθρινές ώρες της 14ης Ιουλίου του έτους 1809 στο κελί των Σκουρταίων, στις Καρυές του Αγίου Όρους. Τα τελευταία του λόγια ήταν η απάντηση που έδωσε στους μαθητές του όταν τον ρώτησαν αν ησυχάζει: «Τον Χριστό έβαλα μέσα μου και πώς να μη ησυχάσω;». Ενταφιάστηκε στο Λαυριωτικό Κελί των Σκουρταίων στις Καρυές του Άγιου Όρους, αφήνοντας πίσω του ένα τεράστιο πνευματικό συγγραφικό έργο, που σήμερα αποτελεί κεφάλαιο για τον λαό της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η Εκκλησία μας επάξια από το έτος 1955 τον κατέταξε στο Αγιολόγιο της».

Λοιπόν, μπορεί οι Πατρολόγοι της Εκκλησίας να μην έχουν φτάσει στο ζητούμενο: την τελική αποτίμηση της θεολογικής εμβρίθειας του μεγάλου οσίου, όμως η Εκκλησία ως το σώμα του ζώντος Χριστού έδωσε το «στίγμα» τουˑ ο Αγιορείτης Νικόδημος είναι όσιος με διακηρυγμένη την αγιότητά του και επιβεβαιωμένη την τεράστια συμβολή του στον εν Χριστώ καταρτισμό των χριστιανών, όχι μόνο αυτών που έζησαν στην εποχή του αλλά και στις μετέπειτα εποχές, όπως και τη σημερινή και όλες όσες θα ακολουθήσουν. Για έναν απλούστατο λόγο: τα κείμενα του οσίου δεν είναι αποκυήματα της φαντασίας ενός θεολόγου, έστω και πολύ καλού, αλλά καρπός του φωτισμένου από το Πνεύμα του Θεού νου του λόγω της αγίας και απολύτως σύμφωνης προς τις εντολές του Κυρίου βιοτής του. Ο λόγος του λοιπόν, για να θυμηθούμε τον εξίσου μεγάλο όσιο Σωφρόνιο τον Αθωνίτη, μένει εις τον αιώνα, που θα πει ότι εμβαπτιζόμενος κανείς σε αυτόν εμβαπτίζεται στους λόγους της χάριτος, περιπολεί κυριολεκτικά στους λειμώνες του νοητού Παραδείσου. Και να, μία σπουδαία επιβεβαίωση της παραπάνω πραγματικότητας διά στόματος του μεγάλου και αυτού Παϊσίου του Αγιορείτου. Είπε ο όσιος Παḯσιος: «Και μόνον για την ακολουθία των Αγιορειτών Πατέρων που έγραψε, άξιζε να γίνει Άγιος, ο Άγιος Νικόδημος. Με τι ευλάβεια είναι γραμμένη! Αισθάνεσαι ότι ανήκει και αυτός σε αυτούς που εξυμνεί» - ποιος μπορεί να διακρίνει καλύτερα το ύψος ενός αγίου από έναν επίσης άγιο;

Από το συναξάρι του τα τελευταία λόγια του, απάντηση στους μαθητές του, αποκαλύπτουν τον πυρήνα όλης της ζωής του: «Τον Χριστό έβαλα μέσα μου και πώς να μην ησυχάσω;» Η ζωντανή σχέση του με τον Κύριο, η αίσθηση της παρουσίας Του στην ψυχοσωματική ύπαρξή του ήταν εκείνο που σφράγιζε την πορεία του στον κόσμο τούτο. Και ναι μεν η συγκεκριμένη απάντησή του δόθηκε όταν μόλις είχε κοινωνήσει των αχράντων μυστηρίων, κάτι που έκανε διαρκώς ιδίως στα τελευταία του, οπότε πραγματοποιείτο και σ’ αυτόν ό,τι ο ίδιος ο Κύριος είχε βεβαιώσει: «ο τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα εν εμοί μένει καγώ εν αυτώ», όμως την ίδια ακριβώς απάντηση θα έδινε, και πράγματι έδινε, και για κάθε στιγμή της ζωής του. Και δεν είναι σχήμα υπερβολής τούτο, γιατί ο Κύριος που μίλησε γι’ αυτήν την περιχώρησή Του με κάθε πιστό που Τον κοινωνεί μυστηριακά, μίλησε εξίσου και για την περιχώρησή Του με τους πιστούς Του όταν εκείνοι αγωνίζονται τον αγώνα τηρήσεως των αγίων Του εντολών. «Ο έχων τας εντολάς μου και τηρών αυτάς εκείνος εστίν ο αγαπών μου» είπε, «ο δε αγαπών με αγαπηθήσεται υπό του πατρός μου και εγώ αγαπήσω αυτόν και εμφανίσω αυτώ εμαυτόν». Κι ο άγιος Ιωάννης ο ευαγγελιστής θα σημειώσει επ’ αυτού: «Ο τηρών τας εντολάς του Θεού, εν τω Θεώ μένει και ο Θεός εν αυτώ», όπως και «ο Θεός αγάπη εστί και ο μένων εν τη αγάπη εν τω Θεώ μένει και ο Θεός εν αυτώ».

