῾Εἶχε μέν οὖν καί ἡ
πρώτη σκηνή δικαιώματα λατρείας τό τε ῞Αγιον κοσμικόν᾽ (῾Εβρ. 9, 1)
α. ῾Η μετάθεση τῆς ἑορτῆς
τῆς ῾Αγίας Σκέπης τῆς Θεοτόκου (κατόπιν ἀποφάσεως τῆς ῾Ιερᾶς Συνόδου τῆς ᾽Εκκλησίας
μας ἤδη ἀπό τό 1952) ἀπό τήν 1η
᾽Οκτωβρίου πού κανονικά ἑορτάζεται στίς
28 ᾽Οκτωβρίου λόγω τῆς ἐθνικῆς μας ἑορτῆς - ἀπόφαση δηλαδή πού ἤθελε νά τονίσει
ὅτι ἡ ῾Υπέρμαχος Στρατηγός τοῦ ῎Εθνους μας πού ἔσκεπε τόν Στρατό μας κατά τά
συμβάντα τοῦ 1940 ἦταν ἡ Παναγία Μητέρα τοῦ Κυρίου μας - ἀποτελεῖ τήν αἰτία τῆς
ἐπιλογῆς σήμερα τοῦ ἀποστολικοῦ ἀναγνώσματος ἀπό τήν πρός ῾Εβραίους ἐπιστολή: πρόκειται
γιά ἀπόσπασμα πού ἀναφέρεται στή Σκηνή τοῦ Μαρτυρίου τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἀλλά
παραπέμπει στή Θεοτόκο μέ βάση τήν τυπολογική ἑρμηνεία τῆς ῾Αγίας Γραφῆς,
σύμφωνα μέ τήν ὁποία τά πρόσωπα καί τά γεγονότα τῆς Γραφῆς ἀποτελοῦν
προεικονίσεις, δηλαδή προφητεῖες χωρίς λόγια, προσώπων και γεγονότων τῆς Καινῆς
Διαθήκης. ᾽Από τήν ἄποψη αὐτή ἡ Σκηνή τοῦ Μαρτυρίου καί μάλιστα ἡ Κιβωτός τῆς
Διαθήκης καί τά ἐντός αὐτῆς εὑρισκόμενα: ἡ στάμνα μέ τό μάννα, τό ραβδί τοῦ ᾽Ααρών
καί οἱ πλάκες τοῦ Δεκαλόγου, συνιστοῦν προφητεῖες γιά τήν Παναγία μας, πού
σημαίνει ὅτι ὅλα αὐτά τά ἱερά ἀντικείμενα τοῦ ᾽Ισραήλ εὕρισκαν τό νόημά τους
στό πρόσωπο τῆς Θεοτόκου.
β. 1. Πρίν δοῦμε συγκεκριμένα
τό πῶς ἡ Παναγία ἀποτελεῖ τήν ἐκπλήρωση τῶν προεικονίσεων αὐτῶν, ἴσως πρέπει
γιά πολλοστή φορά νά ὑπενθυμίσουμε τό αὐτονόητο, ἀλλά δυστυχῶς διαρκῶς
παραθεωρούμενο καί μή γινόμενο κατανοητό, ὅτι ἡ Παλαιά καί ἡ Καινή Διαθήκη
συνιστοῦν τά ἰσόκυρα καί ἰσάξια μέρη τῆς μιᾶς ῾Αγίας Γραφῆς. Εἶναι δηλαδή
βασική πεποίθηση τῆς ᾽Εκκλησίας μας, δογματική θέση της θά ἔλεγε κανείς, ὅτι ὅταν
μιλᾶμε γιά τήν Παλαιά Διαθήκη δέν μιλᾶμε γιά ἕνα ξένο πρός τήν Παράδοσή της
κείμενο, ἀλλά γι᾽ αὐτό πού ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ᾽Ιησοῦς Χριστός προϋπέθετε καί ἀνέφερε
ὡς πράγματι ῾Αγία Γραφή, στήν ὁποία ῾ὑπό
