Παρασκευή 26 Ιουνίου 2015

ΚΥΡΙΑΚΗ Δ´ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ)


Νυνί δέ ἐλευθερωθέντες ἀπό τῆς ἁμαρτίας δουλωθέντες δέ τῷ Θεῷ ἔχετε τόν καρπόν ὑμῶν εἰς ἁγιασμόν, τό δέ τέλος ζωήν αἰώνιον᾽ (Ρωμ. 6, 22)

α. ῾Ο ἄνθρωπος τῆς ἁμαρτίας σέ ἀντιπαράθεση πρός τόν ἄνθρωπο τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ καί οἱ συνέπειες τῶν ἐπιλογῶν τοῦ καθενός εἶναι τό κεντρικό θέμα τοῦ ἀποστολικοῦ ἀναγνώσματος τῆς Κυριακῆς Δ´ Ματθαίου ἀπό τήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολή τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Μέ ξεκάθαρο τρόπο ὁ ἀπόστολος ἀναφέρει ὅτι ἡ ἐπιλογή τῆς ἁμαρτίας μπορεῖ νά συνιστᾶ ἐλευθερία ἀπό τόν Θεό καί τό ἅγιο θέλημά Του, συνιστᾶ ὅμως ὑποδούλωση στά πάθη μέ ἀποτέλεσμα τόν θάνατο. ῾Ψωνίζεις θάνατο μέ τήν ἁμαρτία᾽ κατά τήν διατύπωσή του. ῾Η ἐπιλογή ὅμως τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀπόφαση νά εἶναι κανείς δοῦλος τοῦ Θεοῦ ὁδηγεῖ στήν ἀπελευθέρωση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τά πάθη τῆς ἁμαρτίας, φέρνει τόν ἁγιασμό του, ζεῖ ὁ ἄνθρωπος ἤδη ἀπό τώρα τήν αἰώνια ζωή πού ἔφερε ὁ Χριστός. ᾽Ελευθερία ἀπό τήν ἁμαρτία ὡς ὑποδούλωση στόν Θεό, ἁγιασμός, αἰώνια ζωή: ἡ καταγραφή τῆς πορείας τοῦ ἐν Χριστῷ ἀνθρώπου.

β. 1. Κι εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἐπανειλημμένως ὁ ἀπόστολος στίς ἐπιστολές του τονίζει τήν ὀδυνηρή καί τραγική γιά τόν ἄνθρωπο κατάληξη τῆς ἁμαρτίας: τόν ἴδιο τόν θάνατο. ῞Ο,τι ἡ Γένεση, τό πρῶτο βιβλίο τῆς ῾Αγίας Γραφῆς ἤδη ἀπό τά πρῶτα κεφάλαιά της, καταγράφει ὡς δραματική πορεία τοῦ πρώτου ἀνθρώπου, κατά τήν ὁποία ἡ ἐπιλογή τῆς ἁμαρτίας ὁδήγησε στόν πνευματικό θάνατο πρῶτα, δηλαδή τήν ἀπομάκρυνση ἀπό τόν Θεό, καί τήν συνέπειά του ἔπειτα, τόν σωματικό θάνατο, τό ἴδιο ἀναφέρει καί ὁ ἀπόστολος. Κι αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ ἁμαρτία δέν μπορεῖ νά θεωρηθεῖ ἠθικολογικά: ἀπλῶς ὡς μία ἀπόκλιση τοῦ ἀνθρώπου ἤ ὡς μία παράβαση ἑνός καθήκοντος, συνεπῶς δέν ἀλλοιώνει κάτι ἀπό τήν φύση τοῦ ἀνθρώπου. Μία τέτοια ἐπιφανειακή κατανόησή της μπορεῖ νά γίνεται ἀποδεκτή ἀπό τούς ἑτεροδόξους, δέν συνιστᾶ ὅμως τήν ἀποκαλυμμένη πραγματικότητα, ἀλλ᾽ οὔτε καί τήν ἐμπειρία τῆς ἴδιας τῆς ζωῆς. Κι ἡ πραγματικότητα κι ἡ ἐμπειρία εἶναι ὅτι ὁ ἄνθρωπος μέ τήν ἁμαρτία ζεῖ κάθε φορά πού τήν πραγματοποιεῖ τόν ἴδιο τόν θάνατό του, ἤ μέ ἄλλη διατύπωση: κάθε φορά πού ἁμαρτάνει ὑποδουλώνεται ὅλο καί περισσότερο στά πάθη του καί τόν ὑποκινοῦντα αὐτά πονηρό διάβολο, γενόμενος ἔτσι κι αὐτός σατανάς, ἀντικείμενος δηλαδή στόν Θεό, εἰσπράττοντας τά ἀνάλογα ἐπίχειρα: τήν θλίψη καί τήν στενοχώρια καί τό ἄγχος.  ῾ᾯ τις ἤττηται, τούτῳ καί δεδούλωται᾽: σέ ὅ,τι κανείς ἔχει νικηθεῖ, σ᾽ αὐτό καί ἔχει ὑποδουλωθεῖ, κατά τήν ἄλλη γνωστή φράση τῆς Γραφῆς. ῞Οπως καί: ῾θλίψις καί στενοχωρία παντί τῷ ἐργαζομένῳ τό κακόν᾽.

2. ᾽Από αὐτήν τήν τραγικότητα μᾶς ἔσωσε ὁ Κύριος ᾽Ιησοῦς Χριστός σημειώνει ὁ ἀπόστολος. ῏Ηλθε ὁ Κύριος, σήκωσε ἐπάνω Του διά τῆς σταυρικῆς Του θυσίας τήν ἁμαρτία τοῦ κόσμου, κατεπάτησε τόν καρπό της τόν θάνατο, μᾶς ἔδωσε καί πάλι τήν ζωή. ᾽Εν Χριστῷ Ἰησοῦ ὁ ἄνθρωπος ἀνέπνευσε καί πάλι τόν ἀέρα τῆς ἐλευθερίας καί ἤδη ἀπό τήν φθαρτή αὐτή ζωή ἀπολαμβάνει τήν αἰώνια ζωή πού δέν εἶναι ἄλλη ἀπό τόν ῎Ιδιο. ῾Τό δέ χάρισμα τοῦ Θεοῦ ζωή αἰώνιος ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν᾽ (Τό δῶρο πού χαρίζει ὁ Θεός εἶναι ἡ αἰώνια ζωή, τήν ὁποία ἔφερε ὁ ᾽Ιησοῦς Χριστός, ὁ Κύριός μας). Κι αὐτό συμβαίνει γιατί ὁ Κύριος προσέλαβε τόν ἄνθρωπο μέσα στόν ῾Εαυτό Του, συνεπῶς ὅλα τά καλά ἀποτελέσματα ἀπό τήν νίκη Του ἀπέναντι στήν ἁμαρτία καί τόν θάνατο μεταβιβάζονται καί σ᾽ αὐτόν. ᾽Αρκεῖ ἀσφαλῶς ὁ ἄνθρωπος νά θέλει τόν Χριστό, πού θά πεῖ νά πιστέψει σ᾽ Αὐτόν ὡς Σωτήρα τῆς ζωῆς του. Κι ἡ πίστη αὐτή ὡς γνωστόν δέν ἔχει θεωρητικό χαρακτήρα. Ξεκινᾶ ἀπό τήν ὥρα πού ὁ ἄνθρωπος θά βαπτιστεῖ στό ἅγιο ὄνομά Του καί θά χριστεῖ ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ τελειώνεται ἀδιάκοπα στόν βαθμό πού ὁ πιστός θά μετέχει τοῦ σώματος καί τοῦ αἵματος τοῦ Κυρίου καί θά ἐπιβεβαιώνει τήν χαρισματική αὐτή κατάσταση μέ τήν τήρηση τῶν ἁγίων ἐντολῶν Του.

