Πρόκειται για μικρής
έκτασης μαρτυρολόγιο, που άσκησε τεράστια επίδραση στα μετέπειτα χρόνια της
Εκκλησίας ως προς τον χαρακτήρα των εν γένει μαρτυρολογίων. Αφορμή συγγραφής – κατά
το ίδιο το κείμενο - στάθηκε το αίτημα
της Εκκλησίας του Φιλομηλίου προς την Εκκλησία της
Σμύρνης, επίσκοπος της οποίας ήταν ο άγιος Πολύκαρπος, προκειμένου να μάθουν
λεπτομέρειες για το συγκλονιστικό μαρτύριό του που έγινε στο αμφιθέατρο της
πόλεως περί τα μέσα του 2ου μ.Χ. αι., εκεί που πλήθος ειδωλολατρών
και Ιουδαίων ήταν συναθροισμένοι για να απολαμβάνουν το «θέαμα» του βασανισμού
και του θανάτου των χριστιανών. Το γράμμα γράφτηκε διά χειρός Ευαρέστου, χριστιανού της Σμύρνης,
ενώ τη μεταφορά του στην Εκκλησία του Φιλομηλίου - και δι’
αυτής «προς όλες τις παροικίες της αγίας και καθολικής Εκκλησίας σε κάθε
τόπο» - ανέλαβε «ο αδελφός
Μαρκίων». Σκοπός: «η δοξολογία του
Κυρίου που διαλέγει τους δούλους Του».
Στη συνέχεια
παραθέτουμε αποσπάσματα από το μαρτύριο,
προβαίνοντας και σε μερικούς σχολιασμούς.
«...Σας
γράψαμε, αδελφοί, τα σχετικά με τους μάρτυρες και το τέλος του μακαρίου
Πολυκάρπου, που σαν σφραγίδα έκλεισε τους διωγμούς... Ο Πολύκαρπος αυτή την ώρα
περίμενε, για να παραδοθή και ο ίδιος, κάνοντας ό,τι είχε κάμει κι ο Κύριος,
ώστε να τον μιμηθούμε κι εμείς...
Πολλά
μηχανεύθηκε εναντίον των χριστιανών το πονηρό πνεύμα. Αλλά δόξα τω Θεώ όλοι το
κατατρόπωσαν... Μόλις λοιπόν ο όχλος είδε και θαμπώθηκε από το δείγμα
γενναιότητος του θεοφιλούς και θεοσεβούς γένους των χριστιανών ξέσπασε σε
φωνές: Να λείψουν οι άθεοι! (δηλ. οι χριστιανοί!) Φέρε εδώ και τον Πολύκαρπο!...
Όταν
άκουσε ο Πολύκαρπος ότι ζητούσαν να τον πιάσουν, δεν ταράχθηκε, αλλά ήθελε να
μείνη στην πόλι. Αλλά οι πιστοί τον έπεισαν να κρυφθή. Και κρύφθηκε σ’ ένα μικρό κτήμα που δεν απείχε πολύ από την
πόλι κι εκεί έμεινε με λίγους χριστιανούς, νύχτα μέρα μην κάνοντας τίποτε άλλο
παρά νά προσεύχεται για όλους και για τις Εκκλησίες της οικουμένης, πράγμα που
ήταν η συνήθειά του. Και καθώς προσευχόταν είδε μια οπτασία, τρεις μέρες πριν
από τη σύλληψί του. Είδε ότι το προσκέφαλό του είχε πιάσει φωτιά. Και γύρισε
καί είπε στους συντρόφους του: Θα καώ
ζωντανός.... Και καθώς οι έρευνες γίνονταν πιο επίμονες... ο Πολύκαρπος έφυγε
και πήγε σ’ ένα άλλο αγρόκτημα...
Αργά
το βράδι έκαμαν έφοδο στο μέρος που βρισκόταν και τον βρήκαν στο υπερώο,
ξαπλωμένον σ’ ένα δωμάτιο. Και από κει
θα μπορούσε να φύγη, αλλά είχε αρνηθή, λέγοντας: το θέλημα του Θεού γενέσθω. Όταν
λοιπόν τους άκουσε, κατέβηκε κι έπιασε κουβέντα μαζί τους. Και απόρησαν
βλέποντας την ευστάθεια της μεγάλης του ηλικίας και τη βιασύνη να συλληφθή τόσο
γέρος άνθρωπος. Ευθύς λοιπόν πρόσταξε να τους βάλουν να φάνε και να πιουν όσο
θέλουν και τους παρεκάλεσε να του επιτρέψουν στο μεταξύ να προσευχηθή άνετα...
Του το επέτρεψαν και προσευχήθηκε πλημμυρισμένος από τη χάρι του Θεού δύο
ολόκληρες ώρες, έτσι που θαμπώθηκαν οι στρατιώτες και μερικοί απ’ αυτούς μετάνοιωσαν που είχαν έλθει να πιάσουν
ένα τέτοιο θεόπρεπο γέροντα...