Πνεύματος ῾Αγίου φερόμενοι ἅγιοι τοῦ Θεοῦ ἄνθρωποι᾽ κατέγραψαν ὅσα τό Πνεῦμα
τοῦ Θεοῦ τούς ἐνέπνευσε πρός προετοιμασία τοῦ ἐρχομοῦ Αὐτοῦ. ῎Οχι λίγες φορές ὁ
Χριστός τόνισε πώς ῾ὅ,τι ἔγραψαν ὁ Μωϋσῆς καί οἱ προφῆται περί ᾽Εκείνου τό ἔγραψαν᾽,
ὅπως καί κάθε καταγραφή τῶν κειμένων τῆς Καινῆς Διαθήκης περί ῾Αγίας Γραφῆς εἶναι αὐτονόητο ὅτι ἀναφερόταν στήν Παλαιά
Διαθήκη. Συνεπῶς δέν μπορεῖ κανείς νά διαγράψει τήν Παλαιά Διαθήκη χωρίς νά
διαγράψει ταυτοχρόνως καί τήν Καινή, ὅπως καί δέν μπορεῖ νά διαγράψει τήν
Καινή, χωρίς ταυτόχρονη διαστρέβλωση τοῦ νόηματος καί τῆς Παλαιᾶς. Κατά τόν
λόγο τοῦ ἱεροῦ Χρυσόστομου ῾οἱ δύο διαθῆκες εἶναι δύο ἀδελφές καί δύο ὑπηρέτριες
πού ὑπηρετοῦν τόν ῞Ενα Κύριο᾽, γι᾽ αὐτό ῾καί τά παλαιά δέν εἶναι παλαιά, ἀφοῦ
φανερώθηκαν στά καινούργια, ὅπως καί τά καινούργια δέν εἶναι καινούργια, γιατί
προαναγγέλθηκαν ἤδη ἀπό τά παλαιά᾽. Κέντρο λοιπόν καί τῶν δύο Διαθηκῶν εἶναι τό
πρόσωπο τοῦ ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ, γι᾽ αὐτό καί ἡ Παλαιά Διαθήκη, πέραν αὐτονοήτως τῆς
Καινῆς, κατανοεῖται μόνον χριστολογικά.
2. Μέ τήν ὑπενθύμιση αὐτή
κατανοοῦμε καλύτερα τά λόγια τοῦ ἀποστόλου Παύλου στό συγκεκριμένο ἀπόσπασμα τῆς
πρός ῾Εβραίους ἐπιστολῆς: ἡ Σκηνή τοῦ Μαρτυρίου καί ἡ Κιβωτός τῆς Διαθήκης, ὅπως
καί ὅλες οἱ λατρευτικές πράξεις σέ σχέση μέ αὐτές, βρίσκουν τόν λόγο τους στόν ἴδιο
τόν Κύριο καί σέ ὅ,τι σχετίζεται πιά μέ Αὐτόν. Γιά παράδειγμα: ἡ Κιβωτός τῆς
Διαθήκης ἀποτελεῖ προεικόνιση τῆς Παναγίας Μητέρας Του, ἀφοῦ ὅπως ἡ πρώτη ἔφερε
τίς πλάκες τοῦ Νόμου καί τή στάμνα μέ τό μάννα, έτσι καί ἡ δεύτερη, ἡ Παναγία, ἔφερε
τόν ἴδιο τόν Νομοδότη καί τό πραγματικό μάννα πού τρέφει τούς ἀνθρώπους, τόν
Χριστό. Κι ἀκόμη: ἡ ράβδος τοῦ ᾽Ααρών πού βλάστησε ὑπερφυῶς συνιστᾶ προεικόνιση
καί προφητεία γιά τήν Παναγία, διότι ἀκριβῶς καί ἡ Παναγία ῾ἄνευ σπορᾶς ἀνδρικῆς᾽,
συνεπῶς ὡς ξύλο ἄνικμο βλάστησε ὑπερφυῶς τόν ἐνανθρωπήσαντα Υἱό καί Λόγο τοῦ
Θεοῦ.
