Παρασκευή 31 Μαρτίου 2023

ΞΕΝΤΥΘΗΚΑ ΚΑΙ Μ' ΕΝΤΥΣΕΣ

 

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ Ε΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

«Αὐτεξουσίως ἐξεδύθην, τῇ πρώτῃ μου παραβάσει, τῶν ἀρετῶν τήν εὐπρέπειαν· ἠμφιασάμην δέ ταύτην αὖθις, τῇ πρός με συγκαταβάσει, Λόγε Θεοῦ· οὐ παρεῖδες γάρ με τόν ἐν δεινοῖς παθήμασι καταστιχθέντα, καί λῃστρικῶς ὁδοπατηθέντα, ἀλλά τῇ παναλκεῖ σου δυναστείᾳ περιποιησάμενός με, ἀντιλήψεως ἠξίωσας, Πολυέλεε» (Στιχηρόν ἰδιόμελον ἑσπ., ἦχος πλ. δ΄).

(Μέ τή θέλησή μου ξεντύθηκα τήν ὀμορφιά τῶν ἀρετῶν, λόγω τῆς πρώτης  μου παράβασης, ἐνῶ τή φόρεσα καί πάλι, λόγω τῆς συγκατάβασης πρός ἐμένα, Λόγε Θεοῦ. Γιατί δέν μέ περιφρόνησες, ἐμένα πού γέμισα ἀπό τά στίγματα τῶν φοβερῶν παθῶν μου καί ρίχτηκα κάτω ἀπό τούς ληστές· ἀντίθετα μέ τήν παντοδύναμη ἐξουσία σου μέ φρόντισες καί μέ κατέστησες ἄξιο τῆς βοήθειάς Σου, Πολυέλεε».

Τό στιχηρό ἰδιόμελο, ἐπαναλαμβανόμενο δύο φορές λόγω τῆς σπουδαιότητάς του, συνιστᾶ μία σύντομη σύνοψη ὁλόκληρης τῆς πνευματικῆς ἱστορίας τῆς ἀνθρωπότητας. Μᾶς μεταφέρει στήν ἐποχή τῶν πρωτοπλάστων, οἱ ὁποῖοι χρησιμοποιώντας κακῶς τήν ἐλευθερία πού τούς ἐμπιστεύτηκε ὁ Δημιουργός («αὐτεξουσίως»), ἔδειξαν ἀνυπακοή πρός τόν λόγο Του, εἰσάγοντας ἑπομένως στή ζωή τους τήν ἁμαρτία (καί δι’ αὐτῆς τόν θάνατο, πνευματικό καί σωματικό). Ἀποτέλεσμα; Ἀπέβαλαν τό χαρισματικό ἔνδυμά τους, τή χάρη τῶν ἀρετῶν, καί ντύθηκαν τόν γεμάτο στίγματα χιτώνα τῶν παθῶν τους – σάν νά βρέθηκαν ποδοπατημένοι καί ριγμένοι στό χῶμα ἀπό ληστρική ἐναντίον τους ἐπιδρομή. Ἀλλ’ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ Πατέρα δέν τούς ἄφησε στήν κατάντια αὐτή· ἔστειλε τόν Υἱό καί Λόγο Του, τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, ὁ Ὁποῖος γενόμενος ἄνθρωπος προσέλαβε μέ τήν παντοδυναμία Του τόν τραυματισμένο καί ἡμιθανή ἄνθρωπο μέσα στόν ἑαυτό Του, τόν ἔκανε δικό Του κομμάτι - ἔγινε ἔνδυμα τοῦ ἀνθρώπου Αὐτός ὁ Ἴδιος: «ὅσοι γάρ εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε Χριστόν ἐνεδύσασθε» - τόν περιποιήθηκε καί τόν φρόντισε ὡς ἰατρός, τόν ἔσωσε. Ὁ ὑμνογράφος εἶναι σαφής: ὅλη ἡ ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας ἐμφαίνεται μέσα ἀπό τήν παραβολή τοῦ Καλοῦ Σαμαρείτου.  Ὁ περιπεσών εἰς τούς ληστάς, ὁ ὁποῖος τραυματίστηκε θανάσιμα, εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού ἁμάρτησε καί ἁμαρτάνει, ἐνῶ Καλός Σαμαρείτης πού τόν σώζει εἶναι ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός.

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΥΠΑΤΙΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΓΑΓΓΡΩΝ

 

«Ο άγιος Υπάτιος που καταγόταν από την Κιλικία, υπήρξε αρχιερέας στις Γάγγρες και έλαβε μέρος στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο (325) των τριακοσίων δεκαοκτώ Θεοφόρων Πατέρων. Ήταν άνθρωπος γεμάτος από Πνεύμα άγιον και αφού υπέμεινε στη ζωή του πολλούς πειρασμούς και επιτέλεσε διάφορα θαύματα έγινε ξακουστός. Ένα τέτοιο θαύμα μεγάλο είναι και το παρακάτω: Όταν βασίλευε ο Κωνστάντιος ο γιος του μεγάλου Κωνσταντίνου, ένα τεράστιο φίδι, κυριολεκτικά ένας δράκος, κατόρθωσε να εισέλθει στα βασιλικά ταμεία, όπου φυλασσόταν όλο το χρυσάφι της χώρας, κι έκανε φωλιά δίπλα στην είσοδο. Το γεγονός προξένησε μεγάλη θλίψη στον βασιλιά, γιατί κανείς δεν μπορούσε έστω και να πλησιάσει. Στην αμηχανία του ο βασιλιάς προσκαλεί τον μακάριο Υπάτιο, τον οποίο όταν ήλθε τον υποδέχτηκε με μεγάλο σεβασμό, και του είπε για το θηρίο που παρείσφρυσε. Ο άγιος είπε: - όσο μου είναι δυνατόν, βασιλιά μου, και με τη συνέργεια του Θεού, θα κάνω αυτό που μου ζητάς. Και μη στενοχωριέσαι, διότι τα αδύνατα στους ανθρώπους είναι δυνατά στον Θεό.