Καθώς
έμπαινε ο Πολύκαρπος στο αμφιθέατρο ακούσθηκε φωνή από τον ουρανό που έλεγε:
Ίσχυε, Πολύκαρπε, και ανδρίζου. Και εκείνον που μίλησε κανένας δεν τον είδε,
αλλά τη φωνή την άκουσαν οι δικοί μας που βρίσκονταν εκεί. Όταν λοιπόν
ωδηγήθηκε εκεί, έγινε μεγαλύτερη οχλοβοή, διότι ο λαός έμαθε ότι ο Πολύκαρπος
είχε συλληφθή. Στεκόμενον μπροστά στο βήμα του, ο ανθύπατος άρχισε να τον
ανακρίνη. Πρώτα τον ρώτησε αν ήταν ο ίδιος ο Πολύκαρπος και σαν εκείνος το
εβεβαίωσε, βάλθηκε ο ανθύπατος να τον πείση ν’
αρνηθή τήν πίστη του, λέγοντας: Λυπήσου τα χρόνια σου και άλλα παρόμοια
που συνηθίζουν οι εθνικοί δικασταί, όπως: Αναγνώρισε τη θεία δύναμι του
Καίσαρα, άλλαξε γνώμη, πες: Να λείψουν οι άθεοι.
Ο
Πολύκαρπος τότε με γαλήνια κι άτρομη όψι γυρόφερε το βλέμμα στις κερκίδες που
ήσαν σκεπασμένες από τους ανόμους εθνικούς, σήκωσε το χέρι εναντίον τους με
τρομερή κίνηση, αναστέναξε και αναβλέποντας τέλος στον ουρανό είπε. – Ας
λείψουν οι άθεοι!
Και
καθώς επιμένοντας ο ανθύπατος τού έλεγε: - Εξώμοσε, βρίσε τον Χριστό και σ’
ελευθερώνω, αποκρίθηκε ο Πολύκαρπος:
-
Ογδονταέξι χρόνια τον υπηρετώ και σε τίποτε δεν μ’ έβλαψε. Πώς μπορώ λοιπόν να υβρίσω τον
βασιλέα και σωτήρα μου; ... Είμαι χριστιανός. Κι αν θέλεις να διδαχθής τον
χριστιανισμό, δος μου καιρό να σου τον μάθω.
Του
λέγει ο ανθύπατος: - Πείσε τον όχλο.
Και
ο Πολύκαρπος του απαντά: - Εσένα σ’
αξίωσα των λόγων μου. Διότι διδαχθήκαμε να αποδίνουμε στις αρχές και
εξουσίες που υπάρχουν με την ανοχή του Θεού τιμή όση δεν μας ζημιώνει. Αυτοί
εδώ όμως δεν έχουν κανένα δικαίωμα ν’
ακούσουν την απολογία μου.
Και
ο ανθύπατος του λέγει: - Έχω θηρία, σ’
αυτά θα σε ρίξω, αν δεν αλλάξεις γνώμη. Και ο Πολύκαρπος αποκρίνεται: -
Φέρε τα. Γλύστρημα για μας από τα καλύτερα στα χειρότερα δεν επιτρέπεται.
Απεναντίας από τα χαλεπά μάς αρέσει να ανεβαίνουμε στα δίκαια.
Και
ο ανθύπατος πάλι: - Θα σε ανάψω σαν λαμπάδα, αν δεν σου φαίνονται σκληρή
τιμωρία τα θηρία, και μείνης αμετανόητος.
Και
ο Πολύκαρπος του απαντά: - Μ’ απειλείς με τη φωτιά που καίει για λίγη ώρα κι
ύστερα σβύνεται κι αγνοείς το πυρ της μελλούσης κρίσεως κι αιωνίας κολάσεως που
φυλάγεται άσβυστο για τους ασεβείς. Αλλά τι αργοπορείς; Κάνε ό,τι θέλεις.
...
Ο Πολύκαρπος λέγοντας αυτά ήταν πλημμυρισμένος από θάρρος και χαρά και στο
πρόσωπό του έλαμπε η θεία χάρις...
Έστειλε
τότε ο ανθύπατος τον κήρυκά του στη μέση του στίβου να φωνάξει τρεις φορές: - Ο
Πολύκαρπος ωμολόγησε ότι είναι χριστιανός...
(Το εξαγριωμένο τότε
πλήθος ζήτησε να φαγωθεί από λιοντάρι, αλλά τούτο κατέστη αδύνατο, οπότε
αποφασίστηκε να ριχθεί στη φωτιά).
...Δεν
τον κάρφωσαν, αλλά τον έδεσαν μονάχα... Κι εκείνος...σήκωσε τα μάτια στον
ουρανό και προσευχήθηκε...
Κι
αφού ανέπεμψε το Αμήν και τελείωσε την προσευχή του, έβαλαν φωτιά στα ξύλα και
τα φρύγανα. Τότε ξεπήδησε μεγάλη φλόγα και είδαμε ένα θαύμα σ’ όσους από μας δόθηκε να το δούμε. Οι οποίοι
και φυλαχθήκαμε σώοι για να το αναγγείλουμε και στους λοιπούς. Οι φλόγες λοιπόν
έφτιαξαν ένα είδος καμάρας, σαν πανί καραβιού φουσκωμένο από τον άνεμο και
περιτείχισαν κυκλοτερά το σώμα του μάρτυρος. Κι αυτός ήταν στο κέντρο όχι σαν
σάρκα καιόμενη, αλλά σαν ψωμί που ψήνεται στο φούρνο ή σαν χρυσάφι ή σαν ασήμι
που πυρώνεται στο καμίνι. Και μας ήλθε τέτοια ευωδία, σαν από λιβάνι ή από
κάποιο άλλο ακριβό θυμίαμα.
Στο
τέλος βλέποντας οι άνομοι ότι το σώμα του δεν το άγγιζε η φωτιά, πρόσταξαν έναν
στρατιώτη να τον χτυπήση με το ξίφος του. Και σαν τον χτύπησε, έτρεξε αίμα τόσο
που έσβυσε τη φωτιά κι ο όχλος θαύμασε την τόση διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στους
απίστους και τους εκλεκτούς...