Εἶναι σέ ὅλους γνωστό ἰδίως
μέσα ἀπό τήν ὑμνολογία τῆς ᾽Εκκλησίας τό πόσες φορές ἀκοῦμε καί ψέλνουμε τίς
προεικονίσεις αὐτές. Κατεξοχήν στά λεγόμενα ῾Θεοτοκία᾽, δηλαδή στά
τροπάρια-καταλήξεις τῶν ὠδῶν τῶν κανόνων πού ἔχουν ὡς περιεχόμενο τό πρόσωπο τῆς
Παναγίας μας, ὅπως καί σέ ὅλους τούς ὕμνους τῶν Θεομητορικῶν ἑορτῶν καί τῶν ἀφιερωμένων
σέ ἐκείνην ἀκολουθιῶν – π.χ. τοῦ ᾽Ακαθίστου ῞Υμνου ἤ τῶν Παρακλητικῶν Κανόνων –
οἱ παραπάνω προεικονίσεις μαζί καί μέ πλῆθος ἄλλων πράγματι ἀποτελοῦν τό εὐλογημένο
περιεχόμενό τους. ῾Χαῖρε κιβωτέ χρυσωθεῖσα
τῷ Πνεύματι᾽ (χαῖρε σύ Παναγία, πού χρυσώθηκες ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ), ἀκοῦμε
αἴφνης στόν ᾽Ακάθιστο ῞Υμνο - χαιρετισμός πού κατανοεῖται ἀπό τή φράση τοῦ
σημερινοῦ ἀποστόλου πού λέει ὅτι ἡ Κιβωτός τῆς Διαθήκης ἦταν χρυσωμένη ἀπό ὅλες
τίς πλευρές της: ῾καί τήν κιβωτόν τῆς
διαθήκης περικεκαλυμμένην πάντοθεν χρυσίῳ᾽. ῾Χαῖρε λυχνία καί στάμνε Μάννα φέρουσα, τό γλυκαῖνον τά τῶν εὐσεβῶν αἰσθητήρια᾽
(Χαῖρε σύ Παναγία πού εἶσαι ἡ ἀληθινή λυχνία (σέ σχέση μέ τήν παλαιά τῶν ῾Αγίων
τῆς Σκηνῆς τοῦ Μαρτυρίου) καί ἡ στάμνα πού φέρεις τό ἀληθινό Μάννα, τόν Χριστό,
πού γλυκαίνει τίς αἰσθήσεις τῶν εὐσεβῶν καί πιστῶν ἀνθρώπων), ἀκοῦμε ἀπό τόν
κανόνα τοῦ ἀκαθίστου ὕμνου (ὠδή δ´). Κι ἑκατοντάδες φορές ῾θεοτοκίον᾽ σάν τό
παρακάτω πού συναντᾶμε στούς ὄρθρους ὅλων τῶν ἑορτῶν: ῾Σέ κιβωτόν καί τράπεζαν καί λυχνίαν καί στάμνον, καί ὄρος καί παλάτιον,
θρόνον κλίνην καί πύλην τοῦ Βασιλέως τῆς δόξης, τήν ῾Αγίαν Παρθένον καί
Θεοτόκον ἅπαντες ἀνυμνοῦμεν ἐκ πόθου᾽ (῞Ολοι μέ πόθο ὑμνολογοῦμε ᾽Εσένα τήν
ἁγία Παρθένο καί Θεοτόκο, πού εἶσαι κιβωτός καί τράπεζα καί λυχνία καί στάμνα
καί ὄρος καί παλάτι, θρόνος καί κλίνη καί πύλη τοῦ Βασιλέα τῆς δόξης Χριστοῦ).
