Κυριακή 28 Φεβρουαρίου 2021

Η ΑΓΙΑ ΝΕΟΜΑΡΤΥΣ ΚΥΡΑΝΝΑ

 


«Η Αγία νεομάρτυς Κυράννα γεννήθηκε στο χωριό Αβυσσώκα ή Βυρσόκα, στη σημερινή Όσσα της Θεσσαλονίκης, από γονείς ευσεβείς και φιλόθεους. Στο Μαρτύριό της αναφέρεται ότι ήταν εξαιρετικά όμορφη. Αυτή η εξωτερική ομορφιά της Κυράννας, που δεν ήταν τίποτε άλλο από το αντικατόπτρισμα της εσωτερικής της ωραιότητας, αποτέλεσε και την αφορμή να οδηγηθεί στο μαρτύριο, καθώς κάποιος γενίτσαρος, εισπράκτορας των φόρων στο χωριό της Κυράννας, που την ερωτεύθηκε, προσπάθησε επανειλημμένα με κολακείες και δώρα να την ελκύσει και να την πείσει να αλλαξοπιστήσει, για να τη νυμφευθεί. Επειδή όμως η Κυράννα δεν αποδεχόταν τις κολακείες, ούτε πολύ περισσότερο τα δώρα του Τούρκου, αυτός νομίζοντας πως θα την κάμψει με τον φόβο άρχισε να την απειλεί ότι θα την βασανίσει σκληρά και τέλος θα την θανατώσει, αν δεν υποχωρήσει και δεν αρνηθεί την πίστη της. Αλλά ούτε αυτά τα μέσα έφεραν το ποθητό αποτέλεσμα για το γενίτσαρο. Τότε την οδήγησε βίαια στον κριτή της Θεσσαλονίκης και ψευδομαρτύρησε εναντίον της, ότι του είχε δηλώσει ότι θα αλλαξοπιστήσει για να τη νυμφευθεί, αλλά τελικά δεν τήρησε την υπόσχεσή της. Η Αγία Κυράννα με πνευματική ανδρεία ομολόγησε την πίστη της στον Χριστό. Έτσι οι Τούρκοι την οδήγησαν στη φυλακή.

Ο γενίτσαρος, που την οδήγησε στον κριτή, ζήτησε και έλαβε την άδεια του Αλή Εφέντη, μπέη του κάστρου της Θεσσαλονίκης, να επισκέπτεται την Αγία στη φυλακή, όπου με κολακείες αλλά και βασανιστήρια προσπαθούσε να την μεταπείσει. Όταν έφευγε αυτός, συνέχιζε τα βασανιστήρια ο δεσμοφύλακας, τον οποίο έλεγχαν για την σκληρότητά του τόσο οι υπόλοιποι φυλακισμένοι, όσο και κάποιος άλλος φύλακας Χριστιανός.

Κάποια φορά ο γενίτσαρος επισκέφθηκε και πάλι την Αγία στη φυλακή και την βασάνισε μέχρι θανάτου. Ο Χριστιανός φύλακας επέπληξε τότε δριμύτατα τον δεσμοφύλακα και τον απείλησε ότι θα τον καταγγείλει στο πασά, επειδή επέτρεπε να εισέρχονται στη φυλακή παράνομα άνθρωποι ξένοι και να βασανίζουν τους φυλακισμένους. Έτσι, όταν μετά από λίγο ο γενίτσαρος ξαναήλθε στη φυλακή, φοβούμενος ο δεσμοφύλακας, δεν του επέτρεψε την είσοδο. Αυτός τότε τον κατήγγειλε στον Αλή Εφέντη, ο οποίος τον κάλεσε και τον επέπληξε, γιατί παράκουσε τις διαταγές του. Ύστερα από αυτό το γεγονός, ο δεσμοφύλακας επέστρεψε οργισμένος στη φυλακή και ξέσπασε πάνω στην Κυράννα, την οποία κρέμασε και άρχισε να χτυπά αλύπητα. Μπροστά σε αυτό το θέαμα όλοι οι φυλακισμένοι, ακόμη και οι Μωαμεθανοί, άρχισαν να διαμαρτύρονται και να καταφέρονται εναντίον του δεσμοφύλακος, ο οποίος άφησε την Αγία κρεμασμένη κι έφυγε. Ήταν 28 Φεβρουαρίου του 1751 μ.Χ.

Κατά τις πρώτες πρωϊνές ώρες ένα θείο φως κάλυψε ξαφνικά το σώμα της Αγίας Κυράννας, η οποία άφησε την τελευταία της πνοή, και ύστερα εξαπλώθηκε σε όλη την φυλακή. Μπροστά σε αυτό το θαύμα οι Χριστιανοί ευχαριστούσαν τον Κύριο, ενώ οι Μωαμεθανοί ενόμιζαν ότι ήταν φωτιά και τρομοκρατήθηκαν.

Ο Χριστιανός φύλακας, ο οποίος πήγε να κατεβάσει την κρεμασμένη Αγία, τη βρήκε νεκρή. Στο μεταξύ το φως είχε υποχωρήσει, αλλά παρέμενε σε όλο το χώρο μια άρρητη ευωδία. Ο φύλακας τότε, περιποιήθηκε το ιερό λείψανο της Μάρτυρος, το οποίο την επόμενη μέρα παρέλαβαν οι Χριστιανοί και το ενταφίασαν έξω από τη Θεσσαλονίκη. Στο Συναξάρι της Νεομάρτυρος αναφέρεται ότι το σκήνωμα της Αγίας ενταφιάσθηκε «ἔξω τῆς πόλεως, ἐκεῖ ὅπου ἐνταφιάζονται καὶ τῶν λοιπῶν Χριστιανῶν τὰ λείψανα», δηλαδή στο Κοιμητήριο της Αγίας Παρασκευής»[1].

Ο πασίγνωστος μακαριστός υμνογράφος π. Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης μπροστά στο φαινόμενο Κυράννα, μπροστά δηλαδή σε μία απλή παρθένο κόρη που αναδεικνύεται σε γίγαντα αρετής με ατσαλένια θέληση που θα τη ζήλευαν και οι πιο σκληροτράχηλοι ήρωες,   επισημαίνει με θαυμασμό, πρώτα από όλα, τι κρυβόταν πίσω από την απαλότητα[2] του σαρκίου της και τη νεανικότητά της: μία καρδιά που «ολικώς»[3] ήταν στραμμένη προς τον Κύριο Ιησού Χριστό. Ό,τι δηλαδή επισημαίνουμε σε όλους τους μεγάλους αγίους: τη φλεγόμενη από έρωτα Θεού καρδιά τους, το ίδιο επισημαίνουμε και στην αγία νεομάρτυρα Κυράννα[4]. Και τι λέει στηρίζοντας αγιογραφικά την περίπτωσή της; Η Κυράννα ανήκει σε εκείνους τους πιστούς που λόγω της ετοιμότητάς της αποδέχτηκε τη φωτιά που ήλθε ο Χριστός να βάλει. «Είχες ως πλούτο της ψυχής σου το πυρ της θείας αγάπης, το οποίο ήλθε ο Χριστός να βάλει στη γη»[5] (δοξ. αποστ.) σημειώνει συγκεκριμένα. Ο Χριστός δηλαδή, αποκαλύπτει ο Ευαγγελικός λόγος, δεν ήλθε ως ένας απλός δάσκαλος, ξερός και αυστηρός για να υποδείξει έναν δρόμο στη ζωή. Είναι ο ίδιος ο Θεός, που «ως πυρ» έρχεται να ανάψει φωτιές. Και το αποκαλύπτει: «Πυρ ήλθον βαλείν επί της της και τι θέλω ει ήδη ανήφθη»[6].

Με το ερμηνευτικό αυτό κλειδί εξηγεί ο άγιος υμνογράφος το ακατανόητο για τα ανθρώπινα δεδομένα μαρτύριό της: και όλες τις σκληραγωγίες που υπέστη – σε βαθμό που αντιδρούσαν και οι αλλόπιστοι – αλλά και το υπερφυές φως που παρουσιάστηκε την ώρα της εκπνοής της. Δεν ήταν μόνο το φως του Χριστού που ενισχύει γενικά τους μάρτυρες την ώρα των βασάνων τους. Ήταν το λαμπρό φως Του που την ώρα της εκπνοής της μάρτυρος φανέρωνε τη θριαμβευτική είσοδό της στη Βασιλεία του Θεού. Ο υμνογράφος θεωρεί το γεγονός πράγματι ιδιαίτερο, γι’ αυτό και πολλές φορές το επισημαίνει.

Ενδεικτικά: «Καλλιπάρθενε μάρτυς, έλαμψε ουράνιο φως στη φυλακή και κατεκάλυψε το θείο σώμα σου, όταν έδινες πίσω το πνεύμα σου στα χέρια του Δημιουργού σου, το πνεύμα που έγινε λαμπρό από τη άθληση του μαρτυρίου»[7] (στιχ. εσπ.). «Αφού έγινες λαμπρή σαν το χρυσάφι και έλαμψες παραπάνω και από τον ήλιο, ανήλθες κρατώντας λαμπάδα στον ουράνιο θάλαμο»[8] (Λιτή).

Αφήνοντας κατά μέρος ωραίες «πινελιές» για την αγία του μακαριστού υμνογράφου, όπως ότι χρησιμοποιεί το όνομά της για να δηλώσει ότι με τη ζωή και το μαρτύριό της επιβεβαίωσε την αλήθεια του: Κυράννα – Κυρία των παθών της και των βασάνων της[9], στεκόμαστε ξεχωριστά σ’ έναν ύμνο από τη λιτή (ήχος β΄) που νομίζουμε ότι έχει ευρύτερη σημασία για την εν γένει πνευματική ζωή. «Καθώς σου επιτέθηκε ο εχθρός με βάσκανο μάτι, προσπαθούσε να διασκορπίσει τον πλούτο της ψυχής σου, Κυράννα νύμφη του Θεού. Εσύ όμως επειδή ατένιζες προς τον Χριστό με τα μάτια του νου, καθόλου δεν σαλεύτηκες από την ανώτερη στάση σου, και με ανδρεία γνώμη διαπέρασες το στάδιο των Μαρτύρων»[10].