Με άλλα λόγια η θεία κοινωνία, η μέθεξη στον Κύριο και δι’ Αυτού σε όλην την Αγία Τριάδα δεν επιτυγχάνεται μόνον μυστηριακά, με τη συμμετοχή στο σώμα και στο αίμα του Κυρίου, αλλά, όπως λέει συγκεκριμένα και ο όσιος Νικόδημος, και πνευματικά, κάθε φορά που ο πιστός θέτει τον εαυτό του, την ψυχή και το σώμα του, εκεί που υποδεικνύουν οι εντολές του Θεού. Για παράδειγμα: ενώ ο εγωισμός ενός χριστιανού που αδικήθηκε τον σπρώχνει να εκδικηθεί, εκείνος εν πίστει αφήνει την όποια εκδίκηση στον Κύριο συγχωρώντας τον άνθρωπο που τον αδίκησεˑ ή, επίσης, η «σιωπή χειλέων», πολύ περισσότερο η «σιωπή λογισμών» σε ύβρεις συνανθρώπων του, επειδή ακριβώς θέλει να μένει στη βασική εντολή της αγάπης, συνιστούν μία υπέρβαση των παθών, που  αποτελεί πολύ δραστική μετοχή στον Κύριο, μία θεία κοινωνία που τον καθιστά ενεργό μέλος Εκείνου: «εν Αυτώ μένει και Αυτός εν αυτώ» - σαν να ανυψώνεται ο πιστός και να εισέρχεται στο ποτάμι της θείας αγάπης. Στην πραγματικότητα ο αγώνας αυτός που κινεί τον πιστό να μη μένει στον εγωισμό του αλλά  στην αναζήτηση του θελήματος του Θεού αποτελεί την κατεξοχήν ενεργοποίηση της μεγαλύτερης δωρεάς που ο Θεός έχει δώσει στον άνθρωπο, να είναι μέλος του αγίου Του σώματος. Μέλος Χριστού δεν είναι κάθε πιστός που έχει βαπτιστεί και έχει χριστεί στο όνομα του Χριστού; Λοιπόν, ο μοναδικός δρόμος που κρατάει ανοιχτή και ζωντανή τη σχέση του μέλους προς την κεφαλή είναι πέραν της συμμετοχής όπως είπαμε στο σώμα και το αίμα του Χριστού, η τήρηση του αγίου Του θελήματος. Γι’ αυτό και δεν μας παραξενεύει το γεγονός που σημειώνουν όλοι οι άγιοι Πατέρες μας στοιχώντας στον λόγο της Γραφής, ότι ο κάθε εν επιγνώσει χριστιανός είναι ένας άλλος Χριστός στον κόσμο, μία δική Του προέκταση, κατά την αποκάλυψή Του: «εγώ ειμι η άμπελος, υμείς τα κλήματα».

Το συγκεκριμένο εν συνεχεία απόσπασμα από το έργο του οσίου Νικοδήμου «Αόρατος Πόλεμος» που αναφέρεται στην παραπάνω αλήθεια δεν αφήνει περιθώριο αμφισβήτησης: «Αν και μυστηριακά δεν μπορούμε να δεχτούμε τον Κύριό μας περισσότερο από μία φορά την ημέρα, ωστόσο πνευματικά και νοερά μπορούμε να τον δεχόμαστε κάθε ώρα και στιγμή μέσω της εργασίας όλων των αρετών και των εντολών, ειδικά όμως μέσω της θείας προσευχής και μάλιστα της νοερής. Ο Κύριος βρίσκεται κρυμμένος στις άγιες εντολές Του κι όποιος πράττει μια αρετή ή εντολή, δέχεται ταυτόχρονα στην ψυχή του και τον κρυμμένο μέσα σ’ αυτές Κύριο, ο οποίος υποσχέθηκε να κατοικήσει μαζί με τον Πατέρα Του, σε κείνον που θα τηρήσει τις εντολές Του, λέγοντας, «Εάν κάποιος με αγαπά, θα τηρήσει τα λόγια μου κι ο Πατέρας μου θα τον αγαπήσει και θα έλθουμε σ’ αυτόν και θα κατοικήσουμε σ’ αυτόν μαζί» (Ιωάν. 14,23). Αυτή η κοινωνία και ένωση με το Θεό δεν μπορεί να μας αφαιρεθεί από κανένα άλλο δημιούργημα, παρά μόνο από δικιά μας αμέλεια ή από κανένα άλλο δικό μας σφάλμα. Και μερικές φορές αυτή η κοινωνία είναι τόσο καρποφόρα και ευάρεστη στο Θεό, όσο ίσως δεν είναι πολλές άλλες μυστηριακές κοινωνίες, εξαιτίας της έλλειψης προϋποθέσεων εκείνων που τις δέχονται. Λοιπόν, όσες φορές έχεις ανάλογη διάθεση και προετοιμαστείς για μία τέτοια νοερή κοινωνία, θα βρεις πρόθυμο και έτοιμο τον Υιό του Θεού, ο οποίος από μόνος Του σε τρέφει πνευματικά με τα ίδια Του τα χέρια».