Όταν
ο εκατόνταρχος είδε την κακή διάθεσι των ιουδαίων (οι
οποίοι εναντιώθηκαν πολύ στην ιδέα ότι οι χριστιανοί ήθελαν να πάρουν το σώμα
του αγίου), έβαλε το λείψανο στη μέση και
κατά τη συνήθεια των ειδωλολατρών το έκαψε. Έτσι εμείς κατόπιν μαζέψαμε τα
ακριβώτερα από πέτρες πολύτιμες και καθαρώτερα από χρυσάφι οστά του και τα
αποθέσαμε σε κατάλληλο τόπο. Εκεί θα συναζόμαστε μ’ αγαλλίαση και χαρά και θα γιορτάζουμε τη
γενέθλια ημέρα εκείνων που άθλησαν και δυναμώνοντας τις ψυχές μας για νέα
μαρτύρια...
Ο
Πολύκαρπος δεν υπήρξε μονάχα μεγάλος διδάσκαλος της Εκκλησίας, αλλά και μάρτυς
περιφανής, του οποίου το μαρτύριο όλοι θέλουν να μιμηθούν διότι έγινε σύμφωνα
με το Ευαγγέλιο του Χριστού...».
ΣΧΟΛΙΑ
1. «Ο Πολύκαρπος αυτή την ώρα περίμενε, για να
παραδοθή και ο ίδιος, κάνοντας ό,τι είχε κάμει κι ο Κύριος».
Το μαρτύριο για τον άγιο
Πολύκαρπο και κάθε συνεπή χριστιανό αποτελεί ένα όραμα που του προκαλεί χαρά
και αγαλλίαση, διότι το θεωρεί ως τη μεγαλύτερη επιβεβαίωση της αγάπης του προς
τον Χριστό. «Γίνου πιστός άχρι θανάτου» κατά την εντολή του
Πνεύματος του Θεού. Όπως δηλαδή Εκείνος ως πρωτομάρτυρας προσέφερε τον Εαυτό
Του για τη σωτηρία του κόσμου, κατά τον ίδιο τρόπο και οι ανά τους αιώνες
μαθητές Του ως μέλη Του θεωρούν το μαρτύριο ως συμμετοχή στο δικό Του Πάθος και
συνεπώς ως προσφορά που θα βοηθήσει και τον υπόλοιπο κόσμο να απεμπλακεί από
την πονηρία και την υποδούλωση στον διάβολο. Πρόκειται βεβαίως για χαρισματική
κατάσταση, η οποία προϋποθέτει έντονο πνευματικό αγώνα ως μαρτύριο της
συνειδήσεως – ο πιστός αγωνίζεται «αιματηρά» μέσα του για να ζει με τήρηση των
εντολών του Χριστού. Το χαρισματικό στοιχείο τονίζει ο απόστολος Παύλος, όταν
σημειώνει: «Ημίν εχαρίσθη το υπέρ Χριστού
ου μόνον το εις Αυτόν πιστεύειν, αλλά και το υπέρ Αυτού πάσχειν».
2. «Μόλις λοιπόν ο όχλος είδε και θαμπώθηκε από
το δείγμα γενναιότητος του θεοφιλούς και θεοσεβούς γένους των χριστιανών
ξέσπασε σε φωνές: Να λείψουν οι άθεοι! (δηλ. οι χριστιανοί!) Φέρε εδώ και τον Πολύκαρπο!»
(α) Το θάμβος που δημιουργείται
στους εχθρούς της πίστεως από τη γενναία και υπεράνθρωπη στάση των χριστιανών
που περιφρονούν και τον ίδιο τον θάνατο για χάρη της πίστεώς τους δεν γίνεται
αφορμή μετανοίας τους. Εν προκειμένω συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: ένα θάμπωμα
ως τύφλωση και όχι ως αποκάλυψη. Σαν να δαιμονίζονται περισσότερο, ζητώντας κι
άλλο αίμα – η χαρά τους να βλέπουν ανθρώπους να βασανίζονται, κατασπαρασσόμενοι
από τα θηρία ή κατακαιόμενοι από τη φωτιά! Η στάση αυτή αποτελεί συνέχεια της
ίδιας στάσης των εχθρών του Χριστού απέναντί Του όσο ήταν στον κόσμο αυτό: όχι
μόνο βλέποντας τη θαυμαστή ζωή Του δεν μετανοούσαν, αλλά κυριαρχούντο
περισσότερο από τον πονηρό, φτάνοντας μάλιστα στο σημείο να «ερμηνεύουν» τα εκ
Θεού σημεία και θαύματά Του ως ενεργήματα του διαβόλου! «Εν τω άρχοντι των δαιμονίων εκβάλλει τα δαιμόνια»! Κι αυτό σημαίνει ότι για να πιστέψει ο
άνθρωπος χρειάζεται να είναι έτοιμος, με την έννοια να είναι καλοπροαίρετος ως
αναζητητής της αλήθειας. Άνθρωπος που αναζητεί και διψάει την αλήθεια, δηλαδή που
δεν έχει προσκολληθεί ολοκληρωτικά στα πάθη του και τον κόσμο, θα προκληθεί
κάποια στιγμή για να δεχτεί μέσα του το φως του Χριστού. «Όποιος αγαπάει την
αλήθεια ακούει τη φωνή μου» υπογραμμίζει αξιωματικά ο Κύριος. Έτσι και στην περίπτωση με
τον άγιο Πολύκαρπο επιβεβαιώνεται ο προφητικός λόγος του αγίου Συμεών του
θεοδόχου, ότι ο Χριστός «κείται εις
πτώσιν και ανάστασιν πολλών και εις σημείον αντιλεγόμενον». Μπροστά στον Χριστό
τοποθετείσαι οριστικά: ή θετικά ή αρνητικά, Τον πιστεύεις ή Τον απορρίπτεις.