Όταν είπε αυτά ο άγιος και φάνηκε από μακριά ο δράκος, ο βασιλιάς πρόσθεσε: - Πατέρα μου, μη πλησιάσεις το θηρίο χωρίς προφυλάξεις και πάθεις ό,τι έπαθαν και πολλοί άλλοι, λόγω των δικών μου αμαρτιών. - Η δική μου  προσευχή, βασιλιά, είπε ο μακάριος, δεν έχει καμία δύναμη από μόνη της. Έχε πίστη στον Θεό και Εκείνος θα δώσει τη μεγάλη και αήττητη δύναμή Του. Έπεσε τότε στη γη γονατιστός ο άγιος και προσευχήθηκε για πολλή ώρα. Όταν σηκώθηκε είπε στον βασιλιά: Διάταξε να αναφτεί μεγάλη φωτιά στο μέσον της πλατείας, στον τόπο που είναι ιδρυμένη η στήλη του Πατέρα σου, κι αυτοί που πρόκειται να την ανάψουν να παραμείνουν εκεί προσμένοντας την άφιξή μου. Το πρόσταξε ο βασιλιάς, κι ο άγιος εισήλθε κι άνοιξε τις θύρες των βασιλικών ταμείων, ενώ όλοι οι υπόλοιποι έφυγαν τρομοκρατημένοι, παρακολουθώντας τα γενόμενα από μακριά. Ο άγιος πλησίασε και κτύπησε το θηρίο με μία ράβδο που κρατούσε αλλά δεν κατάφερε στην αρχή τίποτε. Οι ώρες περνούσαν και η ημέρα κόντευε να κλείσει, οπότε όλοι θεωρούσαν ότι είχε θανατωθεί από το θηρίο ο άγιος. Εκείνος όμως υψώνοντας το βλέμμα του στους ουρανούς και επικαλούμενος τον Κύριο, έβαλε στο στόμα του θηρίου τη ράβδο και είπε: Στο όνομα του Κυρίου μου Ιησού Χριστού, ακολούθησέ με. Και ο δράκος, αφού δάγκωσε τη ράβδο, ακολούθησε τον άγιο, σαν να καταδιωκόταν από κάποιον.

Ο μακάριος Υπάτιος λοιπόν, αφού βγήκε από τον βασιλικό τόπο και περπάτησε όλη τη λεωφόρο μέχρι την πλατεία, σέρνοντας τη ράβδο στη γη και δι’ αυτής και τον δράκο που την είχε δαγκώσει, προκάλεσε κατάπληξη σε όλους. Διότι ήταν φοβερός ο δράκος στη θέα του, έχοντας έξι πήχεις μάκρος, κατά τα λεγόμενα των ανθρώπων. Πλησίασε ο άγιος την αναμμένη μεγάλη φωτιά και λέει στο θηρίο: Στο όνομα του Ιησού Χριστού που εγώ ο ελάχιστος κηρύττω, μπες μέσα στην πυρκαγιά. Ο φοβερός δράκος τότε, υπακούοντας στη διαταγή του αγίου, σχημάτισε ένα είδος καμάρας τον εαυτό του, τον κύρτωσε προς τα κάτω κι αφού τον άπλωσε μετά πολύ ρίχτηκε στο μέσο της φωτιάς κι έγινε παρανάλωμά της. Όλοι τότε με τεράστια έκπληξη άρχισαν να δοξάζουν και να ευλογούν τον Θεό, διότι στις ημέρες τους ανέδειξε τέτοιο μεγάλο άγιο και θαυματουργό. Ο βασιλιάς τίμησε εξαιρετικά τον άγιο και τον ευχαρίστησε, και διέταξε να εξεικονιστεί η μορφή του σε σανίδα. Κι όταν ετοιμάστηκε η εικόνα του την έβαλε στο Βασιλικό ταμείο για να αποτρέπει έκτοτε κάθε τι κακό. Τον άγιο λοιπόν αφού τον κατασπάστηκε τον έστειλε και πάλι στον τόπο του.

Όταν επέστρεψε ο άγιος στην επισκοπική θέση του στις Γάγγρες, οι αιρετικοί Ναβατιανοί κινούμενοι από μεγάλο φθόνο εναντίον του, του έστησαν καρτέρι στους τόπους που συνήθιζε να διέρχεται – κι ήταν οι περιοχές αυτές λόγω της φύσεως της περιοχής που ποίμαινε στενοί και κρημνώδεις. Τον περίμεναν λοιπόν κάποια φορά, κρυμμένοι με ρόπαλα και ξίφη, οπότε διερχόμενος εκείνος δέχτηκε ξαφνικά την επίθεσή τους, όπως επιπίπτουν τα άγρια θηρία στο θήραμά τους, κι άλλος με ξύλο, άλλος με πέτρα κι άλλος με ξίφος τον έριξαν κάτω σ’ έναν γκρεμό. Κι αφού τον έριξαν από μεγάλο ύψος, ήρθαν κοντά του έπειτα και συνέχισαν να του καταφέρουν πολλά κτυπήματα, όπως παλιότερα οι Ιουδαίοι κτυπούσαν τον πρωτομάρτυρα Στέφανο. Ο άγιος τότε, αφού τον πέταξαν στο παρακείμενο ποτάμι, ημιθανής, άπλωσε λίγο όσο μπορούσε τα χέρια του και ύψωσε τους οφθαλμούς του στους ουρανούς λέγοντας: Κύριε, μην τους καταλογίσεις την αμαρτία αυτή. Και την ώρα που προσευχόταν έτσι, μία γυναίκα αμαρτωλή και βρομερή στην ψυχή, σήκωσε μία μεγάλη πέτρα και τον κτύπησε στον κρόταφο, οπότε άφησε ο άγιος την τελευταία του πνοή. Και η μεν εκείνου αγία ψυχή ήταν ήδη στα χέρια του Θεού, η δε αμαρτωλή αυτή γυναίκα καταλήφθηκε από πονηρό πνεύμα, που την έκανε την ίδια πέτρα που κρατούσε να τη στρέψει πάνω της και να κτυπά το δικό της στήθος. Το ίδιο συνέβη όμως και με όλους τους φονιάδες του αγίου: άρχισαν να βασανίζονται από ακάθαρτα πνεύματα. Σηκώθηκαν και έφυγαν γρήγορα, αφού το λείψανο του αγίου το έκρυψαν σ’ έναν αχυρώνα. Κι όταν ήλθε ο γεωργός που είχε τον αχυρώνα και εισήλθε για να πάρει τροφή για τα ζώα του, άκουσε δοξολογία ουρανίων ασμάτων και καταλαβαίνοντας τι είχε συμβεί, έτρεξε να φανερώσει και στους άλλους τα σχετικά με τον άγιο πατέρα.