Τι επισημαίνει ο ποιητής μας και δι’ αυτού η Εκκλησία; Ότι ο χριστιανός έχει να αντιμετωπίσει τις πνευματικές επιθέσεις του διαβόλου και των οργάνων του, ανεξάρτητα από το αν ο ίδιος δίνει κάποιο δικαίωμα σ’ αυτό – σαν την αγία που βρισκόταν διαρκώς σε πορεία σεμνότητας και ανεπίληπτου ήθους. Όμως ο Πονηρός πάντοτε καραδοκεί, διότι του δίνει το δικαίωμα βεβαίως ο Κύριος, προκειμένου διά των επιθέσεών του να γίνει ο πιστός περισσότερο δόκιμος και να λάβει αυξημένα πνευματικά στεφάνια. Το επισημαίνει,  όπως γνωρίζουμε, η Γραφή διά του αποστόλου Πέτρου: «ὁ ἀντίδικος ἡμῶν διάβολος ὡς λέων ὠρυόμενος περιπατεῖ ζητῶν τίνα καταπίῃ»[11]. Είναι δεδομένη λοιπόν η αντίθεση και η επίθεση του Πονηρού κατά του χριστιανού. Υπάρχει όμως και ο τρόπος άμυνας, που συνιστά και τη σπουδαιότερη επίθεση, κι αυτόν τον τρόπο επισημαίνει ο υμνογράφος μέσα από το παράδειγμα της αγίας. Τι έκανε η αγία[12]; Μπορεί να επιχειρούσε ο εχθρός γενίτσαρος να την φέρει στα νερά του, όπως λέμε, και μάλιστα με βάσκανο βλέμμα, ἄρα γενόμενος υποχείριο του διαβόλου – αυτό δεν είναι η βασκανία[13]; Η ενέργεια του πονηρού μέσα από ανθρώπους που τους χρησιμοποιεί ως όργανά του: είτε με την όραση είτε με τα λόγια είτε με μαγείες κλπ. – όμως η αγία ουδόλως πτοήθηκε και παρασαλεύτηκε, γιατί το δικό της βλέμμα, ο εσωτερικός της οφθαλμός, δηλαδή ο νους της, ήταν αδιάκοπα προσηλωμένος με προσοχή και ένταση στον Ιησού Χριστό.

Οι άγιοι Πατέρες μάς αποκαλύπτουν και τις μεθοδείες του διαβόλου αλλά κυρίως τη δική μας μέθοδο αποφυγής των παγίδων του. Και ναι μεν λένε πως υπάρχει η δυνατότητα του αντιρρητικού πολέμου – να πολεμά κανείς με τη λογική, με την Αγία Γραφή ό,τι υποβάλλει εκείνος – μπορεί να αποδύεται κανείς σε ασκητικά μέσα σκληρά, όπως τις νηστείες, τις σκληραγωγίες κλπ., όμως το σημαντικότερο και το σπουδαιότερο εξ όλων των μεθόδων είναι η περιφρόνηση του πονηρού με τον μοναδικό τρόπο που κατακαίεται: τη στροφή της προσοχής στον Κύριο. Αυτό δεν έλεγε, για να θυμηθούμε μόνο έναν από τους τελευταίους Πατέρες και αγίους, και ο άγιος Πορφύριος; Στο σκοτάδι το μόνο που κάνουμε είναι να ανάβουμε το φως[14].

Η αγία Κυράννα, στην οποία υποκλινόμαστε μαζί με την ιδιαίτερη πατρίδα της την Όσσα[15], μας καθοδηγεί με τη ζωή της. Και με την παρρησία που έχει ενώπιον του Κυρίου ως καλή Του νύμφη, την παρακαλούμε να εύχεται και για εμάς.   



[1] Ιστολόγιο: Ορθόδοξος Συναξαριστής.

[2] «Τοῦ Κυρίου τὰ στίγματα ἔφερες τῷ ἁπαλῷ σου σώματι» (Δόξα Λιτής).

[3] «τὸν γὰρ Κύριον τῶν κυρίων, ὁλικῶς Χριστὸν ἀγαπήσασα» (Λιτή ήχ. α΄).

[4] Βλ. για παράδειγμα: «Χαίροις Παρθενομάρτυς Χριστοῦ, ἡ τοῦ Σωτῆρος πτερωθεῖσα τῷ ἔρωτι» (απ. εσπ.).

[5] «Τῆς θείας ἀγάπης, ἐν τῇ ψυχῇ τὸ πῦρ πλουτήσασα, ὃ βαλεῖν ἐπὶ τῆς γῆς, ἐλήλυθε Χριστός».

[6] Λουκ. 12, 49.

[7]«Φῶς οὐράνιον ἔλαμψεν, ἐν εἱρκτῇ καλλιπάρθενε, καὶ τὸ θεῖον σῶμά σου κατεκάλυψεν, ὅτε εἰς χεῖρας τοῦ κτίστου σου, ἀπέδως τὸ πνεῦμά σου, τῇ ἀθλήσει λαμπρυνθέν».

[8] «Ως χρυσὸς λαμπρυνθεῖσα, καὶ ὑπὲρ ἥλιον λάμψασα, λαμπαδοφόρος ἀνῆλθες, εἰς τὸν οὐράνιον θάλαμον».

[9] Στίχοι συναξαρίου. Βλ. και Δοξαστικό στιχ. εσπ.: «χαίροις ἡ τὴν κλῆσιν τῇ πράξει σφραγίσασα» κ.α.

[10] «Βασκάνῳ ὄμματι, ἐπελθών σοι ὁ ἐχθρός, τὸν τῆς ψυχῆς σου πλοῦτον, ἐπειρᾶτο συλᾶν, Κυράννα θεόνυμφε· σὺ δὲ Χριστῷ ἀτενίζουσα, ὄμμασι νοός, οὐδαμῶς σεσάλευσαι, τῆς κρείττονος στάσεως, καὶ ἀνδρείᾳ γνώμῃ, τὸ τῶν Μαρτύρων ὑπῆλθες στάδιον».

[11] Α΄Πέτρ. 5, 8.

[12] «ταῖς τοῦ ἐχθροῦ γὰρ μεθοδείαις, ἐν συνέσει πολλῇ, καὶ ἀνδρείᾳ φρενῶν ἀντικατέστη» (αντιπαραβλήθηκε στις μεθόδους του εχθρού με πολλή σύνεση και ανδρεία φρενών) (Δοξ. αίνων).

[13] Βλ. ευχή βασκανίας από το Ευχολόγιο της Εκκλησίας.

[14] «Άφησε τον αυτόν, μου έλεγε ο π. Πορφύριος για το διάβολο. Μην του δίνεις σημασία. Όσο του δίνεις σημασία, τόσο περισσότερο σε πλησιάζει. Αν θέλεις να τον διώξεις, να τον απομακρύνεις από κοντά σου, πάψε να του δίνεις σημασία. Περιφρόνησέ τον. Μόνο η περιφρόνηση του αξίζει. Από τη στιγμή που θα αρχίσει να την εισπράττει, θα αρχίσει και θα υποχωρεί. Μέχρι που, τελικά, θα τραπεί σε φυγή. Η περιφρόνηση αποτελεί το δεύτερο όπλο,μετά τον Τίμιο Σταυρό, κατά του διαβόλου! Και τον μεν Τίμιο Σταυρό τον φοβάται και, κυριολεκτικά, τον τρέμει και τρέπεται σε άτακτη φυγή.Την δε περιφρόνηση δεν την αντέχει. Γιατί είναι υπερόπτης και σκάει από το κακό του! Εξάλλου, αυτή η υπεροψία ήταν αιτία να εκπέσει και να γίνει αυτό που έγινε.Εισέπραξε την τιμωρία του…» (Ανθολόγιο Συμβουλών).

[15] «Χαῖρε και σκίρτα η ῎Οσσα ἐν θείῳ Πνεύματι· ἐκ σοῦ γὰρ ὡς εὐῶδες, ἀνεβλάστησε κρίνον, Κυράννα ἡ ἐν Μάρτυσι θαυμαστή, τοὺς πιστοὺς κατευφραίνουσα, καὶ τὴν σεπτὴν αὐτῆς μνήμην ἄγε λαμπρῶς, τὸν Σωτῆρα μεγαλύνουσα»(Αίνοι). «Ως ημέρα της μνήμης της Νεομάρτυρος αναφέρεται σε Λαυρεωτικό Κώδικα η 1η Ιανουαρίου. Στην Όσσα όμως, η Αγία Κυράννα εορτάζεται στις 8 Ιανουαρίου. Αιτία αυτής της εορτολογικής μετατοπίσεως ίσως είναι το ότι ο εορτασμός της κατά τις 28 Φεβρουαρίου συχνά συνέπιπτε με την περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, περίοδο χαρμολύπης, ενώ στις 8 Ιανουαρίου επιπλέον οι κάτοικοι της Όσσας ήταν όλοι συγκεντρωμένοι στο χωριό τους εξαιτίας των εορτών των Χριστουγέννων. Η μνήμη της Αγίας τιμάται πανηγυρικά και από τους Οσσαίους της Θεσσαλονίκης και στο ναό της Αχειροποιήτου κατά τη Κυριακή μετά τις 8 Ιανουαρίου. Στο χωριό Όσσα, βρίσκεται ο Ιερός Ναός της Μεγαλομάρτυρος Αγίας Κυράννας, που είναι και πολιούχος της κοινότητας, αφιερωμένος στη μνήμη της νεομάρτυρος Κυράννας. Ο ναός κτίστηκε το 1840 μ.Χ., όπως αναφέρει ο Αστέριος Θηλυκός ή το 1868 μ.Χ. σύμφωνα με επιγραφή κτίσεως. Σε αυτόν φυλάσσεται η θαυματουργή εικόνα της Αγίας Κυράννας, φιλοτεχνημένη γύρω στο 1870, από τον Χριστόδουλο Ιωάννου Ζωγράφο από την Σιάτιστα» (Από το ιστολόγιο: Ορθόδοξος Συναξαριστής).

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΑΣΩΤΟΥ

«᾽Αναστάς πορεύσομαι πρός τόν πατέρα μου» (Λουκ. 15, 18)

 Είναι τρομερή η ενέργεια που περικλείει η παραβολή του ασώτου, το ευαγγελικό ανάγνωσμα της ομώνυμης Κυριακής, η οποία αποτελεί το δεύτερο σκαλοπάτι της εισόδου μας στο ευλογημένο Τριώδιο. Κι αυτό γιατί προεκτείνει τη δυναμική της μετάνοιας, που τόνισε η προηγουμένη Κυριακή με την παραβολή του Τελώνου και του Φαρισαίου, ως εκείνης της εσωτερικής αλλαγής του ανθρώπου, η οποία δίνει την ώθηση για πραγματική σχέση με τον Θεό Πατέρα. Εννοούμε ότι αν στο πρόσωπο του Τελώνη είδαμε την εν ταπεινώσει κραυγή της μετάνοιας που αποδέχεται ο Θεός – «ο Θεός ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ» - στο πρόσωπο του μικρού γιου της παραβολής του ασώτου βλέπουμε τη μετάνοια ως κίνηση της υπάρξεως, προκειμένου να απεγκλωβιστεί από το χάος της απώλειας και της νέκρωσης της αμαρτίας και να βρει το αληθινό της πρόσωπο: αυτό που ανατέλλει με τη θέα του προσώπου του Πατέρα Θεού. «Αναστάς πορεύσομαι προς τον Πατέρα μου», θα σηκωθώ και θα πάω προς τον πατέρα μου.  Δεν είναι τυχαίο, γι’ αυτό, που η παραβολή του ασώτου, κατά την εκκλησιαστική ορολογία, έχει χαρακτηριστεί ως «το μαργαριτάρι των παραβολών του Κυρίου» και ως «το ευαγγέλιο των ευαγγελίων». Πουθενά αλλού δεν παρουσιάζεται με τόση ένταση η κατάντια της αμαρτίας, αλλά και η αγάπη του Θεού, το φιλεύσπλαχνο και το φιλάνθρωπο του μεγάλου Πατέρα.

