Παρασκευή 29 Ιουλίου 2022

ΝΕΟ ΒΙΒΛΙΟ ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ἀκολουθεῖν": ΠΕΤΡΑ ΚΙ ΟΥΡΑΝΟΣ

 

ΠΕΤΡΑ ΚΙ ΟΥΡΑΝΟΣ

Αφουγκράσματα κι απόηχοι γης ελληνικής 

(Σελ. 80. Διαστ.: 19Χ24)

 

Δύο φίλοι, ο Κωνσταντίνος και ο Δημήτρης, διακατέχονται
από αληθινό σεβασμό προς την παράδοση του τόπου τους,
και μάλιστα τη μουσική. Ο έρωτάς τους γι’ αυτήν γίνεται το
όχημα για να διεισδύσουν και στις υπόλοιπες γεμάτες ζωή
διαστάσεις της παράδοσης της πατρίδας τους.
Η βιωματική προσέγγισή της –η επιτόπια παρουσία τους
στους τόπους που ζει και εκφράζεται η παράδοση– τους κά-
νει να νιώσουν από κοντά τους ντόπιους ανασασμούς. Μέσα
απ’ το παραμύθι που λέει μια γιαγιά. Μέσα απ’ το τραγούδι
ενός παππού καραβοκύρη. Μέσα απ’ τους τρανταγμούς του
χορού σε μια χωριάτικη πλατεία.

Ένα λαογραφικό περιδιάβασμα σε μέρη που χτυπάει η
καρδιά της παράδοσης... Μία φανταστική ιστορία βγαλμένη
από τις ρίζες του τόπου μας... Ένα παραμύθι γεμάτο ήχους
κι αρώματα από Ελλάδα…

 

Συγγραφέας: Στέφανος Δορμπαράκης

Σχέδια και εικόνες: Χριστίνα Παπαθέου-Δουληγέρη

Σε όλα τα κεντρικά βιβλιοπωλεία

Δευτέρα 25 Ιουλίου 2022

"ΛΕΓΕ ΣΥΝΕΧΩΣ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΚΑΡΔΙΑ ΣΟΥ..."

«Λέγε συνεχώς μέσα στην καρδιά σου: «Ο Χριστός είναι Αγάπη». Έτσι, θα αγαπάς όλους τους ανθρώπους, θυσιάζοντας χάριν αυτής της Αγάπης, ό,τι έχεις ακριβό, ακόμη και την ίδια σου τη ζωή» (Αγίου Ιωάννου της Κροστάνδης, Η εν Χριστώ ζωή μου, Ιεροί λογισμοί μιας οσίας ψυχής, εκδ. Παπαδημητρίου).

Τρεις είναι οι κύριες προϋποθέσεις στις οποίες στηρίζεται στον παραπάνω λόγο του ο μέγας Ρώσος άγιος της νεώτερης εποχής Ιωάννης της Κροστάνδης (1829-1908).

Πρώτη, ότι ο Χριστός είναι ο Θεός, ο Οποίος είναι Αγάπη, όπως μοναδικά το σημειώνει ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος: «Ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί» (Α΄Ιω. 4, 8). Αγάπη ο Θεός, Αγάπη ο Χριστός ως το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, συνεπώς κάθε λόγος Του, κάθε ενέργειά Του την αγάπη Του αυτή αποτυπώνει.

Δεύτερη, ότι ο άνθρωπος είναι κλημένος κι αυτός να αγαπά κατά το πρότυπο του Δημιουργού Του Χριστού, διότι τον δημιούργησε «κατ’ εἰκόνα καί  καθ’ ὁμοίωσιν» Εκείνου. Ό,τι είναι ο Χριστός, ο ενανθρωπήσας Θεός, τέτοιος πρέπει να γίνει και ο άνθρωπος που θα πιστέψει στον Χριστό, αν θέλει να έχει κοινωνία μαζί Του. «Μείνατε ἐν τῇ ἀγάπη τῇ ἐμῇ. Ἐάν τάς ἐντολάς μου τηρήσητε, μενεῖτε ἐν τῇ ἀγάπη μου» είπε. Αλλά για να γίνει αυτό απαιτείται ο άνθρωπος να ξεπεράσει τον εγκλωβισμό του στην αμαρτία που τον απομονώνει και από τον Θεό και από τον συνάνθρωπό του και από τον εαυτό του και να ενσωματωθεί σ’ Εκείνον δια του εκκλησιασμού του μέσω του αγίου βαπτίσματος, ο Οποίος ακριβώς ήλθε στον κόσμο «ἵνα τά τέκνα τοῦ Θεοῦ τά διεσκορπισμένα συναγάγῃ εἰς ἕν». Τι άλλο στην πραγματικότητα είναι κάθε εν επιγνώσει χριστιανός παρά ένας άλλος Χριστός ως Εκείνου προέκταση; «Ἐγώ είμι ἡ ἄμπελος ὑμεῖς τά κλήματα» απεκάλυψαν τα αψευδή χείλη Του. «Χριστιανός ἐστι μίμημα Χριστοῦ κατά τό δυνατόν ἀνθρώπῳ» (άγιος Ιωάννης Κλίμακος). Οπότε, δεν υπάρχει τίποτε σημαντικότερο για τον πιστό χριστιανό από το να αποδύεται καθημερινά στον αγώνα να μένει στις εντολές του Χριστού, δηλαδή στην εντολή της αγάπης, κατά το «ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» – αυτός είναι ο βασικός σκοπός του καιρού που του παραχωρεί ο Κύριος στον κόσμο τούτο.

Αλλά υπάρχει και η τρίτη προϋπόθεση που θίγει ο άγιος της Κροστάνδης, η οποία αποκαλύπτει το πόσο καλή γνώση του πεσμένου στην αμαρτία ανθρώπου, δηλαδή του κάθε ανθρώπου, είχε. «Λέγε συνεχώς μέσα στην καρδιά σου» προτρέπει. Γνωρίζει ο άγιος Ιωάννης ότι μπορεί ο πιστός να έχει βαπτιστεί, να έχει χριστεί με το άγιο μύρο της πίστεως, να εκκλησιάζεται και να μετέχει στα άχραντα μυστήρια, όμως δεν παύει ευρισκόμενος στον κόσμο τούτο τον απατεώνα με τις πολυποίκιλες παγίδες των παθών του και του Πονηρού διαβόλου να έλκεται στο κακό. Σαν τον απόστολο Παύλο ομολογεί ο κάθε χριστιανός ότι «ευχαριστιέμαι με τον νόμο του Θεού, όμως βλέπω έναν άλλο νόμο μέσα μου, τον νόμο της αμαρτίας, που με τραβάει μακριά από το θέλημα του Θεού». Οπότε τι χρειάζεται επιπλέον να κάνει ο πιστός; Διαρκώς να βρίσκεται σε κατάσταση νήψεως, εγρηγόρσεως, ετοιμότητας για τήρηση του αγίου θελήματος του Θεού. Η επανάληψη των λόγων της αγίας Γραφής, των λόγων του Χριστού - που σημαίνει ότι ο πιστός μελετάει τους λόγους αυτούς και ει δυνατόν τους αποστηθίζει για να τους έχει ανά πάσα στιγμή πρόχειρους στον νου και την καρδιά του – τον κρατάει εκεί που πρέπει: στο σημείο συντονισμού του με τον ίδιο τον Κύριο. Γι’ αυτό και ο πιστός βρίσκεται αδιάκοπα σε μία εσωτερική ένταση – μπορεί κάποιο πάθος του να τον σύρει εκτός νόμου Θεού, εκείνος όμως «βιάζει» τον εαυτό του να μην παρασυρθεί. Αν παρασυρθεί χάνει τον Θεό του, μπαίνει κυριολεκτικά στον χώρο μιας «κινούμενης άμμου», εμπλέκεται δηλαδή στην ταραχή του παρερχόμενου αυτού εδώ κόσμου.

Να επαναλαμβάνουμε διαρκώς μέσα μας το όνομα του Χριστού, την Αγάπη Του, την κεντρική εντολή Του «ἀγαπᾶτε ἀλλήλους», είναι ό,τι κρισιμότερο για την πνευματική μας ζωή. Κι ιδίως στις δύσκολες στιγμές μας όπου υπάρχει κάποια έξαψη παθών: σε μία εχθρική ενέργεια ενός συνανθρώπου μας, σε έναν υβριστικό λόγο του, σε μία αντίδραση απρόσμενη από τον/τη σύντροφό μας ή από τα παιδιά μας, εκεί να επιμένουμε με την αγία επανάληψη των ευαγγελικών λόγων για να μένουμε μαζί με τον Χριστό κι Εκείνος μαζί μας. Όπως κάνουμε σε μία ανηφόρα όταν οδηγούμε, που πατάμε περισσότερο γκάζι, το ίδιο και στις ανηφοριές του βίου μας: να τροφοδοτούμε τη βούλησή μας πατώντας περισσότερο «γκάζι», ανακυκλώνοντας τα παντοδύναμα λόγια του Θεού μας. Ο μεγάλος άγιος της Κροστάνδης μας το υπενθυμίζει.  

