Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου 2011

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΑΡΜΕΝΙΑΣ

«Ο άγιος Γρηγόριος έζησε επί βασιλείας Διοκλητιανού. Ήταν Πάρθος κατά την καταγωγή, υιός του Ανάκ, συγγενής του Κουσαρώ, βασιλιά της Αρμενίας. Συνελήφθη από τον βασιλιά Τηριδάτη ως χριστιανός και υπέμεινε γι’  αυτό πολλές τιμωρίες. Όταν έμαθε μάλιστα ο Τηριδάτης ότι είναι υιός του Ανάκ του Πάρθου, που δολοφόνησε τον πατέρα του, του έδεσε τα χέρια και τα πόδια και τον έστειλε στην πόλη Αρταξά, όπου εκεί τον έριξαν σε βαθύ λάκκο, γεμάτο από θηρία και ερπετά. Στον λάκο αυτό έζησε  δεκαπέντε χρόνια, τρεφόμενος κρυφά από μία γυναίκα χήρα. Στο μεταξύ ο βασιλιάς Τηριδάτης παρεφρόνησε, έτρωγε τις σάρκες του και ζούσε μαζί με τα γουρούνια στα βουνά. Η αδελφή του Κουσαροδούκτα είδε τότε ένα όνειρο κι άκουσε φωνή που έλεγε: Αν δεν βγει από τον λάκκο ο Γρηγόριος, ο Τηριδάτης δεν πρόκειται να γίνει καλά. Πράγματι, η Κουσαροδούκτα απελευθέρωσε τον Γρηγόριο, ενώ την ίδια ώρα θεραπεύτηκε και ο βασιλιάς. Ο Γρηγόριος έγινε επίσκοπος της Αρμενίας, βάπτισε τους κατοίκους της, έφτιαξε πολλές Εκκλησίες, και τελικώς εκδήμησε προς τον Κύριο ειρηνικά».  
Διαβάζοντας κανείς τον βίο του αγίου Γρηγορίου, φωτιστή των Αρμενίων, δύο πράγματα έρχονται στον νου του για να κάνει: ή να κλείσει τα μάτια από ντροπή, μπροστά στη φοβερά μεγάλη προσωπικότητα και το τεράστιο σε βάθος και πλάτος έργο του Γρηγορίου, προσπαθώντας να το «απωθήσει» στο υποσυνείδητό του, ή να αρχίσει να κλαίει για τη δική του κατάντια. Διότι ο άγιος, ένας αυτός – και όχι χιλιάδες «χριστιανοί» όπως εμείς – αλλά «οίκον Τριάδος εαυτόν αποτελέσας» κατά τον υμνογράφο, δηλαδή κάνοντας τον εαυτό του οίκο της αγίας Τριάδος, κατόρθωσε με τη χάρη του Θεού να μεταστρέψει στη χριστιανική πίστη έναν ολόκληρο ειδωλολατρικό λαό, που καταδυναστευόταν από τον πονηρό διάβολο και τις μεθοδείες του. «Λυμαινόμενον αθέως τον εχθρόν χώραν άπασαν, την των Αρμενίων, θεία δυναστεία κατέβαλες∙ και ως πυρσός αναλάμψας κατεφώτισας τους εν σκότει κειμένους, σοφέ, ματαιότητος». Δηλαδή: Με τη δύναμη του Θεού νίκησες τον εχθρό διάβολο, ο οποίος κατέστρεφε με την αθεΐα όλη τη χώρα των Αρμενίων. Και αφού έλαμψες σαν πυρσός, φώτισες πολύ δυνατά, σοφέ, αυτούς που βρίσκονται στο σκοτάδι της ματαιότητας. Ο άγιος γι’  αυτό αντιπαραβάλλεται με τους αγίους αποστόλους, τους μαθητές του Κυρίου, παραλληλίζεται με τον άγιο Γρηγόριο τον Νεοκαισαρείας τον θαυματουργό, ο οποίος εξίσου με τον σημερινό Γρηγόριο, όταν πήγε στη Νεοκαισάρεια βρήκε ελάχιστους χριστιανούς και όταν έφυγε από τη ζωή αυτή άφησε ελάχιστους ειδωλολάτρες, παραπέμπει στους νεώτερους αγίους Κύριλλο και Μεθόδιο, φωτιστές των Σλαύων.
Η χάρη του Θεού ενήργησε σε όλες τις καλοπροαίρετες καρδιές των Αρμενίων, μέσω του εκλεκτού οργάνου της Γρηγορίου, μ’  έναν τριπλό τρόπο: με τη δύναμη του λόγου του, με τη δύναμη των θαυμάτων που επιτελούσε, με τα θαυμαστά μαρτύρια που πέρασε για την πίστη του. Ο λόγος του πράγματι, επιβεβαιούμενος  και με τα θαύματα που ο Θεός επέτρεπε να επιτελεί, ήταν γεμάτος από δύναμη Θεού και δεν ήταν ανθρώπινα επιχειρήματα, που συνήθως κτυπούν ως «κύμβαλον αλαλάζον» τα αυτιά των ανθρώπων. Με τον λόγο αυτό έπεφταν  οι ειδωλολατρικοί ναοί και φυγαδεύονταν οι κρυμμένοι σ’  αυτούς δαίμονες, ενώ στερεώνονταν οι καρδιές των ανθρώπων στον θεϊκό έρωτα, όπως σημειώνει έκθαμβος ο υμνογράφος. «Ρημάτων σου δυναστεία, ναοί κατερράγησαν και δαιμόνων κατεβλήθη ανίδρυτα ξόανα, και πιστών καρδίαι θεϊκώ ενιδρύθησαν έρωτι». Εκεί όμως που κατεξοχήν λειτούργησε ως φάρος που φώτισε τους ανθρώπους ήταν τα μαρτύρια που υπέστη. Τα μαρτύρια αυτά ήταν η δόξα του, κατά αντιστοιχία με το Πάθος και το μαρτύριο Κυρίου του Θεού του. Το σημειώνει ο θεολογικώτατος ποιητής της ακολουθίας του, για να δείξει ποιο είναι το στίγμα του χριστιανικού μαρτυρίου: «Εις περίβλεπτον σε ύψος μαρτυρίου ανήνεγκεν, υψηλός εν δόξη Κύριος Ύψιστος, ένδοξε∙ ου τα παθήματα χαίρων εξεικόνισας, ιερομάρτυς, δόξα βοών τη δυνάμει σου». Ο υψηλός στη δόξα Ύψιστος Κύριος, ένδοξε Γρηγόριε, σε ανέβασε σε περίβλεπτο ύψος μαρτυρίου. Τα παθήματα Αυτού (που ήταν η δόξα Του) εξεικόνισες με χαρά, ιερομάρτυς, φωνάζοντας δόξα στη δύναμή Σου.
Αυτού του είδους το χριστιανικό μαρτύριο, ως συμμετοχή στο μαρτύριο του Χριστού, φέρνει αποτελέσματα, τα οποία, ενώ είναι τρανταχτά, δεν φαίνονται με πρώτη ματιά. Το μαρτύριο των αγίων δηλαδή, όπως το Πάθος του Χριστού, περικλείει το μυστήριο της δύναμης του Θεού, πράγμα που σημαίνει ότι όπως σε εκείνο του Σταυρού νικήθηκε, χωρίς να φαίνεται εξωτερικά, η αμαρτία, ο θάνατος και ο διάβολος, έτσι και στων αγίων: συντρίβεται ο διάβολος και τα όργανά του. Θέλουμε να πούμε, ακολουθώντας τους ύμνους της εορτής, ότι κάθε κτύπημα ενός αγίου είναι και κτύπημα κατά της πονηρίας, κάθε πόνος και βάσανός του φέρνει και το βογγητό και την κόλαση του πονηρού. Ας δούμε πόσο ωραία μας το καταθέτει ο εκκλησιαστικός και πάλι ποιητής: «Ραπισμοίς σιαγόνων σου, μύλας συντρίβεις λεόντων, και οχετοίς αιμάτων, δαιμόνων λύθρον εκμειοίς, ειδωλικάς προρρίζους τε, καταστρέφεις στήλας, Αξιάγαστε». Δηλαδή: Με τα ραπίσματα των σιαγόνων σου συντρίβεις τα δόντια των λιονταριών, και με τους οχετούς των αιμάτων σου εξαφανίζεις τη βρωμιά των δαιμόνων και καταστρέφεις από τη ρίζα τις στήλες των ειδώλων, αξιοθαύμαστε Γρηγόριε.
Ίσως θα πρέπει κάποτε να μάθουμε να βλέπουμε και τα δικά μας βάσανα, και τους δικούς μας πόνους σ’  αυτήν τη ζωή, με αυτό το «μάτι» της πίστεως: αν τα βάσανά μας τα υπομένουμε με πίστη, τότε και μέσα από εμάς θα λειτουργεί η δύναμη του Θεού, που συντρίβει το κακό και τον διάβολο. Και τότε θα αρχίσουμε να γινόμαστε κι εμείς, σε κάποιο βαθμό ίσως, φωτιστές και των άλλων συνανθρώπων μας, προκειμένου να βρίσκουν το αληθινό φως, τον Ιησού Χριστό.