 1. Δεν θα ασχοληθούμε με την περίπτωση του μεγάλου γιου: αυτός λειτουργεί με τρόπο που ενώ εξωτερικά φαίνεται να είναι καλός και υποτακτικός, στην πραγματικότητα είναι στην αντίπερα όχθη του Πατέρα του. Δεν μπορεί να κατανοήσει την αγάπη του, δεν νιώθει καν ότι είναι γιος του. Ο Πατέρας του τον αντιμετωπίζει διαρκώς ως γιο του -  «όλα τα δικά μου είναι δικά σου» -   εκείνος επιμένει να έχει τη συνείδηση δούλου και μισθωτού - «τόσα χρόνια σου δουλεύω». Πρόκειται για μία διαφορετικού τύπου από ό,τι στον μικρό γιο κατάντια στην αμαρτία,  για μία άλλη ασωτία, όπως έχει ειπωθεί, στην οποία δεν φαίνεται να υπάρχει κάποια λύση. Η τελική στάση του μεγάλου γιου μένει μετέωρη. Ο Χριστός δεν κάνει αποτίμηση αυτής.

Στον μικρό γιο όμως τα πράγματα είναι πιο ξεκάθαρα: ο μικρός γιος, λόγω της φυγής από το σπίτι του Πατέρα, έχει οδηγηθεί σε έσχατη πτώση: ζει στερημένα («ήρξατο υστερείσθαι»), πεινάει και νιώθει ότι χάνεται («λιμώ απόλλυμαι»), γίνεται δούλος άλλων («εκολλήθη ενί των πολιτών»), ενώ το αίσθημα της ορφάνιας τον έχει καταβάλει («ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιός σου»).  Κι είναι μία τραγική κατάσταση, που αξιολογικά επιβεβαιώνεται από ό,τι ο Πατέρας του θα πει αργότερα: «Ούτος ο υιός μου νεκρός ην…και απολωλός». Νεκρός και χαμένος. Αυτό πράγματι είναι το τίμημα της αμαρτίας: νομίζει κανείς ότι απελευθερώνεται, ότι βρίσκει τον εαυτό του, και τελικώς γίνεται δούλος, χάνει τον εαυτό του, νεκρώνεται. Κι αυτό συμβαίνει διότι ακριβώς ο άνθρωπος φεύγει από τη φυσιολογική του κατάσταση: να είναι με τον Πατέρα του, να ζει στο σπίτι το δικό του. Είναι η τραγική ερμηνεία που δίνει ολόκληρη η Αγία Γραφή σχετικά με το δράμα της πορείας του ανθρώπου: ο βασιλιάς άνθρωπος, ο «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού» δημιουργημένος ξεπέφτει λόγω της άρνησής του να υπακούσει στον Θεό Πατέρα. Αμαρτάνει και με την αμαρτία του εισέρχεται ο θάνατος στο ανθρώπινο είδος. «Διά της αμαρτίας ο θάνατος».

2. Στον μικρό γιο όμως παρακολουθούμε και την ανάστασή του από την πτώση του: «αναστάς» - ό,τι κατανοείται ως μετάνοια.  Έρχεται κάποια στιγμή που συναισθάνεται τι είχε συμβεί, που νιώθει την εξαθλίωση της υπάρξεώς του – «εις εαυτόν ελθών», συναισθάνθηκε τι του είχε συμβεί – και αποφασίζει να αλλάξει. Κι αυτό θα πει ότι η αμαρτία έχει ένα όριο, φτάνει δηλαδή κανείς σε ένα σημείο που βλέπει ότι «δεν πάει άλλο». Κι αυτό το οριακό σημείο της έσχατης πτώσεως, του «μπουχτίσματος» της αμαρτίας, μπορεί να λειτουργήσει ως νέα αρχή, ως νέα αφετηρία. Πότε όμως; Όταν υπάρχει η στροφή προς το πατρικό σπίτι. Όταν η ανάμνηση του Πατέρα παραμένει ζωντανή και η εικόνα του λειτουργεί θετικά στον απομακρυσμένο από Αυτόν άνθρωπο. «Αναστάς πορεύσομαι προς τον Πατέρα μου». Ο άσωτος μπορεί να είχε χαθεί μέσα στις αμαρτίες, μπορεί να είχε νεκρωθεί προσωρινά από ό,τι έκανε, όμως ακριβώς αυτό γίνεται η αφορμή να θυμηθεί το πρόσωπο του Πατέρα, του γεμάτου αγάπη και στοργή απέναντί του.  Θα λέγαμε ότι βρίσκεται σε ένα είδος προνομιακής θέσεως: έχει σπίτι και έχει Πατέρα, που τον αγαπά.  Δεν θυμίζει τούτο αυτό που έλεγε ο Γέροντας Παΐσιος, ότι τα παιδιά που απομακρύνονται από τον Θεό, ενώ σχετίζονταν μικρά με την Εκκλησία, δεν πρέπει να τα φοβόμαστε, γιατί, όταν συνέλθουν, θα ξέρουν πού θα γυρίσουν; Για να πει στη συνέχεια: εκείνα που δεν γνώρισαν καθόλου τον Θεό, αυτά να λυπάσθε. Γιατί όταν θα έλθει η στιγμή να συνέλθουν, δεν θα ξέρουν πού να πάνε.

Το «αναστάς πορεύσομαι προς τον Πατέρα μου» σημαίνει λοιπόν την ουσία της σώζουσας μετάνοιας. Αναγνωρίζω την πτώση μου, την αμαρτωλότητά μου, την απομάκρυνσή μου από το θέλημα του Θεού, όμως δεν μένω εκεί. Στρέφομαι με δύναμη προς τον Θεό, σ’ Αυτόν που με αγαπά και με σέβεται. Η συναίσθηση της αμαρτίας δηλαδή και η πίστη στην αγάπη του Θεού Πατέρα συνιστούν τα δομικά στοιχεία της μετάνοιας. Ένα από τα δύο αν λείπει, δεν έχουμε γνησιότητα αυτής. Κι αυτό υπήρξε για παράδειγμα και το δράμα του μαθητή του Χριστού Ιούδα: ένιωσε την αμαρτία της προδοσίας του απέναντι στον Δάσκαλο, δεν μπόρεσε όμως να πιστέψει στην αγάπη Του. Κι ενώ μετάνιωσε, δεν σώθηκε. Διότι τον κατέλαβε η απελπισία και η απόγνωση – τα μεγαλύτερα όπλα του εχθρού διαβόλου.

3. Η εικόνα του φιλόστοργου και φιλεύσπλαχνου Πατέρα λοιπόν  είναι και το κρισιμότερο στοιχείο για να υπάρξει και να λειτουργήσει η μετάνοια στον μικρό γιο, τον άσωτο, τον καθένα δηλαδή από εμάς άνθρωπο. Δεν φαίνεται να ήταν πρωτίστως οι συνέπειες της αμαρτίας, αλλά η εικόνα του Πατέρα εκείνο που έδωσε την αποφασιστική ώθηση στον άσωτο για να μετανοήσει. Αν ο άσωτος μέσα στην κατάντια του και την απελπισία του είχε ως εικόνα Πατέρα έναν σκληρό και αυστηρό ελεγκτή και δικαστή, ουδέποτε θα είχε πάρει τον δρόμο της επιστροφής. Η κατάντια θα ήταν μόνιμη. Και σίγουρα θα γινόταν χειρότερη. Ο Πατέρας του όμως – το πρότυπο για κάθε αληθινό πατέρα – παρουσιάζεται με αληθινή αγάπη απέναντί του. Κι η μεγαλύτερη απόδειξη: ο σεβασμός της ελευθερίας του. Δεν τον καταπιέζει για να μείνει στο σπίτι, δεν του αρνείται την έξοδο, δεν τον απειλεί, δεν «του κρατάει μούτρα». Ενώ γνωρίζει το τραγικό αποτέλεσμα της κακής επιλογής του παιδιού του, το αφήνει να αποφασίσει ελεύθερα. Γιατί ακριβώς το αγαπάει. Και η συνέχεια της παραβολής επιβεβαιώνει το αέναο της αγάπης αυτής: περιμένει πάντοτε την επιστροφή του παιδιού του, χαίρεται με απόλυτο τρόπο όταν πραγματοποιείται αυτή. Είναι η εικόνα του Θεού Πατέρα μας, που επειδή είναι τόσο καταλυτική, έχουν πει ότι δεν πρέπει η παραβολή να λέγεται «του ασώτου», αλλά «του φιλεύσπλαχνου ή σπλαχνικού πατέρα». Η πλήρης αγάπης στάση Του είναι και το πιο καθοριστικό στοιχείο της παραβολής. Δεν είναι τυχαίο που είπαν ότι αν χάνονταν όλες οι άγιες Γραφές, αλλά κάποιος προλάβαινε να κρατήσει τη συγκεκριμένη σελίδα με την παραβολή του ασώτου, θα ήταν και μόνη αυτή αρκετή για να αναπληρωθεί όλη η διδασκαλία του Κυρίου: εκεί παρουσιάζεται ποιος είναι ο Θεός και πόσο αγαπά το πλάσμα Του, τον άνθρωπο. Γι’ αυτό και η αγάπη του Θεού εν προσώπω Ιησού Χριστού είναι το πλέον αδιαπραγμάτευτο γεγονός σε όλη τη διδασκαλία της Εκκλησίας μας. Μπορεί κανείς τα πάντα να αμφισβητήσει, όχι όμως την αγάπη του Θεού. Κι όμως, είναι αυτό στο οποίο χωλαίνουμε ακόμη και οι χριστιανοί. Αν πολλές φορές δεν μετανοούμε όπως πρέπει, αν ταλαιπωρούμαστε στη ζωή αυτή, ενώ μας έχει δοθεί το μεγαλύτερο δώρο του Θεού: να είμαστε δικοί Του και μέλη του αγίου σώματός Του, είναι διότι αμφισβητούμε την αγάπη Του. Θέλουμε να πιστεύουμε ότι οι αμαρτίες μας, η κατάντια μας είναι πολύ μεγάλα για τον Θεό και υπερβαίνουν την αγάπη Του.

4. Και τι γίνεται πια με τη μετάνοια του ασώτου; Αναγνωρίζοντας τις αμαρτίες του, παίρνοντας τον δρόμο επιστροφής στον Πατέρα του, θέλει να εκφράσει τα συναισθήματά του με την εν ταπεινώσει εξομολόγησή του. «Πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου∙ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιός σου∙ ποίησόν με ως ένα των μισθίων σου». Καταλαβαίνει ότι η ντροπή δεν είναι στη μετάνοια και την επιστροφή του. Ήταν στην κατάσταση της αμαρτίας του. Κι η πορεία επιστροφής του παίρνει γι’ αυτόν την πιο απρόσμενη εξέλιξη: ο Πατέρας είναι Αυτός που τρέχει προς αυτόν. Για να τον αγκαλιάσει, να τον αποκαταστήσει στην πρώτη δοξασμένη θέση του, να κάνει το μεγαλύτερο πανηγύρι που μπορούσε. Χωρίς μάλιστα όχι να τον επιπλήξει, αλλ’ ούτε καν να τον ρωτήσει. Στον Πατέρα, τον Θεό μας, φθάνει η με μετάνοια προσφορά της αμαρτίας μας. Σαν τη φωνή που άκουσε ο  άγιος Ιερώνυμος την ημέρα των Χριστουγέννων, όταν ζητούσε από τον Θεό να του πει τι δώρο θα μπορούσε να του κάνει, ώστε να Τον ευχαριστήσει: τις αμαρτίες σου, Ιερώνυμε.