3. Αὐτή δέν εἶναι ἡ πραγματικότητα πού βλέπουμε σέ ὅλους τούς ἁγίους μας; ῾Η ὑπακοή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, λέει ὁ ἀπόστολος, φέρει ὡς καρπό τόν ἁγιασμό τοῦ ἀνθρώπου. ῾῎Εχετε τόν καρπόν ὑμῶν εἰς ἁγιασμόν᾽.  ῎Αν οἱ ἅγιοί μας ἅγιασαν, ἦταν ὄχι ἀσφαλῶς γιατί εἶχαν κάποια περίεργα καί παράδοξα ἰδιώματα ὡς ἄνθρωποι, ὄχι γιατί ἦταν διαφορετικοί – πολλοί ἀπό αὐτούς ἦταν πολύ πιό ἄγριοι ἀπό ἐμᾶς ὡς πρός τόν χαρακτήρα τους - ἀλλά γιατί πίστεψαν στόν Χριστό καί ἄφησαν τήν χάρη Του νά ἐνεργήσει μέσα στήν ὕπαρξή τους. ῎Εγιναν δηλαδή μέλη Χριστοῦ καί ἔνιωσαν ὅτι μπορεῖ καί ὁ δικός τους ἑαυτός νά γίνει δίοδος γιά νά φανερώνεται ἡ ζωή τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο. Μέ ἄλλα λόγια ὁ κάθε ἅγιος τῆς ᾽Εκκλησίας μας, συνεπῶς καί ὁ καθένας ἀπό ἐμᾶς δυνάμει, συνιστᾶ τόν σαφή ὑπομνηματισμό τῶν λόγων σήμερα τοῦ ἀποστόλου: ῾ἐλευθερώθηκαν ἀπό τήν ἁμαρτία, ἔγιναν δοῦλοι τοῦ Χριστοῦ, ἁγίασαν, ζοῦν τήν αἰώνια ζωή᾽. Δέν εἶναι τυχαῖο γι᾽ αὐτό πού τούς ἁγίους μας τούς χαρακτηρίζουμε ὡς ῾ἐφαρμοσμένο Εὐαγγέλιο᾽ ἤ πού σ᾽ αὐτούς βλέπουμε τήν καθαρότητα τῆς ὀρθῆς χριστιανικῆς  πίστης μας, ὁπότε προσβλέποντας πάντοτε σ᾽ αὐτούς καί ἐμβαπτιζόμενοι στήν κατά Χριστόν ζωή τους δοξολογοῦμε σωστά τόν Θεό, μέ τήν ἔννοια καί τῆς ὀρθῆς δόξας-πίστης σ᾽ Αὐτόν καί τῆς ὀρθῆς ὑμνολόγησής Του.

4. Δύο παρατηρήσεις ὅμως εἶναι ἀναγκαῖες ἀκόμη στά λόγια τοῦ ἀποστόλου.
(α) Μιλάει καταρχάς ὁ ἅγιος Παῦλος γιά ἐλευθερία ἀπό τήν ἁμαρτία καί δουλεία στόν Θεό. Δέν πρέπει νά κατανοήσουμε τήν σχέση αὐτή παρατακτικά: τό ἕνα μετά τό ἄλλο. Δέν ἐλευθερώνεται δηλαδή ὁ ἄνθρωπος πρῶτα ἀπό τήν ἁμαρτία καί ἀκολουθεῖ ἔπειτα ἡ δουλεία στόν Θεό. Κατά τήν πίστη μας ὁ ἄνθρωπος ἐλευθερώνεται ἀπό τήν ἁμαρτία (καί τόν θάνατο καί τόν διάβολο βεβαίως) τήν ὥρα πού ὑποδουλώνεται στόν Κύριο. ῾Χωρίς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν᾽ εἶπε ὁ ῎Ιδιος. ῞Οσο μέ ἄλλα λόγια στρέφεται ὁλοκληρωτικά ἡ ἀνθρώπινη ὕπαρξη στόν Θεό καί γίνεται δούλη ᾽Εκείνου, τόσο καί ἀπελευθερώνεται ἀπό τήν ἁμαρτία καί τά πάθη της. ῞Οπως συμβαίνει μέ τόν ἄνθρωπο πού στρεφόμενος πρός τό φῶς φεύγει ἀπό τό σκοτάδι, κατά τόν ἴδιο τρόπο καί ἐδῶ. Συνεπῶς ἡ ἐλευθερία ἀπό τήν ἁμαρτία καί τά πάθη εἶναι εὐθέως ἀνάλογη πρός τήν δουλεία στόν Θεό. ῎Ετσι κατανοεῖται καί ἡ ἐπιμονή τῶν ἁγίων μας, παλαιοτέρων καί νεωτέρων, νά μήν ἀσχολούμαστε πολύ πολύ μέ τόν διάβολο καί τίς σκοτεινές διδασκαλίες πού ὑποβάλλει, ἀλλά μέ τόν Κύριο καί τά ἁγιασμένα λόγια Του. Θέλω νά γεμίσω μέ φῶς τήν ζωή μου καί μέσα στήν ταλαιπωρία τοῦ ἁμαρτωλοῦ αὐτοῦ κόσμου ἡ καρδιά μου νά εἶναι εὐωδιαστός λειμώνας; ᾽Αδιάκοπα νά μνημονεύω τό ἅγιο ὄνομα τοῦ Κυρίου καί νά πλατύνεται ἡ διάνοιά μου στά λόγια Του εἴτε ἀπό τό Εὐαγγέλιο εἴτε ἀπό τούς ὕμνους τῆς ᾽Εκκλησίας μας εἴτε ἀπό τά συναξάρια τῶν ἁγίων Του. ῾Ο Χριστός καί ὄχι ὁ ἀντίχριστος νά εἶναι τό μέλημά μου.
(β) Καί δεύτερον, ὅταν ὁ ἀπόστολος μιλάει γιά δουλεία στόν Θεό δέν ἐννοεῖ τήν δουλεία ἐκείνη πού κατανοεῖται κατά τά ἀνθρώπινα: ὡς ὑποβάθμιση καί καταβαράθρωση τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης. ῾Η κατανόηση αὐτή ἀποτελεῖ διαστροφή τοῦ ἀνθρώπου καί ἀλλοίωση ὅλης τῆς ἐν Χριστῷ ἀποκάλυψης. ῾Ο ἀπόστολος χρησιμοποιεῖ τόν ὅρο ὡς φυσικό παράδειγμα γιά νά ἐκφράσει πιό ἄμεσα τήν σκέψη του, ἀλλά πάντοτε μέ τίς προϋποθέσεις τοῦ Κυρίου, ὁ ῾Οποῖος εἶπε: ῾Οὐκέτι ὑμᾶς λέγω δούλους. ῾Υμεῖς φίλοί μου ἐστέ᾽. Δέν πρέπει νά μᾶς διαφεύγει τό γεγονός ὅτι ὁ Κύριος μᾶς δημιούργησε ῾κατ᾽ εἰκόνα καί καθ᾽ ὁμοίωσίν᾽ Του, συνεπῶς μέ θεοείδεια τέτοια πού παραπέμπει ἀκριβῶς στόν ῎Ιδιο. ᾽Απαρχῆς ὁ ἄνθρωπος χαρακτηρίζεται ὡς υἱός τοῦ Θεοῦ - ῾ἐγώ εἶπα υἱοί Θεοῦ ἐστε καί υἱοί ῾Υψίστου πάντες᾽ - συνεπῶς ὁ Κύριος ἔρχεται στόν κόσμο ὥστε τόν ὑπόδουλο πιά στήν ἁμαρτία καί τόν θάνατο ἄνθρωπο νά τόν ἀποκαταστήσει στήν πρώτη του κι ἀκόμη περισσότερο κατάσταση. Εἴπαμε: οἱ ἅγιοι – καί μέσα σ᾽ αὐτούς εἴμαστε κι ὅλα τά πιστά μέλη τοῦ ζωντανοῦ σώματός Του τῆς ᾽Εκκλησίας – συνιστοῦν μία ἄλλη παρουσία ᾽Εκείνου, προέκτασή Του στόν κόσμο, κλαδιά στό δένδρο Αὐτοῦ.

γ. ῎Αν οἱ χριστιανοί συνεχίζουμε νά ἁμαρτάνουμε καί νά μήν συνειδητοποιοῦμε τήν τραγικότητα στήν ὁποία περιπίπτουμε, τραγικότητα μέ ὀλέθρια ἀποτελέσματα καί ἐδῶ καί  αἰωνίως, εἶναι προφανῶς γιατί δέν ζοῦμε ὅσο πρέπει τήν μεγαλειώδη προοπτική τῆς ζωῆς πού μᾶς ἔφερε καί μᾶς προσφέρει ὁ Κύριος στήν ᾽Εκκλησία Του, καί τό φῶς μέ τό ὁποῖο μᾶς περιλούζει. Προσκολλημένοι συνήθως στά ψεκτά πάθη μας νομίζουμε ὅτι ἐκεῖ βρίσκεται ἡ ζωή μας. Καί δέν καταλαβαίνουμε ὅτι ἔτσι ροκανίζουμε τό κλαδί πάνω στό ὁποῖο βρισκόμαστε καί ρουφᾶμε τό ἴδιο τό αἷμα μας. Ἡ ζωή ὅμως, ὡς πραγματική καί αἰώνια ζωή, βρίσκεται στό δέντρο πού εἶναι ὁ Χριστός καί στήν βρώση καί τήν πόση τοῦ δικοῦ Του αἵματος.

ΚΥΡΙΑΚΗ Δ´ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ)


οὐδέ ἐν τῷ ᾽Ισραήλ τοσαύτην πίστιν εὗρον᾽ (Ματθ. 8, 10)

α. Στό γνωστό περιστατικό τῆς θεραπείας τοῦ δούλου τοῦ ἑκατοντάρχου μᾶς παραπέμπει τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα τῆς Δ´ Κυριακῆς τοῦ Ματθαίου, κατά τό ὁποῖο ὁ Κύριος ῾ἐντυπωσιασμένος᾽ ἀπό τήν πίστη ἑνός ἑκατοντάρχου, ἑνός δηλαδή εἰδωλολάτρη στήν οὐσία, τόν ἐπαινεῖ γι᾽ αὐτήν καί ἀνταποκρίνεται στό αἴτημά του: ῾ὡς ἐπίστευσας, γενηθήτω σοι᾽. Ἡ προσέγγιση τῆς πίστης αὐτῆς τοῦ ρωμαίου ἀξιωματούχου λειτουργεῖ καί ἐδῶ - γιά νά χρησιμοποιήσουμε ἕνα σύγχρονο ψυχολογικό ὅρο - ἀρχετυπικά.