ΚΥΡΙΑΚΗ Β΄ ΛΟΥΚΑ

«Είπεν ο Κύριος∙ Καθώς θέλετε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, και υμείς ποιείτε αυτοίς ομοίως…Πλην αγαπάτε τους εχθρούς υμών».
α. Τμήμα της επί του Όρους ομιλίας του Κυρίου Ιησού (Ματθ. 5-7) αποτελεί το ευαγγελικό ανάγνωσμα της Κυριακής Β΄ Λουκά, η οποία κατά τον ευαγγελιστή Λουκά έγινε επί τόπου πεδινού. Μάλλον πρόκειται, όπως σημειώνουν πολλοί από τους ερμηνευτές της Καινής Διαθήκης, περί δύο ομιλιών που έκανε ο Κύριος, δηλαδή την ίδια ομιλία που έκανε αρχικά σε πιο εκτεταμένη μορφή  πάνω σε βουνό, την ίδια πιο περιληπτικά έκανε για  δεύτερη φορά επί τόπου πεδινού, και αυτήν κατέγραψε ο Λουκάς. Η πρώτη φράση του αναγνώσματος μάλιστα «καθώς θέλετε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, και υμείς ποιείτε αυτοίς ομοίως» χαρακτηρίστηκε ως «ο χρυσός κανόνας της χριστιανικής ηθικής», που σημαίνει ότι με αυτόν ρυθμίζονται έτσι οι ανθρώπινες σχέσεις, ώστε να μπορεί να φανερώνεται ο Θεός στη ζωή τους.
β. 1. Θα πρέπει καταρχάς βεβαίως να θυμίσουμε ότι ο κανόνας αυτός στην αρνητική του διατύπωση ήταν κάτι που πρότεινε η Παλαιά Διαθήκη, απαντώμενος για πρώτη φορά στο βιβλίο του Τωβίτ με τη φράση «ο συ μισείς, μηδενί ποιήσης», αυτό που εσύ μισείς, μην το κάνεις σε κανέναν άλλον. Εννοιολογικά και μορφολογικά συναντάμε τον αρνητικό  κανόνα αυτό και έξω από την ιουδαιοχριστιανική αποκάλυψη, σε διαφόρους φιλοσόφους και σε άλλες θρησκείες, όπως για παράδειγμα στον Κλεόβουλο τον Ρόδιο ή και τον Κομφούκιο.  Πρόκειται λοιπόν για έναν κανόνα που ρυθμίζει θετικά τις κοινωνικές σχέσεις των ανθρώπων και που βασίζεται στα καλά στοιχεία που υπάρχουν παγκόσμια και πανθρησκειακά στην ανθρώπινη ύπαρξη. Μην ξεχνάμε ότι η πτώση στην αμαρτία δεν επέφερε την καταστροφή του ανθρώπου, αλλά τη ζόφωση της εικόνας του Θεού μέσα του, όπως βεβαίως ο Λόγος του Θεού, άσαρκος μέχρι την ενανθρώπησή Του, φώτιζε τον άνθρωπο (π.χ. με τον σπερματικό λόγο που είπαν ορισμένοι Πατέρες), με σκοπό τη διαπαιδαγώγησή του προς μελλοντική αποδοχή Εκείνου.
2. Ο Κύριος δεν αρνείται τον κανόνα αυτό. Αντιθέτως. Τον αποδέχεται και τον επεκτείνει, ανάγοντάς τον όμως σε επίπεδο χαρισματικό, δηλαδή αντανάκλασης στον άνθρωπο του τρόπου υπάρξεως του ίδιου του Θεού. Θέλουμε να πούμε ότι σε πρώτη φάση ο Κύριος διατυπώνει τον ρυθμιστικό αυτόν κανόνα της μεταξύ των ανθρώπων συμπεριφοράς κατά τρόπο θετικό: «καθώς θέλετε ίνα ποιώσιν υμίν οι άνθρωποι, και υμείς ποιείτε αυτοίς ομοίως». Και θέλει προσοχή. Ο Κύριος δεν λέει «ό,τι σας κάνουν οι άλλοι, αυτό να κάνετε κι εσείς σ’  αυτούς», διότι τούτο ίσχυε ως ο πυρήνας της ιουδαϊκής ηθικής, με το «οφθαλμόν αντί οφθαλμού και οδόντα αντί οδόντος». Μπορεί για την εποχή της Παλαιάς Διαθήκης να ήταν κανόνας υπέρβασης της άκρατης εκδίκησης, περιορίζοντάς την στην ίση ανταπόδοση, για την εποχή που έφερε όμως ο Ίδιος λειτουργούσε ως αμαρτία. Ο Κύριος λοιπόν λέει «καθώς θέλετε ίνα ποιώσιν οι άνθρωποι», ό,τι θα επιθυμούσαμε να μας κάνουν οι άλλοι να κάνουμε κι εμείς, όποια συμπεριφορά των άλλων απέναντί μας θα θέλαμε, την ίδια συμπεριφορά προς αυτούς πρέπει και να επιδεικνύουμε,  με άλλα λόγια: μην κοιτάμε, κατά τρόπο ιουδαϊκό, όπως είπαμε, το τι κάνει ο άλλος, ώστε η δράση μας να είναι αντίδραση, δηλαδή μία ανώριμη συμπεριφορά, αλλά να κοιτάμε τον βαθύτερο εαυτό μας, άρα μέτρο της αγάπης μας  προς τους άλλους να είναι η αγάπη μας στον ίδιο τον εαυτό μας. Έτσι,  ο κανόνας αυτός, θα λέγαμε,  ισοδυναμεί με την εντολή του Θεού «αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν», κάτι που φανερώνει τελικώς αφενός ότι ο εαυτός μας είναι «αξεπέραστος» από εμάς τους ίδιους – ο άνθρωπος κρίνει τα πάντα με βάση τον εαυτό του – αφετέρου ότι οι άνθρωποι μεταξύ μας είμαστε ίδιοι. Ο χρυσός αυτός κανόνας ανάγλυφα μας δείχνει την κοινότητα της ανθρώπινης φύσης, το πόσο η αυτογνωσία λειτουργεί ταυτόχρονα σ’ ένα μεγάλο ποσοστό και ως ετερογνωσία.
3. Τι συνήθως λοιπόν θέλουμε από τους άλλους, ώστε αυτό να προσφέρουμε και σ’  αυτούς; Έχουμε την εντύπωση ότι οι πιο καίριες επιθυμίες μας από πλευράς των άλλων, είναι η αποδοχή του προσώπου μας, ο σεβασμός της ελευθερίας μας, του χώρου και του χρόνου μας, η απονήρευτη και άδολη συμπεριφορά τους, η διακριτικότητά τους, μ’ ένα λόγο η αγάπη τους. Αυτό λοιπόν συνιστά, κατά τον κανόνα, και το μέτρο της αντίστοιχης δικής μας συμπεριφοράς: κι εμείς να αγαπούμε τον άλλον, να τον σεβόμαστε, να είμαστε διακριτικοί απέναντί του, να μην κάνουμε υπερβάσεις με καταστρατήγηση κυρίως της ελευθερίας τους. Πράγματι, χρυσός κανόνας, που στην εφαρμογή του η κοινωνία μας θα λειτουργούσε ως παράδεισος. Αλλ’  είπαμε: πρόκειται για κανόνα, που εκφράζει ό,τι καλύτερο είχε να πει το ανθρώπινο γένος, στηριγμένο στα καλά στοιχεία της ανθρώπινης φύσης. Το ερώτημα που τίθεται όμως είναι: με ποια δύναμη ο άνθρωπος θα μπορέσει να τον πραγματοποιήσει; Πώς αυτό που συνιστά ορθή νοητική σύλληψη, καλή κοινωνική διδασκαλία, μπορεί να γίνει πράξη; Με άλλα λόγια πώς θα ξεπεραστούν οι δεσμεύσεις του ανθρώπου στην αμαρτία και τα πάθη της, στον διάβολο και τα στοιχεία του κόσμου τούτου;
4. Ο Κύριος λοιπόν δίνει την απάντηση και είναι σαφής: η υπέρβαση των δεσμεύσεων του ανθρώπου, ώστε να μπορεί να τοποθετείται ορθά απέναντι στον συνάνθρωπό του είναι χαρισματική κατάσταση. «Και ει αγαπάτε τους αγαπώντας υμάς, ποία υμίν χάρις εστίν; Και εάν αγαθοποιήτε τους αγαθοποιούντας υμάς, ποία υμίν χάρις εστίν;» Δεν μπορεί με άλλα λόγια ο άνθρωπος να ξεφύγει από τον εγωισμό των σχέσεών του, από ένα «δούναι και λαβείν»: δίνω γιατί παίρνω - ό,τι συνιστά, είπαμε, την ιουδαϊκή και την κατά κόσμον γενικώς ηθική – αν δεν ενισχυθεί από την ενέργεια του ίδιου του Θεού. Το να μπορώ να αγαπώ τον άλλον, χωρίς να περιμένω ανταπόδοση, να του συμπεριφέρομαι καλά, χωρίς η δράση μου αυτή να είναι αντίδραση, συνιστά υπέρ φύσιν κατάσταση, που προϋποθέτει την παρουσία του Χριστού και της χάρης Του στον κόσμο τούτο.
Συνεπώς ο Κύριος τονίζει την αξία του χρυσού κανόνα των ανθρωπίνων σχέσεων, αλλά μας προσανατολίζει στην ορθή και πραγματική εφαρμογή του: μόνον ο εν Χριστώ άνθρωπος, ο ενταγμένος στο Σώμα Του, την αγία Εκκλησία, που έχει γίνει μέλος Του και λειτουργεί σ’ αυτόν η χάρη και η δύναμή Του, αυτός και μόνον μπορεί να στέκεται με τρόπο αγαπητικό και διακριτικό απέναντι στον κάθε συνάνθρωπό του, προεκτείνοντας έτσι τη στάση του ίδιου του Χριστού και του Θεού Πατέρα σε όλον τον κόσμο. «Γίνεσθε οικτίρμονες, καθώς και ο Πατήρ ημών ο ουράνιος οικτίρμων εστίν». Κι επειδή ο Θεός Πατέρας και ο Κύριος Ιησούς Χριστός αγαπά τον κόσμο χωρίς διακρίσεις – «Αυτός (ο Θεός) χρηστός εστιν επί τους αχαρίστους και πονηρούς» - γι’  αυτό και ο χριστιανός αντιστοίχως  μπορεί πια να αγαπά τους πάντες, ακόμη και τους εχθρούς του, χωρίς να προβληματίζεται για το αν εκείνοι θα του ανταποδώσουν τα ίσα. «Πλήν αγαπάτε τους εχθρούς υμών και αγαθοποιείτε και δανείζετε, μηδέν απελπίζοντες».  Ο χριστιανός δηλαδή ζει και κινείται σε υπέρ τα κοσμικά και πεσμένα στην αμαρτία ανθρώπινα επίπεδα. Η έγνοια και η μέριμνά του είναι να αρέσει στον Θεό, Εκείνου το άγιο θέλημα να διακρατεί, προκειμένου να Τον έχει ζωντανό μέσα στην ύπαρξή του. Κι ένας τρόπος υπάρχει, όπως είπαμε, γι’ αυτό: να ζει σαν τον Θεό, έχοντας και αυξάνοντας τη δύναμη Εκείνου.
γ. Το πρόβλημα στην ανθρωπότητα από ό,τι φαίνεται δεν είναι η έλλειψη καλών λόγων, σπουδαίων κοινωνικών ιδεών, «παραδείσιων» οραματισμών. Αυτά πράγματι υπήρξαν και υπάρχουν και θα υπάρχουν στον κόσμο μας. Και οι φιλοσοφίες και οι θρησκείες, ωραία πράγματα είπαν και λένε. Με πολλή πλάνη και ψεύδος αναμειγμένα τα ωραία τους αυτά, όμως και πράγματι ωραία. Το πρόβλημα όμως είναι το πώς θα εφαρμοστούν τα ωραία αυτά. Για τη χριστιανική πίστη μας, η λύση είναι μόνον ο Κύριος. Αν ο άνθρωπος δεν Τον αποδεχτεί όπως αποκαλύφθηκε, αν δεν γίνει μέλος Του με άλλα λόγια, προκειμένου να ενισχύεται από την αγία χάρη Του, πάντοτε θα πελαγοδρομεί στην αντίφαση μεταξύ ίσως καλών λόγων και δαιμονικού τρόπου ζωής. Διότι «ουκ εστίν εν άλλω ουδενί η σωτηρία». Ας παρακαλούμε τον Κύριο αφενός να φωτίζει τους ανθρώπους που Τον αγνοούν, προκειμένου να Τον γνωρίσουν, αφετέρου να ενισχύει τη θέληση ημών των θεωρουμένων χριστιανών, ώστε να κάνουμε πράξη αυτά που ήδη μας έχει δώσει και που τις περισσότερες φορές τα αφήνουμε για αργότερα. Δηλαδή να αγαπάμε τον συνάνθρωπό μας, ανεξάρτητα από τη στάση εκείνων.  Αλλά το αργότερα σημαίνει συνήθως ποτέ.

Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2011

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΚΥΡΙΑΚΟΣ Ο ΑΝΑΧΩΡΗΤΗΣ

«Ο όσιος Κυριακός έζησε επί της βασιλείας του Θεοδοσίου του Μεγάλου και καταγόταν από την πόλη της Κορίνθου, στην Εκκλησία της οποίας ο πατέρας του Ιωάννης ήταν πρεσβύτερος. Η μητέρα του λεγόταν Ευδοκία και υπήρξε ανεψιός του επισκόπου Πέτρου, ενώ ο ίδιος ήταν αναγνώστης κατά την τάξη. Όταν ήταν δεκαοκτώ ετών, πήγε στα Ιεροσόλυμα και έγινε μοναχός από τον όσιο Ευθύμιο τον μεγάλο. Ως μοναχός επέδειξε  πολλή και μεγάλη άσκηση, έλεγξε αυτούς που φρονούσαν τα πλανεμένα δόγματα του Ωριγένη, τέλεσε με τη δύναμη του Χριστού πολλά θαύματα κι έφτασε σε βαθύτατο γήρας. Ήταν πράος και κοινωνικός ως άνθρωπος, ενώ προείπε με θεία αποκάλυψη πολλά από τα μέλλοντα να συμβούν. Ήταν σωματώδης, όχι όμως άγριος και αποκρουστικός, αλλά ευγενής στους τρόπους, χωρίς να έχει κάποια σωματική αναπηρία ή κάποιο νόσημα από το πέρασμα των χρόνων. Για κάποιους χρόνους καθοδήγησε και τη Λαύρα του αγίου Χαρίτωνος».
Εκζητώντας σήμερα τις πρεσβείες του οσίου Κυριακού, εισπράττουμε τη χάρη των πρεσβειών και του μόλις χθες εορταζομένου οσίου Χαρίτωνος. Όχι μόνον βεβαίως λόγω της εγγύτητος της εορτής του, αλλά λόγω κυρίως του γεγονότος ότι ο όσιος Κυριακός υπήρξε ο συνεχιστής του οσίου Χαρίτωνος, εκείνος που, όπως αναφέρει το συναξάρι, καθοδήγησε μετά την κοίμηση του Γέροντος Χαρίτωνος το ποίμνιο της μονής που εκείνος είχε ιδρύσει. Η ένταση λοιπόν της χάρης της σημερινής εορτής έρχεται διπλή για εκείνους που την τιμούν κατά τον τρόπο της Εκκλησίας μας. Το τονίζει και ο υμνογράφος: «Εν δόξη παριστάμενος Θεώ τω Παντοκράτορι, Κυριακέ συν τω θείω Χαρίτωνι θεοκήρυξ, αδιαλείπτως μέμνησο των εκτελούντων, άγιε, την φωτοφόρον μνήμην σου». Δοξασμένος παρίστασαι στον Παντοκράτορα Θεό, θεοκήρυξ Κυριακέ, μαζί με τον θείο Χαρίτωνα, γι’  αυτό και να θυμάσαι αδιάκοπα εμάς, που τελούμε τη φωτοφόρα μνήμη σου. Κι ό,τι λέγαμε χθες για το χάρισμα της πνευματικής καθοδήγησης που κοσμούσε τον όσιο Χαρίτωνα, το ίδιο επαναλαμβάνουμε και σήμερα για τον όσιο Κυριακό. Κι αυτός υπήρξε Γέροντας, όπως η Εκκλησία μας κατανοεί τον όρο, κάτω βεβαίως από τις ίδιες προϋποθέσεις του οσίου Χαρίτωνα: να έχει  γεμίσει από το Πνεύμα του Θεού, γιατί αγωνίστηκε στην πράξη της τηρήσεως των αγίων εντολών του Χριστού και γιατί καθάρισε έτσι την καρδιά του από τη λάσπη των παθών. «Όλην του Πνεύματος την χάριν εισωκίσατο» ο όσιος, διότι «πράξει προσέθεσε την θεωρίαν».
Η υμνολογία της Εκκλησίας μας επιμένει ιδιαιτέρως στο τελευταίο σημείο και πάλι. Δηλαδή, αν κανείς δεν αγωνιστεί εμπράκτως στην πνευματική ζωή, αν με τη χάρη του Θεού δεν θελήσει να μεταστρέψει το εμπαθές της καρδίας του, ώστε καθαρή αυτή να λάμψει τις λαμπηδόνες του αγίου Πνεύματος, δεν μπορεί αυτός να θεωρηθεί χριστιανός, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί αληθινή η προσευχή του και η προς τον Θεό δοξολογία του. Με άλλα λόγια τότε η στροφή προς τον Θεό είναι γνήσια, τότε υπάρχει αληθινή λατρεία του Θεού, όταν ο άνθρωπος βρίσκεται στην κατάσταση της καθάρσεως από τα πάθη του. «Έφριξε σου ήλιος το εγκρατές και στερρόν, δι’  ετών σε πλείστων οργιζόμενον μη δυνηθείς όλως κατιδείν, μήτε εν ημέρα τροφής μετέχοντα, όσιε, ευτόνως μελωδούντα, αγρυπνίαις απαύστοις∙ τη δυνάμει σου δόξα φιλάνθρωπε». Ο ήλιος, σημειώνει ο υμνογράφος, έφριξε μπροστά στην εγκράτεια και τη στέρεα θέλησή σου, όσιε, γιατί δεν μπόρεσε να σε δει, για πολλά χρόνια, να οργίζεσαι έστω και ελάχιστα, κι ούτε  κατά τη διάρκεια της ημέρας να  τρως κάτι, ενώ με δύναμη σε  διαρκείς αγρυπνίες υμνολογούσες: δόξα στη δύναμή Σου, φιλάνθρωπε.
Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας όμως επισημαίνουν και κάτι ακόμη εξόχως σημαντικό: ο όσιος Κυριακός, έχοντας καθαρίσει το οπτικό της ψυχής του με την εγκράτεια και φωτιζόμενος επομένως από το Πνεύμα του Θεού – ο Κύριος άλλωστε το έχει υποσχεθεί: «μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται» - μπορούσε να διακρίνει την πλάνη από την αλήθεια, τη γνήσια διδασκαλία του Χριστού από την αίρεση.  Χωρίς ο όσιος Κυριακός να θεωρείται διδάσκαλος της Εκκλησίας, όμως λόγω της αγιασμένης ψυχής του – και τις προσωπικές μελέτες του ασφαλώς για την ωφέλεια της ψυχής του -  καθοδηγούσε τους πιστούς στην υπέρβαση της πλάνης   του ωριγενισμού. «Συ των κακοδόξων την απάτην ήλεγξας του Ωριγένους, γενναίοις αγώσι, μαθητών του λήρου τε και μυθολόγου». Θυμίζει η περίπτωσή του τον άγιο Σπυρίδωνα, τον άγιο Νικόλαο, και άλλους αγίους, οι οποίοι χωρίς να έχουν τη δυνατότητα της θεωρητικής αντιμετώπισης των αιρετικών, έβλεπαν καθαρά την πλάνη και την έλεγχαν αυστηρότατα. Κι είναι σημαντική, όπως είπαμε, η επισήμανση αυτή, γιατί δείχνει και σε εμάς σήμερα, ότι όταν βρισκόμαστε σωστά στην Εκκλησία, με κάποια έστω πνευματική ζωή πάνω στις εντολές του Χριστού, τότε το Πνεύμα του Θεού λειτουργεί μέσα μας, με τρόπο που να μας προφυλάσσει από την πλάνη. Δυστυχώς όμως, αν σήμερα έχουν αυξηθεί οι διάφοροι αιρετικοί, αν οι Γιεχωβάδες, οι Προτεστάντες, οι οπαδοί της νέας λεγόμενης εποχής με τα φαινόμενα του νεοπαγανισμού κλπ.,  απλώνονται, αλώνοντας τις ψυχές των ανθρώπων, είναι γιατί έχει χαλαρώσει η σύνδεση των πιστών με την Εκκλησία. Αφύλαχτες λοιπόν οι ψυχές από τη χάρη του Θεού, γίνονται εύκολα έρμαιο του Πονηρού και των διαφόρων οργάνων του.

Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2011

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΧΑΡΙΤΩΝ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ

«Ο όσιος Χαρίτων έζησε επί της βασιλείας του Αυρηλιανού και καταγόταν από το Ικόνιο της Λυκαονίας. Λόγω της πίστεώς του στον Χριστό, οδηγήθηκε στον άρχοντα Υπατικό, κι επειδή ομολόγησε με παρρησία τον Χριστό ως Θεό, τον κτύπησαν και τον κατάφλεξαν με λαμπάδες φωτιάς. Μετά την πτώση του Αυρηλιανού, ελευθερώθηκε, και πήγε σε έρημο τόπο, όπου έπεσε σε ληστές που τον αιχμαλώτισαν. Ελευθερώθηκε όμως και πάλι αλλά με τον εξής τρόπο: Στην κανάτα που είχαν οι ληστές το κρασί τους, πήγε μία έχιδνα που έχυσε το δηλητήριό της, οπότε πίνοντας οι ληστές πέθαναν όλοι. Ο όσιος, βλέποντας το σπήλαιο ταιριαστό για τόπο ασκήσεώς του, το έκανε εκκλησία, κι επειδή άρχισαν να προσέρχονται πολλοί για να ασκηθούν κοντά του, το μετέτρεψε τελικώς σε μοναστήρι. Λόγω των περισπασμών, αποσύρθηκε αλλού, αλλά και εκεί τον περίμενε η ίδια «τύχη», μέχρι ότου βρήκε την άκρη ενός βράχου, για να αφιερωθεί απερίσπαστος στην προσευχή και τον Θεό. Την έλλειψη ύδατος την ξεπέρασε με τη χάρη του Θεού. Παρακάλεσε τον Κύριο, και από το βράχο βγήκε κρυστάλλινο νερό. Εκεί στον βράχο αυτό έζησε μέχρι βαθύτατο γήρας, επιτελώντας και πλήθη θαυμάτων».
Ο υμνογράφος της Εκκλησίας μας, καλός γνώστης της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, των Πατερικών και νηπτικών κειμένων,  «ζωγραφίζει» το πνευματικό πορτραίτο του οσίου Χαρίτωνα, χρησιμοποιώντας εικόνες από τα παραπάνω έργα. Το πρώτο στο οποίο εμμένει ο εκκλησιαστικός ποιητής είναι το χάρισμα του οσίου να καθοδηγεί άλλους προς εύρεση της Βασιλείας του Θεού, το χάρισμα δηλαδή του Γέροντα. Βασιζόμενος στο γεγονός ότι ο όσιος είχε ιδρύσει τρία μοναστήρια, παρ’  όλη την τάση του να ζήσει ως ερημίτης, τον βλέπει ως νέο Μωϋσή, ο οποίος, σαν τον παλαιό που καθοδήγησε τους Ισραηλίτες στη γη της επαγγελίας, και μάλιστα περνώντας τους θαυματουργικά, δηλαδή με τη χάρη του Θεού, από την Ερυθρά θάλασσα,   καθοδήγησε και αυτός τους μοναχούς του, ανοίγοντας με το όπλο του Σταυρού το πέλαγος της αθλητικής θαλάσσης, καταβυθίζοντας έτσι τον νοητό Φαραώ, τον διάβολο. «Θαλάσσης αθλητικής το πέλαγος διανηξάμενος, τω ζωηφόρω όπλω του Σταυρού, Φαραώ τον αλάστορα τον νοητόν, Μακάριε, θεία δυνάμει κατεπόντισας». Κι είναι μεγάλη ευλογία στη ζωή μας να έχουμε βρει και εμείς τον σωστό πνευματικό καθοδηγητή, τον σωστό Γέροντα, προκειμένου, αντιστοίχως με τους μοναχούς του οσίου Χαρίτωνα, να καθοδηγούμαστε στην εύρεση του Χριστού. Διότι βεβαίως αυτός είναι όλος ο σκοπός της πνευματικής ζωής και της πνευματικής καθοδήγησης: να συνδεθούμε με τον Χριστό, δηλαδή να ζούμε έτσι, ώστε να ενεργοποιείται το χάρισμα του αγίου βαπτίσματος και του αγίου χρίσματος.
Δεν είναι δυνατόν όμως ο Θεός να έχει χαριτώσει κάποιον με το χάρισμα της πνευματικής καθοδήγησης, χωρίς αυτός να έχει διαφύγει τη θάλασσα των παθών, χωρίς να έχει υπερβεί τον εγωισμό και τα παρακλάδια του, κι αυτό με τη χάρη του Θεού. Ο όσιος Χαρίτων ήταν αληθινός Γέροντας, κι όχι «φο μπιζού» Γέροντας, όπως πολύ ωραία σύγχρονος ιεράρχης το έχει χαρακτηρίσει, γιατί ακριβώς ενισχυόμενος από το Πνεύμα του Θεού νίκησε τον νοητό Γολιάθ, τις πονηρές δυνάμεις. Ο υμνογράφος με άλλα λόγια θέλοντας να τονίσει τους σπουδαίους ασκητικούς αγώνες του οσίου τον παραλληλίζει με τον Δαυίδ. Κι όπως εκείνος, σε νεαρή ηλικία, αλλά με τεράστιο θάρρος και με δύναμη Θεού νίκησε τον γιγάντιο Γολιάθ, έτσι και ο όσιος Χαρίτων: παρ’  όλη τη θεωρούμενη τεράστια δύναμη του διαβόλου, τον νίκησε, γιατί αφενός είχε την προαίρεση για κάτι τέτοιο, αφετέρου ενισχυόταν από τον παντοδύναμο και παντοκράτορα Κύριο. «Καθείλες δαυιτικώς του αλλοφύλου Γολιάθ, όσιε, την νοητήν δύναμιν, εν τη παντευχία του Πνεύματος».
Ένας τέτοιος άνθρωπος λοιπόν, σαν τον όσιο Χαρίτωνα, γνήσιος δούλος του Θεού, με ασκητικό φρόνημα και αληθινή αγάπη προς τον συνάνθρωπο, όντως χαριτώνεται από τον Θεό – «εστεφάνωσαν αι χάριτες σε Χαρίτων, αθλητικώ στεφάνω, της Χριστού βασιλείας», δηλαδή: σε στεφάνωσαν, Χαρίτων, οι χάρες της βασιλείας του Χριστού με αθλητικό στεφάνι - και λειτουργεί για τους καλοπροαίρετους ανθρώπους  κυριολεκτικά ως «μαγνήτης», που τους τραβάει κοντά του. Δεν είναι τα ανθρώπινα προσόντα του, οι γνώσεις του, η πιθανή ευγένειά του, οι καλοί τρόποι του. Είναι η χάρη του Θεού που ελκύει  τους ανθρώπους. Κι αυτό θα πει ότι οι άνθρωποι πλησιάζουν έναν τέτοιο άνθρωπο, με τη βεβαιότητα ότι προσεγγίζουν τον Θεό. Αν δεν υπάρχει αυτή η βεβαιότητα, αν οι άνθρωποι προσεγγίζουν τον Γέροντα, για να μείνουν μόνον σ’  εκείνον, χωρίς να περνάνε δι’  αυτού στον Σωτήρα Χριστό, τότε αφενός οι άνθρωποι αυτοί πάσχουν από πλευράς ψυχικής – διότι Θεός τους γίνεται ο «Γέροντάς» τους -  αφετέρου ο Γέροντας αυτός, σε περίπτωση που δεν αρνηθεί το «φωτοστέφανο» που του βάζουν οι άνθρωποι, δεν είναι γνήσιος Γέροντας, ανήκει στους «ψευδογέροντες», που συνιστούν μία από τις μάστιγες της Εκκλησίας. Ο όσιος Χαρίτων γίνεται ο οδηγός μας. Ζούσε εν αυτώ ο Χριστός, γι’ αυτό και διάφανος γενόμενος Εκείνον αποκλειστικά φανέρωνε. «Συ, όσιε, φωτός ακηλίδωτον έσοπτρον της άνωθεν φρυκτωρίας τηλαυγώς ανεδείχθης, Χαρίτων παμμακάριστε». Χαρίτων όσιε, παμμακάριστε, αναδείχτηκες πολύ καθαρά ακηλίδωτος καθρέπτης που αντανακλά το θεϊκό φως. Τέτοιους Γεροντάδες, διάφανους προς τον Θεό και τον άνθρωπο, που και η εποχή μας γνώρισε (π.χ. τον Γέροντα Πορφύριο, τον Γέροντα Παϊσιο, τον Γέροντα Ιάκωβο, τον Γέροντα Εφραίμ, τον Γέροντα Σωφρόνιο κ.ά.), ας παρακαλούμε τον Θεό να αναδεικνύει πάντοτε. Το πιο σημαντικό όμως είναι να προσπαθούμε όλοι μας να γινόμαστε με τον τρόπο του οσίου Χαρίτωνα μικροί Γεροντάδες. Δηλαδή να ζούμε έτσι τον Θεό, ώστε ο Θεός να φανερώνεται μέσω ημών. Διαφορετικά, θα εμπαιζόμαστε όλοι από τις μηχανές του Πονηρού.

Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2011

Η ΜΕΤΑΣΤΑΣΙΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΕΝΔΟΞΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΚΑΙ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ

«Ο άγιος Ιωάννης υπήρξε από τους δώδεκα μαθητές του Κυρίου Ιησού Χριστού, ανήκοντας μάλιστα στον στενότερο κύκλο αυτών, μαζί με τον αδελφό του Ιάκωβο και τον απόστολο Πέτρο. Κλήθηκε από τον Κύριο να Τον ακολουθήσει, όταν Εκείνος βρήκε τον Ιωάννη μαζί με τον αδελφό του Ιάκωβο και το άλλο ζεύγος αδελφών, Σίμωνα και Ανδρέα, να είναι απογοητευμένοι, που ως ψαράδες στη λίμνη Γεννησαρέτ, «δι’ όλης της νυκτός κοπιάσαντες ουδέν έλαβον» και τους προέτρεψε να δοκιμάσουν και πάλι, κάτι που τους απέφερε πλήθος ιχθύων. Από τότε ο άγιος Ιωάννης ακολούθησε τον Κύριο, μέχρι το τέλος της ζωής Του, κι ήταν μάλιστα ο μόνος που με αφοβία Τον ακολούθησε και κατά την ώρα του μαρτυρίου Του, όπως παρευρέθηκε και κάτω από τον Σταυρό. Μετά την Πεντηκοστή και τη λήψη του αγίου Πνεύματος, κήρυξε μαζί με τον απόστολο Πέτρο στα Ιεροσόλυμα, επιτελώντας πολλά θαύματα και μεταστρέφοντας πολλούς στην πίστη, κι αργότερα του έλαχε να αναλάβει την ευθύνη ευαγγελισμού των ειδωλολατρών στη Μικρά Ασία, με κέντρο την Έφεσο. Κι εκεί μετέστρεψε πολλούς στην πίστη του Χριστού, μέχρις ότου ορισμένοι Εφέσιοι, μην αντέχοντας τη δράση του, κατάφεραν με κατηγορίες στον αυτοκράτορα Δομιτιανό να εξοριστεί στη νήσο Πάτμο, όπου ξεκίνησε καινούργια δράση. Ο Θεός τού παρουσίασε πολλές ευκαιρίες, κι ο άγιος Ιωάννης κήρυξε και θαυματούργησε, μέχρις ότου με την αλλαγή του αυτοκράτορα επέστρεψε στην Έφεσο, αφήνοντας απαρηγόρητους τους Πατμίους. Εκεί στην Πάτμο, ημέρα Κυριακή, σε σπήλαιο, του δόθηκε να δει φοβερά οράματα περί της πορείας του κόσμου, τα οποία και υπαγόρευσε στον μαθητή του Πρόχορο, δημιουργώντας έτσι την Αποκάλυψη του Ιωάννη, το τελευταίο βιβλίο της Καινής Διαθήκης. Στην Έφεσο έζησε για αρκετά χρόνια ακόμη, κηρύσσοντας τον λόγο του Θεού, μέχρις ότου σε ηλικία 105 περίπου ετών άφησε ειρηνικά την τελευταία πνοή. Κατά την παράδοση, προγνώρισε τον θάνατό του, και παίρνοντας επτά από τους μαθητές του, βγήκε έξω από την πόλη, οπότε του έσκαψαν σε σχήμα σταυρού τον τάφο του, μπήκε μέσα και εκεί παρέδωσε το πνεύμα του. Οι πιστοί Εφέσιοι μαθαίνοντας τα καθέκαστα, έσπευσαν να του δώσουν τον τελευταίο ασπασμό, αλλ’  όταν άνοιξαν τον τάφο του, είδαν με έκπληξη και συγκίνηση ότι το σκήνωμά του έλειπε, κατά αντιστοιχία με αυτό που συνέβη και στην Παναγία, γι’ αυτό και η Εκκλησία μας θεώρησε ότι και εκείνος μεταστάθηκε, πριν τη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου, εν σώματι στους ουρανούς. Ο άγιος Ιωάννης ήταν και συγγενής του Κυρίου μας, θεωρούμενος ανιψιός του, αφού ήταν μαζί με τον άγιο Ιάκωβο υιός της κόρης του μνήστορος Ιωσήφ, μυροφόρου Σαλώμης».
Ο άγιος Ιωάννης είναι ο πρώτος θεολόγος της Εκκλησίας μας. Αυτός άλλωστε είναι ο κατεξοχήν χαρακτηρισμός του: Ιωάννης ο θεολόγος. Άλλοι που τιμήθηκαν από την Εκκλησία μας με τον τίτλο αυτόν είναι ο άγιος Γρηγόριος ο θεολόγος και ο άγιος Συμεών ο νέος θεολόγος. Για την Εκκλησία μας λοιπόν ελάχιστοι έχουν αυτόν τον τίτλο, που σημαίνει ότι αφενός  πρέπει να υπάρχουν ιδιαίτερες προϋποθέσεις για τον χαρακτηρισμό αυτό, αφετέρου δεν θεωρούνται θεολόγοι – παρά μόνον καταχρηστικά – όλοι εκείνοι που απέκτησαν ένα πτυχίο θεολογικής σχολής. Τι είναι εκείνο που απαιτείται για να είναι κάποιος θεολόγος, και μάλιστα τι έκανε την Εκκλησία να απονείμει τον τίτλο αυτό στον άγιο Ιωάννη; Και επιμένουμε στο σημείο αυτό, διότι η υμνολογία της Εκκλησίας κατεξοχήν στο σημείο αυτό επικεντρώνει την προσοχή της. «Ο Λόγος σε, θεολόγον αξίως ανέδειξε, την αυτού θεότητα, μυσταγωγήσας Πανάριστε, και την κατά άνθρωπον, οικονομίαν διδάξας την απόρρητον». Δηλαδή, ο Χριστός, ο Υιός και Λόγος του Θεού, σε ανέδειξε θεολόγο, Πανάριστε Ιωάννη, διότι σε οδήγησε στη μυστική γνώση της θεότητάς Του και σε δίδαξε το μυστήριο του σχεδίου Του, να έρθει ως άνθρωπος στον κόσμο. Με άλλα λόγια, θεολόγος είναι εκείνος που από τον ίδιο τον Θεό μυείται στη γνώση Εκείνου και στην εξαγγελία επομένως της στον κόσμο οικονομίας Του.
Το συγκινητικό με τους ύμνους της ακολουθίας του είναι ότι αποκαλύπτουν το πού και το πότε κυρίως μυήθηκε ο άγιος Ιωάννης στη γνώση του Θεού: στον Μυστικό Δείπνο, και μάλιστα την ώρα που ο απόστολος έπεσε στο στήθος του Κυρίου, ρωτώντας Τον «μήπως είμαι εγώ ο προδότης, Κύριε;» «Της σοφίας τω στήθει αναπεσών, και την γνώσιν του Λόγου καταμαθών, ενθέως εβρόντησας, Εν αρχή ην ο Λόγος». Ανέπεσες στο στήθος της σοφίας του Θεού, (του Χριστού) κι έμαθες καλά τη γνώση του θείου Λόγου, οπότε με θεϊκό τρόπο φώναξες με βροντερή φωνή: Εν αρχή ην ο Λόγος. Είναι γνωστό βεβαίως σε όλους ότι τη μυστική αυτή γνώση του Θεού, το χάρισμα της θεολογίας, αποτύπωσε ο άγιος Ιωάννης κυρίως στον Ευαγγέλιό Του, το πιο πνευματικό θεωρούμενο από όλα τα Ευαγγέλια και το τελευταίο βιβλίο που γράφηκε από εκείνον σε βαθύτατο γήρας, όπως βεβαίως και στα άλλα βιβλία που μας άφησε, τα οποία κατανύσσουν βαθύτατα την καρδιά μας, τις τρεις καθολικές λεγόμενες επιστολές του (Α΄, Β΄, Γ΄ Ιωάννου) και ασφαλώς τη Θεία Αποκάλυψή Του.
Ο άγιος Ιωάννης χαρακτηρίζεται όμως και «ηγαπημένος» μαθητής του Κυρίου, όπως και άφοβος και άτρομος. Πράγματι, έτσι χαρακτηρίζεται από το Ευαγγέλιό του, διότι αγάπησε με πάθος τον Κύριο, στην οποία αγάπη του ανταποκρίθηκε και Εκείνος. Διότι ενώ ο Χριστός αγαπά εξίσου τους πάντες, κατά την αναλογία της ανταπόκρισης των ανθρώπων, εισπράττουν αυτοί περισσότερο ή λιγότερο την αγάπη Του. Ήταν, όπως είπαμε, και ο πιο κοντινός Του μαθητής, ίσως γιατί ήταν και συγγενής Του, κάτι που το βλέπουμε και στη Σταυρική Του θυσία. Μόνος αυτός παρευρέθηκε μαζί με την Παναγία Μητέρα του Κυρίου στον Σταυρό, γι’  αυτό και Εκείνος, λίγο πριν παραθέσει το πνεύμα Του στον Θεό Πατέρα, είπε στη Μητέρα Του: «Γύναι, ιδού ο υιός σου», όπως και στον Ιωάννη: «Ιδού η Μήτηρ σου». Έκτοτε ο Ιωάννης όντως έλαβε την Παναγία στο σπίτι του, μέχρις ότου Εκείνη εκοιμήθη. Το ατρόμητο του χαρακτήρα του ήταν αποτέλεσμα της μεγάλης του αγάπης προς τον Κύριο – ο ίδιος γράφει: «η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον» - κάτι που το βλέπουμε και στο γεγονός ότι δεν εγκατέλειψε τον Κύριό του ούτε στιγμή, ήταν ο μόνος που Τον ακολούθησε και στην αυλή του αρχιερέα, την ώρα της ανακρίσεως, βρέθηκε κάτω από τον Σταυρό, όπως είπαμε, και όταν οι μαθητές έμαθαν από τις μυροφόρες για την Ανάσταση του Κυρίου, ήταν ο πρώτος που έτρεξε «τάχιον του Πέτρου», προκειμένου να δει «ιδίοις όμμασι» το συγκλονιστικό γεγονός. Το ατρόμητο και γενναίο φρόνημα του αγίου καταγράφεται και σε περιστατικό, κατά το οποίο, όντας αυτός σε πολύ προχωρημένη ηλικία, δεν διστάζει, έστω και με κίνδυνο της ζωής του,  να αναζητήσει έναν ληστή, που ο ίδιος τον είχε νεαρό μεταστρέψει στην πίστη, κάτι που το επέτυχε.

Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2011

Η ΟΣΙΑ ΜΗΤΗΡ ΗΜΩΝ ΕΥΦΡΟΣΥΝΗ ΚΑΙ Ο ΠΑΤΗΡ ΑΥΤΗΣ ΠΑΦΝΟΥΤΙΟΣ

«Η οσία Ευφροσύνη έζησε στην Αλεξάνδρεια, όταν αυτοκράτορας ήταν ο Θεοδόσιος ο Μικρός (408-450 μ.Χ.). Ήταν κόρη του Παφνουτίου, πλουσίου άρχοντα, ο οποίος, λόγω θανάτου της συζύγου του, ανέθρεψε τη μονάκριβη κόρη του με μεγάλη αγάπη και πίστη στον Θεό. Η οσία από μικρή θέλησε να αφιερωθεί στον Θεό, κάτι όμως που δεν κατάφερε, αφού  ο πατέρας της, όταν έγινε η κόρη του δεκαοκτώ ετών, την εμνήστευσε με πλούσιο και ευγενή νέο. Πριν από τους γάμους, η Ευφροσύνη εκμεταλλευόμενη την απουσία του πατέρα της σ’ ένα γνωστό του μοναστήρι, κούρεψε τα μαλλιά της, φόρεσε ανδρικά ρούχα και θέλησε   να ενταχτεί στη μοναστική γνωστή κοινότητα του πατέρα της, παρουσιαζόμενη ως  ευνούχος του βασιλιά. Ο ηγούμενος πράγματι την δέχτηκε ως καλόγερο, δίνοντάς την το όνομα Σμάραγδος. Από τότε αποδύθηκε σε σκληρότατους ασκητικούς αγώνες, τέτοιους που υπερέβαλε σχεδόν όλους, γι’  αυτό και τα γυναικεία της χαρακτηριστικά αλλοιώθηκαν και έγιναν σκληροτράχηλα. Αργότερα, με τη σύμφωνη γνώμη του ηγουμένου, αποσύρθηκε σε κατά μόνας άσκηση, μακρύτερα από τη μονή, φτάνοντας εκεί σε μεγάλη ύψη αγιότητας. Ο πατέρας της που την αναζητούσε με πολύ πόνο διαρκώς, ήταν απαρηγόρητος, ενώ η Ευφροσύνη, μετά από τριάντα οχτώ χρόνια άσκησης αρρώστησε, οπότε και η οσία θέλησε να αποκαλυφθεί στον πατέρα της, προγνωρίζοντας τον θάνατό της. Η αποκάλυψη υπήρξε ιδιαιτέρως συγκινητική για τον Παφνούτιο, βλέποντας την κόρη του σε τέτοιο ύψος αγιασμού, αλλά αμέσως εκείνη πέθανε. Ο Παφνούτιος θέλησε έκτοτε να μονάσει στο κελλί της Ευφροσύνης, και μετά δεκαετία άσκησης, άφησε κι εκείνος εκεί την τελευταία του πνοή».  
Δεν πρόλαβε να «στεγνώσει η μελάνη», καθώς λέγανε παλιά,  από την αναφορά μας στην αγία Θέκλα, η οποία άφησε τον επίγειο μνηστήρα της χάριν του επουρανίου, και πρόβαλε άλλη αγία, η οσία Ευφροσύνη, η οποία και αυτή προτίμησε τον Κύριο Ιησού Χριστό από την αγάπη του υποψηφίου άνδρα της. Και στις δύο περιπτώσεις βρισκόμαστε μπροστά σε υπέρμετρη αγάπη προς τον Χριστό, σε βαθύ πόθο για τον ουράνιο Δημιουργό, τέτοιο που κάθε τι επίγειο θεωρείται πολύ δεύτερο και κατώτερο. Όχι διότι, όπως εξηγήσαμε, η επίγεια αγάπη, και μάλιστα των δύο φύλων, θεωρείται κάτι κακό και αρνητικό, αλλά διότι εκεί που θα έλθει η ιδιαίτερη χάρη αφιέρωσης στον Θεό, η μεγάλη αγάπη προς Αυτόν, όλες οι άλλες αγάπες κατ’  ανάγκην υποχωρούν. Όπως συμβαίνει μπροστά στον ήλιο να μη φαίνεται το φως ενός φανού ή ενός σπίρτου, κατά τον ίδιο τρόπο μπροστά στο ήλιο της αγάπης του Θεού φαίνεται να «σβήνει» το φως της ανθρώπινης αγάπης. Γι’  αυτό και ο υμνογράφος, βλέποντας τη φωτιά που έκαιγε την καρδιά της Ευφροσύνης, φωτιά πλήρους αφιέρωσης στον Θεό, ήδη από πολύ μικρή ηλικία, αφενός τον βίο της οσίας μάς τον προσφέρει σε μορφή ποιητική – ο πεζός λόγος δεν του επαρκεί - αφετέρου  καταλαβαίνει ότι ο βίος αυτός προκαλεί θετικά , δηλαδή προς δοξολογία Θεού, και τους απλούς πιστούς και τους οσίους της Εκκλησίας, αλλά και τους ίδιους τους αγγέλους: «Λαμπρύνει τα των πιστών ενθέως συστήματα, η λαμπρά σου μνήμη και αξιέπαινος, θέλγει των οσίων τους χορούς, Αγγέλους επευφραίνει». Κι αυτό γιατί η οσία έζησε «ώσπερ άγγελος».
Εκείνο που είναι ιδιαιτέρως σημαντικό στο βίο της οσίας είναι το γεγονός ότι δεν δίστασε να «μετασχηματιστεί», να μεταμφιεστεί δηλαδή σε άνδρα, προκειμένου να ζήσει την σκληρή ασκητική ζωή των ανδρών. Ξεπέρασε δηλαδή τη γυναικεία φύση της η Ευφροσύνη, αλλά με ταυτόχρονη υπέρβαση και άλλων ανθρωπίνων στοιχείων, όπως της αγάπης προς τον πατέρα της, όπως της συναισθηματικής ανταπόκρισης στον έρωτα ενός νέου ανθρώπου.  Υποκλινόμαστε κυριολεκτικά μπροστά στην «ατσάλινη» θέλησή της, η οποία συνεργαζόταν με απόλυτη υπακοή  με το θέλημα του Θεού. Αυτή η ευθύτητά της, η χωρίς καμία απολύτως παρέκκλιση απόβλεψή της στον Κύριο, θυμίζει την ευθύτητα της οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας, μετά τη μεταστροφή της από τον αμαρτωλό τρόπο ζωής. Με τη διαφορά ότι η οσία Μαρία είχε ζήσει την αμαρτία και είχε εισπράξει το τίμημα της κατάντιας και της θλίψης που φέρνει αυτή. Η οσία Ευφροσύνη όμως δεν είχε εμπειρία τέτοιου τρόπου ζωής, γι’  αυτό και ίσως είναι πιο αξιοθαύμαστη στο σημείο αυτό και από την οσία Μαρία. Κι αυτή η μεταμφίεσή της αποκαλύπτει βεβαίως και την αλήθεια ότι αν κανείς πράγματι αγαπά τον Θεό, θα κάνει τα πάντα προκειμένου να Τον ακολουθήσει. Κανένα εμπόδιο δεν θα μπορεί να σταθεί μπροστά του, για να ανακόψει την ευλογημένη πορεία του. Πόσο μας ελέγχει η αγάπη της αυτή, εμάς που πολύ εύκολα βρίσκουμε «επιχειρήματα», για να δικαιολογούμε τον εαυτό μας ότι είναι δύσκολη η βίωση της χριστιανικής ζωής. Δύσκολη ναι, αλλά όταν δεν υπάρχει η κινητήρια δύναμη, η αγάπη του Θεού.
Ο υμνογράφος όμως ήδη απαρχής επισημαίνει κι εκείνο το στοιχείο  που σχετίζεται με το όνομά της. «Μήτερ οσία, Ευφροσύνη αξιάγαστε, την όντως ευφροσύνην επιποθήσασα, την ταύτην προξενούσαν ώδευσας τρίβον». Οσία μητέρα, αξιοθαύμαστη Ευφροσύνη, επειδή πόθησες την πραγματική χαρά και ευφροσύνη, περπάτησες το δρόμο που φέρνει σ’  αυτήν. Η αγία Ευφροσύνη δηλαδή, μέσα από τους ασκητικούς αγώνες, τους σκληρούς και υπεράνθρωπους για μία μικρή και απαλή κόρη, βρήκε τον δρόμο για την αληθινή χαρά. Διότι η αληθινή χαρά, η ευφρόσυνη διάθεση της καρδιάς, δεν είναι θέμα διασκεδάσεων, περιδιαβάσματος του κόσμου με ταξίδια, απλών συναναστροφών, αποκτήσεως υλικών αγαθών, πράγματα που διαπιστώνουμε στους περισσοτέρους ανθρώπους. Μία τέτοια αναζήτηση χαράς δυστυχώς τις περισσότερες φορές προκαλεί περισσότερη θλίψη και δυσθυμία, παρά όντως φέρνει χαρά. Διότι λείπει Εκείνος που αποτελεί την πηγή της χαράς: ο ίδιος ο Θεός. Η αγία Ευφροσύνη από πολύ νωρίς κατενόησε ότι η σχέση με τον Θεό φέρνει την ευφροσύνη στην καρδιά του ανθρώπου. Και τον Θεό Τον βρίσκει κανείς, όταν στραφεί μέσα του, στο «έδαφος» της καρδιάς του. Σ’  αυτό το έδαφος όμως αναπτύσσονται και τα ζιζάνια της πονηρίας και της κακίας, γι’  αυτό και αν δεν τα εκριζώσει κανείς, με την προσευχή, την άσκηση, την τήρηση των αγίων εντολών του Θεού, αυτά θα αλώσουν την καρδιά και θα γίνουν περιεχόμενό της. Οπότε η θλίψη σ’  αυτήν την περίπτωση θα γίνει καθεστώς στον άνθρωπο. Η αγία Ευφροσύνη λοιπόν γίνεται οδηγός μας για την πραγματική ευφροσύνη μας και την ευγνωμονούμε γι’  αυτό. «Ταις αυτής και του πατρός της αγίαις πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς».

Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2011

Η ΑΓΙΑ ΠΡΩΤΟΜΑΡΤΥΣ ΚΑΙ ΙΣΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΘΕΚΛΑ

«Η αγία Θέκλα καταγόταν από την πόλη του Ικονίου, η μητέρα της λεγόταν Θεόκλεια και ανήκε σε ευγενές και ένδοξο γένος. Κατηχήθηκε τον λόγο της πίστεως από τον μεγάλο απόστολο Παύλο, τον οποίο άκουσε να διδάσκει στο σπίτι του Ονησιφόρου. Όταν έγινε χριστιανή, ήταν δεκαοκτώ ετών και είχε μνηστευθεί τον Θάμυρη. Αφού περιφρόνησε τη φωτιά, στην οποία την έβαλαν, τη μητέρα της και τον μνηστήρα της, ακολούθησε τον Παύλο. Μετά από αυτά βρέθηκε στην Αντιόχεια, κι εκεί λόγω της πίστεώς της ρίχθηκε από τον Αλέξανδρο στα θηρία και σε ταύρους, προκειμένου να την κομματιάσουν. Από όλα όμως σώθηκε με τη χάρη του Θεού, οπότε άρχισε να περιέρχεται διάφορες πόλεις κηρύσσοντας το ευαγγέλιο του Ιησού Χριστού, με αποτέλεσμα να φέρει στη χριστιανική πίστη πολλούς ανθρώπους. Ύστερα επανήλθε στην πατρίδα της, όπου αποσύρθηκε σε κάποια από τα βουνά της και ασκήτεψε μόνη της. Επιτέλεσε πολλά θαύματα στους ανθρώπους που την επισκέπτονταν, μέχρις ότου τελείωσε τη ζωή της, μπαίνοντας μέσα σ’  ένα βράχο που άνοιξε με τη δύναμη του Θεού για χάρη της. Όλος ο χρόνος της ζωής της  ήταν ενενήντα έτη».
Δεν είναι μόνον οι άνδρες που μπορεί να καυχώνται για τον πρώτο εν μάρτυσι, τον άγιο Στέφανο. Είναι και οι γυναίκες που αντιστοίχως έχουν την πρώτη μεταξύ των γυναικών μάρτυρα, την αγία Θέκλα, μεγαλομάρτυρα επίσης και ισαπόστολο. Η αγία αυτή κατέχει ιδιαίτερη θέση μεταξύ των αγίων και των μαρτύρων, όχι μόνον ως «σύναθλος Στεφάνου», αλλά και ως «συνόμιλος Παύλου». Διότι κ α ι από τον απόστολο Παύλο μεταστράφηκε και έγινε χριστιανή,  αλλά κ α ι τον ακολούθησε σε πολλές από τις περιοδείες του, δείχνοντας τέτοιο ανδρείο φρόνημα, ιδίως σ’  αυτά που υπέστη, που έκανε, κατά τον υμνογράφο,  την προμήτορα Εύα, η οποία υποτάχτηκε στα κελεύσματα του διαβόλου, να χαίρεται, γιατί βρέθηκε γυναίκα να υποτάσσει τον πονηρό. «Εύα χαίρει, καθορώσα γυναιξί τον όφιν υποπίπτοντα».
Ο υμνογράφος ιδιαιτέρως επιμένει στο γεγονός ότι η αγία, νεότατη στην ηλικία, ευθύς ως έγινε χριστιανή, άφησε τον μνηστήρα της, για να γίνει ακόλουθος του Παύλου και ευαγγελίστρια Χριστού. Η μεταστροφή της αυτή, από έγγαμος που επρόκειτο να γίνει, τελικώς να αφιερωθεί ως άγαμη στον Χριστό, δεν οφείλετο βεβαίως σε μία υποβάθμιση του γάμου. Κάτι τέτοιο δεν είναι χριστιανικό, αφού ο γάμος και η κατά Χριστόν παρθενία θεωρούνται εκ Θεού και ισάξιοι δρόμοι μέσα στην Εκκλησία, που ορθά ασκούμενοι εκβάλλουν στη βασιλεία του Θεού. Άλλωστε ο Θάμυρης ο μνηστήρας της ήταν ειδωλολάτρης και η σχέση τους είχε ξεκινήσει πριν γίνει η αγία χριστιανή, συνεπώς δεν μπορούμε να μιλάμε για γάμο, κατά τον τρόπο τον χριστιανικό. Η αγία απλώς, μπροστά στο νέο που ανοίχτηκε ενώπιόν της, τον Χριστό και τη Βασιλεία Του, θέλχτηκε από την αγάπη προς Εκείνον, τόσο που θεώρησε ότι δεν είναι δυνατόν να συνεχίζει να ζει όπως και πριν. Μπροστά στο δίλημμα: μαζί με τον μνηστήρα της σε μία ζωή ειδωλολατρική ή μαζί με τον Χριστό ως χριστιανή, χωρίς δισταγμό προτίμησε το δεύτερο. Διότι κατενόησε ότι η αγάπη προς τον Χριστό ήταν πάνω από όλα. «Ο φιλών…τι υπέρ εμέ ουκ έστι μου άξιος» είπε ο Κύριος. Τα πράγματα θα ήταν ασφαλώς διαφορετικά, αν και ο Θάμυρης ήταν χριστιανός. Τότε θα συναγωνίζονταν μάλλον για την απόκτηση της βασιλείας του Θεού. Ως ειδωλολάτρης όμως ο μνηστήρας δεν είχε πολλά περιθώρια να «επιβιώσει» πια στη σχέση αυτή. Ο υμνογράφος το επισημαίνει: «Μνηστευθείσαν Θαμύριδι, ο νυμφαγωγός σε Παύλος ηρμόσατο, τω νυμφίω ως αμώμητον, τω επουρανίω Θέκλα πάνσοφε». Δηλαδή, Θέκλα πάνσοφε, ο νυμφαγωγός Παύλος ένωσε εσένα, που ήσουν μνηστευμένη με τον Θάμυρη, σαν αγνή νύμφη με τον επουράνιο νυμφίο (Χριστό). Ποιος μπορεί να συγκριθεί με τον Χριστό και με την αγάπη Εκείνου; Η αγάπη προς τον Χριστό έκανε πια τη Θέκλα να θεωρεί παραλήρημα τα όποια λόγια που έλεγε ο Θάμυρης: «Θαμύριδος τα ρήματα, ώσπερ λήρον Μάρτυς εμυκτήρισας».
Αυτή η αγάπη προς τον Χριστό, ο πόθος της αγίας προς τον Δημιουργό της είναι εκείνο που επίσης διαπιστώνει ο υμνογράφος. Αν η αγία Θέκλα νίκησε τον ανθρώπινο έρωτα – νόμιμο κάτω από άλλες συνθήκες βεβαίως – αν νίκησε το φίλτρο προς τη μητέρα της, αν νίκησε όλες τις ηδονές που υπόσχεται η νεανική ηλικία, ήταν γιατί ακριβώς η καρδιά της κυριαρχήθηκε από τον νυμφίο της Χριστό. Όπως το σημειώνει και ο ποιητής: «ο πόθος του Ποιητού, των κτισμάτων ενίκα τους έρωτας». Κι είναι τούτο ό,τι επισημαίνουμε γενικώς στους αγίους μας: μπορούν να υπερβαίνουν όλα τα εμπόδια, μπορούν και φαίνονται υπεράνθρωποι και ήρωες, γιατί η αγάπη του Χριστού τους συνέχει. Σαν τον απόστολο Παύλο μπορούν και εκείνοι να λένε: «Ποιος θα μας χωρίσει από την αγάπη του Χριστού; Θλίψη, στενοχώρια, κίνδυνος, μαχαίρι; Ούτε θάνατος ούτε κάποια κτίση μπορεί να μας χωρίσει από την αγάπη Εκείνου». Αυτήν την αγάπη του Χριστού πρέπει να έχει και κάθε χριστιανός, αν θέλει να ζει ως χριστιανός. Και για να την αποκτήσει, πρέπει πρώτα από όλα να νιώσει την έλλειψή της στη ζωή του και να την ζητήσει από Εκείνον που τη χορηγεί: τον ίδιο τον Κύριο. Το πρόβλημα είναι ότι δεν την ζητάμε. Και δεν τη ζητάμε, γιατί δεν νιώθουμε την έλλειψή της. Και δεν νιώθουμε την έλλειψή της, γιατί άλλες αγάπες, του κόσμου τούτου, κατακλύζουν την ύπαρξή μας. Αγάπες όμως φθαρτές, που το μόνο που προσφέρουν είναι η θλίψη και ο θάνατος.  