Η ΑΓΙΑ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΣ ΜΑΡΙΝΑ

«Η αγία Μαρίνα καταγόταν από κάποια κώμη της Πισιδίας, στα μέρη της Αντιόχειας. ΄Ηταν μονογενής θυγατέρα του Αιδεσίου, ενός ιερέα των ειδώλων, ο οποίος, όταν πέθανε η γυναίκα του, παρέδωσε την κόρη του, ηλικίας τότε δώδεκα ετών, σε μία γυναίκα να την μεγαλώσει. Η Μαρίνα είχε διδαχτεί στην κώμη που ζούσε τη χριστιανική πίστη, και γι’ αυτό παρακαλούσε τον Θεό να αξιωθεί να γίνει χριστιανή, κάτι που πραγματοποιήθηκε, και μάλιστα σε σημείο που δεκαπέντε ετών ποθούσε να δώσει και τη ζωή της για τον Χριστό. Ο ηγεμόνας λοιπόν Ολύμβριος, που έμαθε για την πίστη της, έστειλε να τη συλλάβουν και την έβαλε στη φυλακή. Μετά από κάποιες ημέρες διέταξε να την βγάλουν και να την οδηγήσουν ενώπιον του βήματός του, ενώ όταν την είδε, έμεινε έκπληκτος από την ωραιότητά της. Ρώτησε λοιπόν το όνομά της και την καταγωγή της και η αγία «Μαρίνα, είπε, λέγομαι, γέννημα και θρέμμα της Πισιδίας και είμαι χριστιανή». Επειδή δεν δέχτηκε να αρνηθεί τον Χριστό, διέταξε ο ηγεμόνας να την ξαπλώσουν και να την δείρουν σκληρά με ραβδιά, τόσο που το αίμα της κοκκίνησε το χώμα. ΄Επειτα πρόσταξε να την ανασηκώσουν και να ξύσουν για πολύ το σώμα της, οπότε μετά οδηγήθηκε και πάλι στη φυλακή. Εκεί έγινε μεγάλος σεισμός, που τραντάχτηκε πολύ η φυλακή, και να, από κάπου φάνηκε ένας δράκοντας, με μεγάλο ήχο στο σύρσιμό του, που φαινόταν ότι θέλει να ρίξει φωτιά γύρω από τη μάρτυρα. Εκείνη φοβήθηκε πολύ κι έγινε έντρομη, γι’ αυτό παρακαλούσε τον Θεό να την βοηθήσει, με αποτέλεσμα το φοβερότατο εκείνο ερπετό να φαίνεται με τη μορφή ενός μαύρου σκυλιού. Η αγία τότε το άρπαξε από τις τρίχες κι αφού πήρε μια πέτρα, το κτύπησε στο κεφάλι και στην πλάτη, μέχρις ότου ψόφησε. Μετά από αυτό, οδηγείται σε νέα εξέταση, όπου την έβαλαν να καεί σε λαμπάδες φωτιάς κι έπειτα να ριχτεί σε σκεύος γεμάτο από νερό, που κάλυπτε το κεφάλι της. Διαφυλάχτηκε όμως αβλαβής από όλα αυτά, γεγονός που οδήγησε πολλούς στην πίστη του Χριστού, οι οποίοι δέχτηκαν τον δι’ αποτομής της κεφαλής τους θάνατο. Τότε οργίστηκε πολύ ο ηγεμόνας, ο οποίος διέταξε με ξίφος να κόψουν την τιμία κεφαλή της».

       Το ιδιάζον στο μαρτύριο της αγίας Μαρίνας είναι το γεγονός ότι, ενώ σε όλα τα βασανιστήρια που πέρασε, φάνηκε γενναία και ατρόμητη, δείλιασε και μάλιστα φοβήθηκε πολύ, μέχρι σημείο τρόμου, όταν απειλήθηκε από τον δράκοντα, το τεράστιο ερπετό. Η αγία επομένως βρέθηκε αντιμέτωπη με μία αδυναμία της, σαν να μειώθηκε εκείνη τη στιγμή του μεγάλου φόβου της η πίστη της στην πρόνοια και την παντοδυναμία του Θεού, που σημαίνει ότι το συναξάρι της μας αποκαλύπτει μία ώρα οδυνηρού πειρασμού της. Δεν πρέπει να δούμε το γεγονός ανεξάρτητα από το σχέδιο του Θεού γι’ αυτήν – υπάρχει άλλωστε κάτι στη ζωή μας, έξω από την πρόνοια Εκείνου, αφού κατά τον Κύριο «και αι τρίχες της κεφαλής ημών ηριθμημέναί εισι»; - σχέδιο που επιτρέπει στον διάβολο να την πειράξει. Διότι προφανώς ο δράκων αυτός δεν σύρθηκε εκεί τυχαία. Πρέπει να εννοήσουμε ότι πίσω από την απειλητική παρουσία του βρισκόταν ο ίδιος ο πονηρός, κι αυτό κατά παραχώρηση ασφαλώς του Θεού, ο Οποίος μέσα από τους πειρασμούς οδηγεί τους αγίους σε ανώτερο πνευματικό επίπεδο και φανερώνει την αγιότητά τους. Κι είναι τούτο – η παρουσία του πονηρού που προκαλεί φόβο – κάτι που επιβεβαιώνεται διαρκώς από τους Πατέρες της Εκκλησίας, οι οποίοι σημειώνουν ότι πίσω από κάθε φόβο και ταραχή, είναι ο διάβολος. «Ει τι βλέπεις, ει τι ακούεις, ει τι λογίζη, καν μικρόν ταραχθής, των δαιμόνων εστί τούτο» (αν βλέπεις κάτι, ακούς κάτι ή λογίζεσαι κάτι, και έστω λίγο ταραχθείς, προέρχεται τούτο από τους δαίμονες) (Βίβλος Βαρσανουφίου και Ιωάννου).