β. 1. ῎Εχει ἐπισημανθεῖ ὅτι δύο φορές ὁ Κύριος ἐπαίνεσε τήν πίστη τῶν ἀνθρώπων σ᾽ ᾽Εκεῖνον ὡς τή φανέρωση τοῦ Θεοῦ: στήν περίπτωση τῆς Χαναναίας γυναίκας, πού παρακαλοῦσε τόν Κύριο γιά τή δαιμονισμένη κόρη της, καί στήν περίπτωση τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελικοῦ ἀναγνώσματος, δηλαδή στίς περιπτώσεις δύο θεωρουμένων εἰδωλολατρῶν. ᾽Ενῶ κανονικά θά ἔπρεπε στούς ῾υἱούς τῆς βασιλείας᾽, τούς ᾽Ισραηλίτες, νά ὑπάρχει ἡ πίστη αὐτή, διότι ἡ πίστη στόν Θεό εἶναι τό χαρακτηριστικό τοῦ λαοῦ πού ἐπιλέχθηκε ἀπό Αὐτόν πρός σωτηρία τοῦ κόσμου, τοῦτο δέν συμβαίνει. Τό ἀντίθετο μάλιστα. Τό σύνηθες δυστυχῶς στόν λαό αὐτό τοῦ Θεοῦ ἦταν ἡ ἀπιστία καί ἡ σκληροκαρδία, καταστάσεις πού ἔλεγχαν διαρκῶς οἱ ἀπεσταλμένοι ἀπό τόν Θεό προφῆτες, ἤδη ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη. Κι αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ πίστη εἶναι ἕνα λουλούδι, πού φυτρώνει ὄχι ἐκεῖ, πού νομικά, θά ἔλεγε κανείς, ὑπάρχει τό ἔδαφός της, στά πλαίσια δηλαδή ἑνός συγκεκριμένου λαοῦ, ἀλλά ἐκεῖ πού ὑπάρχει ῾καρδιά᾽, δηλαδή καλή διάθεση καί ἀναζήτηση τῆς ἀλήθειας, ἄρα ὁπουδήποτε στόν κόσμο καί σ᾽ ὁποιονδήποτε ἄνθρωπο.

2. Ἡ ἐπαινουμένη ἀπό τόν Κύριο μεγάλη πίστη τοῦ ἑκατοντάρχου, ὅπως καί ἡ ἀνάλογη βεβαίως τῆς Χαναναίας, δέν ἐξαντλεῖται σέ μία ἀποδοχή ἁπλῶς τοῦ Χριστοῦ, ὡς ἑνός δασκάλου καί καθοδηγητῆ κι οὔτε ἀκόμη καί  ὡς υἱοῦ τοῦ Θεοῦ σέ ἕνα νοησιαρχικό καί ἰδεολογικό ἐπίπεδο. Διότι ῾καί τά δαιμόνια πιστεύουσι καί φρίττουσι᾽ (ἅγιος ᾽Ιάκωβος), ὅπως καί ῾οὐ πᾶς ὁ λέγων μοι Κύριε, Κύριε, εἰσελεύσεται εἰς τήν βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν, ἀλλ᾽ὁ ποιῶν τό θέλημα τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς᾽ (ὁ Κύριος). ᾽Εκεῖνο πού γίνεται ἀποδεκτό ὡς πίστη εἶναι αὐτό πού  ἐνεργοποιεῖ τή ζωή τοῦ ἀνθρώπου.  Αὐτό μέ ἄλλα λόγια πού κάνει τόν ἄνθρωπο νά φεύγει ἀπό τήν ῾ἡσυχία᾽ του καί τήν ἄνεση τῶν παθῶν του καί νά στρέφεται μέ ἐμπιστοσύνη στόν Θεό, ἀλλάζοντας ἑπομένως τρόπο ζωῆς. Αὐτή ἡ πίστη, πού χαρακτηρίζεται μεγάλη, ῾συγκινεῖ᾽ τόν Χριστό καί Τόν κάνει νά ἀνταποκρίνεται ὁλοπρόθυμα καί ἄμεσα: ῾ἐγώ ἐλθών θεραπεύσω αὐτόν᾽. Καί ναί μέν δέν ἐπῆγε τελικῶς ὁ ῎Ιδιος, ἀλλά ἡ ἀπάντησή Του ὁδήγησε στό ἴδιο ἀποτέλεσμα: ῾ὡς ἐπίστευσας, γενηθήτω σοι᾽. ῎Ετσι ἡ μεγάλη πίστη εἶναι ἐκείνη πού γίνεται θεραπευτική ἐνέργεια γιά τόν ἄνθρωπο καί τούς οἰκείους του.

3. Ποιά τά γνωρίσματα τῆς μεγάλης πίστης, ὅπως αὐτά φαίνονται στήν παραπάνω περίπτωση;
(1) ἡ ἀπόλυτη ἐμπιστοσύνη στόν Χριστό καί τά λόγια Του, ὅτι δηλαδή εἶναι ᾽Εκεῖνος στόν Ὁποῖο φανερώνεται ὁ Θεός, ᾽Εκεῖνος στόν Ὁποῖο ὑπάρχει ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ. Συνεπῶς ἡ μεγάλη πίστη ὑπερβαίνει ὁποιαδήποτε ἀμφιβολία καί δυσπιστία, πού κάνει τόν ἄνθρωπο δίψυχο καί ἄρα ἀνίκανο νά δεχθεῖ στήν ὕπαρξή του τόν Θεό. Ἡ μεγάλη πίστη εἶναι αὐτή στήν ὁποία μᾶς προσανατολίζει διαρκῶς καί ἡ ᾽Εκκλησία μας, μέ τήν προτροπή ῾ἑαυτούς καί ἀλλήλους καί πᾶσαν τήν ζωήν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα᾽. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος στίς περιπτώσεις δύσπιστης προσέγγισης στό πρόσωπό Του, ὅπως γιά παράδειγμα τοῦ ἀρχισυναγώγου, μέ τό: ῾εἴ τι δύνασαι, βοήθησον ἡμῖν᾽, προέτρεπε στήν ὑπέρβαση καί στήν ἐμπιστοσύνη σ᾽ Ἐκεῖνον, ἄν ἤθελε κανείς νά δεῖ αἰσθητά στή ζωή του τήν ἐνέργεια τῆς χάριτός Του: ῾εἰ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατά τῷ πιστεύοντι᾽.
(2) ἡ ταπείνωση ὡς συναίσθηση τῆς μικρότητας καί τῆς ἀνεπάρκειας  τοῦ ἀνθρώπου. Συγκινεῖ πράγματι ἡ περίπτωση τοῦ ρωμαίου αὐτοῦ, πού ῾ἐκτός᾽ ἀκόμη τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ εὑρισκόμενος, ἄν θά μποροῦσε νά τό πεῖ κανείς, ἀφοῦ ῾τό Πνεῦμα ὅπου θέλει πνεῖ᾽, παρουσιάζει μία ταπείνωση, τήν ὁποία ἐπισημαίνουμε μόνο στούς βίους τῶν ἁγίων τῆς ᾽Εκκλησίας. ῾Κύριε, οὐκ εἰμί ἱκανός, ἵνα μου ὑπό τήν στέγην εἰσέλθῃς᾽. Καί ξέρουμε ὅτι χωρίς τήν ταπείνωση οὐσιαστικά πίστη στόν Θεό δέν ὑφίσταται. Ποῦ νά σταθεῖ ὁ Θεός, ἄν τό ἐγώ τοῦ ἀνθρώπου ἔχει γεμίσει τήν καρδιά του καί τόν κάνει νά ἐπιζητεῖ μόνον τήν ἀνθρώπινη δόξα; Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος πάλι μᾶς ἀπεκάλυψε ὅτι ῾πῶς δύνασθε πιστεῦσαι, δόξαν παρ᾽ ἀλλήλων λαμβάνοντες καί τήν δόξαν τήν παρά τοῦ μόνου Θεοῦ οὐκ ἐπιζητοῦντες;᾽
(3) τό ἐνδιαφέρον γιά τόν συνάνθρωπο, ἐν προκειμένῳ ἕναν δοῦλο. Ὁ Κύριος – δέν βλασφημοῦμε, ἄν λίγο Τόν ἑρμηνεύσουμε - πρέπει νά συγκινήθηκε ἰδιαίτερα ἀπό τήν ἀγωνία τοῦ ἀξιωματικοῦ γιά τόν δοῦλο του, γιατί ῾θύμιζε᾽ σ᾽ἕνα βαθμό τή δική Του ἐνέργεια σωτηρίας γιά τόν ἄνθρωπο: ῾Αὐτός Θεός ὤν ἐπτώχευσεν, ἵνα ἡμεῖς τῇ αὐτοῦ πτωχείᾳ πλουτήσωμεν᾽. Ὁ ἴδιος ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ῾κλίνει οὐρανούς᾽ καί κατέρχεται πρός τόν ῾κατώτερο᾽ ἄνθρωπο. Προφανῶς, ἡ ἀγάπη αὐτή τοῦ ἑκατοντάρχου στόν δοῦλο του ῾λυγίζει᾽ τήν ἀπειρία τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ μας.