3. Καί βεβαίως ἡ
χριστολογική κατανόηση τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης διαπιστώνουμε ὅτι κατά τήν ᾽Εκκλησία
μας περιλαμβάνει πάντοτε μαζί μέ τόν Χριστό καί τήν ἴδια τήν Παναγία Μητέρα
Του. Κάθε δηλαδή ἐκπλήρωση προφητείας τῆς Παλαιᾶς συναντᾶ εἴτε ἀπευθείας τόν ἴδιο
τόν Κύριο ᾽Ιησοῦ (καί κατ᾽ ἐπέκταση καί τό ζωντανό σῶμα Του τήν ᾽Εκκλησία) εἴτε
Αὐτόν μέσω τῆς Μητέρας Του. Κι αὐτό σημαίνει ὅτι Χριστός καί Παναγία εἶναι
πάντοτε συνδεδεμένοι ἀδιάσπαστα κατά τήν πίστη μας σέ βαθμό πού τυχόν
παραθεώρηση τῆς Παναγίας συνιστᾶ παραθεώρηση καί διαστροφή τοῦ προσώπου καί τοῦ
ἴδιου τοῦ Χριστοῦ. ῾Η ᾽Εκκλησία μας μάλιστα εἶδε ἐν Πνεύματι ὅτι ἡ θεοτοκία τῆς
Παναγίας – νά γεννήσει ὡς ἄνθρωπο τόν Υἱό
καί Λόγο τοῦ Θεοῦ - ἀποτελεῖ ὅρο δογματικό, συνεπῶς ἡ μή ἀποδοχή τῆς θεοτοκίας
αὐτῆς ἐκτρέπει τόν μή δεχόμενο αὐτήν στήν πλάνη τῆς αἱρέσεως (π.χ.
νεστοριανισμός ἤ προτεσταντισμός).
4. Κατά συνέπεια ὁ ὀρθόδοξος
πιστός ὄχι μόνον δέν ἐκπλήσσεται ἀπό τίς δοξολογικές ἀναφορές τῆς ᾽Εκκλησίας
πρός τό πάντιμο πρόσωπο τῆς ῾Υπεραγίας Θεοτόκου, ἀλλά χαίρεται καί εὐφραίνεται,
γιατί γνωρίζει ὅτι οἱ δοξολογίες αὐτές στοχεύουν στήν πραγματικότητα στό
λατρευτό πρόσωπο τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ του. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι πλῆθος ἁγίων
μας, ὅπως ὁ ἅγιος Νεκτάριος γιά παράδειγμα, συγκινεῖτο καί κατενύσσετο καί μόνο
μέ τό ἄκουσμα τοῦ ὀνόματός Της, ὅπως κι ὅτι οἱ περισσότεροι πιστοί σταυροκοπιοῦνται
καί σηκώνονται ὄρθιοι μέ τήν ἀναφορά σέ Αὐτήν. ῾῾Αγιόπρωτε σεμνή, ἐγκώμιον οὖσα τῶν οὐρανίων Ταγμάτων, ᾽Αποστόλων ὑμνωδία,
Προφητῶν περιοχή᾽ ψάλλει ἀδιάκοπα ἡ ᾽Εκκλησία μας. ῞Οπως βεβαίως καί ἀντιστρόφως καί μόνο τό ὄνομά
Της κατακαίει τούς δαίμονες καί κάθε ταλαίπωρο ὄργανό του.
῾Η δύναμή Της λοιπόν εἶναι
τεράστια γιά χάρη τοῦ κόσμου, διότι στήν πραγματικότητα διοχετεύεται μέσω Αὐτῆς
τῆς εὐλογημένης ἡ παντοδυναμία τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου. ῾Πολύ ἰσχύει δέησις Μητρός πρός εὐμένειαν Δεσπότου᾽. Κι εἶναι ἀκριβῶς
ἡ δύναμη αὐτή τοῦ Θεοῦ διά τῆς Θεοτόκου πού βίωσε καί ἡ πατρίδα μας κατά τόν ἀγώνα
τοῦ ᾽40, ὅπως συνέβη καί μέ τόν προσευχόμενο λαό στόν Ναό τῶν Βλαχερνῶν (4ος
μ.Χ. αἰ.) πού καθιέρωσε καί τήν ἑορτή τῆς ῾Αγίας Σκέπης. Οἱ πυρωμένες προσευχές
τῶν ἀγωνιστῶν στρατιωτῶν μας πρός τήν ῾Υπέρμαχο Στρατηγό, συνεπικουρούμενες καί
ἀπό τίς ἀντίστοιχες τῶν πιστῶν τῶν μετόπισθεν, ἔφθαναν καί ῾τρυποῦσαν᾽ τά ὦτα τῆς
Μεγάλης Μάνας. Κι ἐκείνη ἀνταποκρινόταν: δεόταν στόν Κύριο τοῦ Παντός, ὁ ῾Οποῖος
δέν περίμενε καί πολύ γιά νά συνδράμει τούς ἀμυνομένους. ῎Οχι ὅτι δέν θά ἀνταποκρινόταν
ἔτσι κι ἀλλιῶς: ἡ ἀγάπη εἶναι ἡ ῾οὐσία᾽ Του. ᾽Αλλά πολλαπλασιαζόταν ἡ ῾πίεση᾽ τῶν
παιδιῶν Του πρός Αὐτόν, βρίσκοντας πρόθυμο συμπαραστάτη τήν ἴδια τήν Παναγία
Μητέρα Του.