       Αυτή είναι η τακτική του διαβόλου: να προκαλεί φόβο, γιατί στην κατάσταση αυτή είναι πιο εύκολο ο άνθρωπος, με μειωμένη ψυχική δύναμη, να υποταχθεί στα άνομα και σκοτεινά σχέδιά του. Αλλά με την αγία βλέπουμε και την ορθή και ενδεδειγμένη για την πειρασμική αυτή στιγμή αντίδραση: η έντονη προσευχή στον Θεό. Στο πρόσωπο της αγίας, μαθαίνουμε ν’ αντιμετωπίζουμε τους πειρασμούς και τις δύσκολες ώρες της πνευματικής ζωής: να «βλέπουμε» την παρουσία του Θεού, να θεωρούμε τα «φόβητρά» μας κάτω από την παντοδύναμη και πανάγαθη σκέπη Του. Όπως σε ανάλογη περίπτωση έκανε και ο άγιος ψαλμωδός: «προορώμην τον Κύριον ενώπιόν μου διαπαντός, ότι εκ δεξιών μού εστιν, ίνα μη σαλευθώ». Όπως, ακόμη περισσότερο, έκανε ο ίδιος ο Κύριος, που τη στιγμή της «δειλίας» Του, ενόψει του Γολγοθά, «γενόμενος εν αγωνία, εκτενέστερον προσηύχετο». Και τι γίνεται τότε; Ό,τι συνέβη και στην αγία Μαρίνα: «ο φοβερώτατος δράκων διεδείκνυτο ως κυνός μέλανος μορφήν». Ο φοβερός δράκων, το τεράστιο ερπετό, φάνηκε με τη μορφή ενός (μικρού) μαύρου σκυλιού – δείγμα και τούτο της δαιμονικής παρουσίας - επομένως φάνηκε έτσι, που ήταν πολύ εύκολο ν’ αντιμετωπιστεί και μάλιστα δραστικά.

       Πολλοί φόβοι και μάλιστα πολλές φοβίες, παράλογοι και επιτεταμένοι δηλαδή φόβοι, αναπτύσσονται στη ζωή μας, οι οποίοι μας ταλαιπωρούν και πάνε να διαλύσουν συχνά τον ιστό της ψυχοσωματικής μας υπόστασης. Πίσω από κάθε φόβο και φοβία, έχουν επισημάνει οι ασχολούμενοι με τον άνθρωπο και τον ψυχισμό του, υφίσταται κρυμμένος ο φόβος του θανάτου. Οι χριστιανοί όμως γνωρίζουμε ότι δεν παύει σ’ αυτές τις περιπτώσεις να δρα και το πονηρό στοιχείο, που χαρά του έχει ακριβώς την υποταγή και την καταστροφή του ανθρώπου. Μα τη λύση μάς τη δίνουν οι άγιοί μας, με την πείρα τους στην πνευματική ζωή: η αναφορά στον Θεό, η θεώρηση του εαυτού μας μέσα στην ιερή παρουσία Του. Κάθε τι που φαντάζει τεράστιο και αξεπέραστο ενώπιόν μας, και γι’ αυτό προκαλεί φόβο και τρόμο, γίνεται, εν Θεώ κοιταγμένο, μικρό και «κάτω» από εμάς, άρα αντιμετωπίσιμο. Το παράδειγμα της αγίας Μαρίνας με τον δράκοντα είναι εξαιρετικά ενδεικτικό, άρα θα πρέπει να μη φεύγει εύκολα από τη σκέψη μας.

Σάββατο 13 Ιουλίου 2024

ΔΕΝ ΦΤΑΙΩ ΕΓΩ!

Η μεσαίας ηλικίας κυρία που ερχόταν κατά καιρούς από το όμορφο αιγαιοπελαγίτικο νησί της προς εξομολόγηση ήταν πράγματι μία θεοφοβούμενη γυναίκα που τη θαύμαζα συχνά για την πηγαία πίστη της και την άδολη αγάπη της. Είχε μία πολύ όμορφη οικογένεια, η οποία στηριζόταν και σε εκείνην αλλά και στον πολύ ισορροπημένο σύζυγό της, κάτι που αντανακλούσε και στα τρία παιδιά τους, δύο κορίτσια και ένα αγόρι. Κάθε φορά που την έβλεπα, έβλεπα έναν άνθρωπο του Θεού και γι’ αυτό έσπευδα να τη δεχθώ στο εξομολογητάρι και να την ακούσω να ομολογεί τις αμαρτίες της με επίγνωση, με ταπείνωση, με διάθεση αλλαγής της.