γ. ᾽Εμπιστοσύνη στόν Χριστό, ταπείνωση, ἐνδιαφέρον γιά τούς ἄλλους. Τά κύρια γνωρίσματα τῆς μεγάλης πίστης, πού ἐνεργοποιοῦν τή σώζουσα καί θεραπευτική ἐνέργεια τοῦ Χριστοῦ. Μήπως καί στή δική μας δύσκολη καί δεινῶς βασανιζόμενη ἐποχή, μέ συμπτώματα πνευματικῆς καί ἠθικῆς παραλυσίας, ἡ λύση θά ἔρθει ὄχι ἀπό τίς συμμαχίες καί τά προγράμματα τῶν ῾ἄσπονδων᾽ φίλων μας, Εὐρωπαίων ἤ μή, ἀλλά ἀπό τήν ἐπιθυμία καί τήν προσπάθειά μας νά ἀποκτήσουμε τή μεγάλη πίστη πού ἐπαινεῖ ὁ Χριστός; Ἡ ἱστορία τῆς ᾽Εκκλησίας μας αὐτό τουλάχιστον ἀποδεικνύει. Ὅταν πολλοί ἅγιοι βεβαιώνουν ὅτι ὁ κόσμος μας στέκεται ἀκόμη, γιατί ὑπάρχουν ἐκεῖνοι πού προσεύχονται καί ζοῦν κατά Θεόν, τότε γιατί νά πιστεύσουμε ὅτι ὑπάρχει ἄλλη ἀποτελεσματική λύση; Ποιός πιά ῾φυσιολογικός᾽ ἄνθρωπος, μέ λίγη γνώση τῆς ἱστορίας καί λίγη πίστη στόν Θεό,  μπορεῖ νά ἔχει ἐμπιστοσύνη στά ἀνθρώπινα σχέδια; Μήπως δέν ἰσχύει πάντοτε αὐτό πού λέει τό γνωμικό: ῾ἐκεῖ πού σχεδιάζουν οἱ ἄνθρωποι, γελάει ὁ Θεός;᾽

Πέμπτη 25 Ιουνίου 2015

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΔΑΥΙΔ Ο ΕΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ (26 ΙΟΥΝΙΟΥ)




Αυτός ο μακάριος καταγόταν από την Ανατολή και καταύγασε τη Δύση σαν πολύφωτος αστέρας. Διότι αφού υπέταξε τα πάθη της σάρκας από την παιδική του ηλικία με την εγκράτεια και την αγνότητα, φάνηκε ως ένσαρκος άγγελος. Έφτιαξε καλύβα σε μία αμυγδαλιά και εύφρανε τους πάντες με τους λόγους του, ενώ ο ίδιος έδωσε φτερά στον νου του φτάνοντας σε ένθεο ύψος. Γι᾽ αυτό και ο Θεός τού έδωσε πλούσια τη χάρη της θαυματουργίας και φάνηκε φωτεινότατος στύλος καταφωτίζοντας όλους με τα θαύματά του. Παγώνοντας τον χειμώνα και φλεγόμενος το καλοκαίρι έφτασε γρήγορα στην απάθεια. Κι αφού κατάφλεξε τις ηδονές της σάρκας, πήρε με τα χέρια του αναμμένους άνθρακες κι αφού στάθηκε κατά πρόσωπο του βασιλιά τον θυμιάτισε χωρίς να καεί καθόλου. Έτσι αφού κατέπληξε κάθε ανθρώπινη φύση με τη ζωή του και τα θαύματά του, μετατέθηκε προς τον Κύριο, τον Οποίο από βρέφος αγάπησε με μεγάλο πόθο”.

Ο άγιος Ιωσήφ ο υμνογράφος δεν μπορεί να αντισταθεί στην πρόκληση που του δίνει το όνομα του οσίου Δαυίδ. Ο όσιος τον παραπέμπει στον προφητάνακτα Δαυίδ, από τον οποίο βρίσκει αντιστοιχίες ζωής με εκείνον: ο νέος Δαυίδ πάλεψε με τα πάθη του που ήταν σαν τον Γολιάθ του πρώτου Δαυίδ, και τα νίκησε. Ο νέος Δαυίδ εξεικονίζει τον παλαιό Δαυίδ, γιατί έγινε κι αυτός σαν εκείνον ευθύς, ταπεινός, πράος. ῾Νέε Δαυίδ ενώθηκες με τον παλαιό Δαυίδ, γιατί σκότωσες σαν άλλο Γολιάθ τα σαρκικά σου πάθη᾽(῾Δαυίδ συνήφθης τω πάλαι Δαυίδ νέε, άλλον Γολιάθ σαρκικά κτείνας πάθη᾽) (στίχοι συναξαρίου). ῾Έγινες ευθύς και ταπεινός και πράος, εξεικονίζοντας με πιστότητα τον συνώνυμό σου Δαυίδ᾽(῾Γέγονας ευθύς και ταπεινός και πράος, Δαυίδ τον συνώνυμον εξεικονίζων πιστώς᾽) (ωδή η´).  Η σύγκριση που κάνει ο άγιος υμνογράφος λοιπόν μεταξύ των δύο Δαυίδ γίνεται ακριβώς γι᾽ αυτόν τόν σκοπό: να προβάλει τον όσιο ως τέτοιο πνευματικό αγωνιστή που έφτασε σε ύψη κατά Χριστόν απάθειας και έγινε κατοικητήριο του αγίου Πνεύματος. ῾Νέκρωσες, πάτερ, το αμαρτωλό φρόνημα του σώματος εδώ στη γη, γι᾽ αυτό και απέκτησες τον Χριστό στην καρδιά σου, που είναι η αληθινή ζωή᾽(῾Μέλη νεκρώσας, πάτερ, εν γη του σώματος, την ζωήν ενοικούσαν εν τη καρδία έσχηκας, Χριστόν᾽) (ωδή α´). ῾Γνωρίστηκες ως οίκος του θείου Πνεύματος, όσιε Δαυίδ᾽(῾Οίκος θείου Πνεύματος εγνωρίσθης, όσιε Δαυίδ᾽) (ωδή ς´). 


Από την άποψη αυτή ο όσιος Δαυίδ, ως ῾έμπλεως συνέσεως και χάριτος᾽ (ωδή δ´), έγινε έκτοτε μία άλλη παρουσία του Θεού στον κόσμο που βοηθά αυτόν να ξεφεύγει από τη δαιμονική κακία. Με άλλα λόγια ο άγιος υμνογράφος υπενθυμίζει για μία ακόμη φορά ότι οι άγιοι, αγιάζοντας τον εαυτό τους, δηλαδή γινόμενοι δίοδος ώστε να φανερώνεται η ενέργεια του Θεού, αποτελούν τους μεγαλύτερους ευεργέτες του κόσμου. Ο αγιασμός αυτών συντελεί και στον αγιασμό των υπολοίπων ανθρώπων, η δική τους πνευματική άνοδος δίνει ώθηση και στην αναγωγή των υπολοίπων ημών. Υπάρχει λοιπόν πολλή αλήθεια στο λεγόμενο ότι λόγω των αγίων ο Θεός σώζει και τους άλλους ανθρώπους. Αυτό άλλωστε δεν τονίζει και το γεγονός από την Παλαιά Διαθήκη, όταν ο Αβραάμ, ῾πιέζοντας᾽ τον Κύριο με τις ερωτήσεις του, εισπράττει την απάντησή Του ότι ῾χάριν και δέκα ακόμη δικαίων θα σώσει και όλους τους ευρισκομένους στις αμαρτωλές πόλεις των Σοδόμων και των Γομόρρων;᾽ Ας δούμε όμως τον ίδιο τον υμνογράφο μας να μας καθοδηγεί επ᾽ αυτού. ῾Ο βίος σου, όσιε, αφού αναδείχτηκε ένδοξος από τη βία που άσκησες πάνω στην ανθρώπινη φύση σου, λύτρωσε τους ανθρώπους, με τη συνέργεια του Πνεύματος, από τη βιαιότατη κακία᾽(῾Ο βίος σου τη βία της φύσεως περιφανής αναδειχθείς και συνεργεία του Πνεύματος βιαιοτάτης κακίας ανθρώπους ελυτρώσατο, όσιε᾽) (ωδή δ´).