Οι κάτοικοι της πόλεως Γαγγρών μαζεύτηκαν μόλις το έμαθαν και από κοινού θρήνησαν τον επίσκοπό τους. Πήραν το άγιο λείψανό του και το μετέφεραν στην πόλη τους, καταθέτοντάς το σε ξεχωριστό τόπο. Η δε γυναίκα που τον αποτελείωσε ήλθε στον τάφο του συνεχίζοντας να κτυπά τον εαυτό της με τον λίθο που τον είχε κτυπήσει, και μόλις έφτασε αμέσως θεραπεύτηκε. Παρομοίως και οι υπόλοιποι φονιάδες του αγίου που μετάνιωσαν θεραπεύτηκαν. Στον τάφο του άρχισαν να επιτελούνται έκτοτε πολλά θαυμαστά σημεία».

Μέγας θαυματουργός ο άγιος Υπάτιος, ένας από τους θεοφόρους πατέρες της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, μαζί με τον άγιο Αθανάσιο, τον άγιο Σπυρίδωνα, τον άγιο Νικόλαο, τον άγιο Αλέξανδρο. Που σημαίνει ότι ο άγιος είχε ξεχωριστό φωτισμό στην καρδιά του, ώστε και την αλήθεια να εξαγγέλλει κατά του αιρετικού Αρείου και όλων των παραφυάδων της δαιμονικής αιρέσεώς του: την αλήθεια περί του Ιησού Χριστού ως του ενανθρωπήσαντος Θεού, και να γίνεται καθαρή δίοδος του Θεού προς επιτέλεση θαυμαστών σημείων για χάρη των αναγκεμένων συνανθρώπων του. Κι αυτό γιατί βεβαίως κανείς δεν μπορεί να δει την αλήθεια περί του Χριστού χωρίς φωτισμό του Θεού – «κανείς δεν μπορεί να ομολογήσει τον Ιησού ως Θεό χωρίς το φως του αγίου Πνεύματος» θα πει ο απόστολος Παύλος – και κανείς δεν μπορεί να αποκτήσει θαυματουργικό χάρισμα, χωρίς να έχει καθαρή καρδιά μέσω της οποίας ενεργεί στον ίδιο και στον κόσμο ο παντοδύναμος Θεός.

Ο άγιος Υπάτιος λοιπόν ήταν άνθρωπος που η πίστη γι’ αυτόν ήταν το πιο κύριο στοιχείο της ζωής του, ήταν το πρώτο ζητούμενο στην όλη πορεία του, και μάλιστα «εκ βρέφους». Από μικρός φωτίστηκε, μας λέει ο άγιος υμνογράφος του, από το φως της αγίας Τριάδος και ανατράφηκε με το γάλα της πίστεως που δίνει στον άνθρωπο τη ζωή. Κατά φυσικό τρόπο λοιπόν ήταν μία ενάρετη παρουσία μέσα στον κόσμο που έλαμψε στην Εκκλησία σαν τον ήλιο με τα θαύματά του (ωδή α΄). Ο υμνογράφος του μάλιστα επιμένει να μας παρουσιάζει τη θεόμορφη ψυχή του, αναφέροντας ότι ο άγιος με τους πνευματικούς αγώνες του κατέστη «οίκος θείου πνεύματος και εικόνα προσευχής» (ωδή γ΄). Η εγκράτεια και η νηστεία του μάλιστα ήταν εκείνη που τον έκανε να χαλιναγωγήσει τα πάθη του (ωδή α΄) σε συνδυασμό με την αγάπη του προς τη μελέτη των Γραφών. Η μελέτη αυτή μάλιστα ήταν τέτοια που τον έκανε να μοιάζει με το δέντρο που αρδεύεται από την ίδια την πηγή και γι’  αυτό παραμένει πάντοτε αειθαλές (ωδή γ΄).

Τι υποκινεί μία τόσο μεγάλη πίστη που σφραγίζει όλες τις διαστάσεις της ζωής ενός ανθρώπου και τον αναδεικνύει πράγματι φωτεινό σαν τον ήλιο; Τίποτε άλλο από αυτό που βλέπουμε σε όλους τους αγίους: η αγάπη προς τον Κύριο Ιησού Χριστό. Έγινε κατάσκοπος του Θεού ο Υπάτιος, σημειώνει ευφυώς ο άγιος ποιητής, με την έννοια ότι όλη την έφεση της ψυχής του την είχε στραμμένη προς την απόκτηση της γνώσεως Εκείνου. «Φάνηκες καθαρό έσοπτρο της αγίας Τριάδος, Πατέρα Υπάτιε. Γιατί αγάπησες να κατοπτεύεις με καθαρό τρόπο, δηλαδή μακριά από την αμαρτία και με την τήρηση των εντολών του Θεού, τη γνώση του Θεού μας» (ωδή δ΄). «Η έφεσή σου, Πατέρα, ήταν προς το νερό της θείας αναβάσεως και ορεγόσουν το άυλο κάλλος του Παραδείσου» (ωδή ε΄).