Ένα ήταν το σημείο που λίγο… χώλαινε και κατά καιρούς «έπεφτε» και ένιωθε ενοχές. Όπως και τούτη τη φορά.

 «Πάτερ, και πάλι άφησα κάποιες γιορτές που ενώ μπορούσα δεν πήγα στη Λειτουργία. Ή μάλλον πήγα, αλλά πολύ καθυστερημένα, σχεδόν στο τέλος!» Έσκυψε το κεφάλι από ντροπή.  «Δηλαδή…», κοντοστάθηκε, «να διευκρινίσω, είχα τη διάθεση, αλλά λόγω της κούρασης από την καθημερινότητα και τις πολλές δουλειές της οικογένειας δεν ξύπνησα όσο νωρίς έπρεπε. Και τώρα που το λέω, βέβαια, καταλαβαίνω ότι και πάλι αμαρτάνω. Γιατί μου έχετε πει πως δεν πρέπει να δικαιολογούμαι και το ’χω καταλάβει: οι δικαιολογίες ειδικά στην εξομολόγηση κρύβουν εγωισμό και υπερηφάνεια». Σιώπησε.

«Χαίρομαι, κ. Μαρία, που έχετε καταλάβει την παγίδα του Πονηρού. Γιατί όταν δεν μπορέσει ο Διάβολος να μας αποτρέψει από την εξομολόγηση που αποτελεί σπουδαίο όπλο προς εκμηδένισή του,  προσπαθεί να μας την αλλοιώσει, υποβάλλοντάς μας λογισμούς «εξωραϊσμού» της αμαρτίας, που θα πει ακριβώς δικαιολογίες, ώστε τελικώς η εξομολόγηση να μην είναι ανάληψη της ευθύνης μας, αλλά μετάθεση ευθυνών σε άλλους. Δηλαδή αμαρτήσαμε ναι, αλλά δεν φταίμε εμείς. Άλλος φταίει, ακόμη κι ο Πονηρός ή τα όργανά του: άνθρωποι που χρησιμοποιεί για να μας απομακρύνει από την κανονική οδό. Οπότε, η εξομολόγησή μας δεν είναι εξομολόγηση, γιατί στην ουσία δεν υπάρχει αμαρτία. Η όποια αμαρτία είναι των άλλων κι εμείς είμαστε απλώς τα… κακόμοιρα «θύματά» της. Μία συνέχεια ίσως του προπατορικού αμαρτήματος».

Η γυναίκα ανασήκωσε λίγο το κεφάλι της, καθώς φαινόταν να ακούει με μεγάλη προσοχή τα λεγόμενά μου, με κοίταξε σχεδόν βουρκωμένη, και ξανάσκυψε με σεβασμό.

«Από την άλλη – θα μου επιτρέψετε να συνεχίσω λίγο - δεν πρέπει να αποθαρρύνεστε, γιατί έστω και καθυστερημένα, όμως τελικώς πηγαίνετε στον Ναό, κι αυτό είναι δείγμα ότι κάτι θυσιάζετε, γεγονός που νομίζω ότι το λαμβάνει σοβαρώς υπ’ όψιν Του ο Κύριος. Ο μεγάλος άγιος της εποχής μας, όσιος Πορφύριος, δεν έλεγε ότι και το παραμικρό που κάνουμε στην πνευματική ζωή, ο Κύριος το πολλαπλασιάζει κι ενώ φαίνεται μηδαμινό το κάνει να φαίνεται σχεδόν άπειρο; Γιατί η αγάπη και το έλεός Του είναι εκείνο που τελικώς μετράει και μας σώζει. Γι’ αυτό, είμαι βέβαιος, κ. Μαρία μου, ότι πολύ σύντομα θα αντιμετωπίσετε θετικά κι αυτό το θεωρούμενο έλλειμμά σας, γιατί διαπνέεστε από το πιο ουσιαστικό στοιχείο που φέρνει τη χάρη του Θεού: την αγάπη προς Εκείνον. Όσο η αγάπη μας προς τον Θεό, που έχει πολλές διαβαθμίσεις, κινεί τα νήματα της ψυχής μας, τότε δεν έχουμε να φοβόμαστε τίποτε, γιατί σημαίνει ότι έχουμε βρει το μονοπάτι που εκβάλλει κυριολεκτικά στην αγκαλιά Του. Και δεν εννοώ την αγκαλιά Του ως μελλοντική μόνο κατάσταση, αλλά και παροντική. Μη ξεχνάτε ότι ο Ίδιος είπε πως την ώρα που θα θέσουμε σε ενέργεια την όποια εντολή Του, κι αυτό με τη δύναμή Του, εκείνη την ώρα θα αρχίσει η χάρη και το φως Του να διαπερνούν με αίσθηση την ύπαρξή μας».  