ΚΥΡΙΑΚΗ Α΄ ΛΟΥΚΑ

«και καθίσας εδίδασκεν εκ του πλοίου τους όχλους»
α. Στον πρώτο καιρό της δημόσιας δράσης του Κυρίου μάς μεταφέρει το ευαγγελικό ανάγνωσμα: στη λίμνη Γεννησαρέτ, όπου ο Κύριος άρχισε να διδάσκει τον λαό και να καλεί τους πρώτους μαθητές Του να Τον ακολουθήσουν. Η πρώτη επαφή μάλιστα των μαθητών με τον Κύριο ήταν συγκλονιστική: τους δόθηκε η ευκαιρία να δουν τον Κύριο ως διδάσκαλο, όπως και να νιώσουν τη δύναμη του λόγου Του, μέσα από την «παράλογη» γι’ αυτούς εντολή που τους έδωσε, να ψαρέψουν εκεί που η εμπειρία και η γνώση τους έλεγε ότι ήταν αδύνατο. Και γι’ αυτό άφησαν τα πάντα, προκειμένου να Τον ακολουθήσουν. Τον Κύριο ως διδάσκαλο  θα προσεγγίσουμε δι’  ολίγων στη συνέχεια. «Και καθίσας εδίδασκεν εκ του πλοίου τους όχλους».
β. 1. Έχει τονιστεί με επάρκεια ότι η σωτηρία του ανθρώπου επιτεύχθηκε με όλη τη ζωή του Κυρίου: τη διδασκαλία, τα θαύματά Του, κυρίως όμως με την επί του Σταυρού θυσία Του και την Ανάστασή Του. Λέμε κυρίως με τη Σταυρική Του θυσία και την Ανάσταση που την ακολούθησε, διότι ως γνωστόν πάνω στον Σταυρό καταργήθηκε η αμαρτία, πατήθηκε ο θάνατος, νικήθηκε ο διάβολος και έτσι ο δρόμος προς τον Παράδεισο ανοίχθηκε και πάλι. «Τω πάθει Σου, Χριστέ, παθών ηλευθερώθημεν και τη Αναστάσει Σου εκ φθοράς ελυτρώθημεν, Κύριε, δόξα Σοι». Μόνη η διδασκαλία δηλαδή του Κυρίου, όπως και τα θαύματά Του, λειτούργησαν μεν θετικά προς φωτισμό του νου και της διάνοιας των ανθρώπων, προς προσανατολισμό τους στη Βασιλεία του Θεού, προς ενίσχυσή τους γενικά στην οδό του Κυρίου, δεν ήταν όμως ικανά να σώσουν τον άνθρωπο. Η διάβρωση της ανθρώπινης φύσης και η τραγικότητα στην οποία είχε περιέλθει απαιτούσαν κάτι δραστικότερο από τη διδασκαλία: τον θάνατο του ίδιου του Θεού! «Έδει παθείν τον Χριστόν».
2. Αν όμως δια του Σταυρού ήλθε η σωτηρία και η χαρά στον κόσμο – «ιδού γαρ ήλθε διά του Σταυρού χαρά εν όλω τω κόσμω» - δεν πρέπει και να υποβαθμίσουμε τη σημασία του Χριστού ως διδασκάλου. Ο Χριστός ως διδάσκαλος είναι ο προφήτης Χριστός, φανερώνεται με τη διδασκαλία Του το προφητικό Του αξίωμα, το οποίο λειτουργεί πάντοτε εν συνεργασία και με τα άλλα Του αξιώματα, το βασιλικό και το αρχιερατικό. Διότι βεβαίως στον Κύριο τα πάντα είναι ενιαία. Δεν υπάρχουν «αυτόνομες» περιοχές δράσης σ’  Εκείνον. Όπου δρούσε, φανέρωνε τη μία θεϊκή Του υπόσταση και τη διπλή Του, θεϊκή και ανθρώπινη, φύση. Με άλλα λόγια, ο Ίδιος που είναι ο διδάσκαλος και ο αίτιος των θαυμάτων που επιτελεί, ο Ίδιος είναι και ο αρχιερέας που θυσιάζεται για τον κόσμο, ο Ίδιος είναι και ο βασιλιάς, που ανασταίνει τον Εαυτό Του, ανέρχεται στα δεξιά του Πατέρα, στέλνει το άγιον Πνεύμα, ιδρύει και καθοδηγεί την Εκκλησία, το ζωντανό Σώμα Του.
 Κατά συνέπεια, και με τη διδασκαλία του Κυρίου λυτρωθήκαμε. Αν ο Κύριος τόνισε τη δύναμη της Μωσαϊκής νομοθεσίας και του λόγου των προφητών της Παλαιάς Διαθήκης, τέτοια που και το θαύμα της ανάστασης εκ νεκρών θεωρείται μικρότερο προς αλλαγή της καρδιάς του ανθρώπου – ας θυμηθούμε από την παραβολή του πλουσίου και του Λαζάρου την απάντηση του πατριάρχη Αβραάμ στον πλούσιο: «Αν δεν πιστέψουν (οι συγγενείς του πλουσίου)  στον Μωϋσή και τους προφήτες, και τον Λάζαρο να δουν αναστημένο από τους νεκρούς δεν πρόκειται να πιστέψουν» - πόση περισσότερη δύναμη δεν έχει ο λόγος Του, η διδασκαλία Του, η οποία πηγάζει όχι από κάποιο άνθρωπο, απεσταλμένο του Θεού, αλλά ακριβώς από τον ίδιο τον Θεό ως άνθρωπο; Γι’  αυτό και ο απόστολος Παύλος τον λόγο του Κυρίου τον χαρακτηρίζει ως δύναμη του Θεού, που είναι «τομώτερος υπέρ πάσαν δίστομον μάχαιραν, διϊκνούμενος άχρι μερισμού ψυχής». Ο λόγος του Κυρίου δηλαδή δεν είναι «έπεα πτερόεντα», αλλά περικλείουν την παντοδύναμη ενέργεια του Ίδιου, που όταν συναντήσει τον κατάλληλο δέκτη μπορεί να γίνει «ατομική βόμβα». Πρόκειται για τα «ρήματα αιωνίου ζωής» που ομολόγησε ο απόστολος Πέτρος, καταθέτοντας τη μαρτυρία του για τον Κύριο. «Προς τίνα απελευσόμεθα; Συ ρήματα ζωής αιωνίου έχεις».
3. Με τα παραπάνω κατανοούμε ότι ο Κύριος είναι μεν διδάσκαλος, όχι όμως σαν τους άλλους ανθρώπους διδασκάλους. Είναι ο κατεξοχήν Διδάσκαλος, ο απόλυτος και μοναδικός, που ποτέ δεν υπήρξε ούτε πρόκειται ποτέ να υπάρξει παρόμοια περίπτωσή Του, που σημαίνει ότι δεν πρόκειται ποτέ να συμβεί αυτό που συμβαίνει στη σχέση μαθητή και κοινού διδασκάλου: να φτάσει κάποια στιγμή ο μαθητής να γίνει σαν τον διδάσκαλο, κι ίσως και να τον ξεπεράσει.  Μπροστά στον Κύριο ως Διδάσκαλο, πάντοτε ο άνθρωπος θα παραμένει μαθητής, άρα το μόνο που μπορεί να κάνει είναι, αν μεν έχει καλοπροαίρετη διάθεση, να κλίνει το γόνυ της καρδιάς και του σώματος, να κάνει δηλαδή υπακοή και να μετανοήσει, αν δε ανήκει στους εχθρούς της πίστης, να ομολογήσει έκθαμβος ό,τι ομολόγησαν και οι απεσταλμένοι των Φαρισαίων που στάλθηκαν  για να παγιδέψουν τον Χριστό: «ουδέποτε ούτως ελάλησεν άνθρωπος, ως ούτος ο άνθρωπος»! Κι αυτό γιατί, όπως είπαμε, είναι ο ενανθρωπήσας Θεός, συνεπώς δίδασκε «ως εξουσίαν έχων και ουχ ως οι Γραμματείς».
4. Τι δίδασκε ο Κύριος, ποιο το περιεχόμενο του λόγου Του, τέτοιο που λειτουργούσε και εξακολουθεί βεβαίως να λειτουργεί  με τόσο ανατρεπτικό και επαναστατικό για τη ζωή του ανθρώπου τρόπο; Μα, ακριβώς τη ζωή Του, τη ζωή δηλαδή του Θεού: την ίδια την αγάπη. Ό,τι δίδαξε ο Κύριος ήταν η έκφραση της ζωής Του, που σημαίνει ότι είτε σιωπώντας ο Κύριος είτε ομιλώντας την αγάπη του Θεού φανέρωνε. «Οίος ο βίος, τοίος ο λόγος», κατά την έκφραση εκκλησιαστικού συγγραφέα. Κι αφού ο Θεός «αγάπη εστί», την αγάπη πάντοτε εκήρυσσε ο Κύριος με τη διπλή της διάσταση, όπως ήδη είχε μαρτυρηθεί τούτο και από τους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, την προς τον Θεό και την προς τον άνθρωπο. «Αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης της ψυχής και εξ όλης της καρδίας και εξ όλης της διανοίας και εξ όλης της ισχύος, και τον πλησίον σου ως σεαυτόν». Και: «Αύτη εστίν η εντολή η εμή, ίνα αγαπάτε αλλήλους. Μείζονα ταύτης αγάπην ουδείς έχει, ίνα τις την ψυχήν αυτού θη υπέρ των φίλων αυτού».  Στην αγάπη συγκεφαλαιώνεται όλη η διδασκαλία του Κυρίου, γι’  αυτό και δεν υπάρχουν «μη» και «όχι» στον Κύριο. Τα «μη» και τα «όχι» έρχονται απλώς ως συνέπεια αυτού που ο άνθρωπος καλείται να κάνει στη ζωή του, αν θέλει να ακολουθεί τον Θεό. Κι από την άποψη αυτή η χριστιανική πίστη πάντοτε είναι θέση και όχι άρνηση. Εκείνος που ισχυρίζεται ότι ο χριστιανισμός είναι «μη», απλώς δεν έχει ανοίξει ποτέ του το ευαγγέλιο, δεν έχει γευτεί καθόλου αυτό που ο Χριστός και η Εκκλησία μας προσφέρει. Κατ’ επέκταση, κατανοούμε ότι οτιδήποτε γίνεται και υπάρχει στην Εκκλησία μας, προσευχές, ακολουθίες, νηστείες, οτιδήποτε, ένα και μοναδικό σκοπό έχει: να βοηθήσει τον άνθρωπο να φτάσει την αγάπη του Χριστού, δηλαδή την παρουσία του Θεού στη ζωή του. Αυτή νοηματίζει τα πάντα στην Εκκλησία κι αν βγει η αγάπη, όλα καταλύονται και μένουν μετέωρα άνευ νοήματος.
5. Δεν μπορούμε να μιλάμε όμως για τη διδασκαλία του Κυρίου, χωρίς αναφορά στα θαύματά Του. Διότι τα θαύματα του Κυρίου δεν είναι θαυμαστές και υπερφυσικές ενέργειες με σκοπό να «θαμπώσουν» τον άνθρωπο και να τον υποτάξουν σ’  Αυτόν. Τέτοια «θαύματα» επιτρέπει ο Θεός να κάνει ο διάβολος και τα αξιοθρήνητα όργανά του, προκειμένου να έρχεται στην επιφάνεια η γνησιότητα ή όχι της διάθεσης του ανθρώπου. Ο Κύριος έκανε θαύματα ως επιβεβαίωση και επισφράγιση της διδασκαλίας Του. Με άλλα λόγια τα θαύματα αποτελούν και αυτά στοιχείο αυτής της διδασκαλίας Του, φανερώνοντας το περιεχόμενο της βασιλείας του Θεού. «Παράθυρα στη Βασιλεία Του» έχει τονιστεί, και ορθά, ότι είναι. Γι’  αυτό και τα θαύματά Του προϋποθέτουν ό,τι και η διδασκαλία Του: την πίστη. Δεν είναι δυνατόν να αποδεχτεί κανείς τη διδασκαλία Του Χριστού, αν δεν είναι, όπως είπαμε, καλοπροαίρετος και δεν έχει συνεπώς πίστη σ’  Εκείνον. Το ίδιο συμβαίνει και με τα θαύματα. Γι’  αυτό και ο Κύριος, όπου δεν έβλεπε πίστη, «ουκ εποίει σημείον». Έτσι ο πιστός με το θαύμα ενισχυόταν στην πίστη, ενώ το θαύμα σ’  έναν άπιστο, σαν τους Φαρισαίους για παράδειγμα, λειτουργούσε για περαιτέρω δαιμονισμό του.
γ. Αν ο Κύριος είναι ο μοναδικός Διδάσκαλος και αν εμείς θέλουμε να είμαστε πιστοί και ακόλουθοί Του, ενταγμένοι στο άγιο σώμα Του, την Εκκλησία, τότε τα πράγματα πορεύονται «μονόδρομα»: Πρώτον, χρειάζεται αδιάκοπα να εγκύπτουμε σ’  αυτήν τη διδασκαλία είτε ως μελέτη καθαυτό της Αγίας Γραφής, και μάλιστα του Ευαγγελίου, είτε ως μελέτη των άλλων τρόπων εκφοράς αυτής της διδασκαλίας, διά των Πατερικών κειμένων, διά των συναξαρίων των αγίων μας, διά της υμνολογίας της Εκκλησίας. Με όλους αυτούς τους τρόπους εμβαπτιζόμαστε στον λόγο του Κυρίου και Τον αφήνουμε να φανερώνεται και με τον τρόπο αυτό μέσα μας. Μη ξεχνάμε ότι η θεία Κοινωνία δεν έρχεται μόνο με τον μυστηριακό τρόπο, της συμμετοχής στη Θεία Ευχαριστία, αλλά και με τη μελέτη του λόγου του Θεού, όταν βεβαίως ενεργοποιείται αυτός στην καθημερινή μας ζωή. Κι αυτό το τελευταίο είναι ακριβώς το δεύτερο σημείο: δεν έχει αξία να μελετά ή να ακροάται κανείς τον λόγο του Θεού, αν δεν τον κάνει στοιχείο της καθημερινής του ζωής. Ο Κύριος δίδαξε, μας φανέρωσε διά του λόγου Του τη ζωή Του, όχι σαν μία γνώση εγκεφαλικού τύπου, όχι σαν ένα ανάγνωσμα ευχάριστο, αλλά σαν ενέργεια αλλαγής της ζωής μας. Την ώρα που ο λόγος Του θα μας καταλαμβάνει, ψυχικά και σωματικά, εκείνη την ώρα θα καταλαβαίνουμε και τη δύναμή Του, όπως και την αλήθεια της πίστης μας σ’  Αυτόν. Διαφορετικά, θα ακούμε και θα ακούσουμε κι εμείς: «Ουκ οίδα υμάς. Απέλθετε απ’  εμού οι εργαζόμενοι την ανομίαν».