Κι είναι τούτο μία αλήθεια που συχνά την ξεχνάμε: πηγή της χριστιανικής αληθινής πίστεως είναι η αγάπη. Όσο κανείς θερμαίνει την αγάπη του προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο, τόσο βλέπει αισθητά μέσα στην καρδιά του να φουντώνει και η πίστη του στον Χριστό. Πίστη και αγάπη αποτελούν ιερό ζεύγος και δεν υφίσταται ποτέ η μία χωρίς την άλλη. Γι’  αυτό και ο υμνογράφος με σοφία διαπιστώνει εν προκειμένω την τραγικότητα του αιρετικού Ναβάτου, που «κήρυσσε τα αντίθεα δόγματα» (ωδή θ΄) με τη σκληρότητά του να αρνείται τη μετάνοια στους αδύναμους ανθρώπους. «Καθώς πνιγόταν ο Ναβάτος στον βυθό της απιστίας και πρόσθετε τη θηλειά της απόγνωσης σ’ αυτούς που είχαν πέσει στα ατιμωτικά πάθη, έσβησε τη μετάνοια. Αυτήν τη μετάνοια άστραψε για τους πιστούς ο άγιος Υπάτιος και κατέφλεξε τον Ναβάτο» (ωδή ζ΄).  

Πέμπτη 30 Μαρτίου 2023

ΠΕΜΠΤΗ Ε΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

Ο ΜΕΓΑΣ ΚΑΝΩΝ:  ΝΑ ΓΙΝΟΥΜΕ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΣ!

Με τον Μεγάλο Κανόνα, τον εκτεταμένο ύμνο με τα 250 περίπου τροπάρια, ο ποιητής άγιος Ανδρέας (δεύτερο μισό 6ου αι.-740) δεν νεφελοβατεί. Ως έμπειρος γνώστης της Αγίας Γραφής, Παλαιάς και Καινής, μας καθοδηγεί είτε θετικά με την προβολή των αγίων του Θεού είτε αρνητικά με την προτροπή αποφυγής των απίστων. Και μας συγκινεί ιδιαίτερα, γιατί δεν λειτουργεί ως ξερός δάσκαλος, αλλ’  ως αδελφός που απευθύνεται πρωτίστως στη δική του ψυχή.

Επιλέγουμε ένα τροπάριο από την τρίτη ωδή, που κάνει λόγο για τον πατριάρχη της Παλαιάς Διαθήκης Αβραάμ. «Τόν Ἀβραάμ ἤκουσας πάλαι, ψυχή μου, καταλιπόντα γῆν πατρώαν, καί γενόμενον μετανάστην. Τούτου τήν προαίρεσιν μίμησαι» (Άκουσες, ψυχή μου, για τον Αβραάμ που εξαρχής εγκατέλειψε την πατρική του γη και έγινε μετανάστης. Να μιμηθείς τη διάθεση και την προαίρεσή του).

Τον Αβραάμ προβάλλει ο άγιος Ανδρέας ως πρότυπο προκειμένου να τον μιμηθεί και στη δική του ζωή. Αυτόν που η  Γραφή, με αποκορύφωμα τον απόστολο Παύλο, τον θεωρεί ως το υπόδειγμα αληθινής πίστεως στον Θεό. Γιατί; Διότι όλη η ζωή του υπήρξε ένα «ναι» στο θέλημα του Θεού, ο Οποίος μιλώντας μυστικά στην καρδιά του Αβραάμ τον καλούσε να πορευτεί πέρα από κάθε λογική και φυσική αίσθηση. Να αφήσει δηλαδή την πατρίδα και το σπίτι του και να πορευθεί στο άγνωστο με όραμα μια άλλη χώρα που θα του δινόταν, να λειτουργεί ως πατήρ μεγάλου έθνους ενώ ήταν άτεκνη η γυναίκα του Σάρρα,  να θυσιάσει τέλος το μονάκριβο παιδί του όταν γεννήθηκε αυτό παρ’ ελπίδα, χάνοντας επομένως την όποια «λογική» για συνέχειά του και δημιουργία μεγάλου έθνους από αυτόν! Και σ’ όλα αυτά στάθηκε άξιος ο Αβραάμ: ποτέ δεν τον εγκατέλειψε η εμπιστοσύνη Του στον μεγάλο «Άγνωστο», έστω κι αν κάποιες φορές πήγε να κλονιστεί.

Στον υπ’ όψιν ύμνο ο Αβραάμ προβάλλεται ως πρότυπο για το πρώτο μεγάλο γεγονός αλλαγής της ζωής του: τον ξεριζωμό του. Να φύγει και να γίνει μετανάστης. Κι όχι γιατί τον ανάγκασε κάποια ιδιαίτερη δυσκολία του τόπου του, αλλά γιατί τον σπρώχνει μία εσωτερική φωνή, την οποία θεωρεί του Θεού φωνή και την εμπιστεύεται. Μέγας λοιπόν ο Αβραάμ για την πίστη του, που σημειωτέον επιβραβεύεται με την υλοποίηση όλων των υποσχέσεων του Θεού. Πώς όμως ο άγιος Ανδρέας καλεί την ψυχή του αλλά και τη δική μας ώστε να γίνουμε «μετανάστες» μιμούμενοι τον Αβραάμ; Τι σημαίνει να μεταναστεύει κανείς, προφανώς για να μπορεί να παραμένει πια χριστιανός; Ο χριστιανός για τον άγιο είναι χριστιανός, όταν είναι μετανάστης!