  Η παραβολή του ασώτου έρχεται ως συνέχεια της παραβολής, είπαμε, του Τελώνου και του Φαρισαίου. Μας αποκαλύπτει ότι για τον Θεό μας, συνεπώς και για την Εκκλησία, σημασία δεν έχει το αναμάρτητο – ανέφικτο άλλωστε για όλους – του ανθρώπου, αλλά η μετάνοιά του. Είναι γνωστό ότι άγιος δεν είναι ο αναμάρτητος, αλλά ο μετανοημένος αμαρτωλός. Η μετάνοια είναι αυτή που μεταποιεί για εμάς την μία πάντοτε αγάπη του Θεού μας και την κάνει να λειτουργεί ως Παράδεισος. Ακόμη κι ο διάβολος αν μετανοούσε, θα ζούσε στον Παράδεισο ως και πάλι άγγελος Εκείνου. Δεν το θέλει όμως. Το θέμα όμως είναι τι κάνουμε εμείς; Πρέπει να είμαστε ευγνώμονες, διότι μέσα στην Εκκλησία μας ό,τι είπε ο Κύριος ως παραβολή, γίνεται πραγματικότητα: ερχόμαστε με τις αμαρτίες μας, με τη συναίσθηση της τραγικότητάς μας, για να ριχτούμε όμως στην αγκαλιά Του, μέσα από το μυστήριο της μετανοίας, που καταλήγει στο ευλογημένο εξομολογητήριο. Εκεί αρχίζουμε να ντυνόμαστε και πάλι τη στολή την πρώτη, να τρώμε τον μόσχο τον σιτευτό, να γινόμαστε ένα με τον Κύριο. Σ’ αυτό μας προσανατολίζει για μία ακόμη φορά η Εκκλησία μας, με το Τριώδιο και τη Σαρακοστή που έρχεται.

 

Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2021

ΠΡΟΑΝΑΓΓΕΛΙΑ ΝΕΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΕΣ (των εκδόσεων "ἀκολουθεῖν")

 

Κυκλοφορείται σε λίγες ημέρες νέο βιβλίο από τις εκδόσεις "ἀκολουθεῖν" που αναφέρεται στο συγκλονιστικό χαρισματικό γεγονός των χρόνων της Τουρκοκρατίας, τους "ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΕΣ", "τό φαεινότατον νέφος τῆς Ἐκκλησίας" μας. Όπως δηλώνεται εν συντόμω στο οπισθόφυλλο:

"Ἐξαφορμῆς τῆς ἐπετείου τῶν διακοσίων χρόνων ἀπό τήν Ἐλληνική Ἐπανάσταση τοῦ 1821, ἡ ἐπιθυμία μας ἀπό παλιά να ἀσχοληθοῦμε μέ τούς νεομάρτυρες παίρνει σάρκα καί ὀστᾶ μέ τήν ἔκδοση τοῦ μετά χεῖρας  συγκεκριμένου βιβλίου, τό ὁποῖο ἀναφέρεται στούς νεοφανεῖς αὐτούς ἁγίους, οἱ ὁποῖοι βρίσκονται στήν ἴδια γραμμή μέ τούς παλαιούς μεγάλους μάρτυρες καί ἀπολαμβάνουν τήν ἴση δόξα μέ αὐτούς ἐνώπιον τοῦ Κυρίου στή Βασιλεία Του.

Ποῦ ἔγκειται ἡ ἰδιοτυπία τοῦ παρόντος πονήματος;  Στό γεγονός ὅτι θελήσαμε νά δοῦμε τούς νεομάρτυρες ὄχι μόνο μέσα ἀπό τό συναξάρι τους, σύντομο ἤ ἐκτεταμένο, ἀλλά μέσα κυρίως ἀπό τή «ματιά» τῆς ἴδιας τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή μέσα ἀπό τήν ὑμνογραφία της γι’ αὐτούς.

Ἡ θεολογία τοῦ μαρτυρίου, οἱ μορφές τῶν ἁγίων Γρηγορίου Ε΄, Σεραφείμ Νεοχωρίου, Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, Ἐφραίμ τοῦ νεοφανοῦς, Ραφαήλ, Νικολάου καί Εἰρήνης, Φιλοθέης τῆς Ἀθηναίας, Κωνσταντίνου τοῦ Ὑδραίου, Γεωργίου τοῦ ἐξ Ἰωαννίνων, Γεωργίου τοῦ Χιοπολίτου καί ἄλλων νεομαρτύρων, τό φαινόμενο τῶν ἀλειπτῶν τῶν νεομαρτύρων, ἡ συγκλονιστική προσευχή τοῦ Στρατηγοῦ Μακρυγιάννη, εἶναι τά κεντρικά θέματα πού ἐξετάζουμε στό βιβλίο μας".

Το βιβλίο κοσμείται με πρωτότυπες συνθέσεις του αγιογράφου-ζωγράφου Νεκτάριου Σταματέλου, και στο εξώφυλλο και στο εσωτερικό του.

Σε λίγες ημέρες σε όλα τα κεντρικά βιβλιοπωλεία. 


 

Τρίτη 23 Φεβρουαρίου 2021

ΤΟ ΜΑΡΤΥΡΙΟΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΟΛΥΚΑΡΠΟΥ

Πρόκειται για μικρής έκτασης μαρτυρολόγιο, που άσκησε τεράστια επίδραση στα μετέπειτα χρόνια της Εκκλησίας ως προς τον χαρακτήρα των εν γένει μαρτυρολογίων[1]. Αφορμή συγγραφής – κατά το ίδιο το κείμενο -  στάθηκε το αίτημα της Εκκλησίας του Φιλομηλίου[2] προς την Εκκλησία της Σμύρνης, επίσκοπος της οποίας ήταν ο άγιος Πολύκαρπος, προκειμένου να μάθουν λεπτομέρειες για το συγκλονιστικό μαρτύριό του που έγινε στο αμφιθέατρο της πόλεως περί τα μέσα του 2ου μ.Χ. αι., εκεί που πλήθος ειδωλολατρών και Ιουδαίων ήταν συναθροισμένοι για να απολαμβάνουν το «θέαμα» του βασανισμού και του θανάτου των χριστιανών. Το γράμμα γράφτηκε διά χειρός Ευαρέστου[3], χριστιανού της Σμύρνης, ενώ τη μεταφορά του στην Εκκλησία του Φιλομηλίου -  και δι’  αυτής «προς όλες τις παροικίες της αγίας και καθολικής Εκκλησίας σε κάθε τόπο»[4] - ανέλαβε «ο αδελφός Μαρκίων»[5]. Σκοπός: «η δοξολογία του Κυρίου που διαλέγει τους δούλους Του»[6].

Στη συνέχεια παραθέτουμε αποσπάσματα[7] από το μαρτύριο, προβαίνοντας και σε μερικούς σχολιασμούς.

«...Σας γράψαμε, αδελφοί, τα σχετικά με τους μάρτυρες και το τέλος του μακαρίου Πολυκάρπου, που σαν σφραγίδα έκλεισε τους διωγμούς... Ο Πολύκαρπος αυτή την ώρα περίμενε, για να παραδοθή και ο ίδιος, κάνοντας ό,τι είχε κάμει κι ο Κύριος, ώστε να τον μιμηθούμε κι εμείς...

Πολλά μηχανεύθηκε εναντίον των χριστιανών το πονηρό πνεύμα. Αλλά δόξα τω Θεώ όλοι το κατατρόπωσαν... Μόλις λοιπόν ο όχλος είδε και θαμπώθηκε από το δείγμα γενναιότητος του θεοφιλούς και θεοσεβούς γένους των χριστιανών ξέσπασε σε φωνές: Να λείψουν οι άθεοι! (δηλ. οι χριστιανοί!) Φέρε εδώ και τον Πολύκαρπο!...

Όταν άκουσε ο Πολύκαρπος ότι ζητούσαν να τον πιάσουν, δεν ταράχθηκε, αλλά ήθελε να μείνη στην πόλι. Αλλά οι πιστοί τον έπεισαν να κρυφθή. Και κρύφθηκε σ’  ένα μικρό κτήμα που δεν απείχε πολύ από την πόλι κι εκεί έμεινε με λίγους χριστιανούς, νύχτα μέρα μην κάνοντας τίποτε άλλο παρά νά προσεύχεται για όλους και για τις Εκκλησίες της οικουμένης, πράγμα που ήταν η συνήθειά του. Και καθώς προσευχόταν είδε μια οπτασία, τρεις μέρες πριν από τη σύλληψί του. Είδε ότι το προσκέφαλό του είχε πιάσει φωτιά. Και γύρισε καί είπε στους συντρόφους του:  Θα καώ ζωντανός.... Και καθώς οι έρευνες γίνονταν πιο επίμονες... ο Πολύκαρπος έφυγε και πήγε σ’  ένα άλλο αγρόκτημα...

Αργά το βράδι έκαμαν έφοδο στο μέρος που βρισκόταν και τον βρήκαν στο υπερώο, ξαπλωμένον σ’  ένα δωμάτιο. Και από κει θα μπορούσε να φύγη, αλλά είχε αρνηθή, λέγοντας: το θέλημα του Θεού γενέσθω. Όταν λοιπόν τους άκουσε, κατέβηκε κι έπιασε κουβέντα μαζί τους. Και απόρησαν βλέποντας την ευστάθεια της μεγάλης του ηλικίας και τη βιασύνη να συλληφθή τόσο γέρος άνθρωπος. Ευθύς λοιπόν πρόσταξε να τους βάλουν να φάνε και να πιουν όσο θέλουν και τους παρεκάλεσε να του επιτρέψουν στο μεταξύ να προσευχηθή άνετα... Του το επέτρεψαν και προσευχήθηκε πλημμυρισμένος από τη χάρι του Θεού δύο ολόκληρες ώρες, έτσι που θαμπώθηκαν οι στρατιώτες και μερικοί απ’  αυτούς μετάνοιωσαν που είχαν έλθει να πιάσουν ένα τέτοιο θεόπρεπο γέροντα...

Καθώς έμπαινε ο Πολύκαρπος στο αμφιθέατρο ακούσθηκε φωνή από τον ουρανό που έλεγε: Ίσχυε, Πολύκαρπε, και ανδρίζου. Και εκείνον που μίλησε κανένας δεν τον είδε, αλλά τη φωνή την άκουσαν οι δικοί μας που βρίσκονταν εκεί. Όταν λοιπόν ωδηγήθηκε εκεί, έγινε μεγαλύτερη οχλοβοή, διότι ο λαός έμαθε ότι ο Πολύκαρπος είχε συλληφθή. Στεκόμενον μπροστά στο βήμα του, ο ανθύπατος άρχισε να τον ανακρίνη. Πρώτα τον ρώτησε αν ήταν ο ίδιος ο Πολύκαρπος και σαν εκείνος το εβεβαίωσε, βάλθηκε ο ανθύπατος να τον πείση ν’  αρνηθή τήν πίστη του, λέγοντας: Λυπήσου τα χρόνια σου και άλλα παρόμοια που συνηθίζουν οι εθνικοί δικασταί, όπως: Αναγνώρισε τη θεία δύναμι του Καίσαρα, άλλαξε γνώμη, πες: Να λείψουν οι άθεοι.