Μέση λύση δεν υφίσταται. Κανείς δεν μπορεί να σταθεί αδιάφορα απέναντί Του. Η
αδιαφορία άλλωστε συνιστά ως γνωστόν τον μεγαλύτερο βαθμό άρνησης.
(β) Αξίζει βεβαίως να
σταθεί κανείς και στην παράδοξη ιαχή: «Να
λείψουν οι άθεοι». Άθεοι για τους ειδωλολάτρες ήταν οι χριστιανοί! Διότι
αρνούνταν την πίστη στα είδωλα και στο «θεϊκό πνεύμα» του αυτοκράτορα. Είναι
συγκλονιστικό να σκεφτεί κανείς ότι για πρώτη φορά στην ιστορία οι πρώτοι που
δέχτηκαν την κατηγορία επί αθεῒα ήταν οι... χριστιανοί! Οι κατεξοχήν ένθεοι να
χαρακτηρίζονται άθεοι. Αλλά αυτό δεν είναι το τίμημα, μεταξύ άλλων, των
ανθρώπων που διαγράφουν τον Χριστό από τη ζωή τους; Τυφλώνονται πορευόμενοι στο
σκότος χωρίς κριτήρια, χωρίς νόημα, χωρίς διάκριση. Το είχαν αναγγείλει ήδη οι
προφήτες από την Παλαιά Διαθήκη: Οι χωρίς Θεό άνθρωποι το
σκοτάδι το λένε φως και το φως σκοτάδι. Το γλυκύ το ονομάζουν πικρό και το
πικρό γλυκύ. Δεν διατρανώνεται η αλήθεια των Πατέρων της Εκκλησίας που
επιβεβαιώνουν με κάθε τρόπο από την εμπειρία της ζωής ότι ο νους του (αθέου)
ανθρώπου έναν νόμο έχει: την πλάνη; Ποιος μπορεί να εμπιστευτεί την κρίση,
ιδίως για πνευματικά θέματα, ανθρώπου που άγεται και φέρεται από τα πάθη του;
Όλα τα κρίνει με βάση το... σκοτάδι του! Η σημερινή εποχή συνιστά τον πιο
ανάγλυφο υπομνηματισμό της αλήθειας αυτής: ό,τι πιο διαστροφικό, παράδοξο και
περίεργο υπάρχει προβάλλεται και ανακυκλώνεται
ως... αλήθεια και βαθειά σοφία! Αλλά ο λόγος του Θεού αποκαλύπτει: «ο Θεός
μωραίνει την κρίση των θεωρουμένων σοφών»!
3. «Οι πιστοί έπεισαν τον Πολύκαρπο να κρυφτεί.
Και κρύφτηκε...».
Η μεγάλη ταπείνωση αφενός στο σημείο αυτό του
αγίου Πολυκάρπου: Η αγάπη του προς τον Χριστό τον σπρώχνει στην εκούσια
φανέρωσή του∙ αλλά κάνει υπακοή στην παράκληση των πιστών να κρυφτεί. Και
κρύβεται. Αν ενέμενε στο δικό του θέλημα, θα έδειχνε την αγάπη του. Αλλά δεν
ξέρουμε πόσο ευλογημένη τελικώς θα ήταν αυτή η αγάπη. Το μεγαλείο του
αναδεικνύεται ακριβώς από την υπακοή του αυτή: αφήνει κατά μέρος το τι ο ίδιος
θα ήθελε κι ακολουθεί το θέλημα των πολλών. Και πιστεύουμε ότι και αυτό
συνήργησε στο χαρισματικό ύψος του.
Η διακριτική πίστη των αγίων του Θεού
αφετέρου που αντιπαραβάλλεται σε κάθε εποχή με την «αδιάκριτη πίστη», όπως την
χαρακτηρίζει ιδίως ο όσιος Σωφρόνιος, των εχόντων «ζήλον Θεού αλλ’ ου κατ’ επίγνωσιν»! Πώς θα αντιδρούσαν οι
«χωρίς επίγνωση ζηλωτές»; Όχι σαν τον άγιο που θα προχωρούσε στο μαρτύριο προς
επιβεβαίωση της πίστης του, αλλά με τη σκέψη να πάει στο μαρτύριο για να δείξει
την πίστη του. Γιατί έχει μαζί του τη δύναμη του Θεού, τη δύναμη που
κατατροπώνει τα πάντα! Αλλά τι υποκρύπτει μία τέτοια στάση; Εκείνο ασφαλώς που
ακυρώνει την αληθινή χριστιανική πίστη: την αλαζονεία και την υπερηφάνεια.
Προφανώς οι «ζηλωτές» του είδους αυτού θα είναι έτοιμοι, σε δεδομένη στιγμή,
δηλαδή πάντα, να κατηγορήσουν και τον ίδιο τον... Κύριο και την... Παναγία
Μητέρα Του! Διότι προέβησαν σε κίνηση... απιστίας: την εποχή του Ηρώδου που
υπήρχε η απειλή θανάτου, εκείνοι σηκώθηκαν και... έφυγαν. Άραγε πού ήταν η...
