Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2013

ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΑΡΞΗ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΧΡΟΝΙΑΣ



Μέ τήν ἔναρξη κάθε καινούργιας χρονιᾶς ἡ εὐχή πού κυριαρχεῖ στίς σχέσεις τῶν ἀνθρώπων εἶναι: ῾Χρόνια πολλά καί καλή χρονιά!᾽ ᾽Ακριβῶς λοιπόν τήν εὐχή αὐτή θά σχολιάσουμε, δεδομένου ὅτι τίς περισσότερες φορές τή λέμε, ἀλλά χωρίς νά τή βλέπουμε στίς χριστιανικές της διαστάσεις. Βοηθό στόν ὀρθό προσανατολισμό τῶν σκέψεών μας θά ἔχουμε τόν ἁγιασμένο Γέροντα Παΐσιο μέσα ἀπό ἕνα μικρό λόγιό του.
῾῞Οταν εὔχεσθε σέ κάποιον νά τοῦ λέτε: Σοῦ εὐχόμαστε χρόνια πολλά καί εὐάρεστα στόν Θεό᾽ (ἱερομ. Χριστοδούλου, ῾Ο Γέρων Παΐσιος, σελ. 237).

1. ῾Η ἀξία καί σημασία τῶν εὐχῶν.

Κατά πρῶτον, ἀξίζει νά σημειώσουμε τό πόσο σημαντικό εἶναι νά εὐχόμαστε καλά πράγματα γιά τούς συνανθρώπους μας. ῎Αν ἡ κατάρα ῾πιάνει᾽ πολλές φορές, πού σημαίνει ὅτι τό πονηρό περιεχόμενο τῆς καρδιᾶς μας μπορεῖ νά ἐπιδράσει ἀρνητικά στούς ἄλλους, τό ἴδιο κι ἀκόμη περισσότερο μπορεῖ νά ἐπιδράσει ἡ εὐχή μας καί ὁ καλός μας λόγος. Καί τοῦτο γιατί τό καλό, ὡς προερχόμενο ἀπό τόν παντοδύναμο Θεό, εἶναι ἰσχυρότερο ἀπό τό κακό καί ἡ θετική στάση μας ἀπέναντι στούς ἄλλους, ὅπως φανερώνεται ἀπό τίς εὐχές μας, μπορεῖ νά λειτουργήσει ὡς χάδι καί βάλσαμο στίς ψυχές τους.
Προϋπόθεση βεβαίως γι᾽ αὐτό εἶναι ὅτι οἱ εὐχές μας ἀνταποκρίνονται στίς προθέσεις μας, δηλαδή εὐχόμαστε στούς ἄλλους, γιατί πραγματικά καί ἀληθινά τούς ἀγαπᾶμε ἤ τέλος πάντων τούς συμπαθοῦμε. Διαφορετικά οἱ εὐχές μας εἶναι ὑποκριτικές, γεγονός πού εὔκολα τό ἐπισημαίνει ὁ πλησίον μας πού τίς δέχεται.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα ἀρνητικῆς καί θετικῆς ἀντίδρασης σέ κατάρα καί εὐλογία ἀντίστοιχα εἶναι τό γνωστό περιστατικό πού καταγράφεται στό Γεροντικό ἀπό τή ζωή τοῦ ὁσίου Μακαρίου. Κάποτε, λέγει ἡ ἱστορία, ὁ ὑποτακτικός τοῦ ὁσίου συνάντησε στόν δρόμο του ἕναν εἰδωλολάτρη ἱερέα, τόν ὁποῖο ἀπερίσκεπτα ἔβρισε, χαρακτηρίζοντάς τον σατανᾶ. ᾽Εκεῖνος τόσο θύμωσε ἀπό τήν ἀνεπάντεχη προσβολή, πού ἔσπασε τό ραβδί του στίς πλάτες τοῦ καλόγερου, ἀφήνοντάς τον μισοπεθαμένο. Σέ λίγο φάνηκε κι ὁ ὅσιος Μακάριος, ὁ ὁποῖος συναντώντας τόν εἰδωλολάτρη ἱερέα ἔσπευσε νά τόν χαιρετίσει καί νά τοῦ εὐχηθεῖ. ᾽Εκεῖνος κοντοστάθηκε σαστισμένος καί ρώτησε: - Τί καλό εἶδες σέ μένα, ἀββᾶ, καί μοῦ μιλᾶς ἔτσι; - Σέ βλέπω πού τρέχεις, τοῦ εἶπε ὁ ὅσιος, καί λυπᾶμαι πού δέν ἔχεις ἀκόμη καταλάβει πώς μάταια κοπιάζεις.
Κατανύχτηκε ἡ ψυχή τοῦ εἰδωλολάτρη ἀπό τά γεμάτα ἀγάπη λόγια τοῦ ὁσίου καί γι᾽ αὐτό τόν χαρακτήρισε ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ, ἐν ἀντιθέσει μέ τόν ἄλλο κακόγερο, ὅπως τοῦ εἶπε, πού τοῦ κακομίλησε. Τελικά, τό συναπάντημα αὐτό ἦταν ἡ ἀφορμή γιά τή μεταστροφή τοῦ εἰδωλολάτρη στόν Χριστιανισμό, ἀφοῦ προηγουμένως ζήτησε καί τή συγγνώμη τοῦ ὁσίου γιά τήν κακομεταχείριση τοῦ μαθητῆ καί ὑποτακτικοῦ του.
῞Ωστε ὁ λόγος ὁ καλός, ὅπως καί οἱ εὐχές πού ἀνταλλάσσουμε τίς ἡμέρες τῶν μεγάλων ἑορτῶν, κάνει καί τόν κακό καλό, ἐνῶ ὁ κακός λόγος καί τόν καλό ἀκόμη τόν ἐρεθίζει. Τά ῾χρόνια πολλά καί ἡ καλή χρονιά᾽ λοιπόν ἔχουν ἀξία καί σημασία, ἔστω κι ἄν ἴσως δέν τό καταλαβαίνουμε ὅσο πρέπει.

2. ῾Η χριστιανική κατανόηση τῶν εὐχῶν.