Πόση παρηγοριά από αυτό, αλλά και πόση ευθύνη! Κατανυσσόμαστε από την αγάπη του Θεού και των αγίων απέναντι σε εμάς τους απλούς και αμαρτωλούς – ο αγώνας των αγίων γίνεται και για εμάς – αλλά και προκαλούμαστε να νιώσουμε την ευθύνη που έχουμε απέναντι και στους υπολοίπους συνανθρώπους μας – ο καθένας μας είναι υπεύθυνος και για τους άλλους. Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η επισήμανση του αγίου Ιωσήφ: ο όσιος κοίμισε με τον αγώνα του τα πάθη του σώματος, ο ίδιος έτσι κοιμήθηκε ειρηνικά, και με την κοίμησή του αυτή έγινε ο άγρυπνος φύλακάς μας. ῾Κοίμισες τις ηδονές του σώματος, όσιε Πάτερ, με τις άγρυπνες προσευχές σου και τα αγωνίσματα, γι᾽ αυτό και αφού ύπνωσες κοιμήθηκες ειρηνικά πράγματι. Λοιπόν έτσι σε αποκτήσαμε άγρυπνο φύλακά μας, εμείς που σε τιμάμε με πόθο᾽(῾Κοιμίσας τας ηδονάς του σώματος, όσιε, προσευχαίς αγρύπνοις και αγωνίσμασι, Πάτερ, εν ειρήνη αληθώς υπνώσας εκοιμήθης. ´Οθεν σε άγρυπνον κεκτήμεθα φύλακα οι πόθω τιμώντές σε᾽) (ωδή γ´).

Ο άγιος Ιωσήφ αξιοποιεί στο έπακρο και την επιλογή του οσίου Δαυίδ να ζήσει σε καλύβα πάνω σε μία αμυγδαλιά. Κατά τον υμνογράφο ο όσιος πρώτον έγινε σαν καλλικέλαδο πουλί, που ζει κι αυτό πάνω στα δέντρα, οπότε από εκεί έλαβε χρυσά φτερά για να ανεβεί στην απάθεια και την τελειότητα και να κατασκηνώσει τελικά στο ύψος του ουρανού. ῾Σαν ευκέλαδο πουλί με την ανάβασή σου στο δέντρο κατασκεύασες καλύβα, πάτερ, παγώνοντας τον χειμώνα και φλεγόμενος το καλοκαίρι. Από εδώ απέκτησες χρυσά φτερά της απάθειας και της τελειότητας και κατασκήνωσες προς το ουράνιο ύψος᾽(῾Καθάπερ όρνις ευκέλαδος εν αναβάσει φυτού, καλιάν, Πάτερ, έπηξας, τω κρύει πηγνύμενος και τω θέρει φλεγόμενος. Χρυσάς εντεύθεν έλαβες πτέρυγας της απαθείας και της τελειότητος, και προς ουράνιον ύψος κατεσκήνωσας᾽) (στιχηρό εσπερινού κ.α.) Και: ευρισκόμενος στο δέντρο έγινες σαν τον αετό από πλευράς πνευματικής: απέκτησες δυνατά φτερά για να πετάξεις στα ουράνια. ῾Φυτώ πηξάμενος, ως αετός, πάτερ, καλιάν, προς τα ουράνια τας σας φρένας εξεπέτασας᾽) (ωδή θ´).  Δεύτερον ζώντας πάνω σε ξύλο δέντρου έκανε υπομονή,  γιατί είχε διαρκώς τα όμματα της ψυχής του προς τον εν ξύλω σταυρωθέντα Κύριο. ῾Έχοντας τα όμματά σου και τα νοήματα διαρκώς προς τον αναρτηθέντα στο ξύλο, έμεινες καρτερικά πάνω στο φυτό, πάτερ᾽(῾Τείνας σου τα όμματα και τα νοήματα προς τον εν ξύλω αναρτηθέντα, φυτώ ενεκαρτέρησας, Πάτερ᾽) (ωδή ε´). Τρίτον σαν κλαδί κι αυτός του δέντρου έπρεπε να ποτιστεί, για να παραμείνει εκεί. Και το πότισμά του ήταν τα ποτάμια των δακρύων του. ῾Ίστασο ακλόνητος φυτού κλώνοις, όσιε, αρδείαις δακρύων σου συχνώς ποτιζόμενος᾽ (ωδή ζ´).

Η μνήμη του οσίου Δαυίδ αγιάζει και εμάς που τον τιμούμε. Έζησε άγια και καθώς συναγάλλεται τώρα μαζί με τους άλλους αγίους πρεσβεύει διαρκώς υπέρ ημών. ῾Η αγία μνήμη σου αγιάζει σήμερα εμάς που την τελούμε με πίστη, όσιε Δαυίδ. Διότι έζησες τη ζωή σου, άγιε, με αγιότητα και μετά την κοίμησή σου συναγάλλεσαι πάντοτε με τους αγίους᾽(῾Η αγία μνήμη σου αγιάζει σήμερον ημάς, τελούντας ταύτην πιστώς, όσιε Δαυίδ. Αγίως γαρ ήνυσας την σεαυτού, άγιε, ζωήν, και μετά κοίμησιν τοις Αγίοις συναγάλλη αεί᾽) (ωδή θ´). 

Η ΑΓΙΑ ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΣ ΚΑΙ ΠΟΛΥΑΘΛΟΣ ΦΕΒΡΩΝΙΑ (25 ΙΟΥΝΙΟΥ)


 