Ο Πολύκαρπος τότε με γαλήνια κι άτρομη όψι γυρόφερε το βλέμμα στις κερκίδες που ήσαν σκεπασμένες από τους ανόμους εθνικούς, σήκωσε το χέρι εναντίον τους με τρομερή κίνηση, αναστέναξε και αναβλέποντας τέλος στον ουρανό είπε. – Ας λείψουν οι άθεοι!

Και καθώς επιμένοντας ο ανθύπατος τού έλεγε: - Εξώμοσε, βρίσε τον Χριστό και σ’ ελευθερώνω, αποκρίθηκε ο Πολύκαρπος:

- Ογδονταέξι χρόνια τον υπηρετώ και σε τίποτε δεν μ’  έβλαψε. Πώς μπορώ λοιπόν να υβρίσω τον βασιλέα και σωτήρα μου; ... Είμαι χριστιανός. Κι αν θέλεις να διδαχθής τον χριστιανισμό, δος μου καιρό να σου τον μάθω.

Του λέγει ο ανθύπατος: - Πείσε τον όχλο.

Και ο Πολύκαρπος του απαντά: - Εσένα σ’  αξίωσα των λόγων μου. Διότι διδαχθήκαμε να αποδίνουμε στις αρχές και εξουσίες που υπάρχουν με την ανοχή του Θεού τιμή όση δεν μας ζημιώνει. Αυτοί εδώ όμως δεν έχουν κανένα δικαίωμα ν’  ακούσουν την απολογία μου.

Και ο ανθύπατος του λέγει: - Έχω θηρία, σ’  αυτά θα σε ρίξω, αν δεν αλλάξεις γνώμη. Και ο Πολύκαρπος αποκρίνεται: - Φέρε τα. Γλύστρημα για μας από τα καλύτερα στα χειρότερα δεν επιτρέπεται. Απεναντίας από τα χαλεπά μάς αρέσει να ανεβαίνουμε στα δίκαια.

Και ο ανθύπατος πάλι: - Θα σε ανάψω σαν λαμπάδα, αν δεν σου φαίνονται σκληρή τιμωρία τα θηρία, και μείνης αμετανόητος.

Και ο Πολύκαρπος του απαντά: - Μ’ απειλείς με τη φωτιά που καίει για λίγη ώρα κι ύστερα σβύνεται κι αγνοείς το πυρ της μελλούσης κρίσεως κι αιωνίας κολάσεως που φυλάγεται άσβυστο για τους ασεβείς. Αλλά τι αργοπορείς; Κάνε ό,τι θέλεις.

... Ο Πολύκαρπος λέγοντας αυτά ήταν πλημμυρισμένος από θάρρος και χαρά και στο πρόσωπό του έλαμπε η θεία χάρις...

Έστειλε τότε ο ανθύπατος τον κήρυκά του στη μέση του στίβου να φωνάξει τρεις φορές: - Ο Πολύκαρπος ωμολόγησε ότι είναι χριστιανός...

(Το εξαγριωμένο τότε πλήθος ζήτησε να φαγωθεί από λιοντάρι, αλλά τούτο κατέστη αδύνατο, οπότε αποφασίστηκε να ριχθεί στη φωτιά).

...Δεν τον κάρφωσαν, αλλά τον έδεσαν μονάχα... Κι εκείνος...σήκωσε τα μάτια στον ουρανό και προσευχήθηκε...

Κι αφού ανέπεμψε το Αμήν και τελείωσε την προσευχή του, έβαλαν φωτιά στα ξύλα και τα φρύγανα. Τότε ξεπήδησε μεγάλη φλόγα και είδαμε ένα θαύμα σ’  όσους από μας δόθηκε να το δούμε. Οι οποίοι και φυλαχθήκαμε σώοι για να το αναγγείλουμε και στους λοιπούς. Οι φλόγες λοιπόν έφτιαξαν ένα είδος καμάρας, σαν πανί καραβιού φουσκωμένο από τον άνεμο και περιτείχισαν κυκλοτερά το σώμα του μάρτυρος. Κι αυτός ήταν στο κέντρο όχι σαν σάρκα καιόμενη, αλλά σαν ψωμί που ψήνεται στο φούρνο ή σαν χρυσάφι ή σαν ασήμι που πυρώνεται στο καμίνι. Και μας ήλθε τέτοια ευωδία, σαν από λιβάνι ή από κάποιο άλλο ακριβό θυμίαμα.

Στο τέλος βλέποντας οι άνομοι ότι το σώμα του δεν το άγγιζε η φωτιά, πρόσταξαν έναν στρατιώτη να τον χτυπήση με το ξίφος του. Και σαν τον χτύπησε, έτρεξε αίμα τόσο που έσβυσε τη φωτιά κι ο όχλος θαύμασε την τόση διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στους απίστους και τους εκλεκτούς...

Όταν ο εκατόνταρχος είδε την κακή διάθεσι των ιουδαίων (οι οποίοι εναντιώθηκαν πολύ στην ιδέα ότι οι χριστιανοί ήθελαν να πάρουν το σώμα του αγίου), έβαλε το λείψανο στη μέση και κατά τη συνήθεια των ειδωλολατρών το έκαψε. Έτσι εμείς κατόπιν μαζέψαμε τα ακριβώτερα από πέτρες πολύτιμες και καθαρώτερα από χρυσάφι οστά του και τα αποθέσαμε σε κατάλληλο τόπο. Εκεί θα συναζόμαστε μ’  αγαλλίαση και χαρά και θα γιορτάζουμε τη γενέθλια ημέρα εκείνων που άθλησαν και δυναμώνοντας τις ψυχές μας για νέα μαρτύρια...

Ο Πολύκαρπος δεν υπήρξε μονάχα μεγάλος διδάσκαλος της Εκκλησίας, αλλά και μάρτυς περιφανής, του οποίου το μαρτύριο όλοι θέλουν να μιμηθούν διότι έγινε σύμφωνα με το Ευαγγέλιο του Χριστού...».

ΣΧΟΛΙΑ

1. «Ο Πολύκαρπος αυτή την ώρα περίμενε, για να παραδοθή και ο ίδιος, κάνοντας ό,τι είχε κάμει κι ο Κύριος».

 Το μαρτύριο για τον άγιο Πολύκαρπο και κάθε συνεπή χριστιανό αποτελεί ένα όραμα που του προκαλεί χαρά και αγαλλίαση, διότι το θεωρεί ως τη μεγαλύτερη επιβεβαίωση της αγάπης του προς τον Χριστό. «Γίνου πιστός άχρι θανάτου»[8] κατά την εντολή του Πνεύματος του Θεού. Όπως δηλαδή Εκείνος ως πρωτομάρτυρας προσέφερε τον Εαυτό Του για τη σωτηρία του κόσμου, κατά τον ίδιο τρόπο και οι ανά τους αιώνες μαθητές Του ως μέλη Του θεωρούν το μαρτύριο ως συμμετοχή στο δικό Του Πάθος και συνεπώς ως προσφορά που θα βοηθήσει και τον υπόλοιπο κόσμο να απεμπλακεί από την πονηρία και την υποδούλωση στον διάβολο. Πρόκειται βεβαίως για χαρισματική κατάσταση, η οποία προϋποθέτει έντονο πνευματικό αγώνα ως μαρτύριο της συνειδήσεως – ο πιστός αγωνίζεται «αιματηρά» μέσα του για να ζει με τήρηση των εντολών του Χριστού. Το χαρισματικό στοιχείο τονίζει ο απόστολος Παύλος, όταν σημειώνει: «Ημίν εχαρίσθη το υπέρ Χριστού ου μόνον το εις Αυτόν πιστεύειν, αλλά και το υπέρ Αυτού πάσχειν»[9].

2. «Μόλις λοιπόν ο όχλος είδε και θαμπώθηκε από το δείγμα γενναιότητος του θεοφιλούς και θεοσεβούς γένους των χριστιανών ξέσπασε σε φωνές: Να λείψουν οι άθεοι! (δηλ. οι χριστιανοί!) Φέρε εδώ και τον Πολύκαρπο!»

 (α) Το θάμβος που δημιουργείται στους εχθρούς της πίστεως από τη γενναία και υπεράνθρωπη στάση των χριστιανών που περιφρονούν και τον ίδιο τον θάνατο για χάρη της πίστεώς τους δεν γίνεται αφορμή μετανοίας τους. Εν προκειμένω συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: ένα θάμπωμα ως τύφλωση και όχι ως αποκάλυψη. Σαν να δαιμονίζονται περισσότερο, ζητώντας κι άλλο αίμα – η χαρά τους να βλέπουν ανθρώπους να βασανίζονται, κατασπαρασσόμενοι από τα θηρία ή κατακαιόμενοι από τη φωτιά! Η στάση αυτή αποτελεί συνέχεια της ίδιας στάσης των εχθρών του Χριστού απέναντί Του όσο ήταν στον κόσμο αυτό: όχι μόνο βλέποντας τη θαυμαστή ζωή Του δεν μετανοούσαν, αλλά κυριαρχούντο περισσότερο από τον πονηρό, φτάνοντας μάλιστα στο σημείο να «ερμηνεύουν» τα εκ Θεού σημεία και θαύματά Του ως ενεργήματα του διαβόλου! «Εν τω άρχοντι των δαιμονίων εκβάλλει τα δαιμόνια»[10]!  Κι αυτό σημαίνει ότι για να πιστέψει ο άνθρωπος χρειάζεται να είναι έτοιμος, με την έννοια να είναι καλοπροαίρετος ως αναζητητής της αλήθειας. Άνθρωπος που αναζητεί και διψάει την αλήθεια, δηλαδή που δεν έχει προσκολληθεί ολοκληρωτικά στα πάθη του και τον κόσμο, θα προκληθεί κάποια στιγμή για να δεχτεί μέσα του το φως του Χριστού. «Όποιος αγαπάει την αλήθεια ακούει τη φωνή μου» υπογραμμίζει αξιωματικά ο Κύριος[11]. Έτσι και στην περίπτωση με τον άγιο Πολύκαρπο επιβεβαιώνεται ο προφητικός λόγος του αγίου Συμεών του θεοδόχου, ότι ο Χριστός «κείται εις πτώσιν και ανάστασιν πολλών και εις σημείον αντιλεγόμενον»[12]. Μπροστά στον Χριστό τοποθετείσαι οριστικά: ή θετικά ή αρνητικά, Τον πιστεύεις ή Τον απορρίπτεις. Μέση λύση δεν υφίσταται. Κανείς δεν μπορεί να σταθεί αδιάφορα απέναντί Του. Η αδιαφορία άλλωστε συνιστά ως γνωστόν τον μεγαλύτερο βαθμό άρνησης[13].