Χρειάζεται ὅμως νά προχωρήσουμε σ᾽ αὐτό πού ἐπισημαίνει ὁ Γέρων Παΐσιος: ἡ εὐχή μας γιά χρόνια πολλά σέ κάποιον νά συμπληρώνεται καί μέ τό ῾εὐάρεστα στόν Θεό᾽. Γιατί ἄραγε ἔκανε τήν παρατήρηση αὐτή ὁ ἅγιος Γέροντας; Μά ἀσφαλῶς γιατί ἤξερε ὅτι τό καλό τότε μόνον εἶναι πράγματι καλό, ὅταν σχετίζεται μέ τόν Θεό. ᾽Εκεῖνος εἶναι ἡ ἀπόλυτη καί μοναδική πηγή του, ὅπως τό βεβαίωσε καί τό ἀψευδές στόμα τοῦ Κυρίου: ῾Οὐδείς ἀγαθός, εἰ μή εἷς, ὁ Θεός᾽ (Ματθ. 19,18). Χωρίς συσχέτιση τοῦ ἀγαθοῦ καί καλοῦ μέ τόν Θεό, παίρνει αὐτό τέτοιο περιεχόμενο, ἀνάλογο μέ τό ὑλικό πού ἔχει κανείς στήν ψυχή καί τήν καρδιά του. Κι ὅταν λείπει ὁ Θεός ἀπό τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, τότε εἶναι γεμάτη αὐτή ἀπό κακίες καί πάθη καί δαιμονικές ἐνέργειες, ἄρα καί τό θεωρούμενο καλό ἀπό τόν συγκεκριμένο αὐτό ἄνθρωπο σταματᾶ νά εἶναι καί γνησίως καί ἀληθινά καλό.
῎Ετσι ἡ εὐχή  ῾καλή χρονιά᾽ πράγματι ἔχει νόημα καί εἶναι ἀληθινή, ὅταν κατανοεῖται ὡς εὐάρεστη στόν Θεό. Καί εὐάρεστο στόν Θεό γίνεται ἐκεῖνο πού τελεῖ ἐν ὑπακοῇ πρός τό θέλημά Του, ἄρα καλή θά εἶναι ἡ χρονιά γιά τόν καθένα μας, ὅταν τήν κάθε στιγμή μας τή ζοῦμε ἔτσι ὥστε νά τηροῦμε τό θέλημα ᾽Εκείνου. Ποιό εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, τώρα, μέ τό ὁποῖο πρέπει νά γεμίζουμε τόν χρόνο μας; ῾Η πίστη μας σ᾽ Αὐτόν καί ἡ ἀγάπη μας στόν κάθε συνάνθρωπό μας. ῾Αὕτη ἐστίν ἡ ἐντολή τοῦ Θεοῦ, ἵνα πιστεύσωμεν τῷ ὀνόματι τοῦ υἱοῦ Αὐτοῦ καί ἀγαπῶμεν ἀλλήλους᾽ (Α´ ᾽Ιωάν. 3, 23). Στή διπλή αὐτή ἐντολή συμπυκνώνεται κάθε ἐπιμέρους ἐντολή τοῦ Θεοῦ, κι αὐτό θά πεῖ ὅτι ὅταν ὁ χριστιανός εὔχεται ἐκ καρδίας ῾Χρόνια πολλά καί καλή χρονιά᾽, εἶναι σάν νά λέει: ῾Εἴθε νά ζήσεις πολλά χρόνια, μέ ἐναπόθεση τῆς ζωῆς σου στά χέρια τοῦ Θεοῦ, μακριά ἀπό ἄγχη, στενοχώριες, μελαγχολίες, καταθλίψεις, φοβίες, γιατί ὅλα αὐτά δείχνουν ὀλιγοπιστία ἤ ἀπιστία στόν Θεό. Καί παράλληλα νά διαθέσεις τή ζωή σου στήν ἐξυπηρέτηση τοῦ συνανθρώπου σου, γινόμενος ἀρωγός στήν κάθε δύσκολη στιγμή του, κλαίοντας στό κλάμα του καί χαίροντας στή χαρά του, γιατί αὐτό θά πεῖ ἀγάπη᾽.
Μέ τά δεδομένα αὐτά οἱ εὐχές πού λέγονται στήν ἀρχή τῆς κάθε χρονιᾶς, ἀφενός ἀποκαλύπτουν τήν ποιότητα τῆς χριστιανικῆς μας συνειδήσεως, ἀφετέρου μποροῦν νά γίνουν τό ἐρέθισμα γιά ἕνα δικό μας βαθύτερο προβληματισμό πού θά πρέπει νά μᾶς ὁδηγεῖ σέ μεγαλύτερη συναίσθηση τοῦ ἑαυτοῦ μας, ἀλλά καί τῆς θέσης καί τοῦ ρόλου μας μέσα στόν κόσμο πού βρεθήκαμε. Κι ἡ θέση μας καί ὁ ρόλος μας δέν εἶναι νά εἴμαστε ἀνεύθυνοι καί χωρίς σκοπό, μά πλήρως ἐξαρτημένοι ἀπό τόν Θεό, παραθέτοντας συνεχῶς ῾ἑαυτούς καί ἀλλήλους καί πᾶσαν τήν ζωήν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ᾽.

3. ῾Ο χρόνος δόθηκε πρός μετάνοια.