Αυτή η αοίδιμη από νεαρής της ηλικίας σήκωσε τον χρηστό ζυγό του Κυρίου και ήλθε σε ένα μοναστήρι που βρισκόταν στα σύνορα Ρωμαίων και Περσών, σε πόλη που ονομαζόταν Νήσιβη (η Αντιόχεια της Μυγδονίας), έγινε μοναχή και ξεπέρασε όλες τις καλόγριες του μοναστηριού κατά την άσκηση και τη σύνεση και κατά τη μελέτη των θείων Γραφών. Ηγουμένη όλων των εκεί μοναζουσών ήταν η οσία Βρυαίνη. Κατά τους χρόνους του Διοκλητιανού, το 288 μ.Χ., επειδή ο ηγεμόνας Σελήνος δίωκε τους χριστιανούς, οι μεν υπόλοιπες καλόγριες έφυγαν από το μοναστήρι, ζητώντας να σωθούν από τον θάνατο, η δε μακαρία Φεβρωνία, επειδή ήταν ασθενής, δεν μπόρεσε να φύγη, αλλά βρισκόταν κατάκοιτη πάνω σε ένα κρεββάτι, ενώ πλησίον της καθόταν η ηγουμένη Βρυαίνη και η ονομαζόμενη Ιερία. Εκεί λοιπόν πήγαν οι στρατιώτες του Σελήνου και αφού σύντριψαν τις θύρες με πελέκεις, μπήκαν στο μοναστήρι, κι αμέσως γύμνωσαν τα μαχαίρια τους, θέλοντας να κατακόψουν τη Βρυαίνη. Παρεκάλεσε όμως αυτούς ο Πρίμος ο ανιψιός του Λυσιμάχου νά μην την κτυπήσουν, διότι αυτός φερόταν πάντοτε προς τους χριστιανούς με συμπάθεια και ευσπλαχνία. Άρπασαν τότε τη Φεβρωνία και την έφεραν στον Σελήνο, ενώ ακολουθούσαν τη Φεβρωνία η Βρυαίνη, η Ιερία και η Θωμαΐδα, οι οποίες την στήριζαν στην πίστη και την νουθετούσαν να μη φοβηθεί τα βάσανα ούτε να προδώσει την ευσέβεια στον Χριστό. Παρακινούσαν δε αυτήν να ενθυμηθεί τις αδελφές Λιβύα και Λεωνίδα, από τις οποίες η μεν Λιβύα αποκεφαλίστηκε για τον Χριστό, η Λεωνίς παραδόθηκε στη φωτιά, η δε νέα Ευτροπία, όταν άκουσε να της λέγει η μητέρα της ῾Μη φύγεις, τέκνο μου᾽, αμέσως έδεσε τα χέρια της πίσω κι αφού έκλινε τον λαιμό της στον δήμιο, θανατώθηκε με προθυμία.
Και η μεν Βρυαίνη, αφού δίδαξε τη Φεβρωνία, επανήλθε στο μοναστήρι κλαίγοντας και θρηνώντας, γιατί φοβόταν για το άδηλο τέλος της. Γι᾽ αυτό παρακαλούσε τον Θεό να της χαρίσει νίκη κατά του διαβόλου. Η δε Θωμαΐς και Ιερία, αφού ντύθηκαν ανδρικά φορέματα και ενώθηκαν με τους υπηρέτες, ακολουθούσαν τη Φεβρωνία. Οδηγήθηκε λοιπόν η αγία στον Λυσίμαχο, τον ανιψιό του Σελήνου, και ρωτήθηκε από αυτόν να πει ποιο είναι το όνομά της, το γένος της και η θρησκεία της. Η δε μάρτυς αντί άλλης αποκρίσεως έλεγε ότι είναι χριστιανή. ´Υστερα δε ο θείος του Σελήνος επιχείρησε να μεταθέσει την αγία από την πίστη του Χριστού με κολακείες, αλλά επειδή δεν μπόρεσε, πρόσταξε να την ξαπλώσουν από τα τέσσερα μέρη, και από κάτω να την καίνε με φωτιά, ενώ από πάνω να την δέρνουν με ραβδιά. Επειδή δε όχι μόνο πλήγωσαν την αμνάδα του Χριστού από τους δαρμούς, αλλά έριχναν ακόμη και λάδι στη φωτιά, γι᾽ αυτό διαλύθηκαν οι σάρκες της μακαρίας Φεβρωνίας και έπεφταν κατά γης. Έπειτα την κρέμασαν και την ξέσχιζαν με σιδερένια νύχια και την έκαιγαν με τη φωτιά. Μετά από αυτά έκοψαν τη γλώσσα της, την οποία η αγία με ανδρεία πολλή μόνη της την έβγαλε έξω από το στόμα της. Έπειτα ξερίζωσαν τα δόντια της και έκοψαν με μαχαίρι τους δύο μαστούς της, και πάνω στο κόψιμο έβαλαν κάρβουνα αναμμένα. ´Υστερα έκοψαν τα χέρια και τα πόδια της αγίας και τελευταία την αποκεφάλισαν και έτσι έλαβε η τρισόλβια τον αμάραντο στέφανο του μαρτυρίου. Κατά προσταγή του Λυσιμάχου μαζεύτηκε από τους χριστιανούς το σώμα της αγίας και οδηγήθηκε στο μοναστήρι της διά μέσου του Φίρμου του κόμητα. Το βάσταζαν δε και στρατιώτες μαζί με τον Φίρμο. Και τα μεν άλλα μέλη της αγίας συναρμόστηκαν το καθένα στην τάξη και τη φυσική του αρμονία, τα δε δόντια της τέθηκαν πάνω στο στήθος της. Και έτσι μαζεύτηκαν επίσκοποι και κληρικοί με μοναχούς και πλήθος πολύ από τους χριστιανούς, και ψάλλοντας ψαλμούς και ύμνους και κάνοντας αγρυπνία, ενταφίασαν το μαρτυρικό εκείνο και άγιο λείψανο.
Λένε δε ότι όταν κατ᾽ έτος τελείτο η μνήμη της αγίας στο μοναστήρι, βλεπόταν η μάρτυς κατά το μεσονύκτιο να είναι παρούσα μαζί με τις άλλες αδελφές και να συμψάλλει και να αναπληρώνει τον τόπο, στον οποίο και όταν ήταν ζωντανή στεκόταν, μέχρι ότου γινόταν η ευχή. Μία δε φορά θέλησε η Βρυαίνη να την πιάσει, αλλά αμέσως έγινε άφαντη. Ο δε Λυσίμαχος θεώρησε ως βαρειά συμφορά το μαρτύριο της αγίας, και διότι καταγόταν από μητέρα χριστιανή και διότι ο θείος του Σελήνος έδειξε μεγάλη απανθρωπιά και ωμότητα στη μάρτυρα, καθώς κατέστρεψε το κάλλος της νέας παρθένου, το οποίο ήταν σχεδόν υπεράνθρωπο. Γι᾽ αυτό από τη λύπη και την πικρία της ψυχής του τότε μεν δεν έφαγε, αλλά θρήνησε και έκλαψε πικρά τον θάνατο της αγίας, ύστερα δε, πίστεψε στον Χριστό μαζί με τον Πρίμο, και έλαβε μαζί με εκείνον το άγιο βάπτισμα. Ο δε Σελήνος έγινε έξω φρενών, κοίταξε προς τον ουρανό και μούγγρισε σαν βόδι. Έπειτα κτύπησε το κεφάλι του σε μία κολόνα, οπότε ο κακός στην ψυχή έφυγε από τη ζωή αυτή με κακό τρόπο. Τελείται δε η σύναξη της αγίας και η εορτή της στον ναό του αγίου προφήτου προδρόμου και βαπτιστού Ιωάννη, που βρίσκεται στην Οξεία”.
(Από τον Συναξαριστή του αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου)

Ο άγιος Θεοφάνης κινείται πάνω στις ράγες του μαρτυρίου όλων των οσιομαρτύρων γυναικών: προβάλλει το μαρτύριο της αγίας Φεβρωνίας ως την κατακόσμηση της αγιασμένης ασκητικής διαγωγής της. Πρώτα δηλαδή η αγία  έζησε θαυμαστά ως μοναχή στο μοναστήρι της κι έπειτα, όταν οι περιστάσεις το κάλεσαν, πρόσφερε τον εαυτό της θυσία στον Κύριο με το μεγάλο και θαυμαστό μαρτύριό της. ῾Έζησες θαυμαστά προηγουμένως στην άσκηση, πανεύφημε, και ύστερα κατακοσμήθηκες με το μαρτύριο᾽(῾Εθαυμαστώθης πρότερον εν ασκήσει, πανεύφημε, και μαρτυρικώς κατεκοσμήθης ύστερον᾽) (ωδή η´). Γι᾽ αυτό και δεν βλέπει να υπάρχει στην αγία καμμία κηλίδα αμαρτίας: όλη η ζωή της ήταν μία σπουδή πάνω στην αγάπη της προς τον Κύριο. ῾Δεν υπάρχει καμμία κατηγορία σε σένα, πανεύφημε Φεβρωνία. Διότι εσύ από δύο μεριές σπούδασες να ευαρεστήσεις τον Λυτρωτή και Εραστή σου που είχες ποθήσει: πρώτον στολισμένη με τους κόπους της μοναχικής άσκησης, δεύτερον στολισμένη με τους άθλους των μαρτύρων, θεόφρον πανόλβιε᾽(῾Μώμος εν σοι όλως ουκ έστι, πανεύφημε Φεβρωνία. Συ γαρ αμφοτέρωθεν τω λυτρωτή σου και εραστή, τω πεποθημένω, ευαρεστήσαι εσπούδασας, ασκήσεως εν πόνοις και μαρτύρων εν άθλοις κοσμουμένη, θεόφρον πανόλβιε᾽) (ωδή δ´).

Έτσι αιτία της θαυμαστής ζωής της αγίας ήταν η φλογερή αγάπη της προς τον Θεό. Η αγία κατέβαλε τον δικό της οβολό: την αγάπη της αυτήν (῾Εξ απαλών ονύχων πόθησες, μάρτυς, την αιώνια πηγή της αγάπης, την επιθυμητή από όλους τους λογικούς ανθρώπους᾽:῾Εξ απαλών ονύχων επόθησας της αγάπης πηγήν την αέναον, την εφετήν πάσι λογικοίς᾽ - ωδή δ´) κι Εκείνος την ανέλαβε αφενός ενισχύοντάς την καθ᾽ όλη τη διάρκεια της επί γης πορείας της (῾Συ, τώρα, στερέωσες με την παντοδύναμη δεξιά Σου, Δέσποτα, την ένδοξη Φεβρωνία που αγωνιζόταν μαρτυρικά᾽: ῾Συ νυν εστερέωσας τη κραταιά χειρί, Δέσποτα, μαρτυρικώς αγωνιζομένην Φεβρωνίαν την ένδοξον᾽ - ωδή γ´. ῾Ο άγγελος που σε έσωζε, πανεύφημε Φεβρωνία, σε προστάτευε από παντού᾽(῾Κύκλω παρενέβαλε σου, Φεβρωνία πανεύφημε, ο ρυόμενος άγγελος᾽ - στιχηρό εσπερινού),  αφετέρου προσλαμβάνοντάς την στην ένδοξη βασιλεία Του (῾Αξιώθηκες να επιτύχεις μακαριστό τέλος, καθώς τώρα συμβασιλεύεις με τον Χριστό᾽: ῾Τέλους μακαριστού επιτυχείν κατηξίωσαι, νυν συμβασιλεύουσα τω Χριστώ᾽ -ωδή θ´).