Το καντηλάκι πάνω στο τραπεζάκι του εξομολογηταρίου τρεμόπαιξε, σαν να συντονίστηκε κι αυτό με τους κραδασμούς της καρδιάς της Μαρίας. Πέρασαν κάποιες στιγμές που πάλευαν να συγκρατήσουν τα λόγια του ιερέα, κάνοντάς τα πιότερα εποπτικά και βιωματικά.

«Πάτερ», είπε η Μαρία με σιγανή φωνή. «Πώς θα γίνει να μη δικαιολογούμαι; Γιατί είναι κάτι που βλέπω να το κάνω και στην υπόλοιπη ζωή μου, όχι μόνο εδώ».

«Δεν είναι εύκολο, κ. Μαρία. Είναι το αμαρτωλό εγωιστικό στοιχείο που εξακολουθεί να λειτουργεί μέσα μας, έστω κι αν έχουμε λάβει από το άγιο βάπτισμά μας και το άγιο χρίσμα τη δύναμη να το υπερβαίνουμε. Χρειάζεται συνέπεια και συνέχεια στην πνευματική μας ζωή. Θα πρέπει να είμαστε αδιάκοπα σε εγρήγορση, όπως το ζητά άλλωστε ο Κύριος. Λίγο να χαλαρώσουμε, αμέσως πήραμε την κάτω βόλτα που λέμε. Γιατί χαλάρωση δεν σημαίνει στασιμότητα, αλλά κατευθείαν υποχώρηση και πτώση. «Όποιος δεν είναι μαζί μου, είναι εναντίον μου» βεβαίωσε το αψευδές στόμα του Θεού μας. Οπότε και στο συγκεκριμένο σημείο: να δικαιολογούμαστε, έτσι πρέπει να το αντιμετωπίζουμε. Με ετοιμότητα στην αγάπη και στην ταπείνωση».

«Ποτέ δεν χρειάζεται δικαιολογία; Μία εξήγηση ενδεχομένως για τα κίνητρά μας, όταν φαίνεται ότι πάνε στραβά όσα κάνουμε και παρεξηγούνται οι ενέργειές μας;» - ψιθυριστή σχεδόν ακούστηκε η φωνή της.

«Έχετε δίκιο. Υπάρχουν φορές που θα χρειαστεί και η δικαιολογία. Τότε δηλαδή που βλέπουμε ότι μία εξήγηση θα σταματήσει πιθανόν διαφόρους αρνητικούς λογισμούς του συνανθρώπου μας. Αλλά αυτό είναι θέμα διάκρισης από πλευράς μας. Και η διάκριση αυτή θα μας κάνει να δίνουμε τη σωστή διάσταση των πραγμάτων στον άλλον, αρκεί, όπως είπαμε, να μη θέλουμε να ρίχνουμε τα βάρη των δικών μας αμαρτιών και αστοχιών στους άλλους.

Και να σας πω ένα περιστατικό, κ. Μαρία, στο θέμα της δικαιολογίας, για να δείτε πόσο πονηρά δουλεύουν και τα πάθη μας αλλά και ο Πονηρός. Είχε έρθει πριν από αρκετό καιρό μία άλλη κυρία, περίπου στην ηλικία σας, η οποία πότε πήγαινε στην Εκκλησία και πότε όχι. Στην ερώτησή μου, εφόσον έβλεπα ότι ήταν πιστή, γιατί δεν πηγαίνει τακτικά στη Θεία Λειτουργία, μου απάντησε με τρόπο αφοπλιστικό: «Δεν φταίω εγώ, πάτερ! Εγώ θέλω να πηγαίνω, αλλά το θέμα αυτό το αφήνω στον φύλακα άγγελό μου!»

«Δηλαδή;» τη ρώτησα έκπληκτος. «Συνομιλείτε με τον φύλακα άγγελό σας;»

«Όχι, πάτερ, όχι! Δεν έχω φτάσει σε τέτοιο σημείο. Όμως, όταν πέφτω για ύπνο, δεν θέλω να βάζω ξυπνητήρι. Σκέφτομαι ότι αν θέλει ο άγγελός μου να πάω, θα με ξυπνήσει την…κατάλληλη ώρα! Κι είμαι ήσυχη! Αν δεν ξυπνήσω, σημαίνει ότι δεν έχω εγώ την ευθύνη, αλλά εκείνος. Δίπλα μου δεν είναι πάντα;»

Τα έχασα. Τέτοιο «μηχανισμό» δράσεως του εγωισμού και των παθών δεν είχα ξανακούσει. Η συγκεκριμένη κυρία τα είχε «φτιάξει» έτσι στο μυαλό της, ώστε και την άνεση και τη βολή της να έχει, και την πνευματική ζωή της να «περιπατεί» με μοναδικό τρόπο.