Τά παραπάνω εἶναι ἀπόρροια τῆς χριστιανικῆς θεωρήσεως τοῦ χρόνου. Κατανοοῦμε τά χρόνια πολλά ὡς εὐάρεστα στόν Θεό, γιατί ὁ χρόνος δέν εἶναι μία ἄσκοπη ροή γεγονότων καί καταστάσεων – μία τέτοια ἀντίληψη εἶναι καρπός ἀπιστίας πρός τόν παντοδύναμο καί αἰώνιο προσωπικό Θεό. ῾Ο χρόνος, σύμφωνα μέ τήν πίστη μας, δόθηκε καί δίνεται ὡς δωρεά ἀπό τόν Θεό στόν ἄνθρωπο, προκειμένου νά τόν ἀξιοποιεῖ αὐτός γιά τή σωτηρία του. ῾᾽Εξαγοραζόμενοι τόν καιρόν ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσί᾽ (᾽Εφ. 5, 16).
Μέ ἄλλα λόγια ὁ Θεός ἐπιτρέπει νά ζοῦμε, νά παρατείνεται  δηλαδή μέσα στόν χρόνο ἡ ζωή μας, γιά νά μετανοοῦμε: νά μεταστρεφόμαστε πρός ὅ,τι ζητεῖ τό πανάγιο θέλημά Του: ῾ἀποστυγοῦντες τό πονηρόν, κολλώμενοι τῷ ἀγαθῷ᾽ (Ρωμ. 12, 9). ῾Ο λόγος τοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ διά στόματος ᾽Ιωάννη τοῦ Θεολόγου εἶναι σαφής: ῾῎Εδωκα αὐτῇ χρόνον ἵνα μετανοήσῃ᾽ (᾽Αποκ. 2, 21). Κι ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἑρμηνεύοντας τή μακροθυμία τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἁμαρτάνοντα ἄνθρωπο σημειώνει: ῾Τό χρηστόν τοῦ Θεοῦ εἰς μετάνοιαν σε ἄγει᾽ (Ρωμ. 2, 4). Κατά συνέπεια ζοῦμε γιά ν᾽ αὐξάνουμε τή σχέση μας μέ τόν Χριστό. Κάθε ἄλλη ἐπιλογή τοῦ ἀνθρώπου ἀποτελεῖ προσβολή τοῦ Θεοῦ καί βλασφημία πρός τό ἅγιο θέλημά Του.

4. ῾Η χαρά γιά τόν καινούργιο χρόνο.

῎Ετσι ὁ μόνος πού μπορεῖ νά χαίρεται γιά τόν ἐρχομό κάθε φορά τοῦ νέου χρόνου εἶναι ὁ πιστός χριστιανός. Μόνον ὁ χριστιανός μπορεῖ νά βλέπει τόν χρόνο ὄχι ὡς πορεία πρός τόν θάνατο, ἀλλ᾽ ὡς πορεία, ὅπως εἴπαμε, πρός μεγαλύτερη σχέση μέ τόν κατεξοχήν ἀγαπημένο του, τόν Χριστό.  Καί φτάνει μάλιστα ὁ καθόλα συνεπής πιστός, ὁ ἅγιος, νά ἐπιθυμεῖ γιά τόν λόγο αὐτό καί τόν ἴδιο τόν θάνατο. ῾Ο ἀπόστολος Παῦλος καί πάλι σημειώνει στούς Φιλιππησίους: ῾῎Εχω τήν ἐπιθυμίαν εἰς τό ἀναλῦσαι καί σύν Χριστῷ εἶναι᾽(1, 23). ῎Ηθελε νά φύγει ἀπό τή ζωή αὐτή, ὄχι γιατί μισοῦσε τόν κόσμο καί τή ζωή, ἀλλά γιατί ἀγαποῦσε περισσότερο τήν πηγή τῆς ζωῆς, τόν Χριστό καί τή Βασιλεία Του. Κι ὁ ἅγιος ᾽Ιωάννης τῆς Κλίμακος ἐπισημαίνει: ῾῾Ο ἅγιος ἐπιθυμεῖ κάθε ὥρα τόν θάνατο᾽. Γιά τόν χριστιανό λοιπόν ὑπάρχουν λόγοι χαρᾶς γιά τόν ἐρχομό τοῦ νέου χρόνου: τόν φέρνει πιό κοντά στόν ἀρχηγό τῆς πίστης Του!
Εἶναι ὅμως ἀκατανόητη ἡ χαρά τοῦ ἀπίστου καί ἐκτός τῆς ᾽Εκκλησίας ἀνθρώπου γιά τόν καινούργιο χρόνο. Γιατί γιορτάζει αὐτός; ᾽Επειδή θά ἔλθει μιά ὥρα γρηγορότερα στόν θάνατο; Διότι στήν πραγματικότητα ὁ κάθε νέος χρόνος εἶναι καί μία μείωση τῆς ἐπί γῆς ζωῆς του, μία ἀνάσα πιό κοντά στή φθορά. ῎Ισως λοιπόν γιά τόν λόγο αὐτό νά ξενυχτᾶνε πολλοί γλεντώντας τήν παραμονή τῆς πρωτοχρονιᾶς: ἐπειδή ἐπιθυμοῦν νά διασκεδάσουν τόν ὑποσυνείδητο φόβο τους μέ τόν ἐπερχόμενο θάνατο.

῎Ετσι κι ἀλλιῶς ὅμως! Γιά τούς χριστιανούς ὁ χρόνος ἔχει νόημα καί σκοπό. Κι εἴμαστε εὐτυχεῖς πού ὁ Θεός ἐν Χριστῷ μᾶς ἔχει δώσει τή χάρη νά κατανοοῦμε τήν ἀλήθεια αὐτή. ᾽Απομένει καί νά τήν ἐνεργοποιοῦμε στή ζωή μας.

ΓΙΑΤΙ ΕΟΡΤΑΖΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ;



Μέσα στό χαρμόσυνο καί ἑορταστικό πνεῦμα ὄχι μόνο τῶν ἡμερῶν τῶν Χριστουγέννων ἀλλά καί τῆς πρώτης ἡμέρας τοῦ νέου ἔτους, ἄς ἐπιτραπεῖ νά θέσουμε ἕνα μᾶλλον προκλητικό κι ἴσως παράδοξο θεωρούμενο ἐρώτημα: γιατί ἑορτάζουμε οἱ ἄνθρωποι τήν πρωτοχρονιά; Γιατί βλέπουμε πολλούς νά ξενυχτοῦν μέ τήν προσδοκία τῆς ἀλλαγῆς τοῦ χρόνου, ἐκφράζοντας τή χαρά τους μέ τραγούδια, πυροτεχνήματα, ἀγκαλιές καί φιλιά; Λογικά καί φυσιολογικά δέν θά ἔπρεπε ἡ ἡμέρα αὐτή, γιά τόν κοσμικό μάλιστα ἄνθρωπο, νά ἔχει ἀπαισιόδοξο χαρακτήρα, ἀφοῦ τόν φέρνει ἕνα βῆμα πιό κοντά στό τέλος τῆς ζωῆς του; ῾Ο χρόνος δέν εἶναι συνυφασμένος πάντοτε μέ τή φθορά καί τόν θάνατο; Γλεντᾶνε καί ξεφαντώνουν οἱ ἄνθρωποι γιατί θά πεθάνουν;