Κυριακή 24 Ιουλίου 2022

ΛΟΓΟΣ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟΣ (ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ)


Τῇ προσευχῇ προσκαρτεροῦντες᾽ (Ρωμ. 12, 12)

 Στό μικρό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα τῆς σημερινῆς Κυριακῆς ἀπό τήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολή τοῦ ἀποστόλου Παύλου, ὁ μεγάλος ἀπόστολος ἀναφέρεται στά εἰδικά ἀλλά καί στά γενικά χαρίσματα πού ὁ Θεός χαρίζει στούς πιστούς. ῾Ο καθένας, σημειώνει, ἀνάλογα μέ τόν χαρακτήρα του καί τήν θέση του στήν ᾽Εκκλησία πρέπει νά καλλιεργεῖ ἐκεῖνο τό χάρισμα πού βλέπει ὅτι τόν ἐκφράζει καί πού τοῦ ἔχει ἀνατεθεῖ: τό προφητικό γιά παράδειγμα, τό διδασκαλικό, ἡ προϊσταμενία, ἡ διακονία τῶν ἄλλων. ᾽Αλλά ἀνεξάρτητα ἀπό τό τί ὁ καθένας εἶναι ὡς προσωπικότητα, πέρα ἀπό τήν θέση πού πιθανόν κατέχει στήν ᾽Εκκλησία, εἶναι ὑποχρεωμένος ὡς χριστιανός νά καλλιεργεῖ τό χάρισμα τῆς ἀγάπης, νά εἶναι ταπεινός, νά ὑπακούει μέ ὅλην τήν καρδιά του τόν Κύριο, νά ὑπομένει στίς θλίψεις, νά μετέχει στήν ἀνάγκη τῶν ἄλλων, νά ἐπιδιώκει τήν φιλοξενία. Καί μέσα σ᾽ αὐτά τά γενικά χαρίσματα πού θεωρεῖ ὁ ἀπόστολος ὡς δεδομένα γιά νά εἶναι κανείς χριστιανός εἶναι ἡ προσευχή, καί μάλιστα ἡ ἐπιμονή σ᾽ αὐτήν, κάτι πού θά μᾶς ἀπασχολήσει περισσότερο στήν συνέχεια.  Τῇ προσευχῇ προσκαρτεροῦντες᾽ λέει.

 1. Θά πρέπει καταρχάς νά ὑπενθυμίσουμε ὅτι γιά τήν πίστη μας ἡ προσευχή δέν θεωρεῖται μία ἐπιμέρους ἀρετή ἤ ἕνα χάρισμα πού ἔχει δοθεῖ ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ σέ ὁρισμένους πιστούς ξεχωριστῆς ἰδιοσυγκρασίας. Πρόκειται γιά χάρη πού σφραγίζει τόν κάθε πιστό ἀπό τήν στιγμή πού θά εἰσέλθει στήν ᾽Εκκλησία διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος καί θά τόν συνοδεύει σέ ὁλόκληρη τήν ζωή του, τήν ἐδῶ ἀλλά καί τήν μετέπειτα. Κι αὐτό σημαίνει βεβαίως ὅτι ἡ προσευχή συνιστᾶ τό κέντρο καί τόν πυρήνα τῆς ἐν Χριστῷ ὑπάρξεως σέ σημεῖο τέτοιο, ὥστε θά μποροῦσε ὁ χριστιανός νά ὁριστεῖ ἀκριβῶς ἔτσι: ὡς ὁ ἐν προσευχῇ ζῶν καί ὑπάρχων. ᾽Από τήν ἄποψη αὐτή εἶναι αὐτονόητο ὅτι μιλᾶμε γιά μία κατάσταση πού ὑπερβαίνει τήν ἀντίληψη τῆς προσευχῆς ὡς ἔκφρασης  λόγων καί λέξεων μόνο, κι ἀκόμη τήν κατανόησή της μέ τό βάθος τῆς νοερᾶς καί καρδιακῆς ἀναφορᾶς πρός τόν Κύριο. ῾Ο βαπτισμένος καί χρισμένος πιστός γίνεται ὁ ἴδιος μία ἀέναη καί ἀδιάκοπη προσευχή, ἡ ἴδια ἡ ὕπαρξή του λειτουργεῖ προσευχητικά, πού θά πεῖ ὅτι ὁ χριστιανός προσεύχεται εἴτε λέγοντας προσευχές εἴτε σιωπώντας εἴτε σκεπτόμενος εἴτε κινούμενος καί εὑρισκόμενος σέ ὁποιαδήποτε ἐργασία στόν κόσμο τοῦτο.

2. ῾Υπερβολή μήπως; Εἶναι πραγματικότητα τά παραπάνω; Καί ναί καί ὄχι. Ναί, γιατί ὑπάρχει ἕνα δεδομένο.  ῎Οχι, γιατί ὑπάρχουν κάποιες προϋποθέσεις.

Θέλουμε νά ποῦμε ὅτι ἀσφαλῶς ἡ ὕπαρξη τοῦ χριστιανοῦ λειτουργεῖ προσευχητικά, μέ τό δεδομένο τοῦ ἁγίου βαπτίσματος καί τοῦ ἁγίου χρίσματος. ᾽Αφ᾽ ἧς στιγμῆς ὁ ἄνθρωπος βαπτίζεται καί χρίεται, ἐνσωματώνεται στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ καί γίνεται μέλος ᾽Εκείνου λαμβάνοντας τά χαρίσματα τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος. Συνεπῶς ἡ ὕπαρξή του χριστοποιεῖται καί φανερώνει στόν κόσμο τόν Χριστό ῾ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ᾽. ῾Ο ῎Ιδιος ὁ Κύριος δέν ὑποσχέθηκε μέ τό ἀψευδές στόμα Του ὅτι ᾽Εκεῖνος εἶναι ἡ ἄμπελος καί οἱ πιστοί τά κλήματα; ῾Ο πιστός λοιπόν γίνεται προέκταση ᾽Εκείνου, συνεπῶς ἡ σχέση του μέ τόν Χριστό εἶναι σχέση χαρισματικά ὀργανική, ὁπότε ἀναπνέει ἀδιάκοπα Χριστό. Μέ ἄλλα λόγια ὁ χριστιανός δέν τοποθετεῖται ἀπέναντι στόν Χριστό ἤ στό πλάι Του σάν νά εἶναι Αὐτός κάτι ἄλλο ἀπό τόν ἴδιο. ῾Ο πιστός ἀποτελεῖ συνέχεια τοῦ Χριστοῦ, Χριστός ὅπως εἴπαμε καί αὐτός, γιατί αὐτήν τήν χάρη ἔδωσε ὡς δωρεά ὁ Κύριος στούς ἀνθρώπους. ῾Η προσευχή λοιπόν θεωρεῖται ἔκφραση τῆς σχέσεως αὐτῆς τοῦ πιστοῦ μέ τόν Κύριο, ἡ ἀναπνοή τοῦ Κυρίου μέσα ἀπό τήν καρδιά καί ὅλην τήν ὕπαρξη τοῦ πιστοῦ. ῾Αὐτός διδούς εὐχήν τῷ εὐχομένῳ᾽ κατά τόν λόγο τῆς Γραφῆς. Κι ὁ ἀπόστολος Παῦλος γιά νά δείξει τήν μυστική αὐτήν πραγματικότητα πού εἶναι κρυμμένη βεβαίως ἀπό τίς αἰσθήσεις τῶν ἀνθρώπων καί μάλιστα τῶν ἀμυήτων τῆς πίστεως, σημειώνει ὅτι τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ προσεύχεται γιά ἐμᾶς μέσα στήν καρδιά μέ ἀλάλητους στεναγμούς. ῾Τό γάρ τί προσευξώμεθα καθ᾽ ὅ δεῖ οὐκ οἴδαμεν, ἀλλ᾽ αὐτό τό Πνεῦμα ὑπερεντυγχάνει ὑπέρ ἡμῶν στεναγμοῖς ἀλαλήτοις᾽ (᾽Εμεῖς δέν ξέρουμε οὔτε τί οὔτε πῶς νά προσευχηθοῦμε. Τό Πνεῦμα ὅμως μεσιτεύει τό ῎Ιδιο στόν Θεό γιά μᾶς μέ στεναγμούς πού δέν μποροῦν νά ἐκφραστοῦν μέ λέξεις). Καί παραλείποντας πολλούς ἄλλους νά θυμηθοῦμε τόν ὅσιο ᾽Ιωάννη τῆς Κλίμακος σέ λόγο του περί προσευχῆς: ῾Προσευχή εἶναι συνουσία τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό᾽.