Της εξήγησα βέβαια πόσο πλανεμένος ήταν ο λογισμός της, γιατί ακύρωνε τη συνέργεια του πιστού ανθρώπου με τη χάρη του Θεού, στην πραγματικότητα διέγραφε τον ίδιο τον Χριστό μας που είναι Θεός και άνθρωπος – εκείνη δεν καταλάβαινε ότι το ανθρώπινο συμπεριλαμβάνει και τη δική μας προσπάθεια – και της έδωσα όσο είναι δυνατόν να καταλάβει ότι αν κάτι είναι μέσα στη δική μας ευθύνη και τις δικές μας δυνατότητες ο Θεός δεν το «αναπληρώνει», δεν μας υποκαθιστά. Είναι ακραίο το παράδειγμα, αλλά είναι πραγματικό, κι αυτό για να δείτε, κ. Μαρία, πόσο οι δικαιολογίες στην πνευματική ζωή δεν είναι αποτελούν «παρονυχίδα» αλλά κεντρικότατο στοιχείο της, που αν δεν προσεχτεί, μας βγάζει εκτός σχέσεώς μας με τον Κύριο. Κι έξω από τον Κύριο τι ζωή μπορεί να έχουμε; Ένας θάνατος ήδη από τώρα».

ΟΙ ΣΥΜΦΟΡΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΚΙΝΔΥΝΟΙ ΔΙΔΑΣΚΟΥΝ ΤΗΝ ΠΡΟΣΕΥΧΗ

 

«Οι συμφορές και οι κίνδυνοι δίδαξαν πολλούς να προσεύχονται. Μ’ επισκέφτηκε κάποτε στην αποθήκη τροφίμων ένας στρατιωτικός, που κατευθυνόταν στη Θεσσαλονίκη. Η ψυχή μου τον αγάπησε και του λέγω: «Προσεύχου στον Κύριο να λιγοστέψουν οι θλίψεις». Κι αυτός απαντά: «Ξέρω να προσεύχομαι. Το έμαθα στον πόλεμο, όταν ήμουν στις μάχες. Παρακαλούσα θερμά τον Κύριο να με φυλάξει ζωντανό. Τα βόλια έπεφταν, τα βλήματα έσκαζαν και λίγοι έμειναν στη ζωή. Αν και πήγα πολλές φορές στη μάχη, ο Κύριος με φύλαξε». Ενώ τα έλεγε αυτά, έδειχνε πως προσευχόταν και από τη στάση του σώματός του φαινόταν πως ήταν όλος βυθισμένος στον Θεό» (Οσίου Σωφρονίου, Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας). 

Ένας από τους πιο βαθιά προσευχομένους ανθρώπους της συγχρόνου εποχής, που θα πει τους ολοκληρωτικά στραμμένους με μεγάλο πόθο στην αγάπη του Θεού, ήταν ο μεγάλος όσιος Σιλουανός ο Αθωνίτης. Ο εξίσου μεγάλος Σωφρόνιος ευτύχησε, όπως ομολογεί, να έχει ως Γέροντά του τον Σιλουανό τα τελευταία οκτώ έτη της ζωής του οσίου και ευτυχήσαμε και εμείς μαζί του, γιατί ο Θεός τον φώτισε και διέσωσε τα πολύτιμα χειρόγραφά του, τα οποία και σχολίασε μυώντας μας στο απόθετο κάλλος τους, συνεπώς φέρνοντας ενώπιόν μας έστω και ως υποψία κάτι από τη βαθιά καρδιά του μεγάλου Αθωνίτη.

Όχι μόνο τα σχόλια του μαθητή και υποτακτικού αγίου Σωφρονίου, αλλά κυρίως τα ίδια τα έργα του οσίου Σιλουανού αποκαλύπτουν ότι κάθε λόγος του οσίου είναι καρπός και απαύγασμα προσευχής. Εκείνος, ως αληθώς προσευχόμενος, είχε τον φωτισμό να διακρίνει ακόμη και από τη στάση του ανθρώπου που συναντούσε αν όντως αυτός σχετιζόταν με τον Θεό εν προσευχή ή όχι – ό,τι επισημαίνει ο απόστολος Παύλος για τον αληθινό χριστιανό: «ο πνευματικός ανακρίνει πάντα, αυτός δε υπ’ ουδενός ανακρίνεται». Το ομολογεί απερίφραστα ο όσιος: «και από τη στάση του σώματός του φαινόταν πως ήταν όλος βυθισμένος στον Θεό». Εμείς το καταλαβαίνουμε από τα κείμενά του, γιατί μιλούν για την προσευχή, τις προϋποθέσεις αυτής, τα ενεργήματά της, τις δυσκολίες και τους κινδύνους που μπορεί να αναπτυχθούν από τη μη ορθή εξάσκησή της, με τον τρόπο που βλέπουμε στην Αγία Γραφή, στους μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας, στους βίους των αγίων μας. Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμη και σοφοί μεγάλοι σύγχρονοι θεολόγοι και ιεράρχες έχουν εν ταπεινώσει ομολογήσει ότι κάθε πρόταση του αγίου Σιλουανού μπορεί να αποβεί έναυσμα για ολόκληρη πραγματεία – είναι τέτοιο το βάθος της σοφίας του λόγου του που απαιτούνται πολλοί άλλοι λόγοι για να αναλυθεί και να γίνει σαφές σε εμάς τους πολλούς.