(β) Αξίζει βεβαίως να σταθεί κανείς και στην παράδοξη ιαχή: «Να λείψουν οι άθεοι». Άθεοι για τους ειδωλολάτρες ήταν οι χριστιανοί! Διότι αρνούνταν την πίστη στα είδωλα και στο «θεϊκό πνεύμα» του αυτοκράτορα. Είναι συγκλονιστικό να σκεφτεί κανείς ότι για πρώτη φορά στην ιστορία οι πρώτοι που δέχτηκαν την κατηγορία επί αθεῒα ήταν οι... χριστιανοί! Οι κατεξοχήν ένθεοι να χαρακτηρίζονται άθεοι. Αλλά αυτό δεν είναι το τίμημα, μεταξύ άλλων, των ανθρώπων που διαγράφουν τον Χριστό από τη ζωή τους; Τυφλώνονται πορευόμενοι στο σκότος χωρίς κριτήρια, χωρίς νόημα, χωρίς διάκριση. Το είχαν αναγγείλει ήδη οι προφήτες από την Παλαιά Διαθήκη[14]: Οι χωρίς Θεό άνθρωποι το σκοτάδι το λένε φως και το φως σκοτάδι. Το γλυκύ το ονομάζουν πικρό και το πικρό γλυκύ. Δεν διατρανώνεται η αλήθεια των Πατέρων της Εκκλησίας που επιβεβαιώνουν με κάθε τρόπο από την εμπειρία της ζωής ότι ο νους του (αθέου) ανθρώπου έναν νόμο έχει: την πλάνη; Ποιος μπορεί να εμπιστευτεί την κρίση, ιδίως για πνευματικά θέματα, ανθρώπου που άγεται και φέρεται από τα πάθη του; Όλα τα κρίνει με βάση το... σκοτάδι του! Η σημερινή εποχή συνιστά τον πιο ανάγλυφο υπομνηματισμό της αλήθειας αυτής: ό,τι πιο διαστροφικό, παράδοξο και περίεργο υπάρχει  προβάλλεται και ανακυκλώνεται ως... αλήθεια και βαθειά σοφία! Αλλά ο λόγος του Θεού αποκαλύπτει: «ο Θεός μωραίνει την κρίση των θεωρουμένων σοφών»[15]!

3. «Οι πιστοί έπεισαν τον Πολύκαρπο να κρυφτεί. Και κρύφτηκε...».

 Η μεγάλη ταπείνωση αφενός στο σημείο αυτό του αγίου Πολυκάρπου: Η αγάπη του προς τον Χριστό τον σπρώχνει στην εκούσια φανέρωσή του∙ αλλά κάνει υπακοή στην παράκληση των πιστών να κρυφτεί. Και κρύβεται. Αν ενέμενε στο δικό του θέλημα, θα έδειχνε την αγάπη του. Αλλά δεν ξέρουμε πόσο ευλογημένη τελικώς θα ήταν αυτή η αγάπη. Το μεγαλείο του αναδεικνύεται ακριβώς από την υπακοή του αυτή: αφήνει κατά μέρος το τι ο ίδιος θα ήθελε κι ακολουθεί το θέλημα των πολλών. Και πιστεύουμε ότι και αυτό συνήργησε στο χαρισματικό ύψος του.

  Η διακριτική πίστη των αγίων του Θεού αφετέρου που αντιπαραβάλλεται σε κάθε εποχή με την «αδιάκριτη πίστη», όπως την χαρακτηρίζει ιδίως ο όσιος Σωφρόνιος, των εχόντων «ζήλον Θεού αλλ’ ου κατ’  επίγνωσιν»[16]! Πώς θα αντιδρούσαν οι «χωρίς επίγνωση ζηλωτές»; Όχι σαν τον άγιο που θα προχωρούσε στο μαρτύριο προς επιβεβαίωση της πίστης του, αλλά με τη σκέψη να πάει στο μαρτύριο για να δείξει την πίστη του. Γιατί έχει μαζί του τη δύναμη του Θεού, τη δύναμη που κατατροπώνει τα πάντα! Αλλά τι υποκρύπτει μία τέτοια στάση; Εκείνο ασφαλώς που ακυρώνει την αληθινή χριστιανική πίστη: την αλαζονεία και την υπερηφάνεια. Προφανώς οι «ζηλωτές» του είδους αυτού θα είναι έτοιμοι, σε δεδομένη στιγμή, δηλαδή πάντα, να κατηγορήσουν και τον ίδιο τον... Κύριο και την... Παναγία Μητέρα Του! Διότι προέβησαν σε κίνηση... απιστίας: την εποχή του Ηρώδου που υπήρχε η απειλή θανάτου, εκείνοι σηκώθηκαν και... έφυγαν. Άραγε πού ήταν η... πίστη τους; Κι αργότερα: ο ίδιος ο Χριστός κρύβεται από τους εχθρούς Του – Τον προκαλούν ακόμη και τα θεωρούμενα αδέλφια Του κι Εκείνος δεν τους κάνει το... χατίρι. Γιατί; Διότι ο Χριστός μας ήταν (και είναι) ταπεινός. Δεν προβαίνει σε... τυφλές κινήσεις, για να ικανοποιηθεί το εγωϊστικό στοιχείο των «αδιάκριτων» οπαδών και μαθητών Του! Μάλλον ο Κύριος έκανε, κατ’  αυτούς, λάθος που αρνήθηκε και την πρόκληση του Διαβόλου εκεί στο όρος των πειρασμών μετά το Βάπτισμά Του! «Πέσε από τον Ναό. Θα έρθουν άγγελοι να σε πιάσουν»! Δείξε δηλαδή την παντοδυναμία Σου, επομένως δικαίωσε και εμάς απέναντι στους... εχθρούς μας! Αφού εμείς είμαστε οι δυνατοί! Και ο Κύριος βεβαίως κάνει την αποτίμηση: «ουκ εκπειράσεις Κύριον τον Θεόν σου»[17]! Δηλαδή δεν μπορείς εσύ ο αμαρτωλός και αδύνατος άνθρωπος να βάλεις σε... πειρασμό τον ίδιο τον Θεό! «Ο Θεός ουκ εκπειράζεται, πειράζει δε Αυτός ουδένα»[18]. Ό,τι μπορείς να κάνεις με ανθρώπινο τρόπο δεν το κάνει για σένα ο Θεός. Μπορείς επομένως να γλιτώσεις την εχθρική στάση των άλλων διαφεύγοντας; Αυτό πρέπει να κάνεις. Μπορείς να καταφύγεις σε ανθρώπινα μέσα για να ξεφύγεις από όποια απειλή για τη ζωή σου; Αυτό πρέπει και να κάνεις. Διαφορετικά, δείχνεις απιστία και υπερηφάνεια, λειτουργείς δηλαδή σαν τον αρχάγγελο εκείνο που λόγω υπερηφάνειας και αλαζονείας ξέπεσε και έγινε σατανάς. Κι αυτό θα πει: πολλοί χριστιανοί σε κάθε εποχή, και σήμερα, γινόμαστε ή είμαστε «σατανάδες», γιατί επιλέγουμε τη δική μας ανθρώπινη κρίση και όχι την κρίση του Θεού[19]. Και η κρίση του Θεού περνάει πάντοτε από την ταπείνωση. Ο Θεός μας, κατά τον λόγο της Γραφής, αυτά τα δύο κυρίως είναι: Αγάπη και Ταπείνωση. Ό,τι δεν εκφράζει την ταπεινή αγάπη εκεί δεν υφίσταται η παρουσία του Θεού. Κι όπου λείπει ο Θεός εκεί πάντοτε υπάρχει ο διάβολος!

4. «Το θέλημα του Θεού γενέσθω».

 Το κριτήριο με το οποίο κινείται αδιάκοπα ο πιστός. Όχι το δικό μου θέλημα, αλλά το θέλημα του Θεού. Αυτό δεν παρακαλάμε διαρκώς και στο «Πάτερ ημών»; «Γενηθήτω το θέλημά Σου». Αλλά είπαμε και παραπάνω ότι δυστυχώς τις περισσότερες φορές το θεωρούμενο αυτονόητο το διαγράφουμε, επιλέγοντας το δικό μας θέλημα, γιατί προφανώς το... θεωρούμε «καλύτερο και ανώτερο» - ο ορισμός του δαιμονισμού. Η υπακοή στο θέλημα του Θεού είναι ο μονόδρομος του χριστιανού. Γιατί η υπακοή αυτή φανερώνει τον βαθμό συσσωματώσεώς μας στον Χριστό[20]. Τι είναι ο χριστιανός; «Μίμημα Χριστού κατά το δυνατόν ανθρώπω»[21], κατά τον ορισμό του μεγάλου οσίου διδασκάλου Ιωάννου της Κλίμακος. Ένας άλλος Χριστός στον κόσμο δηλαδή, γιατί Τον ντύθηκε κατά το βάπτισμά του[22], συνεπώς με απόφαση να προσαρμόζεται αδιάκοπα και ασυμβίβαστα σε ό,τι είναι και έζησε Εκείνος όταν ήταν μαζί μας στον κόσμο. Όχι τυχαία χαρακτηρίζονται οι άγιοι ως τα ενσαρκωμένα ευαγγέλια. Σαν τον άγιο Πολύκαρπο, που ήταν μία στήλη που διάβαζε κανείς (και μόνο με τη θέα του) το ίδιο το ευαγγέλιο[23]! Αλλά αυτό απαιτεί κόπο και διαρκή αγώνα, διότι τα πάθη μας μάς σπρώχνουν συνήθως στο ακριβώς αντίθετο από αυτό που ζητεί ο λόγος του Θεού. Κι αυτό φανερώνει την τραγικότητα που ζούμε πολύ συχνά οι χριστιανοί: να έχουμε την κλήση να είμαστε κι εμείς Χριστοί και Θεοί, αλλά τελικώς η καθημερινότητά μας συχνά να μας προσγειώνει στο χώμα και στο μηδέν μας. Τουλάχιστον το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με» ας μη φεύγει από τα χείλη και την καρδιά μας. Κι ασφαλώς ένας τέτοιος ρεαλισμός για την πραγματικότητα του εαυτού μας οδηγεί στο να μην κατακρίνουμε τους άλλους. Γιατί το υψωμένο κατά των άλλων χέρι στο βάθος λειτουργεί εναντίον μας – εμείς καταδικάζουμε τον εαυτό μας!

5. «Όταν λοιπόν τους άκουσε, κατέβηκε κι έπιασε κουβέντα μαζί τους. Και απόρησαν βλέποντας την ευστάθεια της μεγάλης του ηλικίας και τη βιασύνη να συλληφθή τόσο γέρος άνθρωπος. Ευθύς λοιπόν πρόσταξε να τους βάλουν να φάνε και να πιουν όσο θέλουν και τους παρεκάλεσε να του επιτρέψουν στο μεταξύ να προσευχηθή άνετα».