Μία πρώτη ἐξήγηση ἴσως εἶναι ὅτι οἱ ἄνθρωποι ἀγνοοῦν τό γεγονός τοῦ θανάτου, ὄχι βεβαίως μέ τήν ἔννοια τῆς καθαυτήν γνώσεως, ἀλλά τήν ὑπαρξιακή: παρακάμπτουν τόν προβληματισμό τοῦ θανάτου γιά τόν ἑαυτό τους. Τόν βλέπουν ὡς κάτι τό πολύ μακρινό καί πάντως...ὄχι γιά ἐκείνους. Κι ἕνας λόγος εἶναι ὅτι ὁ κόσμος ἴσως εἶναι πολύ βολικός γι᾽ αὐτούς. Γιατί νά δέχονται λογισμούς ἀπωλείας του; ῾Οπότε ἀπό τήν ἄποψη αὐτή κινοῦνται σ᾽ ἕνα ἐπίπεδο ψευδαισθήσεων καί διαμορφώνουν συμπεριφορά αἰώνιου καί ἀθάνατου ἀνθρώπου.

Μία δεύτερη ἐξήγηση εἶναι ὅτι οἱ ἄνθρωποι βεβαίως λαμβάνουν ὑπόψη τήν κυριαρχία τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου μέσα στόν χρόνο, μά προσπαθοῦν νά συμφιλιωθοῦν μέ αὐτήν, θεωρώντας τόν θάνατο ἁπλά κάτι τό ῾φυσικό᾽. Μέ τήν ἔννοια αὐτή ἡ σκέψη αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων διαμορφώνεται ὡς ἑξῆς: ῾Τό διάστημα πού μοῦ ἀπομένει νά ζήσω, ἄς τό γλεντήσω᾽. Κι εἶναι εὐνόητο ὅτι ἡ θέση αὐτή, χωρίς κανένα προβληματισμό γιά Θεό καί πνευματική ζωή,  ἐκφράζει τήν πρακτική λεγόμενη ἀθεΐα, τήν ἀθεΐα δηλαδή τοῦ ἄφρονος ἀνθρώπου τῆς γνωστῆς παραβολῆς, ὁ ὁποῖος κινεῖται πάντοτε μέ τό ἀξίωμα ῾φάγωμεν καί  πίωμεν, αὔριον γάρ ἀποθνῄσκομεν᾽.

῾Υπάρχει ὅμως καί ἡ χριστιανική ἐξήγηση, ἡ ὁποία κινούμενη σ᾽ ἐντελῶς διαφορετική βάση ἀπό τίς προηγούμενες κατανοεῖ τήν πρωτοχρονιά ὡς γεγονός χαρμόσυνο γιά δύο βασικούς λόγους.  Πρῶτον, γιατί τό πέρασμα τοῦ χρόνου φέρνει τόν χριστιανό πιό κοντά στόν ἀγαπημένο του Κύριο, ἀφοῦ μέ τόν θάνατο θά καταργηθεῖ ἡ αἰνιγματική,  σάν θέα μέσα ἀπό καθρέπτη, σχέση του μέ Αὐτόν τῆς παρούσας ζωῆς καί θά Τόν βλέπει ῾πρόσωπον πρός πρόσωπον᾽ κατά τόν ἀπόστολο· δεύτερον, γιατί μέ κάθε πρωτοχρονιά ἐπιβεβαιώνεται ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιά τούς ἀνθρώπους, ὁ ῾Οποῖος φαίνεται ὅτι παρατείνει τήν γιά δεύτερη φορά ἔλευσή Του, προκειμένου ὅλοι εἰ δυνατόν οἱ ἄνθρωποι νά ἐνταχθοῦν στήν Βασιλεία Του. Μέ ἄλλα λόγια ἡ πρωτοχρονιά, ὡς ἔναρξη τοῦ νέου χρόνου καί συνεπῶς παράταση τοῦ χρόνου, ἑρμηνεύεται ὡς τό περιθώριο πού δίνει ὁ Θεός στό κάθε πλάσμα Του γιά νά μετανοήσει, νά ἀλλάξει δηλαδή τρόπο ζωῆς καί νά μπορέσει νά συντονιστεῖ μέ τόν δικό Του ρυθμό ζωῆς πού δέν εἶναι ἄλλος ἀπό τήν ἀγάπη. Αὐτό φαίνεται νά εἶναι καί ὁ σκοπός τῆς δωρεᾶς τοῦ χρόνου κατά τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ, ὅπως τό λέει γιά παράδειγμα ἡ ᾽Αποκάλυψη τοῦ ᾽Ιωάννη: ῾ἔδωκα αὐτῇ χρόνον ἵνα μετανοήσῃ᾽ (᾽Αποκ. 2, 21), ἤ κι ὁ ἀπόστολος Παῦλος: ῾τό χρηστόν τοῦ Θεοῦ εἰς μετάνοιαν ἄγει᾽ (Ρωμ. 2, 4), αὐτό φαίνεται νά εἶναι καί τό νόημα τῆς εὐχῆς τῆς πρωτοχρονιᾶς τῆς ᾽Εκκλησίας μας ὡς δοξολογικῆς ἀρχῆς τοῦ νέου ἔτους. Προφανῶς ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μας μᾶς ἐμπιστεύεται περισσότερο ἀπό ὅ,τι ἐμεῖς τόν ἑαυτό μας ἤ καί τόν συνάνθρωπό μας.