῾Τήν ἐποχή ἐκείνη (τοῦ ᾽40) – σημειώνει ὁ μακαριστός Γέρων Θεόκλητος
Διονυσιάτης, ὁ ὁποῖος ὑπηρετοῦσε ὡς ἔφεδρος στά ἑλληνοαλβανικά σύνορα – στίς εἰδήσεις δέν ἔλειπαν οἱ ὁμολογίες τῶν
πολεμιστῶν ὅτι ἔβλεπαν τήν Παναγίαν, τόσον ὡς ἄτομα ὅσον καί ὡς ὁμάδες, νά ὑπερίπταται
τῶν μαχῶν. Αὐτό πλέον εἶχε τόσον ἐξοικειώσει τούς στρατιῶτες, ὥστε νά φωνάζουν ἐν
χορῷ: ῾῾Η Παναγία, ἡ Παναγία᾽. ῾Οπότε ἀπό σεβασμόν φρόντιζαν νά εἶναι πάντοτε
καθαροί, γιά νά βλέπουν τήν Παναγίαν, ὄχι σάν μιά ᾽Αθηνά μέ τό δόρυ της, ἀλλά
σάν βασίλισσα τῶν οὐρανῶν, πού τούς
προστάτευε θαυματουργικῶς ἀπό τούς κινδύνους, ὡς ῾Υπέρμαχος Στρατηγός τοῦ ῎Εθνους.
῏Ηταν τόσο βέβαιοι γιά τήν προστασία τῆς Κυρίας Θεοτόκου καί γιά τήν ὁρατήν
Σκέπην Της, ὥστε νά αἰσθάνωνται χαράν καί αἴσθημα ἀσφαλείας, παρά τίς φοβερές
κακοπάθειές των, μέσα στά χιόνια καί μέσα στίς ὀδύνες τῶν κρυοπαγημάτων καί ἄλλων
στερήσεων, κάτι πού καί σήμερα ἀκόμη διηγοῦνται στούς νεωτέρους, ὡς κάτι ὑπερφυσικόν...᾽
(Μερόπης Σπυροπούλου, Στήν ἐποποιΐα τοῦ 1940-41 μέ πίστη).
γ. Ζοῦμε κρίση μεγάλη, οἰκονομική
καί πνευματική. ῾Η διαπίστωση εἶναι δεδομένη. ῾Η διέξοδος καί ἡ λύση μᾶς
διαφεύγουν. ῾Η ἑορτή τῆς ῾Αγίας Σκέπης, τόσο ὡς γεγονός τότε πού συνέβη, ὅσο
καί μετέπειτα κατά τό 1940, δίνει τήν ἀπάντηση: ἡ Παναγία Μητέρα μας εἶναι
πάντοτε παροῦσα καί πρόθυμη νά μᾶς βοηθήσει. ῾Η δύναμη τῆς μεσιτείας Της πρός
τόν Θεό εἶναι ἄπειρη. Τό θέμα εἶναι νά προσανατολιστοῦμε πρός Αὐτήν, πού
σημαίνει νά στραφοῦμε πρός τόν Κύριο ᾽Ιησοῦ Χριστό καί τήν ἁγία ᾽Εκκλησία Του.
Τό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα πού ἐπέλεξε σήμερα ἡ ᾽Εκκλησία μας αὐτόν τόν σκοπό ἔχει.
Μακάρι νά τό καταλάβουμε.