Είναι το αποτέλεσμα της παραπάνω στάσης ζωής του αγίου Πολυκάρπου. Άνθρωπος δηλαδή που το θέλημα του Θεού συνιστά τον «κανόνα» της ζωής του: ακολουθεί τον Κύριο ως Οδό, δεν μπορεί παρά να ζει την αγάπη διαπαντός, έστω κι αν πρόκειται για τους εχθρούς του. Η αγάπη προς τους εχθρούς άλλωστε φανερώνει την υπόσταση της χριστιανικής αγάπης, κατά τον λόγο του Κυρίου: «αγαπάτε τους εχθρούς υμών, καλώς ποιείτε τοις μισούσιν υμάς, ευλογείτε τους καταρωμένους υμάς»[24]. Ο ίδιος επί του Σταυρού δεν έδειξε την τελειότητα αυτή; «Αίρει την αμαρτίαν του κόσμου» και την ίδια στιγμή προσεύχεται για τους σταυρωτές Του και για όλον τον κόσμο: «Πάτερ, άφες αυτοίς. Ου γαρ οίδασι τι ποιούσι»[25]. Η έχθρα του κόσμου απέναντί Του δεν είναι και έχθρα δική Του. Διότι ο Κύριος, ο μόνος κατά απόλυτο τρόπο, γνωρίζει ως Θεός ότι κάθε εναντίωση προς Αυτόν συνιστά τραύμα για τον άνθρωπο[26]. Όσο ο άνθρωπος Τον αντιστρατεύεται, τόσο και πιο πολύ Τον κινητοποιεί με σπλάχνα οικτιρμών για τον θεραπεύσει. Άλλωστε «όντων ημών αμαρτωλών, Χριστός υπέρ ημών απέθανε»[27]. Δεν μας αγάπησε ο Θεός μας επειδή ήμασταν αξιαγάπητοι, αλλά μας αγάπησε γιατί ο Ίδιος είναι η πηγή της αγάπης: αγαπά ανεξάρτητα από την αντίδραση του ανθρώπου. Απλώς όταν βλέπει και τον άνθρωπο να ανταποκρίνεται, τότε βρίσκει πρόσφορο έδαφος για να πολλαπλασιάσει την αγάπη Του αυτή. Λοιπόν, το ίδιο συμβαίνει και με τους αγίους ως εικόνες του Χριστού: προεκτείνουν την αγάπη του Κυρίου τους, αγαπώντας τους πάντες και τα πάντα, ακόμη και τους εχθρούς τους. Γι’  αυτό και δεν μας παραξενεύει η στάση του αγίου Πολυκάρπου: έρχονται να τον συλλάβουν για να τον βασανίσουν και να τον σκοτώσουν. Και σαν τον πατέρα απέναντι στα παιδιά του χαίρεται, τους καλοκαθίζει, τους προσφέρει ό,τι έχει και δεν έχει. Και δείχνει με την προσευχή που αρχίζει,  ενόψει του μαρτυρίου του, το ποιητικό αίτιο ακριβώς της στάσης του αυτής: την αγάπη του προς τον Θεό που τον κινεί στη χωρίς όρια αγάπη του προς όλους.

6. «Του λέγει ο ανθύπατος: - Πείσε τον όχλο.

Και ο Πολύκαρπος του απαντά: - Εσένα σ’  αξίωσα των λόγων μου. Διότι διδαχθήκαμε να αποδίνουμε στις αρχές και εξουσίες που υπάρχουν με την ανοχή του Θεού τιμή όση δεν μας ζημιώνει. Αυτοί εδώ όμως δεν έχουν κανένα δικαίωμα ν’  ακούσουν την απολογία μου».

Η απάντηση του αγίου Πολυκάρπου στην προτροπή του ανθυπάτου ακούγεται παράδοξη και χρήζει όντως σχολιασμού. Διότι ο άγιος προβάλλει μία πλευρά της πίστεως που συχνά δεν την λαμβάνουμε υπ’ όψιν κινούμενοι κι εδώ αδιάκριτα. Ποια η πλευρά αυτή; Η ομολογία της πίστεως ενός χριστιανού σχετίζεται με τις διαθέσεις των ανθρώπων που δέχονται την ομολογία ή και την απολογία. Θέλουμε να πούμε ότι όπως ο Κύριος δεν απεκάλυπτε τίποτε για την αλήθεια του Θεού αν δεν έβλεπε έτοιμη καρδιά για να την αποδεχτεί, το ίδιο συνέβαινε και με τους αποστόλους και με όλους τους αγίους μας. Προκειμένου δηλαδή να εκφραστεί η αλήθεια δεν απαιτείται μόνο η ύπαρξη του πομπού, αλλά και του κατάλληλου δέκτη. Ο Κύριος πιο συγκεκριμένα στο ερώτημα του Πιλάτου για το τι είναι η αλήθεια δεν έδωσε απάντηση. Διότι προφανώς, όπως έχει ερμηνευτεί από τους Πατέρες μας, ο Πιλάτος κινείτο σε άλλο μήκος κύματος από Εκείνον. Όπως σημειώνει ο άγιος Γέρων Σωφρόνιος[28] ο Πιλάτος έθεσε λάθος την ερώτηση, μάλλον την έθεσε επί φιλοσοφικού ιδεολογικού επιπέδου: τι είναι η αλήθεια, ενώ ο Κύριος την απεκάλυψε ως πρόσωπο και υπόσταση. «Εγώ είμι η αλήθεια». Το «τις εστιν η αλήθεια;» και όχι το «τι» ήταν η σωστή ερώτηση.

Σε άλλες περιπτώσεις ο Ίδιος πάλι δεν απεκάλυπτε βαθύτερες αλήθειες στους μαθητές Του, διότι δεν ήταν ακόμη έτοιμοι: «Δεν μπορείτε τώρα να βαστάσετε τον λόγο μου. Όταν έλθει ο Παράκλητος, το Πνεύμα το άγιον που εκπορεύεται από τον Πατέρα, Εκείνος θα σας διδάξει τα πάντα και θα σας οδηγήσει σε όλη την αλήθεια»[29]. Κι ακόμη: με πολλή καθαρότητα μήνυσε στους μαθητές Του: «μη δίνετε τα άγια στα σκυλιά κι ούτε να βάζετε τα μαργαριτάρια σας μπροστά στα πόδια των χοίρων. Γιατί θα στραφούν και θα τα καταστρέψουν»[30]. Κι η στάση αυτή τηρείται έκτοτε από την Εκκλησία μας με διακριτικό τρόπο – πλην ενίων όπως είπαμε αδιακρίτων χριστιανών – όπως το είδαμε μάλιστα και στην πρώτη Εκκλησία. Έφτασε η Εκκλησία σε κάποια φάση της να απαγορεύσει κι αυτήν την άσκηση της ιεραποστολής[31], γιατί πραγματοποιείτο ακριβώς χωρίς την πρέπουσα διάκριση. Και πότε δεν έπρεπε να ασκηθεί; Όταν διαπιστωνόταν εχθρότητα του ακροατηρίου ή χλευασμός ή και απλώς ανετοιμότητα. Τα παραδείγματα από δω και πέρα είναι άπειρα. Το ίδιο λοιπόν βλέπουμε και στον άγιο Πολύκαρπο: είναι έτοιμος να μιλήσει στον ανθύπατο, γιατί έχει λόγο: είναι ο κοσμικός άρχων που μάθαμε να τον τιμούμε. Ο όχλος όμως δεν έχει τις προϋποθέσεις, λόγω και της εχθρότητάς του και του χλευασμού του και της ανετοιμότητάς του.  

7. «Αλλά τι αργοπορείς; Κάνε ό,τι θέλεις... Ο Πολύκαρπος λέγοντας αυτά ήταν πλημμυρισμένος από θάρρος και χαρά και στο πρόσωπό του έλαμπε η θεία χάρις».

 Ο άγιος Πολύκαρπος μάς προσανατολίζει ως άλλος Χριστός και ως συνέχεια των Αποστόλων: πατάει στη γη αυτή, αλλά ζει ήδη στον ουρανό. Ο άγιος είναι πολίτης του Ουρανού, όπως το δηλώνει και ο απόστολος Παύλος: «Ουκ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν»[32]. Το πέρασμά μας στον κόσμο αυτόν είναι ακριβώς πέρασμα. Προετοιμαζόμαστε για την αληθινή πατρίδα που είναι η διαρκής παραμονή μας «πρόσωπον προς πρόσωπον»[33] με τον αγαπημένο μας Ιησού Χριστό. Κι αυτή η προετοιμασία μας συνιστά τον αγώνα της μετανοίας. Ο Κύριος έτσι δεν μας το απεκάλυψε; «Μετανοείτε,  ήγγικε γαρ η Βασιλεία των Ουρανών»[34]. Η ζωή μας αυτή έχει νόημα έτσι μόνον ως πορεία μετανοίας, ενός διαρκούς βιώματος που δεν τελειώνει ποτέ μέχρι τον θάνατό μας. «Από μετάνοια σε μετάνοια καθαρότερη» που λέει και ο άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος[35]. Μας το υπενθυμίζει χωρίς σταματημό και η Εκκλησία μας σε κάθε ακολουθία: «Τον υπόλοιπον χρόνον της ζωής ημών εν ειρήνη και μετανοία εκτελέσαι».

Κι αυτή η εν μετανοία πορεία συνδυάζεται βεβαίως και με τα έργα της καθημερινότητάς μας. Σκύβουμε πάνω στα προβλήματα της ζωής, εργαζόμαστε και παλεύουμε, αλλά χωρίς να χάνουμε το ουσιώδες και την προτεραιότητα: τη μετάνοια ως πορεία διαρκούς αναζήτησης του Θεού μας. «Αναστάς πορεύσομαι προς τον Πατέρα»[36]. Χωρίς αλαζονεία λοιπόν ο χριστιανός, αφανώς, χωρίς να ακούγεται και να προκαλεί κρότους, πορεύεται την κατά Χριστόν ζωή, φανερώνοντάς την πρωτίστως με τη χαρά και τη λάμψη του προσώπου του. Για να θυμηθούμε μία ωραία εικόνα του μεγάλου Γέροντος οσίου Σωφρονίου και πάλι: ο χριστιανός μοιάζει με το ηλεκτροφόρο σύρμα. Φαίνεται ακίνητο, πάνω του έρχονται και πουλιά χωρίς να παθαίνουν τίποτε, όμως το ίδιο το σύρμα μεταφέρει τεράστια ενέργεια που κινητοποιεί ολόκληρα εργοστάσια[37]. Αυτός είναι ο χριστιανός: ζει την ένταση στην ψυχή και στο σώμα του αγώνα της τήρησης των εντολών του Χριστού, ενώ εξωτερικά είναι ησύχιος και πράος. Στην κατάσταση αυτή, τη χαρισματική ασφαλώς, και ο ίδιος ο φόβος του θανάτου υπερβαίνεται. Γιατί; Διότι ο Χριστός λαλεί μέσα στην καρδιά του πιστού του: «Εγώ ειμι η ζωή και η ανάστασις»[38]. Στην εντολή του Χριστού βρίσκει ο χριστιανός την αιώνια ζωή Εκείνου. «Η εντολή αυτού ζωή αιώνιός εστι»[39]. Μπροστά στον θάνατο ο άγιος Πολύκαρπος φαίνεται να «προκαλεί»: τι αργοπορείς; Το πρόσωπό του έλαμπε από τη θεία χάρη.