῾Υπό τό παραπάνω πνεῦμα ἐνῶ ἡ πρωτοχρονιά φαίνεται νά λειτουργεῖ γιά τούς ἐκκοσμικευμένους χριστιανούς ὡς ἀφορμή γιά ἐντατικοποίηση τῆς ἐξωστρέφειάς τους, μέ τήν ἔννοια τῆς ἀναζήτησης τῶν αἰσθητῶν στηριγμάτων τοῦ κόσμου τούτου, ὥστε νά ῾διασκεδάσουν᾽ τόν ὑποσυνείδητο φόβο τους γιά τή φθορά καί τόν θάνατο ἤ καί τόν τρόμο τους μπροστά στήν ῾ἄδεια᾽ ἀπό νόημα καρδιά τους, γιά τούς συνειδητούς χριστιανούς λειτουργεῖ ὡς ἐρέθισμα τῆς ὀρθῆς ἐσωστρέφειας: τῆς στροφῆς μέσα στήν καρδιά,  μέ τήν ἔννοια τῆς ἀναζήτησης τῆς πληρέστερης σχέσης  μέ τόν Θεό: τόν Θεό πού ζοῦμε ἤδη στήν ᾽Εκκλησία ὡς μέλη της νά Τόν ζήσουμε πιό βαθιά καί πιό ἔντονα. Κι ἐννοοῦμε αὐτό πού λέει καί ὁ σήμερα ἑορταζόμενος οἰκουμενικός Πατέρας καί Δάσκαλος τῆς ᾽Εκκλησίας μας Μέγας Βασίλειος σέ ἀνάλογο προβληματισμό: ῾῾Ο νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, σημειώνει, πού δέν χάνεται καί δέν διαχέεται μέσω τῶν αἰσθήσεων στά πράγματα τοῦ κόσμου, ἐπιστρέφει μέσα στόν ἑαυτό του καί μέσω τοῦ ἑαυτοῦ του ἀνεβαίνει στόν ἴδιο τόν Θεό᾽. Μή λησμονοῦμε τόν λόγο τοῦ Κυρίου ὅτι ῾ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ἡμῶν ἐστι᾽.

῎Ετσι μπορεῖ ὁ χρόνος νά εἶναι συνδεδεμένος μέ τή φθορά καί τόν θάνατο, φαίνεται ὅμως ὅτι ἀφήνει ἀνοικτή τήν ἐλπίδα στόν ἄνθρωπο: μέσα στόν χρόνο ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά μετανοήσει, νά βρεῖ τόν ἑαυτό του, νά βρεῖ τόν Θεό του. Σάν χριστιανοί, ναί, ἔχουμε λόγο νά χαιρόμαστε καί νά πανηγυρίζουμε. Μᾶς δίνει τό δικαίωμα αὐτό ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ μας, ὁ ῾Οποῖος μπῆκε ὡς Θεός μέσα στόν χρόνο γενόμενος ἄνθρωπος, τόν γέμισε μέ τήν ἅγια παρουσία Του  καί τόν ἄλλαξε, βάζοντας τίς ράγες του πιά πάνω στήν τροχιά τοῦ Οὐρανοῦ. Ἡ πρωτοχρονιά καί κάθε στιγμή τοῦ χρόνου ἔκτοτε ἔγινε καί γίνεται ἡ ἐπαναβεβαίωση  τῆς θέας τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Νά βλέπουμε τόν Χριστό μας, νά βλέπουμε τούς ἀγγέλους καί τούς ἁγίους μας μέσα ἀπό τά γυαλιά τοῦ χρόνου. Τί ὄμορφη προοπτική! Τί ἀληθινή ἐμπειρία!


Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ (1 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ)