Παρασκευή 23 Σεπτεμβρίου 2011

Η ΣΥΛΛΗΨΙΣ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΕΝΔΟΞΟΥ ΠΡΟΦΗΤΟΥ, ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΚΑΙ ΒΑΠΤΙΣΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ

«Ο ιερός ευαγγελιστής Λουκάς αναφέρει στο ευαγγέλιό του ότι όταν εισήλθε ο πρεσβύτης και δίκαιος Ζαχαρίας στα Άγια των Αγίων, προκειμένου να προσφέρει τη θυσία του θυμιάματος, κατά τον καιρό της εφημερίας του στον Ναό, φανερώθηκε σ’  αυτόν ο αρχάγγελος Γαβριήλ, ο οποίος του μετέφερε τη χαρμόσυνη είδηση ότι πρόκειται η γυναίκα του Ελισάβετ να γεννήσει γιο κατά το γήρας της, Προφήτη και Πρόδρομο, φωνή και κήρυκα και παντοτινό λυχνάρι, τον μύστη της χάρης του Θεού. Αυτήν τη θεία σύλληψη είπε στον προφήτη και ιερέα Ζαχαρία ο θείος αρχιστράτηγος με τα λόγια: «Εισακούστηκε η δέησή σου», οπότε με την παράδοξη αυτή γέννα λόγω γηρατειών και στειρώσεως της Ελισάβετ, άρχισε να προμηνύεται και ο θείος και παρθενικός τόκος της παναχράντου Θεοτόκου».
Θα πρέπει καταρχάς να σημειώσουμε ότι η σημερινή εορτή της συλλήψεως του αγίου Ιωάννου δεν στηρίζεται σε κάποιες πληροφορίες αποκρύφων ευαγγελίων, τις οποίες ενδεχομένως μπορεί κανείς να αμφισβητήσει, αλλά αποτελεί βεβαιότατο γεγονός, το οποίο καταγράφεται, όπως είπαμε και παραπάνω, από τον άγιο ευαγγελιστή Λουκά. Κι αυτό σημαίνει ότι η Εκκλησία μας εντάσσοντας το γεγονός αυτό μέσα στα θεόπνευστα κείμενά της – δεν έχουν ασφαλώς ίδια ισχύ και αξία τα ευαγγέλια με τα απόκρυφα ή ψευδεπίγραφα λεγόμενα: τα απόκρυφα (2ος μ.Χ. αι .και εξ.) μπορεί να διασώζουν αληθινά στοιχεία (π.χ. τα σχετικά με τη Γέννηση της Υπεραγίας Θεοτόκου ή τα Εισόδιά της στον Ναό),  περιέχουν όμως σε πολλά σημεία τους ή ψευδείς ή αιρετικές και παραπλανητικές πληροφορίες – θέλει να τονίσει τη σημασία του ερχομού στον κόσμο του Ιωάννου Προδρόμου, εκείνου του προφήτη δηλαδή που θα προετοίμαζε το έδαφος για τον ερχομό του Ίδιου του Θεού ως ανθρώπου. Με την προοπτική και πάλι του Κυρίου Ιησού Χριστού αξιολογείται το γεγονός της συλλήψεως του αγίου Ιωάννου, δηλαδή υπό το φως του Ήλιου κατανοείται το φως του λύχνου. Διότι διαφορετικά η σημασία του θα είχε την ίδια ισχύ με τη σύλληψη και κάθε άλλου ανθρώπου, που έρχεται, με την ευδοκία ασφαλώς  του Θεού, στον κόσμο.
Πέραν της παραπάνω πραγματικότητας, την οποία ποικιλοτρόπως προβάλλουν οι ύμνοι της Εκκλησίας μας, και πέραν ακόμη του γεγονότος ότι με αυτήν ιδιαιτέρως την εορτή η Εκκλησία μας φανερώνει την υπέρβαση κάθε «ηθικισμού», γεγονός που ίσως μας απασχολήσει κάποια άλλη φορά,  εκείνο που θεωρείται αξιοπρόσεκτο, κατά τον υμνογράφο, είναι η αντίδραση του δικαίου Ζαχαρία απέναντι στον αρχάγγελο Γαβριήλ, όταν εκείνος του ευαγγελίζεται τη γέννηση του υιού του: αμφισβητεί τα λόγια του απεσταλμένου του Κυρίου, διότι στηρίζεται στη λογική και την εμπειρία του. Πώς είναι δυνατόν από γέρο άνθρωπο και γερόντισα γυναίκα, και μάλιστα στείρα, να γεννηθεί ένα παιδί; «Ελισάβετ τα μέλη νενέκρωται, και εμού δε το γήρας, δυσπιστίαν νυν τεκμαίρεται». Ο υμνογράφος όμως συνεχίζει να ερμηνεύει το σκεπτικό του Ζαχαρία: όχι μόνο η φυσική τάξη των πραγμάτων ανατρέπεται με όσα μεταφέρει ο άγγελος, αλλά και από πλευράς πνευματικής υπάρχει, κατ’  αυτόν, κάτι ανάποδο: «εγω γαρ ήλθον την σωτηρίαν λαού αιτήσασθαι, ουχί δε κομίσασθαι παίδα, ως προσφωνείς». Εκείνο δηλαδή που πρέπει να επέτεινε την αμφισβήτηση του αγίου Ζαχαρία και επομένως να τον οδηγούσε σε καχυποψία ότι δεν αληθεύουν τα λόγια της ουράνιας οπτασίας, ήταν ότι ο ευαγγελισμός για τον «υποτιθέμενο» γιο του ερχόταν σε μία στιγμή πνευματικής λειτουργίας, σε ώρα δηλαδή προσευχής, και μάλιστα υπέρ της σωτηρίας του λαού. Εγώ ήλθα εδώ στον Ναό, όπως σημειώνει ο υμνογράφος, για να ζητήσω από τον Θεό τη σωτηρία του λαού και όχι να αποκτήσω παιδί, όπως μου λές εσύ. Κι αλλού: «Αμφίβολον κέκτημαι την διάνοιαν εγώ, και απιστώ τοις λόγοις σου, τω Αρχαγγέλω έφη ο Ιερεύς. Λαού σωτηρίαν γαρ, ουκ εμής εξ οσφύος καρπόν ήτησα». Αμφιβάλλω εγώ και απιστώ στα λόγια σου, είπε ο Ιερεύς στον αρχάγγελο, γιατί ζήτησα τη σωτηρία του λαού και όχι καρπό από την οσφύ μου.
Αυτό όμως που φαίνεται τόσο «λογικό» για τον άγιο Ζαχαρία, και μάλιστα η αμφισβήτηση της εκ Θεού προέλευσης της οπτασίας λόγω του περισπασμού από το περιεχόμενο της προσευχής του: να ζητάει από τον Θεό τη σωτηρία του λαού και να του προκύπτει κάτι προσωπικό του: ένα παιδί, είναι εκείνο στην πραγματικότητα που ερχόταν ως απάντηση ακριβώς της προσευχής αυτής. Διότι η γέννηση του παιδιού του Ιωάννη ήταν η απαρχή της σωτηρίας του λαού. Με αυτόν θα ξεκινούσε η σωτηρία ως κήρυγμα μετανοίας για να γίνει αποδεκτός ο Μεσσίας. Με άλλα λόγια ο Ζαχαρίας δεν μπορούσε να κατανοήσει ότι ο Θεός τού έδινε ό,τι ζητούσε, δηλαδή αδυνατούσε να διεισδύσει στον τρόπο δράσεως του Θεού. Κι είναι κάτι στο οποίο τελικώς «σκοντάφτουμε» οι περισσότεροι. Διότι και εμείς ζητάμε από τον Θεό διάφορα πράγματα, και μάλιστα κάτω από πνευματικές προϋποθέσεις. Και δεν καταλαβαίνουμε ότι η «άρνηση» του Θεού να μας απαντήσει ή συμβάντα σε εμάς «ξένα» προς αυτά που ζητάμε, συνιστούν τελικώς αυτό που είναι η απάντηση του Θεού ακριβώς στα αιτήματά μας. Πρέπει ίσως να «επιτρέπουμε» στον Θεό να βλέπει πέρα από ό,τι βλέπουμε εμείς και ίσως πάλι να είμαστε σε ετοιμότητα αποδοχής του δικού Του θελήματος ως πιο ευεργετικού για εμάς από το δικό μας. Ας  θυμηθούμε και αυτό που συνέβη και στον Γέροντα Παϊσιο: Δέχτηκε «άδικη» επίθεση από έναν ιερέα και ταράχτηκε, χωρίς όμως να μιλήσει. Κι όταν έπειτα άρχισε να ανακρίνει τους λογισμούς του, για να καταλάβει τι έγινε, διεπίστωσε ότι ζητούσε από τον Θεό καρδιακά να του δώσει ταπείνωση. Κι ο Θεός τού έδωσε την αφορμή: «άλλαξε» λίγο τη συμπεριφορά του ιερέα απέναντί του, προκειμένου ακριβώς να του δώσει την ευκαιρία να αγωνιστεί να αποκτήσει την ταπείνωση. Ο Θεός λοιπόν πάντοτε μας ακούει, πάντοτε μας απαντάει, πρέπει όμως να έχουμε κι εμείς ανοικτά τα μάτια μας για να διακρίνουμε ορθά την απάντησή Του.

Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2011

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΦΩΚΑΣ Ο ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ

«Ο άγιος Φωκάς ήταν γιος του Παμφίλου και της Μαρίας και ζούσε  στην πόλη της Σινώπης. Από πολύ μικρός στην ηλικία με τη χάρη του αγίου Πνεύματος επιτελούσε παράδοξα θαύματα, και συνέχισε να θαυματουργεί μέχρι το τέλος της ζωής του. Γι’  αυτό και ο Θεός του φανέρωσε το τέλος του διά του μαρτυρίου ως εξής: Κάθισε ένα περιστέρι στο κεφάλι του και του έβαλε ένα στεφάνι, οπότε με ανθρώπινη φωνή το περιστέρι τού είπε, «Σου δόθηκε ποτήριο και πρέπει να το πιεις». Αυτό το ποτήριο του μαρτυρίου πράγματι αξιώθηκε να το πιει επί Τραϊανού αυτοκράτορα, τελειώνοντας τη ζωή του με ξίφος και φωτιά. Πολλά θαύματα βεβαίως και μετά την εκδημία του προς τον Κύριο έγιναν από αυτόν».
Είμαστε ευγνώμονες στον Κύριο που φωτίζει τους αγίους υμνογράφους του, προκειμένου αυτοί να μας καθοδηγούν στη δοξολογία του αγίου ονόματός Του μέσω των αγίων. «Θαυμαστός ο Θεός εν τοις αγίοις Αυτού». Οι υμνογράφοι δηλαδή, προπορευόμενοι ημών των πιστών, μας δίνουν τη δυνατότητα να υπερβαίνουμε την καθημερινότητα των παθών και της ταραχής που προκαλούν αυτά, διότι μας ανοίγουν τα μάτια να βλέπουμε το βάθος της πραγματικότητας, και ως προς τη θριαμβεύουσα και ως προς τη στρατευόμενη Εκκλησία. Κι αυτό θα πει ότι εκείνος ο πιστός που εντρυφά έστω και για λίγο στις ακολουθίες της Εκκλησίας, ιδίως του εσπερινού και του όρθρου, ζει μία διαφορετική ατμόσφαιρα από εκείνην της τραγικότητας της εδώ ζωής, όχι με την έννοια της φυγής από τη ζωή – τούτο δεν συνάδει με τη χριστιανική πίστη και τον ρεαλισμό της: θα ήταν μία άρνηση της ενσάρκωσης του Θεού μας -  αλλά με την έννοια ότι ανάγεται σε επίπεδο τέτοιο, ώστε να την βλέπει με διαφορετικό βλέμμα: κάτω από την οπτική της αιώνιας ζωής. Αν δεν συμβαίνει αυτό, τότε ο οιοσδήποτε άνθρωπος, ακόμη κι ο θεωρούμενος πιστός, εγκλωβίζεται στον κόσμο τούτο και εισέρχεται στην περιδίνιση των παθών, όπως είπαμε, και των ενεργειών του αρχεκάκου διαβόλου.
Εν προκειμένω: οι ύμνοι της Εκκλησίας μας και σήμερα, μας οδηγούν σε ένα καταρχάς μεγαλοπρεπές θέαμα του τι συμβαίνει στην Εκκλησία των πρωτοτόκων αδελφών, στη θριαμβεύουσα Εκκλησία, εξ αφορμής του αγίου ιερομάρτυρα Φωκά: «Σε ιεραρχών αι χορείαι, και των Μαρτύρων αι αγέλαι, και των ιερών Αποστόλων η συναυλία, πάντων Δικαίων τε, Μάρτυς Φωκά, τα πνεύματα, έχοντα μέσον επαγάλλονται». Μάρτυς Φωκά, λέει ο υμνογράφος, οι χορείες των αγίων ιεραρχών, οι συνάξεις των Μαρτύρων, η συνάθροιση των ιερών Αποστόλων, τα πνεύματα ολων των Δικαίων, Σε έχουν ανάμεσά τους και χαίρουν και αγάλλουν με την παρουσία Σου. Εξαίσια εικόνα που φανερώνει την αγάπη και τη χαρά που ζουν οι άγιοί μας στον Παράδεισο, κι εννοείται μέσα στην ευλογημένη παρουσία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Αλλά ο υμνογράφος ρίχνει το εμπνευσμένο από τον Θεό βλέμμα του και στο τι συμβαίνει και στη γη: Ο άγιος Φωκάς βρίσκεται ανάμεσα στους πιστούς ως λαμπρός και φωτοφόρος νοητός ήλιος, που καταλάμπει τα πλήθη των πιστών, γινόμενος γι’ αυτούς βοήθεια στις ανάγκες τους, πλούτος σε όλους τους πτωχούς, πηγή αγαθών νοερών, κυριολεκτικά λιμάνι σε όλους που παλεύουν μέσα στα κύματα της θάλασσας των παθών. «Ως θεαυγή και φωτοφόρον ήλιον σε νοητόν τη Εκκλησία έθετο ο Δεσπότης, καταλάμποντα πιστών τα πλήθη, Μάρτυς ένδοξε». «Απορούντων πέλεις αντίληψις και πλούτος πάσι πτωχεύουσι και πηγή αγαθών δωρεών». «Λιμήν γαληνότατος πάσι γεγονώς θαλαττεύουσιν».
Ποια η αιτία της τόσο υψηλής θέσης του αγίου ιερομάρτυρα Φωκά; Τίποτε άλλο από αυτό που βλέπουμε σε όλους τους αγίους: τη θερμή αγάπη προς τον Θεό, το γεγονός δηλαδή ότι είχε στηρίξει τις βάσεις της ψυχής του στην πέτρα που λέγεται Χριστός, το γεγονός άρα ότι κατακόσμησε την ψυχή του αυτή με όλες τις αρετές. Με άλλα λόγια ο άγιος Φωκάς τιμάται από αγγέλους, αγίους, πιστούς στον κόσμο, γιατί και αυτός έγινε μία φανέρωση του Κυρίου μας, απλώνοντας την ευεργεσία Εκείνου σε όλους τους ανθρώπους και σε όλη την κτίση. «Ο θείος πόθος προσαναφλέγων την καρδίαν σου», σημειώνει ο υμνογράφος, «εστηριγμένος νοητήν επί πέτραν της ψυχής έχων τας βάσεις», «κεκοσμημένην αρεταίς, κεκτημένος την ψυχήν και την καρδίαν». Δεν έχουμε παρά να τον επικαλούμαστε και εμείς. Ό,τι και να συμβαίνει στον κόσμο μας, ό,τι βέλη του πονηρού και αν ρίχνονται για να μας ταράξουν και να μας αποπροσανατολίσουν, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο Θεός μας και οι άγιοί Του είναι υπεράνω όλων αυτών. Λίγο να μεταθέσουμε το κέντρο βάρους της ζωής μας στο άγιο θέλημα του Κυρίου, θα δούμε τη δύναμή Του να ενεργοποιείται κατά τρόπο θαυμαστό και να μας λυτρώνει από τα δεινά. Αλλά είπαμε: η Εκκλησία μας έχει τον πλούτο των θείων δωρεών, αλλά εμείς μάλλον δεν έχουμε την προϋπόθεση αποκτήσεώς τους: την πίστη που χρειάζεται. Ο Θεός να μας ελεεί.