πίστη τους; Κι αργότερα: ο ίδιος ο Χριστός κρύβεται από τους εχθρούς Του – Τον
προκαλούν ακόμη και τα θεωρούμενα αδέλφια Του κι Εκείνος δεν τους κάνει το...
χατίρι. Γιατί; Διότι ο Χριστός μας ήταν (και είναι) ταπεινός. Δεν προβαίνει
σε... τυφλές κινήσεις, για να ικανοποιηθεί το εγωϊστικό στοιχείο των
«αδιάκριτων» οπαδών και μαθητών Του! Μάλλον ο Κύριος έκανε, κατ’ αυτούς, λάθος που αρνήθηκε και την πρόκληση
του Διαβόλου εκεί στο όρος των πειρασμών μετά το Βάπτισμά Του! «Πέσε από τον
Ναό. Θα έρθουν άγγελοι να σε πιάσουν»! Δείξε δηλαδή την παντοδυναμία Σου,
επομένως δικαίωσε και εμάς απέναντι στους... εχθρούς μας! Αφού εμείς είμαστε οι
δυνατοί! Και ο Κύριος βεβαίως κάνει την αποτίμηση: «ουκ εκπειράσεις Κύριον τον Θεόν σου»! Δηλαδή δεν μπορείς εσύ ο
αμαρτωλός και αδύνατος άνθρωπος να βάλεις σε... πειρασμό τον ίδιο τον Θεό! «Ο Θεός ουκ εκπειράζεται, πειράζει δε Αυτός
ουδένα».
Ό,τι μπορείς να κάνεις με ανθρώπινο τρόπο δεν το κάνει για σένα ο Θεός. Μπορείς
επομένως να γλιτώσεις την εχθρική στάση των άλλων διαφεύγοντας; Αυτό πρέπει να
κάνεις. Μπορείς να καταφύγεις σε ανθρώπινα μέσα για να ξεφύγεις από όποια
απειλή για τη ζωή σου; Αυτό πρέπει και να κάνεις. Διαφορετικά, δείχνεις απιστία
και υπερηφάνεια, λειτουργείς δηλαδή σαν τον αρχάγγελο εκείνο που λόγω υπερηφάνειας
και αλαζονείας ξέπεσε και έγινε σατανάς. Κι αυτό θα πει: πολλοί χριστιανοί σε
κάθε εποχή, και σήμερα, γινόμαστε ή είμαστε «σατανάδες», γιατί επιλέγουμε τη
δική μας ανθρώπινη κρίση και όχι την κρίση του Θεού. Και η κρίση του Θεού
περνάει πάντοτε από την ταπείνωση. Ο Θεός μας, κατά τον λόγο της Γραφής, αυτά
τα δύο κυρίως είναι: Αγάπη και Ταπείνωση. Ό,τι δεν εκφράζει την ταπεινή αγάπη
εκεί δεν υφίσταται η παρουσία του Θεού. Κι όπου λείπει ο Θεός εκεί πάντοτε
υπάρχει ο διάβολος!
4. «Το θέλημα του Θεού γενέσθω».
Το κριτήριο με το οποίο κινείται αδιάκοπα ο
πιστός. Όχι το δικό μου θέλημα, αλλά το θέλημα του Θεού. Αυτό δεν παρακαλάμε
διαρκώς και στο «Πάτερ ημών»; «Γενηθήτω
το θέλημά Σου». Αλλά είπαμε και παραπάνω ότι δυστυχώς τις περισσότερες
φορές το θεωρούμενο αυτονόητο το διαγράφουμε, επιλέγοντας το δικό μας θέλημα,
γιατί προφανώς το... θεωρούμε «καλύτερο και ανώτερο» - ο ορισμός του
δαιμονισμού. Η υπακοή στο θέλημα του Θεού είναι ο μονόδρομος του χριστιανού.
Γιατί η υπακοή αυτή φανερώνει τον βαθμό συσσωματώσεώς μας στον Χριστό. Τι είναι ο χριστιανός; «Μίμημα Χριστού κατά το δυνατόν ανθρώπω», κατά τον ορισμό του
μεγάλου οσίου διδασκάλου Ιωάννου της Κλίμακος. Ένας άλλος Χριστός στον κόσμο
δηλαδή, γιατί Τον ντύθηκε κατά το βάπτισμά του, συνεπώς με απόφαση να
προσαρμόζεται αδιάκοπα και ασυμβίβαστα σε ό,τι είναι και έζησε Εκείνος όταν
ήταν μαζί μας στον κόσμο. Όχι τυχαία χαρακτηρίζονται οι άγιοι ως τα ενσαρκωμένα
ευαγγέλια. Σαν τον άγιο Πολύκαρπο, που ήταν μία στήλη που διάβαζε κανείς (και
μόνο με τη θέα του) το ίδιο το ευαγγέλιο! Αλλά αυτό απαιτεί κόπο
και διαρκή αγώνα, διότι τα πάθη μας μάς σπρώχνουν συνήθως στο ακριβώς αντίθετο
από αυτό που ζητεί ο λόγος του Θεού. Κι αυτό φανερώνει την τραγικότητα που
ζούμε πολύ συχνά οι χριστιανοί: να έχουμε την κλήση να είμαστε κι εμείς Χριστοί
και Θεοί, αλλά τελικώς η καθημερινότητά μας συχνά να μας προσγειώνει στο χώμα
και στο μηδέν μας. Τουλάχιστον το «Κύριε
Ιησού Χριστέ, ελέησόν με» ας μη φεύγει από τα χείλη και την καρδιά μας. Κι
ασφαλώς ένας τέτοιος ρεαλισμός για την πραγματικότητα του εαυτού μας οδηγεί στο
να μην κατακρίνουμε τους άλλους. Γιατί το υψωμένο κατά των άλλων χέρι στο βάθος
λειτουργεί εναντίον μας – εμείς καταδικάζουμε τον εαυτό μας!