«Ο άγιος Βασίλειος άκμασε στους χρόνους του βασιλιά Ουάλεντα. Ενώπιόν του ομολόγησε με θάρρος την υγιά ορθόδοξη πίστη και εναντιώθηκε στην κακοδοξία του Αρείου, την οποία αποδέχτηκε ο βασιλιάς σαν φωτιά που λυμαίνεται την Εκκλησία. Ο πατέρας του καταγόταν από τον Πόντο, ενώ η μητέρα του από την Καππαδοκία. Στους λόγους υπερέβαλε τους πάντες, όχι μόνον τους ρήτορες της εποχής του, αλλά και τους παλαιούς. Διότι αφού σπούδασε την κάθε επιστήμη, έφτασε στο ανώτερο σημείο καθεμιάς από αυτές. Αλλά όχι λιγότερο άσκησε την πρακτική φιλοσοφία και μέσω αυτής ανέβηκε στη θεωρία των όντων, οπότε και ανήλθε στον αρχιερατικό θρόνο. Ως αρχιερέας αγωνίστηκε πολύ υπέρ της ορθοδόξου πίστεως και κατέπληξε τον έπαρχο με το σταθερό και ανυποχώρητο φρόνημά του. Συνέθεσε και λόγους, με τους οποίους εξαφάνισε τα συστήματα των ετεροδόξων, δίδαξε το ορθό ήθος και με σαφήνεια φανέρωσε τη γνώση των όντων. Κι αφού καθοδήγησε το ποίμνιο του Χριστού με κάθε αρετή, εκδήμησε προς τον Κύριο. Ήταν δε κατά τον τύπο του σώματος ψηλός, ξηρός και λιπόσαρκος, μελαχρινός, με ωχρότητα στο πρόσωπο, με μακριά μύτη, κάνοντας κύκλο τα φρύδια του, με σύσπαση αυστηρή αλλά που μοιάζει φροντιστικός, με μέτωπο που ρυτιδώνεται από ακτινοβολίες, επιμήκης στις παρειές, κοίλος στους κροτάφους, χωρίς πολλά μαλλιά, με μεγάλη όμως γενειάδα, μεσήλικας. Ήταν υιός του Βασιλείου και της Εμμέλειας. Τελείται δε η σύναξή του στην αγιότατη μεγάλη Εκκλησία».
Ο μέγας Ιωάννης Δαμασκηνός, ο βαθύς θεολόγος και ιδιοφυής υμνογράφος της Εκκλησίας μας, είναι ο συνθέτης του κανόνα του αγίου Βασιλείου του μεγάλου. Ένας μεγάλος που έγραψε για έναν πολύ μεγάλο, μπροστά στον οποίο όμως ο ίδιος νιώθει μικρός, γι’ αυτό και θεωρεί ότι μόνον ένας με τη φωνή του αγίου Βασιλείου μπορεί να είναι ικανός να εγκωμιάσει τη μεγαλοσύνη του. «Σου την φωνήν έδει παρείναι Βασίλειε, τοις εγχειρείν εθέλουσι, τοις εγκωμίοις σου» (Έπρεπε η δική σου φωνή να είναι παρούσα, Βασίλειε, σ’ αυτούς που θέλουν να επιχειρήσουν τον εγκωμιασμό σου). Παρ’  όλα αυτά το επιχειρεί, ζητώντας τη συγνώμη του και τη χάρη του.
Δεν ξεχνά βεβαίως ο άγιος Δαμασκηνός ότι η εορτή του αγίου συμπίπτει με την Δεσποτική εορτή της Περιτομής του Κυρίου Ιησού Χριστού. Γι’ αυτό και διπλά πανηγυρίζει, κατ’ αυτόν, η Εκκλησία μας: «Άγει διπλήν αληθώς η Εκκλησία εορτήν σήμερον Περιτομής, ως βρέφος Δεσπότου οφθέντος επί γης, και μνήμης οικέτου, σοφού και τρισμάκαρος» (Διπλή εορτή εορτάζει η Εκκλησία σήμερα. Την Περιτομή, διότι ο Δεσπότης Χριστός φάνηκε στη γη ως βρέφος, και την εορτή της μνήμης του δούλου του Χριστού Βασιλείου, του σοφού και τρισμακάριστου). Και προβαίνει σε μία υπερβολή: προκειμένου να τονίσει το ύψος της αγιότητας του Βασιλείου, σημειώνει ότι η Εκκλησία έχει ως στολισμό τη μνήμη του αγίου, όπως έχει στολισμό τη Γέννηση του Κυρίου. «Καλλωπίζεται ώσπερ τω τόκω Χριστού η Νύμφη Εκκλησία, ούτω και τη μνήμη σου, Παμμακάριστε» ( Όπως στολίζεται η Νύμφη Εκκλησία με τον τόκο του Χριστού, έτσι και με τη μνήμη σου, Παμμακάριστε). Η υπερβολή όμως μειώνεται και γίνεται αποδεκτή, αν σκεφτεί κανείς ότι η όποια τιμή ενός αγίου στην πραγματικότητα αποτελεί τιμή και δόξα του ίδιου του Κυρίου. Διότι ο Θεός εξυμνείται με τους αγίους, αφού Εκείνος τους έδωσε τη χάρη του αγιασμού τους. «Θαυμαστός ο Θεός εν τοις αγίοις Αυτού».
Ο υμνογράφος μας, βαθύς γνώστης της ζωής και του έργου του Μεγάλου Βασιλείου, προσπαθεί να τον προβάλει στο πλήρωμα των πιστών, σε όλες σχεδόν τις διαστάσεις της πολυποίκιλης προσωπικότητας και του πολυσχιδούς έργου του. Κατεξοχήν βεβαίως επιμένει στον αγώνα του υπέρ της ορθοδόξου πίστεως και κατά των αιρετικών. Ο Βασίλειος για τον άγιο Ιωάννη, αλλά και για τους λοιπούς υμνογράφους που έγραψαν γι’ αυτόν, είναι«ορθοδοξίας τη Εκκλησία βλύσας διδάγματα» (αυτός που ανάβλυσε στην Εκκλησία τα διδάγματα της ορθοδοξίας), «των δογμάτων θησαυρός ο ανέκλειπτος», «ο των πιστών τας καρδίας ενθέως ευφραίνων», όπως αντιστοίχως βεβαίως είναι εκείνος που στηλίτευσε τους αιρετικούς και κονιορτοποίησε όλα τα επιχειρήματά τους: «των απίστων τα δόγματα αξίως εβύθισε» και «τοις αντιθέοις πέλεκυς εκκοπτικός και πυρ καταναλίσκον την απάτην ώφθης, πάτερ Βασίλειε» (φάνηκες σαν κοφτερός πέλεκυς για τους αντίθεους και σαν φωτιά που κατατρώγει την απάτη, πάτερ Βασίλειε).