 ᾽Αλλά ὑπάρχει καί τό ὄχι τῶν προϋποθέσεων. Θέλουμε νά ποῦμε ὅτι αὐτό πού μᾶς δίδεται ὡς δεδομένο: νά εἴμαστε μέλη Χριστοῦ καί ἡ προσευχή νά λειτουργεῖ κατά τρόπο ἐντελῶς φυσικό, σταματᾶ νά εἶναι ἔτσι, γιατί ἀπαιτεῖται καί ὁ ἄνθρωπος νά ἀνταποκριθεῖ στήν δωρεά αὐτή. ῎Αν ὁ ἄνθρωπος δέν συνεργήσει, ἄν δέν ἐνεργοποιήσει τήν χάρη τοῦ βαπτίσματος, πού σημαίνει νά μένει στίς ἐντολές τοῦ Κυρίου συνεπῶς νά ζεῖ τήν ζωή ᾽Εκείνου ὡς δική του ζωή, ἡ προσευχή δέν ὑφίσταται. Κι αὐτό εἶναι ἐκεῖνο πού ἐξηγεῖ καί τήν ἀδυναμία ἤ τήν φοβερή δυσκολία πολλές φορές τῶν ἀνθρώπων νά προσευχηθοῦν, γιατί πέρα ἀπό τόν διάβολο πού πολεμάει τήν διάθεση προσευχῆς τοῦ πιστοῦ εἶναι καί ἡ χαλαρή καί ἀμελής ἀντιμετώπιση τῆς δωρεᾶς νά εἶναι κανείς μέλος Χριστοῦ. Μήν λησμονοῦμε ὅτι σ᾽ αὐτόν τόν κόσμο ὑπάρχει ἡ ἀνάγκη τῆς διαρκοῦς ἐπιβεβαίωσης τῶν χαρισμάτων τοῦ Θεοῦ. ῞Ο,τι ὁ Θεός μᾶς ἔχει δώσει καί μᾶς δίνει ἀπαιτεῖται νά τό ἀποδεχόμαστε καί νά τό ἐνεργοποιοῦμε μέ τήν θέλησή μας. Καί μάλιστα ὅταν γνωρίζουμε ὅτι συχνά ὁ Κύριος, προκειμένου νά ἐνισχυθεῖ ἡ ἀδύνατη αὐτή θέλησή μας, αἴρει τήν χάρη Του ἤ τήν κρύβει καλύτερα, γιά νά φανερωθεῖ καί ἡ δική μας ἐπιθυμία νά εἴμαστε μαζί Του.

Ναί λοιπόν. ῾Η προσευχή εἶναι φυσική κατάσταση γιά τόν πιστό καί ὅ,τι πιό εὔκολο μπορεῖ νά θεωρηθεῖ, σάν τήν ἀναπνοή τοῦ ἀνθρώπου προκειμένου νά ζήσει κι ἀκόμη περισσότερο. ῾Μνημονευτέον τοῦ Θεοῦ μᾶλλον ἤ ἀναπνευστέον᾽ πού λέει καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, προεκτείνοντας τό ῾ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε᾽ τοῦ ἄλλου λόγου καί πάλι τοῦ ἀποστόλου Παύλου.

  ῎Οχι ἀπό τήν ἄλλη, γιατί στόν κόσμο τοῦτο τίποτε δέν θεωρεῖται δεδομένο κατά τρόπο μαγικό. Τό συμπέρασμα; ῾Ο ἄνθρωπος καλεῖται ἀδιάκοπα νά γίνεται αὐτό πού τοῦ ἔχει ἤδη δοθεῖ. Νά ἀγωνίζεται δηλαδή στήν προσευχή, ἡ ὁποία εἶναι ἤδη δοσμένη σ᾽ αὐτόν δωρεά, μέ τόν τρόπο πού εἴπαμε. ῎Ετσι ἐξηγεῖται καί τό ῾προσκαρτεροῦντες᾽ τοῦ ἀποστόλου: νά ἐπιμένετε στήν προσευχή, τό ὁποῖο καί αὐτό ἀποτελεῖ διαφορετική διατύπωση τοῦ λόγου τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου ῾περί τοῦ δεῖν πάντοτε προσεύχεσθαι καί μή ἐκκακεῖν᾽.

3. Σπεύδουμε νά κάνουμε δύο διευκρινίσεις. Πρῶτον. ᾽Ασφαλῶς καί ὑφίσταται προσευχή καί ἐκτός τῆς χριστιανικῆς πίστεως. Κανείς δέν ἀρνεῖται ὅτι ἡ προσευχή ὡς ἀναφορά τοῦ ἀνθρώπου πρός τόν Θεό ἤ πρός κάτι ἀνώτερο ἀπό αὐτόν ὑπάρχει καί στίς ἄλλες θρησκεῖες. ᾽Αλλά ὑπάρχει μία τεράστια διαφορά: στίς ἄλλες θρησκεῖες οἱ ἄνθρωποι προσεύχονται ἀπευθυνόμενοι σέ κάτι πού ἀγνοοῦν ἤ ἀπλῶς ὑποψιάζονται. Ἡ ἁμαρτία δυστυχῶς πού εἰσῆλθε στό ἀνθρώπινο γένος ἀλλοίωσε τήν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου καί τόν ἔκανε νά χάσει τήν ἐπαφή του μέ τόν ἀληθινό Θεό. ῾Οπότε ἐνῶ ὁ Θεός ὑπάρχει οἱ ἄνθρωποι δέν Τόν γνωρίζουν. Στίς κραυγές καί τίς ἐναγώνιες φωνές τους ἡ ἀπάντηση συνήθως εἶναι ὅ,τι σημειώνει ἡ Παλαιά Διαθήκη γιά τούς ἱερεῖς τοῦ Βάαλ ἐπί προφήτη ᾽Ηλία: ῾καί οὐκ ἦν φωνή οὐδέ ἀκρόασις᾽. Μόνο στίς περιπτώσεις πού ὑπάρχει καλή διάθεση καί γνήσια ἀναζήτηση τοῦ Θεοῦ ὁ Θεός ἀποδέχεται τίς προσευχές τῶν ἀνθρώπων καί τούς καθοδηγεῖ ἔτσι, ὥστε νά Τόν εὕρουν μέσα στήν ᾽Εκκλησία. Σάν τήν περίπτωση τοῦ ἀγίου Κορνηλίου πού οἱ προσευχές του καί οἱ ἐλεημοσύνες του ἀνέβαιναν ὡς θυμίαμα ἐνώπιον Αὐτοῦ, κατά τήν μαρτυρία τοῦ ἀποστόλου Πέτρου, γι᾽ αὐτό καί ἔστειλε τόν ἀπόστολο νά κηρύξει σ᾽ αὐτόν καί νά τόν βαπτίσει, ὥστε εἰσερχόμενος στήν ᾽Εκκλησία νά Τόν λατρεύσει ἀληθινά.

Δεύτερον. Μέ τά παραπάνω ἀναφερθέντα γίνεται σαφές ὅτι προσευχή ἀληθινή ὑπάρχει, ὅπως εἴπαμε, ἐκεῖ πού ὁ ἄνθρωπος καί εἶναι μέλος Χριστοῦ καί  ἀγωνίζεται πνευματικά στήν ἀσκητική ὁδό τῆς πίστεως διά τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ. Γιά νά τό ξανατονίσουμε: μόνον ὡς μέλος Χριστοῦ μπορεῖ νά προσευχηθεῖ ὅπως πρέπει ὁ χριστιανός. Κι αὐτό θά πεῖ ὅτι ἀτομική προσευχή ξέχωρα ἀπό τούς ἄλλους δέν ὑπάρχει. ῎Οχι ὅτι δέν προσεύχεται μόνος του ὁ χριστιανός, ἀλλά καί αὐτή ἡ κατ᾽ ἰδίαν προσευχή θεωρεῖται ὡς προέκταση καί συνέχεια τῆς λειτουργικῆς προσευχῆς, τῆς μετά τῶν ἁγίων γινομένης. ᾽Από τήν ἄποψη αὐτή ὁ χριστιανός προσεύχεται λειτουργούμενος στήν ᾽Εκκλησία καί συνεχίζει τήν λειτουργία αὐτῆς στήν καθημερινή του βιοτή. Γι᾽ αὐτό κάθε λόγος, κάθε πράξη καί κάθε σκέψη ἑνός τέτοιου χριστιανοῦ ἔχει σφραγίδα ἐκκλησιαστική κι ὅλη ἡ ζωή του ἔτσι εἶναι ἕνα λιβανωτό πρός τόν Κύριο. ῾Ο χριστιανός δηλαδή δέν κάνει προσευχές. ῎Εχει γίνει καί εἶναι ὁ ἴδιος προσευχή.