Απλή αλλά και δύσκολη η απάντηση. Απλή, γιατί ο χριστιανός καλείται αδιάκοπα στη ζωή του να φεύγει από το δικό του θέλημα, το εγωιστικό και θεμελιωμένο στα πάθη του, προκειμένου να βρίσκεται στο θέλημα του Θεού, στις εντολές του Χριστού δηλαδή που είναι «ἡ Ὁδός»! Σ’ αυτήν την πορεία εσωτερικής «μετανάστευσης» δεν (πρέπει να) βρίσκεται πάντοτε ο πιστός; Όταν η εντολή του Θεού είναι «ν’ αγαπήσεις τον Θεό με όλη την ψυχή, την καρδιά, τη διάνοια, τη δύναμή σου, και τον πλησίον σου σαν τον εαυτό σου», δεν είναι σαν να καλεί ο Θεός τον άνθρωπο που έχει «υποψιαστεί» την παρουσία Του να μη μένει στα «δικά» του, αλλά αδιάκοπα να είναι «φευγάτος»; «Από τη γη της Χαρράν της αμαρτίας απομακρύνσου, ψυχή μου» (ωδή γ΄) θα πει αλλού ο άγιος Ανδρέας. Καλείται δηλαδή ο πιστός να αγωνίζεται να βλέπει τον Θεό αλλά και τον γνήσιο εαυτό του στο πρόσωπο του συνανθρώπου του, μα και σε όλη τη δημιουργία που διακρατείται από τις άκτιστες ενέργειες Εκείνου, και προς τα εκεί να τρέχει και να πορεύεται. Αλλά και δύσκολη η απάντηση, γιατί η προσκόλληση του ανθρώπου στα πάθη του, ακόμη και για τον βαπτισμένο χριστιανό, είναι συχνά τόσο μεγάλη, που πρέπει όντως να καταβάλει κάθε προσπάθεια, ώστε να στραφεί προς τον Θεό και προς Αυτόν να «μεταναστεύσει» -  «Ψυχή μου, ψυχή μου, ξύπνα και σήκω πάνω. Τι κοιμάσαι;» κραυγάζει με αγωνία στο κοντάκιο ο μεγαλοφυής άγιος ποιητής! Κι εδώ έγκειται η πνευματική άσκηση και ο ασκητικός αγώνας κάθε χριστιανού.

Στον αγώνα αυτόν μας προσανατολίζει ο άγιος Ανδρέας. Δείχνει τον δρόμο και μας ψιθυρίζει ότι μαζί με όλους τους αγίους «τρέχομεν τόν προκείμενον ἡμῖν ἀγῶνα», έχοντας μπροστά μας την υπόσχεση του Θεού: «Θα σου δώσω χώρα, αυτήν που όμοιά της δεν υπάρχει πουθενά στον κόσμο»! «Τήν χώραν τῶν Ζώντων», τον Ίδιο δηλαδή τον Πατέρα Θεό, ο Οποίος γίνεται κατοικία του ανθρώπου και τον κάνει έναν άλλο «Θεό» ! Άλλωστε οι χριστιανοί, μη ξεχνάμε: «οὐκ ἔχομεν μένουσαν πόλιν, ἀλλά τήν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν»!

Τρίτη 28 Μαρτίου 2023

ΤΡΑΥΜΑΤΙΣΜΕΝΗ Η ΨΥΧΗ ΜΟΥ!

 

ΤΡΙΤΗ Ε΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

«Τήν τετραυματισμένην μου ψυχήν καί τεταπεινωμένην ἐπίσκεψαι, Κύριε, ἰατρέ τῶν νοσούντων καί τῶν ἀπηλπισμένων λιμήν ἀχείμαστε˙ σύ γάρ εἶ ὁ ἐλθών Λυτρωτής τοῦ Κόσμου ἐγεῖραι ἐκ φθορᾶς τόν παραπεσόντα˙ κἀμέ προσπίπτοντα ἀνάστησον, διά τό μέγα σου ἔλεος» (απόστιχα Αίνων Τριωδίου, ήχος βαρύς).

(Επισκέψου, Κύριε, την τραυματισμένη και ταπεινωμένη ψυχή μου, Συ που είσαι ο ιατρός των νοσούντων και ο γαλήνιος λιμένας των απελπισμένων. Διότι Εσύ ήλθες ως Λυτρωτής του κόσμου για να σηκώσεις από τη φθορά τον άνθρωπο που ξέπεσε. Ανάστησε κι εμένα που πέφτω στις αμαρτίες καθημερινά λόγω του μεγάλου ελέους Σου).

Μέσα σε κλίμα θερμότατης και ζέουσας μετάνοιας ο άγιος υμνογράφος – σε άλλο σημείο (ωδή θ΄) θα πει ακριβώς να προσέλθουμε στο Πυρ του Θεού για να καταφλέξουμε τα πάθη μας «θερμοτάτῳ λογισμῷ τῆς μετανοίας» - βλέπει τον εαυτό του στη θέση του ανθρώπου, από τη γνωστή παραβολή του Καλού Σαμαρείτου, ο οποίος κατεβαίνοντας από τα Ιεροσόλυμα στην Ιεριχώ περιέπεσε σε ενέδρα ληστών και κινδύνεψε να πεθάνει. Κι ενώ τον προσπέρασαν αδιάφορα δύο θρησκευτικοί άνθρωποι του Ισραήλ, βρέθηκε ένας (μη πιστός θεωρούμενος) Σαμαρείτης που όχι ενδιαφέρθηκε για τον ημιθανή άνθρωπο, αλλά αφιέρωσε όσο μπορούσε τον εαυτό του – τον χρόνο του, την άνεσή του, τα χρήματά του – προκειμένου να βρει και πάλι την υγεία του ο τραυματισμένος.

Ο εκκλησιαστικός ποιητής κινείται με την καθιερωμένη ερμηνεία της παραβολής από την Παράδοση των Πατέρων της Εκκλησίας: ο ταλαίπωρος άνθρωπος είναι γενικά ο άνθρωπος του κόσμου τούτου διαχρονικά και όπου γης, ο οποίος έπεσε στην παγίδα των ληστών δαιμόνων και έκτοτε στις παγίδες των παθών της αμαρτίας, με αποτέλεσμα να τραυματιστεί και να ταπεινωθεί σ’ έναν κόσμο πια εχθρικό προς αυτόν, κυριολεκτικά χαμένος και σχεδόν νεκρός! Ο Καλός Σαμαρείτης είναι ο Κύριος Ιησούς Χριστός, ο ενανθρωπήσας Θεός, ο Οποίος ακριβώς ήλθε στον κόσμο ως ο μοναδικός Λυτρωτής και ως ο απόλυτος Ιατρός των ψυχών και των σωμάτων, ώστε να θεραπεύσει τον άνθρωπο και να τον αποκαταστήσει υγιή, δεδομένου ότι δεν υπήρχε περιθώριο θεραπείας από οπουδήποτε αλλού.