Η σαν άστρο φωτεινό παρουσία του αγίου Βασιλείου στην Εκκλησία, με την οποία φώτισε αυτήν στον δρόμο της ορθοδοξίας, στηρίχτηκε κατά τον άγιο Δαμασκηνό πρωτίστως σε δύο παράγοντες: πρώτον, στον καθαρό και αγνό τρόπο της ζωής του, με τον οποίο έκανε τον Χριστό ένοικο της ψυχής του. Ενοικώντας δηλαδή ο Χριστός στην ψυχή του, που είναι η πηγή της ζωής, έκανε τον Βασίλειο να αναβλύσει ποταμούς δογμάτων ευσεβών για όλη την οικουμένη. «Χριστόν εισοικισάμενος εν τη ψυχή σου, διά της καθαράς σου πολιτείας, την πηγήν της ζωής, ιεροφάντα Βασίλειε, ποταμούς ανέβλυσας δογμάτων ευσεβών τη οικουμένη», δηλαδή: Αφού έβαλες τον Χριστό ως ένοικο στην ψυχή σου, με την καθαρό τρόπο ζωής σου, Αυτόν που είναι η πηγή της ζωής, ανέβλυσες, ιεροοφάντα Βασίλειε, ποταμούς ευσεβών δογμάτων στην οικουμένη. Κι ο καθαρός τρόπος ζωής του έγκειτο στον αγώνα να αποκτήσει τις αρετές όλων των αγίων: «Πάντων των αγίων ανεμάξω τας αρετάς, πατήρ ημών Βασίλειε» (μάζεψες τις αρετές όλων των αγίων, πατέρα μας Βασίλειε). Δεύτερον, στην τεράστια παιδεία του, την κοσμική και την εκκλησιαστική, καρπό των πολυετών σπουδών του και της μεγαλοφυούς διανοίας του, όπως βεβαίως και της εφέσεώς του προς τον Θεό.  «Των όντων εκμελετήσας την φύσιν και πάντων περισκοπήσας το άστατον» (μελέτησες καλά τη φύση των όντων και εξέτασες το άστατο όλων των δημιουργημάτων), σημειώνει ο άγιος Δαμασκηνός. Και: «Παιδείας γεγονώς απάσης έμπλεως, ου μόνον της κάτω και πατουμένης, πολλώ μάλλον δε της κρείττονος, ανεδείχθης τω κόσμω φως, Βασίλειε» (Έγινες πλήρης από όλη την παιδεία, όχι μόνο την κάτω και γήινη, αλλά πολύ περισσότερο την ανώτερη, γι’ αυτό και φάνηκες στον κόσμο ως φως, Βασίλειε).
Ο άγιος υμνογράφος βεβαίως είναι ευνόητο ότι δεν μπορεί να μην αναφέρει και εκείνο το έργο, πέραν της διδασκαλίας του αγίου και του προσωπικού του αγιασμού, με το οποίο σφράγισε την εποχή του ο άγιος και έμεινε χρυσό παράδειγμα ανά τους αιώνες: την ελεήμονα προσφορά του στον συνάνθρωπο, ιδίως με τη λεγόμενη «Βασιλειάδα». Η φιλανθρωπική δράση του αγίου Βασιλείου όντως έχει μείνει παροιμιώδης. Θεωρείται κυριολεκτικά «κανών», τύπος, προς τον οποίο στρέφουν τα βλέμματα όλοι οι πιστοί στους μετέπειτα αιώνες μέχρι σήμερα, για να κατανοούν τι σημαίνει αγιότητα βίου συνδυασμένη με οξυδέρκεια και άνοιγμα καρδιάς. Κατά τον άγιο Δαμασκηνό «Πατήρ ορφανών και χηρών προασπιστής και πλούτος πένησι, των ασθενούντων η παράκλησις και των εν πλούτω κυβέρνησις, γήρως βακτηρία εδείχθης, παιδαγωγία νεότητος και Μοναζόντων αρετής κανών, Βασίλειε». Δηλαδή: Αναδείχτηκες, Βασίλειε, πατέρας των ορφανών και των χηρών υπερασπιστής, και ο πλούτος για τους πτωχούς, η παρηγοριά για τους ασθενείς και ο κυβερνήτης των πλουσίων, το στήριγμα των γηρατειών, η παιδαγωγία της νεότητας και ο κανόνας της αρετής των μοναχών.
Κι αν σ’ αυτά προσθέσουμε και το μαρτυρικό φρόνημα του αγίου, το οποίο κατεξοχήν φάνηκε με τη σθεναρή στάση του απέναντι στον αλαζόνα έπαρχο του αυτοκράτορα, τον Μόδεστο, ο οποίος προκειμένου να τον μεταπείσει από την αλήθεια της ορθοδοξίας, τον απείλησε με δήμευση της περιουσίας, με εξορία και με αυτόν ακόμη τον θάνατο, καταλαβαίνουμε ότι μιλώντας για τον άγιο Βασίλειο μιλάμε για άγιο που και ο χαρακτηρισμός του μεγάλου είναι ελλιπής. Και μπορεί να μην υπήρξε μάρτυρας με τη συνήθη έννοια του όρου, υπήρξε όμως μάρτυρας στη συνείδηση και στο φρόνημα, έτοιμος να δώσει και τη ζωή του για χάρη της αληθούς πίστεως. Ιδού πώς εγκωμιάζει ο άγιος Δαμασκηνός το μαρτυρικό αυτό φρόνημά του: «Τριάδος υπέρμαχε Βασίλειε, θρόνω παρέστης δικαστικώ, προκινδυνεύων της πίστεως και αθλητικήν ένστασιν επιδειξάμενος, θυμόν επάρχου κατήσχυνας, θρασυνομένου τω κράτει της ασεβείας και σπλάγχνων εκτομήν απειλούντος, προθύμως ταύτα προέκρινας και Μάρτυς γενόμενος τη προαιρέσει, τον στέφανον ανεδήσω της νίκης παρά Χριστού». Δηλαδή: Υπέρμαχε της Τριάδος Βασίλειε, στάθηκες μπροστά σε δικαστικό θρόνο, κινδυνεύοντας για την πίστη. Γιατί δείχνοντας την αντίθεσή σου με γενναίο φρόνημα, ντρόπιασες τον θυμό του επάρχου, ο οποίος υπερηφανευόταν για την εξουσία της ασέβειάς του. Και ενώ απειλούσε να σου βγάλει τα σπλάχνα, εσύ προτίμησες με προθυμία να το κάνει. Και αφού έγινες μάρτυρας ως την προαίρεσή σου, πήρες το στεφάνι της νίκης από τον Χριστό.
Είθε «μιμούμενοι αυτού την πίστιν, την ζέσιν, την ταπείνωσιν» να γίνουμε κι εμείς οίκος Χριστού και κάτοικοι του Παραδείσου.

Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2013

Η ΑΓΙΑ ΜΑΡΤΥΣ ΑΝΥΣΙΑ Η ΕΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ (30 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ)



«Η αγία έζησε επί της βασιλείας του Μαξιμιανού. Καταγόταν από τη Θεσσαλονίκη και οι γονείς της που ήταν ευσεβείς και πιστοί στον Χριστό, είχαν αρκετή περιουσία. Όταν αυτοί έφυγαν από τη ζωή, η αγία ζούσε μόνη της, ευαρεστώντας τον Θεό με τον βίο και τις πράξεις της. Κάποια φορά που πήγαινε στην Εκκλησία κατά τη συνήθειά της, την σταμάτησε ένας ειδωλολάτρης στρατιώτης, ο οποίος την τραβούσε με τη βία στους βωμούς των ειδώλων  και την προέτρεπε να προσφέρει θυσίες στους δαίμονες. Επειδή όμως η Ανυσία ομολογούσε την πίστη της στον Χριστό, τότε ο στρατιώτης εξοργίστηκε (διότι η αγία μάρτυς φύσηξε και έφτυσε στο πρόσωπό του) και με το ξίφος του διεπέρασε την πλευρά της. Έτσι η αξιοσέβαστη μάρτυς δέχτηκε το μακάριο τέλος».