8. «Καθώς έμπαινε ο Πολύκαρπος στο αμφιθέατρο ακούσθηκε φωνή από τον ουρανό που έλεγε: Ίσχυε, Πολύκαρπε, και ανδρίζου. Και εκείνον που μίλησε κανένας δεν τον είδε, αλλά τη φωνή την άκουσαν οι δικοί μας που βρίσκονταν εκεί... Τότε ξεπήδησε μεγάλη φλόγα και είδαμε ένα θαύμα σ’  όσους από μας δόθηκε να το δούμε. Οι οποίοι και φυλαχθήκαμε σώοι για να το αναγγείλουμε και στους λοιπούς. Οι φλόγες λοιπόν έφτιαξαν ένα είδος καμάρας, σαν πανί καραβιού φουσκωμένο από τον άνεμο και περιτείχισαν κυκλοτερά το σώμα του μάρτυρος».

 Το μαρτύριο του χριστιανού είπαμε και παραπάνω είναι μία χαρισματική κατάσταση. Κι όχι μόνο ως διάθεση του χριστιανού με δυναμωμένη καρδιά, αλλά και με ό,τι διαδραματίζεται την ώρα του μαρτυρίου. Ο ίδιος ο Κύριος ενισχύει τον πιστό δούλου Του: ίσχυε, Πολύκαρπε, και ανδρίζου. Η φωτιά αρνείται να κάψει τον πρώτο ομόδουλό της: σχηματίζει καμάρα γύρω από αυτόν. Υπερφυή πράγματα που τα διαπιστώνουμε όχι μόνο στον άγιο Πολύκαρπο αλλά και σε πολλούς άλλους άγιους μάρτυρες, της παλαιάς και της νεώτερης εποχής. Παλαιοί μάρτυρες, νεομάρτυρες βρίσκονται στην ίδια γραμμή[40], ζώντας γεγονότα και καταστάσεις που το μυαλό του ανθρώπου αδυνατεί να αποδεχτεί εύκολα. Πόσες φορές δεν έχουμε διαβάσει στα μαρτυρολόγια ότι οι άγιοι δεν νιώθουν τις οδύνες τους, γιατί είναι τέτοια η χάρη που έχουν ώστε ζουν εν χαρά και αγαλλιάσει; Ήδη από την Παλαιά Διαθήκη δεν έχουμε το παράδειγμα των τριών παίδων στην κάμινο, που το πυρ σ’ αυτούς μεταποιείτο από άγγελο Κυρίου σε δροσιά[41]; Κι αυτό θα πει: όπου έχουμε γνήσιο χριστιανό, μάρτυρα της συνειδήσεως και του αίματος, εκεί έχουμε έδαφος ιερό. «Επίγειον το φαινόμενον, αλλ’ υπέρ τους ουρανούς το νοούμενον»[42]. Και επαναλαμβάνουμε: αυτό δεν βιώνεται μόνο σε κάποιες εποχές. Είναι πραγματικότητα κάθε εποχής, αρκεί να υπάρχει το ελάχιστο της πίστεως, εκεί που βρίσκεται το σημείο συντονισμού με τον ίδιο τον Χριστό. Διότι «εάν έχητε πίστιν ως κόκκον σινάπεως, ερείτε τω όρει τούτω, μετάβηθι εντεύθεν εκεί, και μεταβήσεται∙ και ουδέν αδυνατήσει υμίν»[43].

Ο αγώνας για την πίστη, που τα όριά της τα βλέπουμε και στον άγιο Πολύκαρπο, αποτελεί το έργο του χριστιανού. Όχι το πάρεργο, αλλά το έργο, όπως το είπε ο Κύριος: «ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην αυτού»[44]. Κι ακόμη πιο έντονα: «τούτό εστι το έργον του Θεού, ίνα πιστεύσητε εις Ον απέστειλεν Εκείνος»[45]!



[1] Στυλ. Γ. Παπαδοπούλου, Πατρολογία, τόμ. Α΄, Αθήνα 1977, σελ. 223.

[2] Το Φιλομήλιον ήταν αρχαία ελληνική πόλη της Φρυγίας της Μικράς Ασίας, που πήρε το όνομά της από τον ιδρυτή της ανεξάρτητο Μακεδόνα δυνάστη Φιλόμηλο, στο δεύτερο μισό του 3ου π.Χ. αι. Βρισκόταν στο νοτιοδυτικό τμήμα της επαρχίας, στα σύνορα με την Πισιδία και τη Λυκαονία.

[3] «Σας χαιρετούν όλοι οι δικοί μας και ο Ευάρεστος που έγραψε το γράμμα» (Μαρτύριον).

[4] «Η Εκκλησία του Θεού που παροικεί στη Σμύρνη προς την Εκκλησία του Θεού που παροικεί στο Φιλομήλιο και προς όλες τις παροικίες της αγίας και καθολικής Εκκλησίας σε κάθε τόπο» (Προοίμιο Μαρτυρίου).

[5] «Μας ζητήσατε με λεπτομέρειες να σας διηγηθούμε τα όσα συνέβησαν και σε τούτο το γράμμα μας σας τα εκθέτουμε όλα, στέλνοντάς το σας με τον αδελφό μας Μαρκίωνα» (Μαρτύριον).

[6] «Αφού λοιπόν το διαβάσετε και μάθετε όσα αναφέραμε, στείλτε το και στους παραπέρα αδελφούς για να δοξάζουν κι εκείνοι τον Κύριο που διαλέγει τους δούλους Του» (Μαρτύριον).

[7] Βασ. Μουστάκη, Οι Αποστολικοί Πατέρες, εκδ. ΑΣΤΗΡ, Αθήναι 1953, σελ. 232-249. 

[8] Αποκ. Ιωάν. 2, 10.

[9] Φιλ. 1, 29.

[10] Ματθ. 9, 34.

[11] Ιωάν. 18, 37.

[12] Λουκ. 2, 34.

[13] Βλ. Αποκ.Ιωάν. 3, 16: «Ούτως ότι χλιαρός ει, και ούτε ζεστός ούτε ψυχρός, μέλλω σε εμέσαι εκ του στόματός μου».

[14] Βλ. π.χ. Ησ. 5, 20.

[15] Α΄Κορ. 1, 20.

[16] Ρωμ. 10, 2.

[17] Ματθ. 4, 7.

[18] Πρβλ. Ιακ. 1, 13.

[19] Πρβλ. Ματθ. 16, 23: «Ο δε στραφείς είπε τω Πέτρω: Ύπαγε οπίσω μου, σατανά∙ σκάνδαλόν μου ει∙ ότι ου φρονείς τα του Θεού αλλά τα των ανθρώπων».

[20] Βλ. Φιλ. 2, 5-8.

[21] Λόγος α΄ 7.

[22] Γαλ. 3, 27: «Όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε, Χριστόν ενεδύσασθε».

[23] «Νόμου καινού στηλογραφία συ γέγονας, εγγεγραμμένον έχουσα, Πάτερ, ου μέλανι, αλλά Πνεύματι θείω, της χάριτος της θείας το Ευαγγέλιον» (ωδή α΄).

[24] Ματθ. 5, 44.

[25] Λουκ. 23, 34.

[26] Βλ. για παράδειγμα, Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου, ομ. η΄περί μετανοίας: «Δύο είναι αυτά, η αμαρτία και η μετάνοια. Η αμαρτία είναι τραύμα, η μετάνοια φάρμακο».

[27] Ρωμ. 5, 8.

[28] Βλ. Αρχιμανδρίτου Σωφρονίου: Ο Γέρων (νυν άγιος) Σιλουανός, εκδ. Ορθόδοξος Κυψέλη, χ.χ., σελ. 109: «Ἡ ἐπιστήμη καί ἡ φιλοσοφία θέτουν δι’ ἑαυτάς τό ἐρώτημα: Τί ἐστιν ἀλήθεια; Ἐνῶ ἡ γνησία χριστιανική συνείδησις πάντοτε ἀποτείνεται πρός τήν ἀλήθειαν “ΤΙΣ”».

[29] Πρβλ. Ιωάν. 16, 11-13.

[30] Ματθ. 7, 6.

[31] Βλ. Διδ. Διατρ. Ἠλία Ἀντ. Βουλγαράκη, Ἀποφυγή ἀσκήσεως ἱεραποστολῆς εἰς τήν Ἀρχαίαν Ἐκκλησίαν, ἐκδ. Πορευθέντες, ἐν Αθήναις 1970.

[32] Εβρ. 13,14.

[33] Α΄Κορ. 13, 12.

[34] Ματθ. 4, 17.

[35] «Η μετάνοια οπού γίνεται πάντοτε μέχρι θανάτου, με κόπον και θλίψιν μας κάμνει ολίγον κατ’ ολίγον να χύνωμεν πικρά δάκρυα, με τα οποία σφογγίζει και καθαρίζει τον μολυσμόν της ψυχής μας, και ύστερα από αυτά προξενεί εις ημάς μετάνοιαν καθαράν και μας κάμνει να ιδούμεν το απρόσιτον εκείνο φως» (Άπαντα τα ευρισκόμενα, λόγ. 75).

[36] Πρβλ. Λουκ. 15, 18.

[37] «Αλλά είμαστε διαρκώς σε άκρα ένταση, σαν τεταμένη χορδή. Προσπαθήστε λοιπόν να διατηρείτε τη χορδή αυτή πάντοτε τεταμένη. Στην προσευχή μας, όταν στεκόμαστε στην εκκλησία, όλοι οι μύες μας είναι τεταμένοι, και ταυτόχρονα η προσοχή μας. Η προσευχή μας λοιπόν δεν αποτελεί ανάπαυση απαθούς σκέψεως που ξεφεύγει από τα όρια των παθημάτων της γης. Όχι! Εμείς ζούμε τα παθήματα όλου του Αδάμ. Και αυτό είναι η ζωή μας. Εξωτερικά η μοναχική ζωή φαίνεται ήσυχη. Μπορώ όμως να την παρομοιάσω με ηλεκτροφόρο καλώδιο υψηλής τάσεως, από το οποίο διέρχεται ενέργεια που κινεί τραίνα, εργοστάσια, θερμαίνει σπίτια. Ωστόσο το μικρό πουλί μπορεί να κάθεται επάνω στο σύρμα αυτό. Έτσι και ο χριστιανός είναι παρόμοιο καλώδιο, επάνω στο οποίο μπορεί να καθίσει ένα πουλί, χωρίς να κινδυνεύσει» (Οικοδομώντας τον ναό του Θεού, έκδ. Ι.Μ. Τιμίου Προδρόμου Έσσεξ Αγγλίας, τόμος Β, σελ. 41-42).

[38] Ιωάν. 11, 25.

[39] Ιωάν. 12, 50.

[40] Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου: Συναξαριστής Νεομαρτύρων, σελ. 19-21: «ὁ γάρ Ἰησοῦς Χριστός... καί τούς παλαιούς καί τούς νέους τούτους Μάρτυρας... ἴσους αὐτούς ἐποίησε».

[41] Δαν. 3, 19 εξ.

[42] Τροπάριο Θεοφανείων.

[43] Ματθ. 17, 20.

[44] Ματθ. 6, 33.

[45] Ιωάν. 6, 29.