 Συχνά στά διάφορα Γεροντικά διαβάζουμε ὅτι πολλοί ὅσιοι ἀββάδες ἐξέφραζαν τό παράπονό τους ὅτι οἱ χριστιανοί, ἀκόμη κι οἱ καλόγεροι, ἀφήσανε τό κύριο ἔργο τους, τήν προσευχή, καί ἀσχολοῦνται μέ τά πάρεργα, τά διάφορα διακονήματα καί τίς ἄλλες κατασκευές γιά τό μοναστήρι τους. Κι ἀκόμη διαβάζουμε  στά ἴδια κείμενα γιά ἀσκητές πού ὅταν τούς καλοῦσαν μετά ἀπό κάποια συζήτηση  ἤ μετά ἀπό τό φαγητό νά κάνουν προσευχή, ἐκεῖνοι μέ ἀπορία ἔλεγαν: ῾Μά τόση ὥρα τί κάναμε; ῾Η συζήτησή μας ἤ καί τό φαγητό μας δέν ἦταν παράλληλα καί προσευχή;᾽ Πίσω ἀπό τό παράπονό τους ἤ τήν ἀπορία τους βρίσκεται ἡ παραπάνω βαθειά θεολογία τῆς ᾽Εκκλησίας μας γιά τήν προσευχή ὡς ἔκφραση τοῦ ἐν Χριστῷ ἀνθρώπου. Μακάρι τό ἦθος αὐτῶν τῶν ἁγίων ἀσκητῶν νά γίνεται τό μέτρο καί τό δικό μας. Γιατί ἤ θά σπεύδουμε ἔστω καί ἐπ᾽ ἐλάχιστον νά τό ἀντιγράφουμε ἤ θά ὁδηγούμαστε σέ δάκρυα μετανοίας καί πένθους γιά τήν ἀμέλειά μας. Εἴτε τό ἕνα εἴτε τό ἄλλο πάντως εἶναι ὁδός σωτηρίας.

Σάββατο 23 Ιουλίου 2022

ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΣΤ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ


ΕΥΑΓΓΕΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Ματθ. 9, 1-8)

Τῶ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐμβὰς ὁ Ἰησοῦς εἰς πλοῖον διεπέρασεν καὶ ἦλθεν εἰς τὴν ἰδίαν πόλιν. Καὶ ἰδοὺ προσέφερον αὐτῷ παραλυτικὸν ἐπὶ κλίνης βεβλημένον.  Καὶ ἰδὼν ὁ Ἰησοῦς  τὴν  πίστιν  αὐτῶν  εἶπεν  τῷ παραλυτικῷ· Θάρσει, τέκνον· ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου. Καὶ ἰδού τινες τῶν γραμματέων εἶπον ἐν ἑαυτοῖς· Οὗτος βλασφημεῖ. Καὶ  εἰδὼς ὁ Ἰησοῦς  τὰς ἐνθυμήσεις  αὐτῶν  εἶπεν· Ἵνα τί ὑμεῖς ἐνθυμεῖσθε πονηρὰ ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν; τί γάρ ἐστιν εὐκοπώτερον, εἰπεῖν, ἀφέωνταί σου αἱ ἁμαρτίαι, ἢ εἰπεῖν, ἔγειρε καὶ περιπάτει; ἵνα δὲ εἰδῆτε ὅτι ἐξουσίαν ἔχει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐπὶ τῆς γῆς ἀφιέναι ἁμαρτίας –τότε λέγει τῷπαραλυτικῷ· Ἐγερθεὶς ἆρόν σου τὴν κλίνην καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου. Καὶ ἐγερθεὶς ἀπῆλθεν εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ. Ἰδόντες δὲ οἱ ὄχλοι ἐθαύμασαν καὶ ἐδόξασαν τὸν Θεὸν τὸν δόντα ἐξουσίαν τοιαύτην τοῖς ἀνθρώποις.

 

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἐκεῖνο  τὸν  καιρό, ὁ Ἰησοῦς ἐπιβιβάστηκε  στὸ πλοῖο,  διέσχισε  τή λίμνη καί ἦρθε στήν πόλη του. Τότε τοῦ ἔφεραν ἕναν παράλυτο ξαπλωμένο σ’ ἕνα κρεβάτι. Ὅταν εἶδε ὁ Ἰησοῦς τήν πίστη τους, εἶπε στόν παράλυτο: «Θάρρος, παιδί μου, σοῦ συγχωρήθηκαν οἱ ἁμαρτίες σου». Τότε μερικοί ἀπό τούς γραμματεῖς εἶπαν μέσα τους: «Μά αὐτός προσβάλλει τόν Θεό». Ὁ Ἰησοῦς ὅμως, πού κατάλαβε τίς σκέψεις τους, εἶπε: «Γιατί κάνετε πονηρές σκέψεις; Τί εἶναι εὐκολότερο νά πῶ: “σοῦ συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες” ἤ νά πῶ: “σήκω καί περπάτα”; Γιά νά μάθετε  λοιπόν  πώς ὁ Υἱός  τοῦ Ἀνθρώπου ἔχει  τήν ἐξουσία  νά συγχωρεῖ ἁμαρτίες πάνω στή γῆ» –λέει στόν παράλυτο: «Σήκω, πάρε τό κρεβάτι σου καί πήγαινε στό σπίτι σου». Ἐκεῖνος σηκώθηκε καί πῆγε στό σπίτι του. Ὅταν ὁ κόσμος τό εἶδε αὐτό ἔμειναν κατάπληκτοι καί  δοξολόγησαν  τό  Θεό,  πού ἔδωσε  τέτοια ἐξουσία  στούς ἀνθρώπους.

 


ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ (Ρωμ. 12, 6-14)

Ἀδελφοί, ἔχοντες  χαρίσματα  κατὰ τὴν  χάριν  τὴν  δοθεῖσαν ἡμῖν διάφορα, εἴτε προφητείαν, κατὰ τὴν ἀναλογίαν τῆς πίστεως, εἴτε διακονίαν, ἐν τῇ διακονίᾳ, εἴτε ὁ διδάσκων, ἐν τῇ διδασκαλίᾳ, εἴτε ὁ παρακαλῶν, ἐν  τῇ παρακλήσει, ὁ μεταδιδοὺς, ἐν ἁπλότητι, ὁ προϊστάμενος, ἐν  σπουδῇ, ὁ ἐλεῶν, ἐν ἱλαρότητι. Ἡ ἀγάπη ἀνυπόκριτος. Ἀποστυγοῦντες τὸ πονηρόν, κολλώμενοι τῷ ἀγαθῷ, τῇ φιλαδελφίᾳ εἰς ἀλλήλους  φιλόστοργοι,  τῇ τιμῇ ἀλλήλους προηγούμενοι, τῇ σπουδῇ μὴ ὀκνηροί, τῷ πνεύματι ζέοντες, τῷ Κυρίῳ δουλεύοντες, τῇ ἐλπίδι  χαίροντες,  τῇ θλίψει ὑπομένοντες,  τῇ προσευχῇ προσκαρτεροῦντες, ταῖς χρείαις τῶν ἁγίων κοινωνοῦντες, τὴν φιλοξενίαν διώκοντες. Eὐλογεῖτε τοὺς διώκοντας ὑμᾶς, εὐλογεῖτε καὶ μὴ καταρᾶσθε.