Τραυματισμένος λοιπόν και ταπεινωμένος από την αμαρτία ο άγιος υμνογράφος και κάθε άνθρωπος – «μέγα τραῦμα» χαρακτηρίζει μάλιστα η πίστη μας τον άνθρωπο τον πεσμένο στην αμαρτία. Αλλά ενώ κάθε άνθρωπος βρίσκεται στην κατάσταση αυτή, δεν έχουν τα μάτια όλοι να δουν την κατάντια και τις όζουσες πληγές ώστε να αντιδράσουν και σωστά. Μάτια που βλέπουν έχουν μόνο οι πιστοί στον Χριστό, οι άνθρωποι της Εκκλησίας. Και σαν τον άγιο υμνογράφο προσφεύγουν στον μόνο Ιατρό, τον Κύριο Ιησού Χριστό, για να Του προσφέρουν ακριβώς τις πληγές τους. Εδώ βρίσκεται το μεγαλείο της πίστης μας: δεν μας αντιμετωπίζει «τυφλά» και ανελέητα, ζητώντας μας πράγματα που υπερβαίνουν τις δυνάμεις μας. Ο Θεός μας γνωρίζει την πτώση μας, έχει πλήρη επίγνωση της αδυναμίας μας, παρ’ όλα αυτά μάς αγαπά και μάλιστα υπέρμετρα. Γιατί είναι η πηγή του Ελέους και της Αγάπης, όπως το σημειώνει ο απόστολος Παύλος: «ὄντων ἡμῶν ἁμαρτωλῶν, Χριστός ὑπέρ ἡμῶν ἀπέθανεν». Μας αγάπησε ο Θεός και πέθανε για χάρη μας, όταν ήμασταν βουτηγμένοι μέσα στις αμαρτίες μας.

Λοιπόν, η χαρά Του είναι ακριβώς αυτή: να αποδεχτούμε τη θεραπευτική αγάπη Του, προσφέροντάς Του το μόνο που μπορούμε: τις πληγές και τα βάσανά μας λόγω της αμαρτίας μας. Ό,τι συνέβη και με τον άγιο Ιερώνυμο, ο οποίος Χριστούγεννα ευρισκόμενος στο σπήλαιο της Βηθλεέμ, έκλαιγε από ευγνωμοσύνη προς τον Θεό του, αναλογιζόμενος τις άπειρες ευεργεσίες Του προς αυτόν και τον κόσμο όλο. Και στη με δάκρυα προσευχή του τι να Του προσφέρει ως δώρο άκουσε τη φωνή Του: «Ιερώνυμε, τις αμαρτίες σου δώσε μου. Αυτό θα είναι το μεγαλύτερο δώρο σου σε Μένα». Πρόκειται για τη βεβαίωση του ίδιου του Κυρίου που αποκαλύπτει ότι «χαρά γίνεται ἐν Οὐρανῷ ἐπί ἑνί ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι». Βλέπει δηλαδή κανείς τις αμαρτίες του, συναισθάνεται την κατάντια του και με ελπίδα προσφεύγει στην απειρία της αγάπης του Χριστού μας εν μετανοία; Τότε προκαλεί τη μεγαλύτερη χαρά σε όλον τον Ουρανό.

Η εμπειρία του κάθε εν επιγνώσει πιστού στην Εκκλησία, από τον καθημερινό πνευματικό του αγώνα με τις πτώσεις αλλά και με τη μετάνοιά του, όπως και από το μυστήριο της εξομολογήσεως, νομίζουμε ότι επιβεβαιώνει τον λόγο του υμνογράφου μας.

Δευτέρα 27 Μαρτίου 2023

ΤΙ ΝΑ ΚΑΝΩ ΠΟΥ ΖΗΛΕΥΩ;

 

«Ρωτήθηκε κάποτε ο άγιος Γέροντας: “-Τι να κάνω, Γέροντα, που ζηλεύω και πολλές φορές χαίρομαι, όταν οι προοδευμένοι αδελφοί κάνουν σφάλματα;” Αποκρίθηκε:“-Να λες: Θεέ μου, σε παρακαλώ, βοήθησε τους αδελφούς ο καθένας να φθάσει στα μέτρα του Αγίου που φέρει το όνομά του, και εμένα στα μέτρα των αδελφών”. Κάνε αυτό και θα δεις την ενέργεια του Θεού» (οσίου Παϊσίου του αγιορείτου, Επιστολές, έκδ. Ι. Ησυχ. Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, Σουρωτή Θεσσαλονίκης).  

Η ενέργεια του Θεού, η χάρη Του δηλαδή ως ενεργοποίηση του μυστηρίου του βαπτίσματος για τον χριστιανό, απαιτεί, κατά τον μεγάλο όσιο Παῒσιο τον αγιορείτη, τον αγώνα υπέρβασης των παθών του, και μάλιστα του πάθους της ζήλειας και της συνδεδεμένης με αυτήν χαιρεκακίας. Η ζήλεια θεωρείται ως η κατεξοχήν έκφραση του εγωισμού, δηλαδή υφίσταται εκεί που ο άνθρωπος είναι παθολογικά στραμμένος προς τον εαυτό του αδυνατώντας να αγαπήσει σωστά τον συνάνθρωπό του, πολύ περισσότερο τον Θεό του. Ζήλεια και αγάπη είναι διαμετρικά αντίθετες πνευματικές καταστάσεις, όπως το λέει χωρίς περιστροφές ο απόστολος Παύλος στον περίφημο ύμνο της αγάπης (Α΄ Κορ. 13): «η αγάπη ου ζηλοί», η αγάπη δεν ζηλεύει, δεν ζηλοτυπεί. Οπότε η ζήλεια αποκαλύπτει την αμαρτία και την ανομία του ανθρώπου και δυστυχώς όπως συνήθως συμβαίνει γεννά και άλλες κακίες και πάθη, όπως για παράδειγμα τον φθόνο, την έχθρα, την οργή, τη λύπη, τη διάθεση εκδίκησης. Γέννημα του φθόνου ως καρπού της ζήλειας είναι και αυτό που ομολογεί ο αδελφός που ρώτησε τον όσιο: «πολλές φορές χαίρομαι όταν οι προοδευμένοι κάνουν σφάλματα!», χαίρεται δηλαδή για τα αμαρτήματα και τα παραπατήματα των αγίων ανθρώπων, διότι κανείς όσο άγιος κι αν είναι δεν ξεφεύγει από τον κανόνα κάπου να γλιστρήσει και να αμαρτήσει, είτε εν λόγω ή έργω ή διανοία. Ο μόνος απολύτως Άγιος και Αναμάρτητος είναι ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός.