Ας δώσουμε ένα δείγμα από τον λόγο του για την προσευχή: «Όποιος αγαπά τον Κύριο, σκέφτεται πάντα Εκείνον και η θύμηση του Θεού γεννά την προσευχή. Αν δεν θυμάσαι τον Κύριο, τότε και δεν θα προσεύχεσαι∙ και χωρίς την προσευχή δεν θα παραμείνει η ψυχή στην αγάπη του Θεού, γιατί η χάρη του Αγίου Πνεύματος έρχεται με την προσευχή».

«Η προσευχή δίνεται στον προσευχόμενο. Η προσευχή που γίνεται μόνο από συνήθεια, χωρίς καρδιά συντετριμμένη για τις αμαρτίες της, δεν είναι αρεστή στον Θεό. Θα διακόψω για λίγο τον λόγο για την προσευχή. Νοσταλγεί η ψυχή μου τον Κύριο και Τον αναζητώ με πόθο και η ψυχή μου δεν μπορεί να σκέφτεται τίποτε άλλο».

«Ω άνθρωπε, μάθε την κατά Χριστόν ταπείνωση και θα σου χαρίσει ο Κύριος να γευτείς τη γλυκύτητα της προσευχής».

Τι λέει επιπλέον όμως ο όσιος Σιλουανός στο απόσπασμα του λόγου του με το οποίο ξεκινήσαμε; Ότι βεβαίως ο ίδιος ο Κύριος διδάσκει την προσευχή σ’ εκείνον που αγωνίζεται σ’ αυτήν: «Αυτός εστιν ο διδούς ευχήν τω ευχομένω» κατά τη Γραφή, όμως και «οι συμφορές και οι κίνδυνοι δίδαξαν πολλούς να προσεύχονται». Διότι όπως είναι ευνόητο στις δύσκολες αυτές καταστάσεις όπου διακυβεύεται η ίδια η ζωή του ανθρώπου η μόνη καταφυγή, ιδίως για έναν χριστιανό, είναι ο Θεός. Όταν δεν έχεις κανένα ανθρώπινο και επίγειο αποκούμπι – και στις συμφορές και στους κινδύνους πράγματι εξανεμίζονται όλα τα ανθρώπινα στηρίγματα – πού αλλού να στραφείς πέραν του Θεού σου; Ακόμη και δηλωμένοι άθεοι στους κινδύνους βλέπουμε να βοούν προς τον Κύριο, γιατί στον κίνδυνο για τη ζωή χάνεται η όποια «παλληκαριά» και η κάθε ψευδαίσθηση της δύναμης του ανθρώπου. Ο κίνδυνος με άλλα λόγια, όπως η εμπειρία του καθενός μας επιβεβαιώνει, προκαλεί τον άνθρωπο να ξυπνήσει πνευματικά και να φέρει το κρυμμένο βάθος της ψυχής του στην επιφάνεια. Θυμίζει τούτο αυτό που έλεγε εκείνος ο όσιος ασκητής, ο οποίος όταν ρωτήθηκε ποιος τον έμαθε να προσεύχεται απάντησε: ο διάβολος. Εξηγώντας: από τις κατά παραχώρηση του Κυρίου επιθέσεις του, εγώ διαρκώς κατέφευγα στον Κύριο!

Ο συγκεκριμένος αξιωματικός που γνώρισε ο άγιος Σιλουανός κράτησε όμως την προσευχή και μετά τους κινδύνους από τις μάχες που έλαβε μέρος – έμαθε να προσεύχεται και συνέχισε να βαθαίνει τη σχέση του με τον Θεό και στην περίοδο της ειρήνης. Δυστυχώς πολλοί δεν επιτελούν το ίδιο. Σε κινδύνους που αντιμετωπίζουν δηλαδή καταφεύγουν στον Θεό πράγματι, Τον επικαλούνται με πόνο, νιώθουν την ευεργετική παρουσία Του, αλλ’ όταν «ησυχάζουν» επανέρχονται στον προηγούμενο εγωιστικό τρόπο ζωής τους. Σαν την περίπτωση των εννέα από τους δέκα λεπρούς του Ευαγγελίου, οι οποίοι στράφηκαν προς τον Κύριο, Τον επικαλέστηκαν, θεραπεύτηκαν αλλά μετά Τον… διέγραψαν! Ο ένας μόνο σκέφτηκε να γυρίσει και να Τον ευχαριστήσει, φανερώνοντας ότι θέλει να κρατήσει τη σχέση του μ’ Εκείνον. Γι’ αυτό βεβαίως και ήταν ο μόνος που πράγματι «σώθηκε» - βρήκε τον Θεό του!

Ο Κύριος μας διδάσκει την προσευχή, κυρίως μέσα από τους πειρασμούς. Το ζητούμενο όμως για τη σωτηρία μας δεν είναι απλώς η επίκλησή Του κάποιες στιγμές της ζωής μας, αλλά η «μάθηση» της αγάπης Του. Όταν με επίγνωση αποκτήσουμε λίγη έστω αίσθηση του πόσο μας αγαπά, τότε θα παλεύουμε για την προσευχή δίχως σταματημό και ανάπαυλα. Γιατί θα έχουμε γευτεί, κατά τον μεγάλο όσιο, τη γλυκύτητα της παρουσίας Του. «Γεύσασθε και ίδετε ότι χρηστός ο Κύριος».