 

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΔΟΣΗ

Ἀδελφοί, ἡ χάρη  τοῦ Θεοῦ μᾶς ἔδωσε  διάφορα  πνευματικά χαρίσματα: Ἄλλος εἶναι προφήτης, γιά νά κηρύττει ἀνάλογα μέ τόν βαθμό τῆς πίστεώς του· ἄλλος ἔχει τό χάρισμα τῆς διακονίας, γιά νά προσφέρει τίς ὑπηρεσίες του. Τό ἴδιο νά κάνει κι ὁδάσκαλος τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ μέ τή διδασκαλία· κι ὅποιος ἔχει τό χάρισμα νά στηρίζει τούς ἀδερφούς, νά τούς στηρίζει. Ἀλλά κι ὅποιος μοιράζει τά ἀγαθά του μέ τούς ἄλλους, νά τό κάνει μέ ἁπλότητα· ὁ προϊστάμενος νά δείχνει ζῆλο γιά τό ἔργο του· ὅποιος μοιράζει τίς ἐλεημοσύνες νά τό κάνει  μέ  καλοσύνη. Ἡ ἀγάπη  σας  νά  εἶναι  εἰλικρινής.  Νά ἀποστρέφεστε τό κακό καί νά ἀκολουθεῖτε τό καλό. Νά δείχνετε μέ στοργή τήν ἀγάπη σας γιά τούς ἄλλους πιστούς. Νά συναγωνίζεστε ποιός θά δείξει περισσότερη ἐκτίμηση στόν ἄλλο. Μήν εἶστε ὀκνηροί σ’ ὅ,τι πρέπει νά δείχνετε ζῆλο, νά ἔχετε πνευματικό ἐνθουσιασμό, νά ὑπηρετεῖτε τόν Κύριο. Ἡ ἐλπίδα νά σᾶς δίνει χαρά. Νά ἔχετε ὑπομονή στίς δοκιμασίες. Νά ἐπιμένετε στήν προσευχή. Νά βοηθᾶτε τούς ἄλλους  χριστιανούς, ὅταν  βρίσκονται  σέ ἀνάγκη,  καί  νά ἐπιδιώκετε νά φιλοξενεῖτε τούς ἀδερφούς. Νά προσεύχεστε γιά τό καλό τῶν διωκτῶν σας, νά ζητᾶτε τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ γι’ αὐτούς κι ὄχι νά τούς καταριέστε.

Δευτέρα 18 Ιουλίου 2022

ΤΑ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΑ ΘΑΥΜΑΤΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΤΑ ΠΑΡΑΤΗΡΟΥΜΕ

 


«Και τώρα ακόμα υπάρχουν όχι λίγοι ασκητές, που τους απέκρυψε ο Κύριος, και γι’ αυτό δεν κάνουν φανερά θαύματα, αλλά στις ψυχές τους συμβαίνουν καθημερινά θαυμάσια μεγάλα, που μένουν απαρατήρητα για τους πολλούς. Να ένα θαύμα: Όταν η ψυχή ρέπει προς την υπερηφάνεια, τότε πέφτει στο σκοτάδι και στην ακηδία∙ όταν όμως ταπεινωθεί, τότε έρχεται χαρά και κατάνυξη και φως» (Οσίου Σωφρονίου, Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, Ι. Μ. Τιμίου Προδρόμου Έσσεξ Αγγλίας, 1988). 

 

Οι περισσότεροι χριστιανοί, όταν ακούνε ή διαβάζουν για κάποιον  εν ζωή άγιο που κάνει θαύματα, κυρίως ιάσεως ασθενειών, ψυχικών και σωματικών, αποδύονται σε κάθε κόπο προκειμένου να τον επισκεφτούν ει δυνατόν, να πάρουν την ευχή του, να του πουν το πρόβλημά τους, να θεραπευτούν για να αποκατασταθεί η υγεία τους. Κι είναι βαθιά ανθρώπινο τούτο, γιατί κανείς δεν θέλει να οδυνάται και να ταλαιπωρείται σ’ έναν κόσμο που έτσι κι αλλιώς αυτό που κυρίως «προσφέρει» είναι ο πόνος και η δυσκολία, λόγω της πτώσεως του ανθρώπου στην αμαρτία. Κι αυτή η σπουδή προς αναζήτηση του αγίου γίνεται και όταν βεβαίως ο άγιος έχει απέλθει από τον κόσμο τούτο, αλλά υπάρχει το σκήνωμά του, υπάρχει η θαυματουργή ίσως εικόνα του, υπάρχει ο τάφος του, υπάρχουν διάφορα αντικείμενά του που κι αυτά έχουν αγιαστεί από το άγγιγμά του. Απλώς χρειάζεται να βρίσκεται σε επιφυλακή ο κάθε πονεμένος άνθρωπος, ώστε η καταφυγή του στον άγιο να βρίσκει όντως τα χαρακτηριστικά της αγιότητας, όπως η Εκκλησία μας τα περιγράφει απαρχής της ιδρύσεώς της από τον Κύριο Ιησού Χριστό και μετέπειτα. Διότι δεν παύει να εργάζεται στον κόσμο και ο Πονηρός διάβολος, ο οποίος συχνά «μετασχηματίζεται εις άγγελον φωτός» κατά τον απόστολο Παύλο, προκειμένου να πλανά τους ανθρώπους. Σημασία πάντως έχει το γεγονός ότι οι πολλοί αναζητούν τον θαυματουργό άγιο, γιατί καταλαβαίνουν, και σωστά, ότι εκεί υπάρχει μία ξεχωριστή παρουσία της χάρης του Θεού – ο Θεός είναι εκείνος που αναδεικνύει τους αγίους Του και τους δίνει τα χαρίσματά Του για να τα αντιπροσφέρουν στους συνανθρώπους τους: «δωρεάν ελάβετε, δωρεάν δότε». Μη ξεχνάμε ότι ο Κύριος δρα στον κόσμο μέσω συνήθως των ανθρώπων Του, όπως άλλωστε το έδειξε και με την ενανθρώπησή Του: έγινε άνθρωπος για να σώσει τον άνθρωπο.

Ο άγιος Σιλουανός επισημαίνει όμως και μία άλλη διάσταση του θαύματος που ενώ υφίσταται και μάλιστα καθημερινά, μένει απαρατήρητη, καθώς γράφει, στους πολλούς. Είναι όχι τα εξώφθαλμα των γνωστών αγίων θαύματα, αλλά εκείνα «τα καθημερινά θαυμάσια που συμβαίνουν στις ψυχές αφανών αγίων», τα οποία από ό,τι αφήνει να κατανοήσουμε ο όσιος δεν είναι μικρότερα και αποτελεσματικότερα από ό,τι τα θεωρούμενα μεγάλα. Κι είναι η συμβολή του μεγάλου Σιλουανού εν προκειμένω, γιατί με τη χάρη που του έδωσε ο Θεός μάς καθοδηγεί ώστε να ανοίξουν και τα δικά μας μάτια στην κρυμμένη πραγματικότητα, η οποία συνιστά την αληθινή και βαθιά πραγματικότητα του κόσμου μας. Αυτό δεν λέει και ο απόστολος Παύλος, όταν μας προτρέπει να μην επικεντρώνουμε την προσοχή μας σε ό,τι φαίνεται με τις σωματικές αισθήσεις, στα «βλεπόμενα», αλλά στα «μη βλεπόμενα», στο βάθος του κόσμου μας που είναι η ενέργεια της χάρης του Θεού που διακρατεί τα σύμπαντα και είναι αιώνια. «Ου σκοπούμεν τα βλεπόμενα αλλά τα μη βλεπόμενα. Τα γαρ βλεπόμενα πρόσκαιρα, τα δε μη βλεπόμενα αιώνια». Κι αυτό βεβαίως γιατί μας δίνει ο Θεός τη χάρη να «περιπατούμε διά πίστεως» και όχι μόνο με τις αισθήσεις. Η πίστη είναι εκείνη που αποτελεί το όμμα της ψυχής για να συλλαμβάνουμε τις υπεραισθητές πραγματικότητες, που είναι πολλαπλασίως πιο πραγματικές από τις αισθητές. Στον άπιστο διαφεύγει το βάθος αυτό, γιατί λειτουργεί ως τυφλός. Και είναι τυφλός, γιατί τα μάτια του ή είναι κατεστραμμένα από την πονηρία του ή είναι καλυμμένα από την αχλύ ακόμα των παθών του.