Από την άποψη αυτή η ζήλεια και η συνδεδεμένη με αυτήν χαιρεκακία αποκαλύπτουν την πνευματική τύφλωση του ανθρώπου – ο ζηλότυπος αδυνατεί λόγω του εγωισμού του να δει τις αρετές και τα χαρίσματα του συνανθρώπου του, πολύ περισσότερο δεν μπορεί, και να τα δει, να τα συνδέσει με την πηγή τους που είναι ο Θεός! – συνεπώς καθίσταται περαιτέρω ενάντιος του Θεού λόγω της αδικίας με την οποία λειτουργεί. Ας φανταστούμε ποια εντύπωση θα προκαλούσε το γεγονός όταν ενώ εμείς αγωνιζόμαστε να ζούμε σύμφωνα με το θέλημα του Θεού και κάποια στιγμή λόγω αδυναμίας παραστρατήσουμε, που θα πει ότι μετά από λίγο θα μετανοήσουμε, κάποιος άλλος που μας ζηλεύει επικεντρώνει την προσοχή του μόνο στο παραστράτημά μας! Δεν θα αποτελούσε τούτο μεγάλη αδικία απέναντί μας; Για τον άγιο Ιωάννη της Κλίμακος μάλιστα ένας τέτοιος άνθρωπος είναι ο ανόητος άνθρωπος. Γιατί ενώ «ο καλόγνωμος και συνετός, όσες αρετές βλέπει στους άλλους τις σημειώνει με επιμέλεια, ο ανόητος αναζητεί τα ελαττώμματα και τις κατηγορίες».

Ο άγιος Παῒσιος φιλάνθρωπα καθοδηγεί τον αδελφό με το συγκεκριμένο πάθος. Και τον καθοδηγεί γιατί βλέπει ότι κι εκείνος αγωνίζεται – «Τι να κάνω;» του λέει. «Πολλές φορές χαίρομαι» που θα πει όχι πάντα. Και η απάντηση του αγίου εκπλήσσει με τη σοφία αλλά και με την πρακτικότητά της – παρόμοια απάντηση έδινε και ο μέγας όσιος Πορφύριος! Να αντιδρά ο αδελφός όταν αρχίζει να δουλεύει το πάθος του με τον μόνο τρόπο που γενικώς εξαλείφονται τα πάθη: διά της στροφής προς το αγαθό! «Νίκα εν τω αγαθώ το κακόν» κατά τη ρήση του αποστόλου Παύλου. Κι αυτό σημαίνει αγώνα προσευχής υπέρ του αδελφού, αγώνα δηλαδή για την αγάπη, με προσανατολισμό τον Κύριο. Αγάπη σημαίνει εν προκειμένω, όπως εννοεί ο άγιος Γέρων, να εντάσσουμε τον συνάνθρωπό μας μέσα στον Χριστό και να τον ενισχύουμε στην πνευματική προοπτική του που είναι η ένωσή του με Εκείνον! Και τρόπος συγκεκριμένος είναι η αναφορά στον Άγιο του κάθε αδελφού. Ακολουθώντας τον Άγιο το όνομα του οποίου φέρουμε, τον Χριστό δεν ακολουθούμε; «Μίμημα Χριστού» δεν είναι κάθε άγιος της Εκκλησίας μας;

Η ενεργοποίηση της αγάπης μας δηλαδή είναι το αντίδοτο της ζήλειας μας. Και πράττοντας με τον συγκεκριμένο τρόπο που υποδεικνύει ο άγιος παράλληλα προσανατολίζει και τον εμπαθή αδελφό και στην ταπείνωση. Γιατί του λέει αφενός τον αδελφό που ζηλεύει να τον ωθεί διά της προσευχής του επί τα ίχνη του αγίου του και του Κυρίου, αφετέρου τον ίδιο τον εαυτό του να τον θέτει δεύτερο, μετά τον αδελφό: «να φτάσω κι εγώ στα μέτρα του αδελφού!» Η ταπεινή αγάπη πράγματι είναι η λύση του κάθε πάθους, ακόμα και για το μεγάλο πάθος της ζήλειας.  

ΔΕΥΤΕΡΑ Ε΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

«Ὁ ὡραιότατος καιρός ἐφέστηκεν, ἡ ἀξιέπαινος ἡμέρα ἔλαμψε τῆς ἐγκρατείας, ἀδελφοί, σπουδάσωμεν καθαρθῆναι˙ ὅπως ἐποφθείημεν, καθαροί τῷ Ποιήσαντι, και τῆς ὡραιότητος αὐτοῦ ἐπιτύχωμεν, πρεσβείαις τῆς αὐτόν κυησάσης μόνης ἁγνῆς Θεομήτορος» (κάθισμα όρθρου Τριωδίου).

(Έφτασε ο πιο ωραίος και κατάλληλος πνευματικά καιρός, έλαμψε η αξιέπαινη ημέρα της εγκράτειας, αδελφοί. Ας σπεύσουμε να καθαρισθούμε ψυχικά. Με σκοπό και με την ευχή να φανούμε καθαροί στον Δημιουργό μας, και να φθάσουμε να δούμε την ωραιότητά Του, με τις πρεσβείες της μόνης αγνής Θεομήτορος που τον εγέννησε ως άνθρωπο).