Η πόλη  της Θεσσαλονίκης καυχάται όχι μόνον για τον πολιούχο της, μεγαλομάρτυρα και μυροβλήτη άγιο Δημήτριο, όχι μόνον για τον δεύτερο πολιούχο της μεγάλο Πατέρα και Οικουμενικό Διδάσκαλο άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, αλλά και για την αγία μάρτυρα Ανυσία, της οποίας το σεπτό λείψανο αναπαύεται στον ναό του αγίου Δημητρίου. Κατά τον άγιο Θεοφάνη μάλιστα τον υμνογράφο, η μεν Θεσσαλονίκη καυχάται για τα σπάργανα και τους άθλους της αγίας, η δε θριαμβεύουσα Εκκλησία έχει το πνεύμα της και χαίρεται γι’ αυτό, που σημαίνει ότι η αγία Ανυσία αποτελεί πηγή χαράς για ολόκληρη την Εκκλησία, και την επί γης και την εν ουρανοίς. «Θεσσαλονικέων η πόλις, σου τοις σπαργάνοις και τοις άθλοις, μάρτυς, εγκαυχάται Παρθένε∙ η Εκκλησία των πρωτοτόκων δε, μετά δικαίων έχει σου πνεύμα το θείον ευφραινόμενον» (Η πόλη των Θεσσαλονικέων, μάρτυς παρθένε, καυχιέται για τα σπάργανά σου και τους άθλους σου. Η Εκκλησία δε των πρωτοτόκων κατέχει με χαρά το θεϊκό πνεύμα σου).

Αιτία βεβαίως για την καθολική αυτή χαρά της Εκκλησίας είναι το γεγονός ότι η αγία με το μαρτύριό της φανέρωσε «τον εγκάρδιον έρωτά» της προς τον Χριστό, τόσο που η έμπνευση του αγίου υμνογράφου την βάζει στη θέση της γυναίκας που προσήγγισε τον Χριστό λίγο πριν από το πάθος Του και εξέφρασε την αγάπη της προς Εκείνον  με το μύρο που έχυσε στα πόδια Του, σπογγίζοντάς Τα με τους πλοκάμους της κεφαλής της. Κι ενώ το γεγονός της Καινής Διαθήκης ενέπνευσε την αγία υμνογράφο Κασσιανή (με το γνωστό μεγαλοφυές άσμα της του όρθρου της Μεγάλης Τετάρτης, ψαλλόμενο το εσπέρας της Μεγάλης Τρίτης), το ίδιο γίνεται πρότυπο για ανάλογη έμπνευση του αγίου Θεοφάνη, αλλά σε σχέση με την αγία Ανυσία. «Τον εγκάρδιον έρωτα, υποφαίνουσα δάκρυσι, κατανύξει Ένδοξε, γην κατέβρεχες, και ταις θριξίν εναπέσμηχες, Χριστού υποπόδιον» (Φανερώνοντας τον έρωτα που είχες μέσα στην καρδιά σου, ένδοξε μάρτυς, κατάβρεχες από την κατάνυξή σου με δάκρυα τη γη και σκούπιζες με τις τρίχες της κεφαλής σου τα πόδια του Χριστού).

Η ένσταση βεβαίως εν προκειμένω είναι προφανής. Στην πρώτη περίπτωση έχουμε ένα ιστορικό γεγονός: είναι η γυναίκα που προσήλθε στον Χριστό και προέβη στο ξέσπασμα της καρδιάς της. Στην περίπτωση όμως της αγίας Ανυσίας; Πώς αγκάλιαζε και σκούπιζε τα πόδια του Χριστού; Ο υμνογράφος μας δεν μας αφήνει μετέωρους. Η αγία Ανυσία μπόρεσε και άντεξε τα μαρτύριά της, βρήκε το κουράγιο να ομολογήσει την πίστη της, έστω και με απώλεια της ζωής της, γιατί η αγάπη της προς τον Χριστό την έκανε με νοερό τρόπο να Τον έχει παρόντα μπροστά της και με τη διάνοιά της να αγγίζει τα ίχνη των ποδών Του. «Εννοούσα – λέει - και Αυτόν ως παρόντα προβλέπουσα, ον εποθησας∙ και ιχνών απτομένη διανοία, θεωρίαις θειοτάταις την σην ψυχήν κατελάμπρυνας» (Σπόγγιζες τα πόδια του Χριστού, εννοώντας Τον και βλέποντάς Τον σαν να ήταν παρών, Αυτός τον Οποίο πόθησες. Και αγγίζοντας τα ίχνη των ποδών Του με τη διάνοιά σου, λάμπρυνες την ψυχή σου με θειότατες θεωρίες). Με άλλα λόγια, η αγία την ώρα του μαρτυρίου της, με τη χάρη του Χριστού, βρισκόταν σε κατάσταση θεοπτίας. Ο Χριστός της έδινε τη δύναμη να Τον βλέπει και να Τον εναγκαλίζεται, όπως παρομοίως είχε δώσει τη χάρη και σε άλλους μάρτυρες, όπως μεταξύ άλλων και στην αγία Ερμιόνη. Η θεωρία του Χριστού την ώρα του μαρτυρίου ή της ετοιμασίας προς αυτό είναι κάτι που το διαπιστώνουμε συχνά στα συναξάρια των μαρτύρων της πίστεώς μας.

Και βεβαίως ο άγιος υμνογράφος «εκμεταλλεύεται», όπως όλοι οι υμνογράφοι, τον τρόπο που άφησε την τελευταία της πνοή: την διά ξίφους διαπέραση της πλευράς της. Αμέσως ο νους του αγίου Θεοφάνη πηγαίνει στη λογχευμένη πλευρά του Κυρίου, συνεπώς συσχετίζει το μαρτύριο της αγίας με το πάθος Του: «Ζωηφόροις σου τοις ίχνεσιν επομένη, λόγχη πλευράν τιτρώσκεται» (Ακολουθώντας τα ίχνη Σου που φέρουν τη ζωή, πληγώνεται με λόγχη την πλευρά της η αγία). Ο υμνογράφος δηλαδή σαν να μας λέει, ότι όποιος αγαπά τον Χριστό και θέλει να Τον ακολουθεί κατά πόδας – «επακολουθών τοις ίχνεσιν Αυτού» κατά τον απόστολο Πέτρο – δέχεται τη χάρη και να πάθει υπέρ Χριστού με τον ίδιο τρόπο που έπαθε Εκείνος. Τα πάθη του Χριστού γίνονται πάθη και του πιστού, δείγμα της πλημμύρας της χάρης του Χριστού στον πιστό. Ακολουθία του Χριστού και μαρτύριο υπέρ Αυτού τελικώς είναι έννοιες ταυτόσημες.