Ποια είναι αυτά τα θαυμάσια, τα καθημερινά και μεγάλα που ζουν οι αφανείς άγιοι, γιατί ο Θεός δεν θέλει να τους αποκαλύψει; Ο όσιος Σιλουανός γίνεται ο παρήγορος καθοδηγητής μας: είναι όλα εκείνα που έχουν τον χαρακτήρα πράγματι του θαύματος και που τα ζει κάθε γνήσιος πιστός του Κυρίου που αγωνίζεται να θέσει τον εαυτό του πάνω στις άγιες εντολές Του. Ρέπει κάποιος στην υπερηφάνεια; σημειώνει∙ μόλις καταλάβει την εκτροπή από την οδό Κυρίου από τα αρνητικά συμπτώματα που τον καταλαμβάνουν: «σκοτάδι, ακηδία», και αρχίζει την προσπάθεια για ταπείνωση, εκεί «έρχεται χαρά και κατάνυξη και φως», εκεί δηλαδή έρχονται τα σημάδια της παρουσίας του Θεού. Και τι άλλο θεωρείται θαύμα για την πίστη μας, παρά μία αισθητή στον άνθρωπο φανέρωση της χάρης Του; Οπότε, κατά τον όσιό μας, όχι μόνο οι διάφοροι ασκητές, οι αφανείς άγιοι, αλλά και κάθε χριστιανός μέσα στον κόσμο, εφόσον έχει ενώπιόν του τις εντολές του Θεού και ζητεί από τον Κύριο δύναμη για να τις επιτελεί, κι εκείνος βρίσκεται μέσα στην παρουσία του θαύματος. Δεν αναζητεί σε άλλους τα θαύματα∙ ο ίδιος τα ζει στη δική του περιοχή, τη δική του ύπαρξη, το σώμα και την ψυχή του. Από την άποψη αυτή γίνεται κι αυτός ένας άμεσος θεατής, με την έννοια της προσωπικής εμπειρίας, του ίδιου του Θεού του, ο Οποίος δεν έχει μεγαλύτερη χαρά από το «μοιράζει» τον Εαυτό Του και να βρίσκει κατοικητήριά Του εκείνους που Τον θέλουν στη ζωή τους.

Δεν είναι μόνο ο όσιος Σιλουανός τελικώς που τονίζει την αλήθεια αυτή. Όλοι οι άγιοι Πατέρες μας μιλούν για τη δύναμη της πίστεως στον άνθρωπο, όταν αυτή τίθεται σε ενέργεια από την καλοπροαίρετη βούλησή του. Ο όσιος Ισαάκ ο Σύρος για παράδειγμα, θεωρεί ότι ο άνθρωπος σε οποιαδήποτε κατάσταση κι αν βρίσκεται, ακόμη και την πιο σκοτεινή, εφόσον «ξυπνήσει» και θελήσει να προσαρμόσει τη ζωή του σ’ αυτά που ο Κύριος επιτάσσει, θα δει στον εαυτό του το θαύμα της αναστάσεως που το χαρακτηρίζει «ανάσταση εκ νεκρών». Κι ασφαλώς πρόκειται στην ουσία για ό,τι ο Κύριος στην παραβολή του ασώτου αποκάλυψε: «ο υιός μου αυτός ήταν χαμένος και βρέθηκε, ήταν νεκρός και ξανάζησε». Γιατί ακριβώς βρήκε τον δρόμο της επιστροφής προς τον Θεό, δηλαδή μετανόησε. Η μετάνοια έτσι είναι το μεγαλύτερο θαύμα που μπορεί να βιωθεί στον κόσμο από τον κάθε άνθρωπο.   

Τετάρτη 13 Ιουλίου 2022

Η ΜΑΝΑ ΣΚΕΠΑΖΕΙ ΤΑ ΠΑΡΑΠΤΩΜΑΤΑ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΤΗΣ

 

«Σε κάποιον που μιλούσε υποτιμητικά για τα λάθη κάποιου άλλου είπε ο όσιος Πασιος ότι η μάνα σκεπάζει τα παραπτώματα του παιδιού της και δεν τα κοινολογεί. Το ίδιο πρέπει να κάνει και ο χριστιανός για τον συνάνθρωπό του» (Οσίου Παϊσίου Αγιορείτου, Διδαχές και Αλληλογραφία, εκδ. Η Μεταμόρφωσις του Σωτήρος, Μήλεσι, 2007). 

 

Έχει χαρακτηριστεί, και όχι τυχαία, ο άγιος της αγάπης – μολονότι δεν υπάρχει άγιος που η αγάπη να μη συνιστά το θεμέλιο και κάθε υλικό της ζωής του: πώς είναι δυνατόν άλλωστε όταν ο ίδιος ο Θεός μας «αγάπη εστί» που σημαίνει ότι και ο κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Αυτού άνθρωπος εξίσου την αγάπη αγωνίζεται να κάνει κτήμα της ύπαρξής του; Ο Κύριος την αγάπη, όπως Εκείνος βεβαίωσε την απεκάλυψε, δεν θεώρησε ως το γνώρισμα του αληθινού μαθητή Του; «Εν τούτω γνώσονται πάντες ότι εμοί μαθηταί εστέ, εάν αγάπην έχητε εν αλλήλοις». Χωρίς αγάπη, και όλες τις αρετές του κόσμου να έχει κανείς, δεν έχει τίποτε. Γιατί λείπει εκείνο που τις δίνει νόημα, λείπει ο ίδιος ο Θεός. Άγιος της αγάπης λοιπόν έχει χαρακτηριστεί στην εποχή μας ο μέγας όσιος Παΐσιος. Και θυμάμαι με συγκίνηση μία συνάντηση πριν αρκετά χρόνια με έναν, μακαριστό τώρα, ιερομόναχο αγιορείτη που τον είχαμε επισκεφτεί με ομάδα νέων παιδιών, όταν βρισκόταν αυτός σε μετόχι του Όρους στην Αττική, ο οποίος είχε γνωρίσει πολύ καλά τον όσιο μεγάλο Γέροντα. «Γέροντα», είχε ρωτήσει ένα παλληκάρι, «ποιο το στοιχείο που θα μας λέγατε ότι κυρίως αυτό χαρακτήριζε τον άγιο Παΐσιο;» Και η απάντηση του μακαριστού ιερομονάχου ήλθε άμεση και «αυτόματη»: «η αγάπη του. Ο Γερο-Παΐσιος είχε όλες τις αρετές, κυρίως όμως είχε αγάπη. Την αγάπη του Χριστού τη θυσιαστική, που κάνει τον άνθρωπο «κομμάτια» για χάρη του άλλου».

Αυτήν την αγάπη προβάλλει και το συγκεκριμένο παραπάνω περιστατικό. Ο όσιος παίρνει αφορμή από τη συμπεριφορά μιας μάνας απέναντι στα παιδιά της: είναι έτοιμη να τα δικαιολογήσει και να τα σκεπάσει, ό,τι κι αν έχουν κάνει. Γιατί τα θεωρεί «σπλάχνα» της, κομμάτι του εαυτού της. Πώς να στραφεί κανείς εναντίον του ίδιου του εαυτού του, αν έχει σώας τας φρένας του; Κι είναι η αγάπη της μάνας τύπος της αγάπης του Θεού απέναντί μας. Μερικός τύπος μάλιστα, γιατί η αγάπη του Θεού υπέρκειται και αυτής ακόμη της αγάπης – η αγάπη του Θεού κινείται σε επίπεδο απειρίας απέναντι στον άνθρωπο. Όπως σημειώνουν οι άγιοί μας ουδέποτε στη Γραφή παρουσιάζεται ο Θεός να αποκαλύπτει ενώπιον των άλλων τα αμαρτήματα ενός ανθρώπου. Πάντοτε τα σκεπάζει, τα δικαιολογεί, περιμένοντας με υπομονή τη μεταστροφή του και την εν επιγνώσει μετάνοιά του. Στο κατεξοχήν παράδειγμα μετανοίας, την παραβολή του ασώτου, ο Θεός Πατέρας το μόνο που κάνει για το απομακρυσμένο από Αυτόν παιδί Του είναι να το προσδοκά με αγάπη. Κι η αγάπη Του αυτή ήταν που κίνησε τον άσωτο σε μετάνοια όταν άρχισε να νιώθει αυτός τις οδύνες της ορφάνιας του. Κι όταν γυρίζει ταπεινωμένος και ντροπιασμένος στο Πατρικό σπίτι, ο Πατέρας που τον περιμένει δεν λέει τίποτε, δεν τον ελέγχει για τίποτε, παρά μόνο ανοίγει την τεράστια αγκαλιά Του για να τον αποκαταστήσει «όπου ην το πρότερον». Άλλωστε επάνω στον Σταυρό ο Κύριος που «αίρει τας αμαρτίας ημών» τι κάνει; Προσπαθεί και πάλι να μας δικαιολογήσει ενώπιον του Ουρανίου Πατέρα Του. «Πατέρα, συγχώρησέ τους, δεν ξέρουν τι κάνουν» - στην άγνοιά μας οφείλονται οι αμαρτίες μας.