Ο άγιος Θεοφάνης προβαίνει και σε μία σημαντική επισήμανση ως προς την ασκητική διαγωγή της αγίας Φεβρωνίας που της έδωσε και τη χάρη να μείνει μέχρι τέλους σταθερή και στο μαρτύριο. Η αγία ζούσε ως μοναχή έχοντας καθημερινή μελέτη της τον θάνατο. Μελετώντας τον θάνατο βρισκόταν σε εκείνη την πνευματική εγρήγορση, ώστε όταν κλήθηκε για το μαρτύριο όχι απλώς το δέχτηκε, αλλά έτρεξε προς αυτό. ῾Λάμπρυνες, μάρτυς Φεβρωνία, την ψυχή σου με την αδιάκοπη μελέτη του θανάτου, γι᾽ αυτό και έτρεξες προς το ύψος του μαρτυρίου, οδηγημένη στον Χριστό μέσα από πολλά βάσανα᾽(῾Μελέτη θανάτου διηνεκεί λαμπρύνασα, μάρτυς Φεβρωνία, σου την ψυχήν, έδραμες προς ύψος μαρτυρίου, διά βασάνων πολλών προσαχθείσα Χριστώ᾽) (ωδή α´). Είναι γεγονός αναντίρρητο ότι κανείς δεν μπορεί να βαδίσει ορθά την πνευματική ζωή, αν δεν σκέπτεται ότι η κάθε ημέρα του μπορεί να είναι η τελευταία. Η μνήμη του θανάτου θεωρείται ως χάρη του Θεού, γιατί ακριβώς κάνει τον έχοντα αυτήν να βρίσκεται ξύπνιος πνευματικά, συνεπώς σε ετοιμότητα να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε δαιμονική προσβολή είτε μέσω των παθών είτε μέσω των διώξεων. ῾Μιμνήσκου τα έσχατά σου και ου μη αμάρτης εις τον αιώνα᾽: θυμίσου δηλαδή το τέλος σου και δεν θα αμαρτήσεις ποτέ,  μας θυμίζει  ήδη ο λόγος του Θεού, όπως κι ο απόστολος Παύλος αποκάλυπτε για τον εαυτό του ότι ῾καθ᾽ ημέραν απέθνησκε᾽, κάθε ημέρα περίμενε ότι μπορεί να είναι η τελευταία του. Η αγία Φεβρωνία είχε τη χάρη αυτή κι ίσως πρέπει κι εμείς να εντάξουμε στα αιτήματα της προσευχής μας κι αυτό: να μας δίνει ο Θεός τη χάρη να θυμόμαστε το τέλος μας. Αν ῾κοντύνουμε᾽ την προοπτική της ζωής μας:  παλεύουμε για την αγιότητα της κάθε ημέρας, της σημερινής, ίσως δεν θα αργήσουμε κι εμείς να βρεθούμε μέσα στην έκπληξη της μεγάλης χάρης που δίνει ο Κύριος σε όλους αυτούς που Τον προσμένουν. 

Τρίτη 23 Ιουνίου 2015

ΤΟ ΓΕΝΕΣΙΟΝ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΕΝΔΟΞΟΥ ΠΡΟΦΗΤΟΥ ΚΑΙ ΒΑΠΤΙΣΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ (24 ΙΟΥΝΙΟΥ)


Ἡ ἑορτή τῆς γεννήσεως τοῦ ἁγίου ᾽Ιωάννου Προδρόμου συνιστᾶ ἰδιαίτερα χαρμόσυνο γεγονός γιά ὅλη τή Δημιουργία : χαίρουν οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ, ὅλος ὁ πιστός στόν Χριστό κόσμος, ἀλλά ἀκόμη καί ἡ ἴδια ἡ ἄλογη φύση: ῾Γήθεται ἅπασα κτίσις τῷ σῷ τόκῳ θεϊκῶς᾽. Αἰτία γι᾽ αὐτό εἶναι ὄχι μόνον ὅτι γεννήθηκε ἕνας ἀκόμη ἄνθρωπος – καί αὐτό κατά τόν Κύριο εἶναι γεγονός χαρᾶς: ῾διά τήν χαράν ὅτι ἐγεννήθη ἄνθρωπος ἐν τῷ κόσμῳ᾽ εἶπε κάπου - ἀλλά ὅτι γεννήθηκε ἐκεῖνος πού προετοίμασε τό ἔδαφος γιά τόν ἐρχομό τοῦ Σωτήρα Χριστοῦ, δηλαδή φάνηκε τό λυχνάρι πρίν ἔρθει τό φῶς, ἦρθε ἡ αὐγή πρίν ἀνατείλει ὁ Ἥλιος, ἀκούστηκε ἡ φωνή πού φανέρωσε τόν ἴδιο τόν Λόγο. Οἱ ὕμνοι τῆς ᾽Εκκλησίας μας δέν φείδονται ἐπαίνων καί ἐγκωμίων γιά νά δηλώσουν τή χαρμόσυνη αὐτή πραγματικότητα, ὅπως π.χ.῾ἐγεννήθη φωνή τοῦ Λόγου καί φωτός Πρόδρομος᾽, ῾ὁ λύχνος τοῦ φωτός προέρχεται, ἡ αὐγή τοῦ ἡλίου τῆς δικαιοσύνης μηνύει τήν ἔλευσιν, εἰς ἀνάπλασιν πάντων καί σωτηρίαν τῶν ψυχῶν ἡμῶν᾽.

῎Ετσι ἡ γέννηση τοῦ ᾽Ιωάννου τοῦ Προδρόμου ἀφενός ἀποτελεῖ χαρά πού ἀντανακλᾶ τήν ὑπέρμετρη καί ἄφατη χαρά γιά τόν ἐρχομό στόν κόσμο τοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἐνσαρκωθέντος Θεοῦ μας, ἀφετέρου προβάλλει τό μέγεθος τῆς προσωπικότητας τοῦ ἁγίου ᾽Ιωάννη, ἀφοῦ εἶναι ὁ μόνος μάλιστα πού δέχτηκε ἀργότερα τόσους ἐπαίνους ἀπό τόν Κύριο καί συνεπῶς δηλώθηκε μέ τόν πιό πανηγυρικό τρόπο τό ὕψος τῆς ἁγιότητάς του: ῾Οὐδείς ἐν γεννητοῖς γυναικῶν μείζων τοῦ ᾽Ιωάννου᾽, ῾ὁ μείζων πάντων τῶν προφητῶν προφήτης, οὗ ἕτερος οὐκ ἔστιν, οὐδέ ἐγήγερται᾽. Γι᾽ αὐτό καί ἡ ᾽Εκκλησία μας, στοιχώντας στόν ἴδιο τόν ἀρχηγό της, τόν τοποθέτησε δεύτερο μετά τήν Παναγία Μητέρα τοῦ Κυρίου, μέ ἰδιαίτερη καθημερινή μνημόνευσή του μετά ἀπό Αὐτήν καί μέ τή θέση του στό τέμπλο κάθε ναοῦ στά ἀριστερά τοῦ Κυρίου.

Τό προφητικό καί προδρομικό του στοιχεῖο δηλώθηκε ἀπό τήν ἀρχή τῆς δράσης του στήν ἔρημο τοῦ ᾽Ιορδάνου, πρῶτον μέ τό κήρυγμα τῆς μετανοίας καί τό βάπτισμα τῆς μετανοίας καί δεύτερον μέ τή διαρκή ἀναφορά του στόν ἐρχόμενο Μεσσία. Κι αὐτά τά δύο ἦταν ἄμεσα συνδεδεμένα μεταξύ τους, διότι κανείς δέν μποροῦσε καί δέν μπορεῖ νά πιστέψει στόν Χριστό, ἀποδεχόμενος Αὐτόν ὡς προσωπικό του λυτρωτή, ἄν δέν μετανοήσει γιά τίς ἁμαρτίες του, μέ ἀλλαγή τοῦ τρόπου τῆς ζωῆς του καί μέ προσανατολισμό του στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἡ γνησιότητα τῆς δράσης του ἀπό τήν ἄλλη, δηλαδή ὅτι βρίσκεται στό ἔργο αὐτό σταλμένος ἀπό τόν Θεό, ἐπιβεβαιώθηκε καί ἀπό τό μαρτυρικό τέλος τῆς ζωῆς του, πού ἐπιστέγασε οὐσιαστικά τήν ὅλη μαρτυρική πορεία του, καί κυρίως ἀπό τά λόγια, ὅπως εἴπαμε, τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου, γιά τόν Ὁποῖο πάντοτε τόνιζε ὅτι ῾ἐκεῖνον δεῖ αὐξάνειν, ἐμέ δέ ἐλαττοῦσθαι᾽. Ἡ μεγαλωσύνη του ἀπό τήν ἄποψη αὐτή φάνηκε καί ἀπό τό μέγεθος τῆς ταπείνωσής του.