5. «Όταν λοιπόν τους άκουσε, κατέβηκε κι έπιασε
κουβέντα μαζί τους. Και απόρησαν βλέποντας την ευστάθεια της μεγάλης του
ηλικίας και τη βιασύνη να συλληφθή τόσο γέρος άνθρωπος. Ευθύς λοιπόν πρόσταξε
να τους βάλουν να φάνε και να πιουν όσο θέλουν και τους παρεκάλεσε να του
επιτρέψουν στο μεταξύ να προσευχηθή άνετα».
Είναι το αποτέλεσμα της
παραπάνω στάσης ζωής του αγίου Πολυκάρπου. Άνθρωπος δηλαδή που το θέλημα του
Θεού συνιστά τον «κανόνα» της ζωής του: ακολουθεί τον Κύριο ως Οδό, δεν μπορεί
παρά να ζει την αγάπη διαπαντός, έστω κι αν πρόκειται για τους εχθρούς του. Η
αγάπη προς τους εχθρούς άλλωστε φανερώνει την υπόσταση της χριστιανικής αγάπης,
κατά τον λόγο του Κυρίου: «αγαπάτε τους
εχθρούς υμών, καλώς ποιείτε τοις μισούσιν υμάς, ευλογείτε τους καταρωμένους
υμάς».
Ο ίδιος επί του Σταυρού δεν έδειξε την τελειότητα αυτή; «Αίρει την αμαρτίαν του κόσμου» και την ίδια στιγμή προσεύχεται για
τους σταυρωτές Του και για όλον τον κόσμο: «Πάτερ,
άφες αυτοίς. Ου γαρ οίδασι τι ποιούσι». Η έχθρα του κόσμου
απέναντί Του δεν είναι και έχθρα δική Του. Διότι ο Κύριος, ο μόνος κατά απόλυτο
τρόπο, γνωρίζει ως Θεός ότι κάθε εναντίωση προς Αυτόν συνιστά τραύμα για τον
άνθρωπο. Όσο ο άνθρωπος Τον
αντιστρατεύεται, τόσο και πιο πολύ Τον κινητοποιεί με σπλάχνα οικτιρμών για τον
θεραπεύσει. Άλλωστε «όντων ημών
αμαρτωλών, Χριστός υπέρ ημών απέθανε». Δεν μας αγάπησε ο Θεός
μας επειδή ήμασταν αξιαγάπητοι, αλλά μας αγάπησε γιατί ο Ίδιος είναι η πηγή της
αγάπης: αγαπά ανεξάρτητα από την αντίδραση του ανθρώπου. Απλώς όταν βλέπει και
τον άνθρωπο να ανταποκρίνεται, τότε βρίσκει πρόσφορο έδαφος για να
πολλαπλασιάσει την αγάπη Του αυτή. Λοιπόν, το ίδιο συμβαίνει και με τους αγίους
ως εικόνες του Χριστού: προεκτείνουν την αγάπη του Κυρίου τους, αγαπώντας τους
πάντες και τα πάντα, ακόμη και τους εχθρούς τους. Γι’ αυτό και δεν μας παραξενεύει η στάση του
αγίου Πολυκάρπου: έρχονται να τον συλλάβουν για να τον βασανίσουν και να τον
σκοτώσουν. Και σαν τον πατέρα απέναντι στα παιδιά του χαίρεται, τους
καλοκαθίζει, τους προσφέρει ό,τι έχει και δεν έχει. Και δείχνει με την προσευχή
που αρχίζει, ενόψει του μαρτυρίου του,
το ποιητικό αίτιο ακριβώς της στάσης του αυτής: την αγάπη του προς τον Θεό που τον
κινεί στη χωρίς όρια αγάπη του προς όλους.
6. «Του λέγει ο ανθύπατος: - Πείσε τον όχλο.
Και
ο Πολύκαρπος του απαντά: - Εσένα σ’
αξίωσα των λόγων μου. Διότι διδαχθήκαμε να αποδίνουμε στις αρχές και
εξουσίες που υπάρχουν με την ανοχή του Θεού τιμή όση δεν μας ζημιώνει. Αυτοί
εδώ όμως δεν έχουν κανένα δικαίωμα ν’
ακούσουν την απολογία μου».