Αλλά και σύνολη η Πατερική παράδοση αυτό πάντοτε δεν εξαγγέλλει; Την κίνηση αγάπης κατά το πρότυπο του Θεού μας που μας καλεί σε κάλυψη πάντοτε του συνανθρώπου μας. Κάλυψη με την έννοια της μη προσβολής του, της μη διακωμώδησής του, της μη ειρωνείας του, της μη εξουδένωσής του. Κι αν χρειαστεί κάποτε να αποκαλύψουμε το λάθος ή το αμάρτημα, τούτο γίνεται για την πράξη, για το γεγονός και όχι για το πρόσωπο του άλλου, προκειμένου να τον βοηθήσουμε στη μετάνοιά του. Διακρίνουμε το πρόσωπο από την αμαρτία, όπως το δίδαξε ο Κύριος στην περίπτωση της μοιχευομένης γυναίκας. «Ουδέ εγώ σε κατακρίνω. Ύπαγε και από του νυν μηκέτι αμάρτανε». «Την ώρα που θα σε σκεπάσεις το λάθος και το αμάρτημα του πλησίον σου, και ο Θεός θα σκεπάσει το δικό σου» σημειώνουν και οι όσιοι αββάδες του Γεροντικού.

Λοιπόν, ο άγιος Παΐσιος κινείται στη γραμμή του Χριστού, των αγίων Αποστόλων, των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας. Και μας λέει πως σαν τη μάνα κι εμείς, με αγάπη θυσιαστική δηλαδή, πρέπει να στεκόμαστε απέναντι στον κάθε συνάνθρωπό μας. Να σκεπάζουμε τα λάθη των άλλων, να μην τα κοινολογούμε. Διότι μία τέτοια αγάπη μας εντάσσει στο ποτάμι της αγάπης του Θεού και μας φέρνει στο σημείο της διαρκούς κοινωνίας μαζί Του. «Ο Θεός αγάπη εστί και ο μένων εν τη αγάπη εν τω Θεώ μένει και ο Θεός εν αυτώ». Κι αν η στάση αυτή θεωρείται δεδομένη για έναν χριστιανό απέναντι στον μεμονωμένο συνάνθρωπο, πόσο περισσότερο ισχύει τούτο απέναντι στην ίδια την Εκκλησία, το ζωντανό σώμα του Χριστού, την ίδια τη μάνα μας. Πόσοι χριστιανοί εύκολα γλιστρούμε στην αδιακρισία και την αντίθεη κατάσταση της κακολογίας για παράδειγμα των ποιμένων της Εκκλησίας, της αποκαλύψεως των θεωρουμένων από εμάς κακώς κειμένων αυτής, όχι γιατί δεν χρειάζεται να επισημαίνουμε τυχόν λάθη και παραλείψεις στο ανθρώπινό της, αλλά γιατί το κάνουμε εκεί που δεν πρέπει – σκοπός μας δεν είναι η διόρθωση αλλά η έκφραση της κακής διάθεσής μας. Αλλά την ώρα που θα κινηθούμε έτσι αδιάκριτα για την Εκκλησία, εκείνη την ώρα εξίσου αδιάκριτα κινούμαστε και ενάντια στον εαυτό μας. Γιατί υποτίθεται πως είμαστε μέλη αυτής και ο όποιος αδελφός, κληρικός ή όχι, είναι ο κρυμμένος Χριστός.

Τρίτη 12 Ιουλίου 2022

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΠΑΪΣΙΟΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ Ο ΔΙΟΡΑΤΙΚΟΣ

 


Σπανίως να βρεθεί άνθρωπος στην εποχή μας που να μη γνωρίζει τον όσιο Παΐσιο τον αγιορείτη. Έχουν ειπωθεί και γραφεί τόσα πολλά, ως και ταινίες έχουν γυριστεί γι’ αυτόν, ώστε και ο πιο «άσχετος» προς την εκκλησιαστική ζωή να έχει κάποια γνώση περί τούτου. Βεβαίως εκείνο που έχει σημασία για έναν πιστό είναι όχι να έχει γνώση και πληροφορίες κάποιων γεγονότων από τη ζωή του αγίου, αλλά να αποκτήσει προσωπική κοινωνία μαζί του μέσα στο ζωντανό σώμα του Χριστού, την Εκκλησία, (δεδομένου ότι εν Χριστώ όλοι είμαστε ένα), κάτι που επιτυγχάνεται με την αγάπη που ο πιστός τρέφει πρώτιστα προς τον Κύριο και έπειτα προς τους αγίους - η αγάπη ενεργοποιεί την πνευματική και μυστική αυτή πραγματικότητα της των πάντων ενότητας.

Η πορεία της επί γης ζωής του είναι γνωστή: Γεννημένος στα Φάρασα της Καππαδοκίας, το 1924, βαπτίστηκε από τον άγιο Αρσένιο τον Καππαδόκη τις ημέρες εξόδου των Φαρασιωτών και όχι μόνο προς τη μητέρα Ελλάδα, ο οποίος μάλιστα διορατικά θέλησε να τον αφήσει «στο ποδάρι του» καθώς είπε. Τα παιδικά και νεανικά του χρόνια τα πέρασε στην Κόνιτσα, αποδυόμενος στους πρώτους ασκητικούς αγώνες του, έως ότου έφυγε για τον Άγιον Όρος, όπου και μόνασε σε διάφορα μοναστήρια, για να επανακάμψει στην Κόνιτσα μετά από πληροφορία της Υπεραγίας Θεοτόκου στην ιερά Μονή Στομίου και από εκεί να φύγει για το Σινά, για λόγους πνευματικούς επί μία διετία (1962-1964). Μετά τη διετία αυτή οριστικά εγκαταστάθηκε στο Άγιον Όρος, όπου και μετά από λίγα χρόνια, το 1974, βρήκε αποκούμπι στην περιοχή Παναγούδα, τη μικρή Παναγία δηλαδή, κοντά στην πρωτεύουσα του Όρους τις Καρυές. Εκεί έγινε περισσότερο γνωστός στον πολύ κόσμο, γι’ αυτό και πλήθη συνέρρεαν καθημερινά για να τον δουν, να τον συμβουλευτούν, να τον παρακαλέσουν για ένα σοβαρό ή όχι πρόβλημά τους, μολονότι η φύση του ήταν ησυχαστική και ήθελε να αποφεύγει τους ανθρώπους προκειμένου να αφιερώνεται στην προσευχή. Προφανώς τούτο δεν ήταν το θέλημα του Θεού, γι’ αυτό και ο ίδιος έλεγε: «Θέλησα να αποφύγω τους ανθρώπους για χάρη του Θεού κι Εκείνος με έβαλε ακριβώς στο πρόγραμμα των ανθρώπων». Κι ήταν τούτο που επιβεβαίωνε τη μεγάλη αγιότητά του: δεν έκανε ό,τι ήταν αρεστό στον ίδιο αλλ’ ό,τι έβλεπε ως θέλημα του Κυρίου για εκείνον. Κεφάλαιο μεγάλο στη ζωή του ήταν οι διάφορες αρρώστιες που τον καταπονούσαν, για τις οποίες όμως ένιωθε ευγνώμων στον Θεό, γιατί ήταν εκείνες που του έδωσαν, καθώς έλεγε, τη μεγαλύτερη ώθηση προς αγιασμό του. «Αυτό που κέρδισα με τις αρρώστιες μου δεν μπόρεσα ποτέ να αποκτήσω με όλα τα χρόνια της ασκητικής μου ζωής» ομολογούσε. Στο τέλος, κατά προτροπή και παράκληση των φίλων και γνωστών του αναγκάστηκε να πάει στο νοσοκομείο, γιατί κατατρυχόταν από καρκίνο, μέχρις ότου άφησε εκεί την τελευταία του πνοή (1994) μέσα σε κλίμα παρόλες τις οδύνες του δοξολογίας προς τον Θεό. Άφησε μνήμη οσίου ανδρός, κάτι που η Εκκλησία μας επιβεβαίωσε διακηρύσσοντας την αγιότητά του το 2015. Η μνήμη του τιμάται στις 12 Ιουλίου, ημέρα της οσιακής κοιμήσεώς του. Το σεπτό λείψανό του αναπαύεται στο αγαπημένο του ιερό γυναικείο ησυχαστήριο που καθοδηγούσε, τον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο στη Σουρωτή της Θεσσαλονίκης, τόπο που συγκεντρώνει πάμπολλα πλήθη προσκυνητών από όλον τον κόσμο. Οι εκδόσεις του ιερού ησυχαστηρίου για τον άγιο, τόσο τα δικά του κείμενα όσο και αυτά που το μοναστήρι κατέγραψε από την εμπειρία με αυτόν, θεωρούνται μοναδικά και αποδίδοντα αυθεντικά το άρωμα της αγίας του ζωής.