Τετάρτη 21 Σεπτεμβρίου 2011

ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΣΗΜΕΡΑ;


Το ερώτημα δεν τίθεται ρητορικά. Ήδη έχει τεθεί προ πολλών χρόνων από μεγάλους μελετητές του χριστιανισμού, στην προσπάθειά τους να ψαύσουν τις βάσεις της χριστιανικής πίστεως. Κι ο λόγος είναι απλός: το να είναι κανείς χριστιανός σημαίνει ότι αντιστρέφει τα κριτήρια του κόσμου και της ίδιας της ανθρώπινης φύσεως, απαρνείται ό,τι ο κόσμος θεωρεί δεδομένο, επιλέγει πάντοτε τη ζωή Εκείνου, ο Οποίος ήλθε στον κόσμο για να τον αλλάξει και να τον φέρει κυριολεκτικά άνω-κάτω, λόγω της αλλοιώσεως αυτού του κόσμου από την αμαρτία, συνεπώς να τον επαναφέρει στην ορθή του κατεύθυνση. Είναι γνωστό άλλωστε ότι τελικώς έτσι ορίζεται ο χριστιανός από τους αγίους μας: ως «μίμημα Χριστού κατά το δυνατόν ανθρώπω» (άγ. Ιωάννης της Κλίμακος).
Στην πραγματικότητα το ερώτημα τέθηκε από τον ίδιο τον Ιησού Χριστό. «Άραγε, όταν έλθει ο υιός του ανθρώπου και πάλι επί της γης, θα εύρει την πίστη στους ανθρώπους;» (πρβλ. Λουκ. 18,8). Και το ερώτημα αυτό, η αμφισβήτηση της βεβαιότητας για την ύπαρξη χριστιανών, ετίθετο στη συνέχεια και από τους μαθητές του Χριστού, τους αγίους αποστόλους. Όταν ο απόστολος Παύλος, για παράδειγμα, καλούσε τους Κορινθίους να μιμηθούν τη ζωή του – «μιμηταί μου γίνεσθε» (Α΄Κορ. 4, 16) – διότι προφανώς έβλεπε ότι μολονότι είχαν κληθεί στην πίστη, εκείνοι ζούσαν όχι όπως έπρεπε, τι άλλο εννοούσε παρά ότι εκείνοι δεν ήταν στην πραγματικότητα χριστιανοί;
Κι αξίζει να δει κανείς πιο συγκεκριμένα σε τι καλούσε ο απόστολους τους Κορινθίους για να τον μιμηθούν. Όχι ασφαλώς σε μία ζωή ανέσεων και απολαύσεων, στο κυνηγητό του χρήματος και των υλικών αγαθών, στη θήρευση της ανθρώπινης δόξας και των μεγάλων θέσεων, ό,τι δηλαδή συνιστά αυτό που λέμε αμαρτία: τη φιληδονία, τη φιλαργυργία, τη φιλοδοξία, τα παρακλάδια της φιλαυτίας και του εγωισμού. Ο απόστολος καλούσε τους Κορινθίους, και δι’ αυτών και όλους τους χριστιανούς, σε μία ζωή στέρησης και εγκρατείας, ταπείνωσης και αδοξίας, κόπου και μόχθου, σε πράγματα δηλαδή που με τα κριτήρια του κόσμου θεωρούνται παραδοξότητες και παραλογισμοί, που δεν ταιριάζουν στον «φυσιολογικό» άνθρωπο. «Μου φαίνεται πως ο Θεός σε μας τους αποστόλους έδωσε την ελεεινότερη θέση, σαν να είμαστε καταδικασμένοι να πεθάνουμε  στο στάδιο. Γιατί γίναμε θέαμα για τον κόσμο, για αγγέλους και γι’  ανθρώπους. Εμείς παρουσιαζόμαστε μωροί για χάρη του Χριστού, ενώ εσείς είστε σοφοί χάρη στον Χριστό. Εμείς είμαστε αδύναμοι, ενώ εσείς είστε δυνατοί. Εμείς είμαστε περιφρονημένοι, ενώ εσείς είστε τιμημένοι. Ως αυτήν την ώρα πεινάμε, διψάμε, γυρνάμε με κουρέλια, ξυλοδαρμένοι , από τόπο σε τόπο χωρίς σπίτι, και μοχθούμε να ζήσουμε δουλεύοντας με τα ίδια μας τα χέρια. Στους εμπαιγμούς απαντάμε με καλά λόγια, στους διωγμούς με υπομονή, στις συκοφαντίες με λόγια φιλικά. Καταντήσαμε σαν τα σκουπίδια όλου του κόσμου, ώς αυτή την ώρα θεωρούμαστε τα αποβράσματα της κοινωνίας» (Πρβλ. Α΄ Κορ. 4, 9-13).
Τα λόγια του είναι φωτιά. Νιώθει ότι καίνε τους παραλήπτες της επιστολής του. Γι’  αυτό και τους εξηγεί. «Δεν σας τα λέω για να σας ντροπιάσω, αλλά να σας νουθετήσω σαν παιδιά μου αγαπητά. Γιατί είμαι ο πατέρας σας που σας αναγέννησα μέσω του ευαγγελίου» (όπ.παρ .4,14). Η εξήγησή του γίνεται για να καλέσει και τους πιστούς στον αληθινό χριστιανισμό. «Μιμηταί μου γίνεσθε». Ό,τι ζω εγώ, σαν να τους λέει, δεν είναι μόνο για εμένα ή και για τους άλλους αποστόλους. Είναι για όλους. Διότι ο Χριστός σε ένα ευαγγέλιο κάλεσε τους ανθρώπους, χωρίς διακρίσεις.
Και πράγματι. Αυτά που λέει ο απόστολος, η κλήση του να μιμηθούν και οι άλλοι τη ζωή του, είναι τα ίδια τα λόγια του Κυρίου που καλούσε τους ανθρώπους σε «μίμηση» της δικής Του ζωής: «Όστις θέλει οπίσω μου ακολουθείν, απαρνησάσθω εαυτόν και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι» (Μάρκ. 8, 34). Τι  άλλο έκανε και ο απόστολος Παύλος από το να καλεί τους μαθητές του σε απάρνηση του εγωιστικού εαυτού τους και άρση του σταυρού τους, προκειμένου να ακολουθήσουν τον Χριστό; Διότι ακριβώς η ακολουθία του Χριστού γίνεται στον βαθμό που ο άνθρωπος διαγράφει την αμαρτία και τις δεσμεύσεις της στη ζωή του. Δεν μπορεί κανείς να χαϊδεύει τα πάθη του και να είναι ταυτόχρονα με τον Χριστό. «Ουδείς δύναται δυσίν κυρίοις δουλεύειν» (Ματθ. 6, 24).
Έτσι κατανοεί κανείς εύκολα ότι η σκληρότητα της χριστιανικής ζωής, λόγω της συνεχούς εγκρατείας, της ταπείνωσης, της διαρκούς προσφοράς, είναι ο δρόμος για να είναι κανείς με τον Χριστό, να ζει Εκείνος μέσα του, να χαίρεται από την παρουσία του αγίου Πνεύματος. Η οδύνη με άλλα λόγια της άσκησης αυτής οδηγεί, όπως σημειώνουν πολλές φορές οι άγιοί μας, στην ηδονή της παρουσίας του Θεού. Αυτό είναι το άλλο παράδοξο της χριστιανικής ζωής που δεν φαίνεται να κατανοεί όχι μόνον ο εκτός της πίστεως άνθρωπος, αλλά πολλές φορές ούτε κι εμείς οι θεωρούμενοι χριστιανοί. Συνεπώς αρνείται ο χριστιανός τη γοητεία και τη λογική του διαβρωμένου από την αμαρτία κόσμου τούτου, διότι θέλγεται και γοητεύεται από τη λογική του καινούργιου κόσμου που έφερε ο Χριστός.
Τα παραπάνω δύσκολα, γίνονται αποδεκτά μόνον κάτω από δύο βασικές προϋποθέσεις: (1) Ο άνθρωπος είναι βαπτισμένος στο όνομα της αγίας Τριάδος, που σημαίνει είναι μέλος της Εκκλησίας, μέλος του σώματος του Χριστού, συνεπώς και η κατανόηση και η ενεργοποίηση της ζωής αυτής γίνεται με τη χάρη του Θεού. Ο αβάπτιστος, ο εκτός της Εκκλησίας, όχι μόνο δεν κατανοεί, όχι μόνο δεν μπορεί να πράξει, αλλά συνήθως διακωμωδεί και ειρωνεύεται. Και δικαίως. Διότι κινείται με βάση τον παλαιό άνθρωπο, τον ενεργούμενο από την αμαρτία και τον διάβολο. (2) Ο κόσμος αυτός  στον οποίο βρισκόμαστε, είναι ο κόσμος μεν του Θεού, αλλά ο φθειρόμενος και παρερχόμενος. «Παράγει γαρ το σχήμα του κόσμου τούτου» (Α΄Κορ. 7, 31). Ο χριστιανός με την ένταξή του στο σώμα του Χριστού εισέρχεται σε μία νέα πραγματικότητα που «πατάει» μεν στη γη, αλλά τρέφεται από τον ουρανό. Ο κόσμος δηλαδή αυτός δεν είναι το τέλος και ο σκοπός. Είναι το πεδίο του αγώνα, για να εισέλθουμε στην πραγματική πατρίδα, τη Βασιλεία του Θεού. «Ουκ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν» (Εβρ. 13, 14). Έτσι δεν «κολλάμε» στον κόσμο αυτό οι χριστιανοί, παλεύουμε να αρνούμαστε τη γοητεία και την έλξη που ασκεί, και γι’ αυτό η εγκράτεια και η νηστεία γίνονται χαρούμενα εργαλεία, προκειμένου να διατηρούμαστε ανοικτοί στη χάρη του Θεού, στο σημείο συντονισμού μας με Εκείνον που μας αγαπά παράφορα και θέλει κι εμείς να Τον θέλουμε για να παραμένει στην ψυχή και το σώμα μας.
Υπάρχουν λοιπόν τέτοιοι χριστιανοί, πραγματικοί δηλαδή πιστοί στον Ιησού Χριστό σήμερα; Την απάντηση τη γνωρίζει μόνον ο Θεός. Και την υποψιαζόμαστε κι εμείς στον βαθμό που ανιχνεύουμε τα σημάδια της παρουσίας της χάρης Του στους δικούς Του ανθρώπους: την αγάπη, τη χαρά, την ειρήνη, τη μακροθυμία, την πραότητα, την πίστη, την εγκράτεια. Το καίριο όμως ερώτημα πάντα θα είναι: ανιχνεύουμε τα σημάδια αυτά και στη δική μας ζωή; Που θα πει: ε μ ε ί ς  είμαστε χριστιανοί;