Η απάντηση του αγίου
Πολυκάρπου στην προτροπή του ανθυπάτου ακούγεται παράδοξη και χρήζει όντως
σχολιασμού. Διότι ο άγιος προβάλλει μία πλευρά της πίστεως που συχνά δεν την
λαμβάνουμε υπ’ όψιν κινούμενοι κι εδώ αδιάκριτα. Ποια η πλευρά αυτή; Η ομολογία
της πίστεως ενός χριστιανού σχετίζεται με τις διαθέσεις των ανθρώπων που
δέχονται την ομολογία ή και την απολογία. Θέλουμε να πούμε ότι όπως ο Κύριος
δεν απεκάλυπτε τίποτε για την αλήθεια του Θεού αν δεν έβλεπε έτοιμη καρδιά για
να την αποδεχτεί, το ίδιο συνέβαινε και με τους αποστόλους και με όλους τους
αγίους μας. Προκειμένου δηλαδή να εκφραστεί η αλήθεια δεν απαιτείται μόνο η
ύπαρξη του πομπού, αλλά και του κατάλληλου δέκτη. Ο Κύριος πιο συγκεκριμένα στο
ερώτημα του Πιλάτου για το τι είναι η αλήθεια δεν έδωσε απάντηση. Διότι
προφανώς, όπως έχει ερμηνευτεί από τους Πατέρες μας, ο Πιλάτος κινείτο σε άλλο
μήκος κύματος από Εκείνον. Όπως σημειώνει ο άγιος Γέρων Σωφρόνιος ο Πιλάτος έθεσε λάθος την
ερώτηση, μάλλον την έθεσε επί φιλοσοφικού ιδεολογικού επιπέδου: τι είναι η
αλήθεια, ενώ ο Κύριος την απεκάλυψε ως πρόσωπο και υπόσταση. «Εγώ είμι η αλήθεια». Το «τις εστιν η
αλήθεια;» και όχι το «τι» ήταν η σωστή ερώτηση.
Σε άλλες περιπτώσεις ο
Ίδιος πάλι δεν απεκάλυπτε βαθύτερες αλήθειες στους μαθητές Του, διότι δεν ήταν
ακόμη έτοιμοι: «Δεν μπορείτε τώρα να βαστάσετε τον λόγο μου. Όταν έλθει ο
Παράκλητος, το Πνεύμα το άγιον που εκπορεύεται από τον Πατέρα, Εκείνος θα σας
διδάξει τα πάντα και θα σας οδηγήσει σε όλη την αλήθεια». Κι ακόμη: με πολλή
καθαρότητα μήνυσε στους μαθητές Του: «μη δίνετε τα άγια στα σκυλιά κι ούτε να
βάζετε τα μαργαριτάρια σας μπροστά στα πόδια των χοίρων. Γιατί θα στραφούν και
θα τα καταστρέψουν». Κι η στάση αυτή τηρείται
έκτοτε από την Εκκλησία μας με διακριτικό τρόπο – πλην ενίων όπως είπαμε
αδιακρίτων χριστιανών – όπως το είδαμε μάλιστα και στην πρώτη Εκκλησία. Έφτασε
η Εκκλησία σε κάποια φάση της να απαγορεύσει κι αυτήν την άσκηση της
ιεραποστολής,
γιατί πραγματοποιείτο ακριβώς χωρίς την πρέπουσα διάκριση. Και πότε δεν έπρεπε
να ασκηθεί; Όταν διαπιστωνόταν εχθρότητα του ακροατηρίου ή χλευασμός ή και
απλώς ανετοιμότητα. Τα παραδείγματα από δω και πέρα είναι άπειρα. Το ίδιο
λοιπόν βλέπουμε και στον άγιο Πολύκαρπο: είναι έτοιμος να μιλήσει στον
ανθύπατο, γιατί έχει λόγο: είναι ο κοσμικός άρχων που μάθαμε να τον τιμούμε. Ο
όχλος όμως δεν έχει τις προϋποθέσεις, λόγω και της εχθρότητάς του και του
χλευασμού του και της ανετοιμότητάς του.
7. «Αλλά τι αργοπορείς; Κάνε ό,τι θέλεις... Ο Πολύκαρπος
λέγοντας αυτά ήταν πλημμυρισμένος από θάρρος και χαρά και στο πρόσωπό του
έλαμπε η θεία χάρις».
Ο άγιος Πολύκαρπος μάς
προσανατολίζει ως άλλος Χριστός και ως συνέχεια των Αποστόλων: πατάει στη γη
αυτή, αλλά ζει ήδη στον ουρανό. Ο άγιος είναι πολίτης του Ουρανού, όπως το
δηλώνει και ο απόστολος Παύλος: «Ουκ
έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν». Το πέρασμά μας στον
κόσμο αυτόν είναι ακριβώς πέρασμα. Προετοιμαζόμαστε για την αληθινή πατρίδα που
είναι η διαρκής παραμονή μας «πρόσωπον
προς πρόσωπον» με τον αγαπημένο μας
Ιησού Χριστό. Κι αυτή η προετοιμασία μας συνιστά τον αγώνα της μετανοίας. Ο
Κύριος έτσι δεν μας το απεκάλυψε; «Μετανοείτε, ήγγικε γαρ η Βασιλεία των Ουρανών». Η ζωή μας αυτή έχει
νόημα έτσι μόνον ως πορεία μετανοίας, ενός διαρκούς βιώματος που δεν τελειώνει
ποτέ μέχρι τον θάνατό μας. «Από μετάνοια σε μετάνοια καθαρότερη» που λέει και ο
άγιος Συμεών ο νέος Θεολόγος. Μας το υπενθυμίζει χωρίς
σταματημό και η Εκκλησία μας σε κάθε ακολουθία: «Τον υπόλοιπον χρόνον της ζωής ημών εν ειρήνη και μετανοία εκτελέσαι».
Κι αυτή η εν μετανοία
πορεία συνδυάζεται βεβαίως και με τα έργα της καθημερινότητάς μας. Σκύβουμε
πάνω στα προβλήματα της ζωής, εργαζόμαστε και παλεύουμε, αλλά χωρίς να χάνουμε
το ουσιώδες και την προτεραιότητα: τη μετάνοια ως πορεία διαρκούς αναζήτησης
του Θεού μας. «Αναστάς πορεύσομαι προς
τον Πατέρα».