Πολλές είναι οι ακολουθίες που εκδόθηκαν για τον άγιο και μία με πολλή αίσθηση και αγάπη προς αυτόν γραμμένη είναι της κ. Αδαμαντίας Καβάγια-Πιπεράκη. Με λυρισμό μοναδικό που «πατάει» όμως σε έδαφος ακραιφνώς ρεαλιστικό η σπουδαία υμνογράφος αποδίδει όλη την πορεία της ζωής του αγίου, διεισδύοντας όμως εμπνευσμένα και κατ’ αναλογία του βίου άλλων γνωστών οσίων και στα «άδυτα» του εσωτερικού του κόσμου. Το δοξαστικό μάλιστα των αίνων του όρθρου σε ήχο πλ. δ΄ νομίζουμε ότι συνιστά μία σύνοψη όντως του φαινομένου που λέγεται Παΐσιος.

«Δεῦτε πιστοί τόν τρισμακάριστον Παΐσιον ἀνυμνήσωμεν βροτόν ἐν οὐρανοῖς, ἐπί γῆς δε ἄγγελον. Οὗτος ζωήν τήν ἀγήρω ποθήσας ἐκ παιδός, καθυπέταξε Θεῷ τό θέλημα και μέγας ἐν ἀσκηταῖς ἀνεδείχθη∙ τήν γάρ σάρκα ἐδουλαγώγησε και ὑπήκοον τῷ πνεύματι ἐποίησε∙ τό δέ πνεῦμα ἐταπείνωσε και ὑποκάτω πάσης κτίσεως ἔθηκε. Διό ὁ Πλούσιος ἐν ἐλέει ἐπλούτισεν αὐτόν διά χαρισμάτων πνεύματος σοφίας, προφητείας τε και διοράσεως, προοράσεώς τε και διακρίσεως πνευμάτων, και ἀνέδειξεν αὐτόν ἀείῤῥοον ποταμόν ἰαμάτων ψυχῶν τε και σωμάτων. Ὅθεν και ἡμεῖς τον δοξασθέντα ἐν θαύμασι ζῶντα και μετά τέλος, ὅσιον Παΐσιον ἱκετεύσωμεν ἐκτενῶς τοῦ πρεσβεύειν προς Κύριον ἐλεηθῆναι τάς ψυχάς ἡμῶν». (Εμπρός πιστοί ας ανυμνήσουμε τον τρισμακάριστο Παΐσιο, ουράνιο άνθρωπο και επίγειο άγγελο. Αυτός αφού πόθησε την αιώνια ζωή από παιδί, υπέταξε το θέλημά του στον Θεό και αναδείχθηκε μέγας μεταξύ των ασκητών. Διότι δουλαγώγησε τη σάρκα του και την έκανε υπάκουη στο πνεύμα του. Το δε πνεύμα του το ταπείνωσε και το έβαλε κάτω από όλη τη δημιουργία. Γι’ αυτό ο Πλούσιος σε έλεος Κύριος τον πλούτισε με τα χαρίσματα του πνεύματος της σοφίας, της προφητείας και της διοράσεως, της προοράσεως και της διακρίσεως των πνευμάτων, και τον ανέδειξε ανεξάντλητο ποταμό ιαμάτων για τις ψυχές και τα σώματα. Λοιπόν και εμείς αυτόν που δοξάσθηκε και ζωντανός και μετά το τέλος του με θαύματα, τον όσιο Παΐσιο, ας τον ικετεύσουμε εκτενώς ώστε να πρεσβεύει προς τον Κύριο να ελεηθούν οι ψυχές μας).

Ποιο θεωρείται το κρισιμότερο στοιχείο στον ύμνο που χαρακτηρίζει τον άγιο; Ασφαλώς όχι τα χαρίσματα με τα οποία πλούσια τον χαρίτωσε ο Θεός: η προφητεία, η προόραση, η διόραση, η διάκριση των πνευμάτων, η θαυματουργία – αυτά θεωρούνται επακολουθήματα και δωρεές Εκείνου στον άγιο για να τα θέτει στην υπηρεσία του συνανθρώπου, κάτι που βεβαίως και έκανε. Αλλ’ ούτε και η μεγάλη παρρησία που είχε και έχει, ώστε με τη δύναμη της πρεσβείας του να «επηρεάζει» για εμάς την κρίση του Θεού – κι αυτό αποτέλεσμα της όλης αγιασμένης βιοτής του θεωρείται. Το κρίσιμο στοιχείο ήταν η υπακοή και η υποταγή που επέδειξε σε όλη τη ζωή του, και μάλιστα με αυξητικό τρόπο όσο περνούσαν τα χρόνια, στο θέλημα του Θεού. Ό,τι χαρακτηρίζει έναν άγιο, ένα συνεπή πιστό χριστιανό δηλαδή, είναι ακριβώς η ετοιμότητα υπακοής του όχι, όπως είπαμε και προηγουμένως για τον όσιο Παϊσιο, στο δικό του θέλημα, αλλά στο θέλημα του Θεού. Κατά τους νηπτικούς αγίους «το θέλημα, το ανθρώπινο δηλαδή, το εγωιστικό, συνιστά χάλκινο τείχος που χωρίζει τον άνθρωπο από τον Θεό». Γιατί ακριβώς στο θέλημα αυτό αποκαλύπτεται το περιεχόμενο της καρδιάς. Η επιβολή του δικού μου θελήματος φανερώνει ότι η καρδιά, δηλαδή όλος ο εσωτερικός μου κόσμος, είναι πλήρης από το (διεστραμμένο) Εγώ μου, συνεπώς δεν υπάρχει κανένας χώρος για την παρουσία της χάριτος του Θεού – το Εγώ χαρακτηρίζεται από την κυριαρχικότητα και την υπερηφάνεια, είναι από την άποψη αυτή το δαιμονικό στοιχείο στον άνθρωπο. Η υπακοή όμως ως η συνειδητή προσπάθεια παραμερισμού του εγωισμού ώστε να λειτουργήσει η χάρη του Θεού φανερώνει το ήθος του αγίου ανθρώπου που είναι το ήθος του ίδιου του Θεού μας. «Η υπακοή ζωή, η παρακοή θάνατος» συνήθιζαν και συνηθίζουν να μας υπενθυμίζουν πάντοτε οι άγιοι του Θεού, εξαγγέλλοντας αυτό που ουσιαστικά διαλαλεί η Αγία Γραφή. «Ο Υιός του Θεού έγινε άνθρωπος και ταπείνωσε τον εαυτό του γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δε σταυρού».

Και τι κινεί την ετοιμότητα αυτή υπακοής στον άγιο, όπως σημειώνει και η σεμνή υμνογράφος; Απολύτως σε όλους τους αγίους ο πόθος και η αγάπη για τον Θεό. «Πόθησε από παιδί ο Παΐσιος (Αρσένιος τότε) την αιώνια ζωή, δηλαδή τον ίδιο τον Θεό». Και ποιο το άμεσο αποτέλεσμα πριν έρθουν τα μεγάλα χαρίσματα; Η ισορροπία στη ζωή του με την έννοια της ορθής ιεράρχησής της. Στον Παΐσιο βλέπουμε πράγματι τι σημαίνει να ιεραρχείται η ανθρώπινη ζωή κατά τον τρόπο που θέλει ο Θεός: η σάρκα να υποτάσσεται με την άσκηση στο πνεύμα και το πνεύμα να αποκαλύπτει την αλήθεια του με την ταπείνωση, «το έχειν εαυτόν υποκάτω πάσης της κτίσεως». Η ταπείνωση δεν συνιστά το απόλυτο ρυθμιστικό στοιχείο της ζωής, επειδή αποτελεί τον μαγνήτη που μαγνητίζει τη χάρη του Θεού; «Ταπεινοίς ο Θεός δίδωσι χάριν». Στον όσιο Αγιορείτη λοιπόν βλέπουμε να προβάλλονται όλα τα γνωρίσματα της αγιότητας: αγάπη Θεού, υπακοή στο άγιο θέλημά Του, ταπείνωση, εγκράτεια και έλεγχος των άτακτων ορμών του σώματος, πνευματική ισορροπία, εμφάνιση χαρισμάτων, παρρησία μεγάλη ενώπιον του Θεού. Οπότε τι άλλο μπορεί να κάνει ένας πιστός που χειμάζεται στον κόσμο τούτο παρά να προσφεύγει και στον άγιο αυτόν που έχει την ιδιαιτερότητα να είναι των ημερών μας; Και η ιστορία της Εκκλησίας έχει δείξει ότι ο Θεός θέλει να ελεεί τον κόσμο του μέσω όλων ασφαλώς των  αγίων Του, περισσότερο όμως ίσως μέσω των αγίων της εκάστοτε εποχής.