Ἡ ὑπέρμετρη ἁγιότητά του καί τό καταλυτικό γιά τήν προετοιμασία τοῦ ἐρχομοῦ τοῦ Χριστοῦ ἔργο του δέν ὀφείλονται μόνο στή χάρη καί τή δύναμη τοῦ Θεοῦ. ῾Ο ᾽Ιωάννης ἦταν ὁ ἐνεργούμενος ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ προφήτης, ἀλλά πού συνήργησε σ᾽ αὐτό καί ὁ ἴδιος τά μέγιστα, γιά νά ἀναδειχθεῖ στό σημεῖο πού ἔφτασε. Καί ἡ συνέργειά του ἔγκειτο στήν κατάθεση τῆς θέλησής του στήν ὑπακοή τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ. ᾽Αδιάκοπα ὁ ᾽Ιωάννης , ἤδη ἐκ βρέφους κοιλίας, ἔθετε τόν ἑαυτό του στήν ὑπηρεσία τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, γεγονός πού σημαίνει ὅτι αὐτά πού τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός – τά χαρίσματα τοῦ κατά φύσιν – τά ἐργάστηκε μέ τέτοιον τρόπο διά τῆς ἁγνότητάς του καί τῆς σωφροσύνης του, ὥστε νά ἀποφύγει ὅ,τι ὁδηγοῦσε στήν ἁμαρτία – τό λεγόμενο παρά φύσιν – καί νά φτάσει μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ στό μεγαλεῖο τῆς ἐν Θεῷ παραμονῆς του – σ᾽ αὐτό πού ὀνομάζεται ὑπέρ φύσιν.  Κατά τά λόγια μάλιστα τοῦ δοξαστικοῦ τῶν ἀποστίχων τοῦ ἑσπερινοῦ, ποιήματος τῆς ἁγίας Κασσιανῆς, ῾ἁγνείαν γάρ παντελῆ καί σωφροσύνην ἀσπασάμενος, εἶχε μέν τό κατά φύσιν, ἔφυγε δέ τό παρά φύσιν, ὑπέρ φύσιν ἀγωνισάμενος᾽. Αὐτόν λοιπόν ὅλοι οἱ πιστοί, μιμούμενοι κατά τίς ἀρετές του, ἄς τόν παρακαλοῦμε νά πρεσβεύει γιά ἐμᾶς, γιά νά σωθοῦν οἱ ψυχές μας.

 

Σάββατο 20 Ιουνίου 2015

῾ΚΙ ΑΥΤΟ ΘΑ ΠΕΡΑΣΕΙ!᾽




Τ᾽ ἀπόσταγμα ἀλήθειας τῆς ζωῆς,
ἡ ἴδια ἡ φιλοσοφία:
Κι αὐτό θά περάσει!᾽
Ἡ μονιμότητα, λέξη οὐτοπική,
τῶν συνδικάτων μόνον αἴτημα καί ἰδεολογία.
Πῶς νά δεθεῖς μ᾽ αὐτό πού ἤδη ἔφυγε;
Πῶς νά σταθεῖς σ᾽ ὅ,τι πορεύεται καί πάει;
Κάθε τι πού᾽ νιωσε τό φῶς
ἔχει τό σπέρμα τῆς φθορᾶς:
τό νέο ἔρχεται, προβάλλει!

῾Κι αὐτό θά περάσει!᾽
Κέντημα ὑπέρθυρου στ᾽ ἀρχονταρίκι
τ᾽ ἅη Γιώργη τῶν Βασσῶν,
ἴσο κρατώντας στό κελλί
τοῦ μοναχοῦ τό ταπεινό:
῾Σήμερον ἐμοῦ, αὔριον ἀλλουνοῦ,
καί ποτέ κανενός᾽!
Ρωγμή φωτός
πού παραπέμπει στό μόνο
μόνιμο κι ἀληθινό:
τόν ᾽Ιησοῦ Χριστό, πού᾽ ναι
ὁ ὤν, ὁ ἦν καί ὁ ἐρχόμενος᾽!

῾ΚAI ΑΥΤΟ ΘΑ ΠΕΡΑΣΕΙ'




Ἡ κρίση πού μαστίζει τόν κόσμο μας καί ἰδιαιτέρως τήν πατρίδα μας εἶναι μέν οἰκονομική, ἀλλά ταυτοχρόνως εἶναι καί πνευματική καί ἠθική. Εἶναι μία ἀλήθεια, πού ἔχει ἐπισημανθεῖ ἀπό πολλούς σκεπτόμενους καί σοβαρούς ἀνθρώπους, ὄχι πάντοτε κατ᾽ ἀνάγκην ἐκκλησιαστικούς. Καί τοῦτο γιατί ἡ ἔλλειψη ἀξιῶν πού φαίνεται ὅτι κυριαρχεῖ στόν κόσμο - ὅ,τι συνιστᾶ τήν πνευματική κρίση - ὁδηγεῖ ἀναπόδραστα στήν ἔλλειψη σεβασμοῦ τῆς ἀνθρωπίνης προσωπικότητας, ὅπως καί τῆς ἐν γένει φύσεως - ὅ,τι συνιστᾶ τήν ἠθική κρίση. Κατά συνέπεια, ἐκεῖνοι πού λειτουργοῦν ὡς ῾λύκοι᾽ γιά τούς ἄλλους συνανθρώπους τους γίνονται οἱ κυρίαρχοι τοῦ κόσμου καί ἐπιβεβαιώνουν τή σωστή ἐπισήμανση ὅτι ὁ κόσμος μας ἔχει γίνει ἕνα εἶδος ζούγκλας, καλύτερα: χειρότερος καί ἀπό ζούγκλα. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ἡ ῾Αγία Γραφή, ἐπανειλημμένως χαρακτηρίζει τόν διάβολο – συνεπῶς καί τά ὄργανά του - ὡς κοσμοκράτορα, ἄρχοντα τοῦ κόσμου τούτου.


῎Εστω ὅμως καί ἔτσι, ὁ κόσμος μας δέν παύει νά ἀποτελεῖ δημιουργία τοῦ Θεοῦ. Μπορεῖ τά πράγματα, λόγω τῶν ἁμαρτιῶν τῶν ἀνθρώπων, νά πηγαίνουν ἀπό τό κακό στό χειρότερο – μή ξεχνᾶμε ὅτι δέν εἶναι αἴτιος τοῦ κακοῦ ὁ Θεός, ἀλλά ἡ κακή προαίρεση τοῦ ἀνθρώπου πού ἐπαναστάτησε κατά τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ - ὅμως τόν τελικό λόγο σέ ὅλα ἔχει ὁ παντοδύναμος καί πανάγαθος Θεός, ὁ Δημιουργός καί Προνοητής καί Διακυβερνητής τοῦ κόσμου. Ὁ Κύριος διαρκῶς τόνιζε τήν ἀλήθεια ὅτι καί τό παραμικρότερο πουλάκι τοῦ οὐρανοῦ καί τό πιό ἀσήμαντο ἀγριόχορτο εἶναι ἀντικείμενα τῆς φροντίδας τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ Αὐτός εἶναι πού δίνει σέ ὅλα ῾ζωήν καί πνοήν καί τά πάντα᾽. ῎Ετσι ποτέ ὁ Θεός δέν παραιτεῖται ἀπό τά πλάσματά Του, συνεπῶς, ὅπως ἔχει ὀρθά εἰπωθεῖ, ποτέ ὁ Θεός δέν γίνεται ἄκοσμος καί ὁ κόσμος ἄθεος. ῎Ας θυμηθοῦμε ὅτι στήν ᾽Αποκάλυψη τοῦ ᾽Ιωάννου ὁ ἐρχομός τοῦ Χριστοῦ κατά τή Δευτέρα Του παρουσία θά σημάνει ὄχι μόνον τό τέλος τοῦ σχήματος τοῦ παρόντος κόσμου, ἀλλά καί τήν ἐξαφάνιση τοῦ ὅποιου κραταιοῦ θεωρουμένου κακοῦ - σάν τό φύσημα τοῦ ἀνθρώπου πού διαλύει τόν ἰστό μιᾶς μικρῆς ἀράχνης.

Γιατί ὑπενθυμίζουμε τά παραπάνω γνωστά καί ἐν πολλοῖς αὐτονόητα; Γιά νά συναισθανθοῦμε ἀκόμη περισσότερο ὅτι καί ἡ κρίση πού περνᾶμε, εἶναι ἕνα φαινόμενο πού ἀφενός ἀνάγει τήν ἀρχή του στήν ἁμαρτία τή δική μας, συνεπῶς μπορεῖ καί νά τελειώσει μέ τή μετάνοιά μας – αὐτό ἀποδεικνύει ἡ ἱστορία τῆς ῾Αγίας Γραφῆς – καί ἀφετέρου δέν εἶναι ἔξω ἀπό τήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ, συνεπῶς εἶναι ἐλεγχόμενη ἀπό ᾽Εκεῖνον, μέ σκοπό τήν παιδαγωγία μας πρός ἐπανατοποθέτησή μας ἀπέναντί Του. Μόνον ὁ ἄπιστος ἄνθρωπος, πού ἔχει διαγράψει τόν Θεό ἀπό τή ζωή του δέν ῾βλέπει᾽ τό βάθος τῆς πραγματικότητας, τήν ἐνέργεια δηλαδή τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ μας, καί γι᾽ αὐτό μπορεῖ νά πανικοβάλλεται καί νά ἀγχώνεται παραπάνω ἀπό ὅσο πρέπει. Ὁ Χριστιανός ῾βλέπει᾽ τήν κρίση αὐτή μέσα στά πλαίσια τῆς ἀγαπώσας καρδιᾶς τοῦ Θεοῦ Πατέρα καί ἐνεργοποιεῖται καί κινητοποιεῖται,  ὅσο τοῦ ἐπιτρέπουν οἱ δυνάμεις του, ἀλλά μέ ἐξάρτηση τελικῶς τῆς ἐλπίδας του ἀπό ᾽Εκεῖνον. Καί ξέρει ὅτι ῾καί αὐτό θά περάσει᾽.