Χωρίς αλαζονεία λοιπόν ο χριστιανός, αφανώς, χωρίς να ακούγεται και να προκαλεί
κρότους, πορεύεται την κατά Χριστόν ζωή, φανερώνοντάς την πρωτίστως με τη χαρά
και τη λάμψη του προσώπου του. Για να θυμηθούμε μία ωραία εικόνα του μεγάλου
Γέροντος οσίου Σωφρονίου και πάλι: ο χριστιανός μοιάζει με το ηλεκτροφόρο
σύρμα. Φαίνεται ακίνητο, πάνω του έρχονται και πουλιά χωρίς να παθαίνουν
τίποτε, όμως το ίδιο το σύρμα μεταφέρει τεράστια ενέργεια που κινητοποιεί
ολόκληρα εργοστάσια. Αυτός είναι ο
χριστιανός: ζει την ένταση στην ψυχή και στο σώμα του αγώνα της τήρησης των
εντολών του Χριστού, ενώ εξωτερικά είναι ησύχιος και πράος. Στην κατάσταση
αυτή, τη χαρισματική ασφαλώς, και ο ίδιος ο φόβος του θανάτου υπερβαίνεται.
Γιατί; Διότι ο Χριστός λαλεί μέσα στην καρδιά του πιστού του: «Εγώ ειμι η ζωή και η ανάστασις». Στην εντολή του Χριστού
βρίσκει ο χριστιανός την αιώνια ζωή Εκείνου. «Η εντολή αυτού ζωή αιώνιός εστι». Μπροστά στον θάνατο ο
άγιος Πολύκαρπος φαίνεται να «προκαλεί»: τι αργοπορείς; Το πρόσωπό του έλαμπε
από τη θεία χάρη.
8. «Καθώς έμπαινε ο Πολύκαρπος στο αμφιθέατρο
ακούσθηκε φωνή από τον ουρανό που έλεγε: Ίσχυε, Πολύκαρπε, και ανδρίζου. Και
εκείνον που μίλησε κανένας δεν τον είδε, αλλά τη φωνή την άκουσαν οι δικοί μας
που βρίσκονταν εκεί... Τότε ξεπήδησε μεγάλη φλόγα και είδαμε ένα θαύμα σ’ όσους από μας δόθηκε να το δούμε. Οι οποίοι
και φυλαχθήκαμε σώοι για να το αναγγείλουμε και στους λοιπούς. Οι φλόγες λοιπόν
έφτιαξαν ένα είδος καμάρας, σαν πανί καραβιού φουσκωμένο από τον άνεμο και
περιτείχισαν κυκλοτερά το σώμα του μάρτυρος».
Το μαρτύριο του χριστιανού
είπαμε και παραπάνω είναι μία χαρισματική κατάσταση. Κι όχι μόνο ως διάθεση του
χριστιανού με δυναμωμένη καρδιά, αλλά και με ό,τι διαδραματίζεται την ώρα του
μαρτυρίου. Ο ίδιος ο Κύριος ενισχύει τον πιστό δούλου Του: ίσχυε, Πολύκαρπε,
και ανδρίζου. Η φωτιά αρνείται να κάψει τον πρώτο ομόδουλό της: σχηματίζει
καμάρα γύρω από αυτόν. Υπερφυή πράγματα που τα διαπιστώνουμε όχι μόνο στον άγιο
Πολύκαρπο αλλά και σε πολλούς άλλους άγιους μάρτυρες, της παλαιάς και της
νεώτερης εποχής. Παλαιοί μάρτυρες, νεομάρτυρες βρίσκονται στην ίδια γραμμή, ζώντας γεγονότα και
καταστάσεις που το μυαλό του ανθρώπου αδυνατεί να αποδεχτεί εύκολα. Πόσες φορές
δεν έχουμε διαβάσει στα μαρτυρολόγια ότι οι άγιοι δεν νιώθουν τις οδύνες τους,
γιατί είναι τέτοια η χάρη που έχουν ώστε ζουν εν χαρά και αγαλλιάσει; Ήδη από
την Παλαιά Διαθήκη δεν έχουμε το παράδειγμα των τριών παίδων στην κάμινο, που
το πυρ σ’ αυτούς μεταποιείτο από άγγελο Κυρίου σε δροσιά; Κι αυτό θα πει: όπου
έχουμε γνήσιο χριστιανό, μάρτυρα της συνειδήσεως και του αίματος, εκεί έχουμε
έδαφος ιερό. «Επίγειον το φαινόμενον,
αλλ’ υπέρ τους ουρανούς το νοούμενον». Και επαναλαμβάνουμε:
αυτό δεν βιώνεται μόνο σε κάποιες εποχές. Είναι πραγματικότητα κάθε εποχής,
αρκεί να υπάρχει το ελάχιστο της πίστεως, εκεί που βρίσκεται το σημείο
συντονισμού με τον ίδιο τον Χριστό. Διότι «εάν
έχητε πίστιν ως κόκκον σινάπεως, ερείτε τω όρει τούτω, μετάβηθι εντεύθεν εκεί,
και μεταβήσεται∙ και ουδέν αδυνατήσει υμίν».
Ο αγώνας για την πίστη,
που τα όριά της τα βλέπουμε και στον άγιο Πολύκαρπο, αποτελεί το έργο του
χριστιανού. Όχι το πάρεργο, αλλά το έργο, όπως το είπε ο Κύριος: «ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και
την δικαιοσύνην αυτού». Κι ακόμη πιο έντονα: «τούτό εστι το έργον του Θεού, ίνα πιστεύσητε
εις Ον απέστειλεν Εκείνος»!