Σύντομο σχόλιο στον μακαρισμό του Κυρίου «μακάριοι οἱ καθαροί τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοί τόν Θεόν ὄψονται» ο ύμνος, μάς υπενθυμίζει ότι όλος ο σκοπός της πνευματικής ασκητικής διαγωγής του χριστιανού, και όχι μόνον βεβαίως του μοναχού και ασκητή, είναι πώς να κοινωνήσει τον Θεό του, πώς να γίνει δηλαδή μέτοχος της θεοποιού ενέργειας του Τριαδικού Θεού: να κατοικήσει ο Θεός μέσα του, κάτι που με άλλες λέξεις ονομάζεται όραση Αυτού ή επίτευξη της ωραιότητάς Του. Κι είναι ιδιαιτέρως σημαντική η λέξη «ὡραιότης» που χρησιμοποιεί ο άγιος υμνογράφος μιλώντας για τον Δημιουργό μας Χριστό, διότι σ’ Αυτόν μόνο βρίσκεται η πηγή της ωραιότητας, με την έννοια της απόλυτης αγνότητας και καθαρότητας, συνεπώς με την έννοια του πληρώματος όλων των αγαθών και όλων των χαρίτων. Ωραίος δηλαδή για τη χριστιανική πίστη δεν είναι ο άνθρωπος που έχει απλώς όμορφα χαρακτηριστικά προσώπου και σώματος – αυτά είναι με σύντομη ημερομηνία λήξεως και μπορούν να αλλοιωθούν ανά πάσα στιγμή – αλλά ο άνθρωπος που ποθεί να μοιάσει στον Δημιουργό του και κινείται ψυχή τε και σώματι προς τα εκεί που είναι το Φώς Του. Οι άγιοι είναι οι ωραίοι και ώριμοι της ζωής αυτής.

Ποιος ο δρόμος, κατά τον Κύριο και τον εκκλησιαστικό ποιητή, για να φθάσει κανείς στο υπερμέγιστο αυτό ύψος θεοκοινωνίας; Ο αγώνας για κάθαρση της καρδιάς από ό,τι αμαρτωλό και εμπαθές την βρομίζει. Δεν είναι δυνατόν ο απόλυτα καθαρός Θεός να βρει τόπο κατοικίας σε μία καρδιά που πονηρεύεται, δηλαδή δεν είναι στραμμένη εντελώς προς τον Θεό και λειτουργεί με κριτήριο τον εγωισμό της. Και τι πρέπει συγκεκριμένα να κάνει ο άνθρωπος; Να σπεύδει, «σπουδάσωμεν», εκεί που είναι η αγάπη Εκείνου με αντίστοιχο τρόπο πόθου και αγάπης προς Αυτόν. Κι αυτό σημαίνει σπουδή τήρησης των αγίων εντολών του Χριστού, διότι, όπως διαρκώς αποκαλύπτει ο λόγος του Θεού, μέσα στις εντολές και το θέλημα του Κυρίου «κρύβεται» ο Ίδιος. Αγωνιζόμενος λοιπόν ο πιστός να τηρεί τις εντολές του Θεού: την ταπεινή αγάπη πρωτίστως, καθαρίζει την καρδιά του, γεγονός που το καταλαβαίνει από την αίσθηση της σάρκωσης του Θεού μέσα του, ή αλλιώς όπως είπαμε από το άνοιγμα των πνευματικών οφθαλμών του για να θεάται την ωραιότητα του Κυρίου του ως μέτοχος και αυτός της ίδιας ωραιότητας.

Ο άγιος υμνογράφος συμπληρώνει: η Σαρακοστή είναι ο πιο κατάλληλος καιρός για τον πνευματικό αυτόν αγώνα, γιατί προβάλλει την αρετή της εγκράτειας, η οποία καθώς περιορίζει τον αισθητό και υλικό ορίζοντα της ζωής μας μάς οδηγεί εύκολα στον ορίζοντα του Θεού. Κι ακόμη: στον αγώνα αυτόν έχουμε βοηθό την Υπέρμαχο Στρατηγό, την ίδια τη Θεομήτορα, η οποία δεν έχει μεγαλύτερη χαρά από το να βλέπει τα πιστά παιδιά της να ακολουθούν τον Υιό και Θεό της. Δύσκολος ο αγώνας, αλλά η υπέροπλος δύναμις ακατανίκητη.   

Η ΑΓΙΑ ΜΑΡΤΥΣ ΜΑΤΡΩΝΑ Η ΕΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

 

«῾Η αγία Ματρώνα ήταν υπηρέτρια κάποιας Ιουδαίας γυναίκας, που ονομαζόταν Παντίλλα. Ακολουθούσε την κυρία της μέχρι τη συναγωγή, δεν έμπαινε όμως μέσα, αλλά γύριζε και πήγαινε στην Εκκλησία των Χριστιανών. Την είδαν λοιπόν κάποια φορά, οπότε την έπιασαν και την κτύπησαν πάρα πολύ και στη συνέχεια την έκλεισαν στη φυλακή επί τέσσερις ημέρες, χωρίς να μπορεί να την πλησιάσει κανείς και χωρίς φαγητό. Έπειτα την έβγαλαν και την καταξέσχισαν με μαστίγια. Πάλι την φυλάκισαν και την άφησαν πολλές ημέρες εκεί, όπου και παρέθεσε την ψυχή της στον Θεό. Λένε ότι το άγιο λείψανό της το έριξε η Παντίλλα από το τείχος κάτω, γι᾽αυτό και υπέστη δίκαιη τιμωρία, πέφτοντας κατά λάθος μέσα στο πατητήρι, στο οποίο χυνόταν από επάνω ο πατημένος μούστος. Εκεί τέλειωσε τη ζωή της και βγήκε η ψυχή της».

Η αντίθεση είναι έντονη: από τη μια, η αγία Ματρώνα, η δούλη, η άσημη, η καταφρονεμένη· κι από την άλλη, η Παντίλλα, η κυρία, η ένδοξη, η πλούσια. Με κοσμικά κριτήρια, δεν υπάρχει μέτρο σύγκρισης. Ο ζυγός κλίνει αυτομάτως προς τη μεριά της Παντίλλας. Αυτό δεν θα έλεγε ο σύγχρονος εκκοσμικευμένος άνθρωπος, ακόμη κι άν είναι ῾χριστιανός᾽; Όταν για παράδειγμα αυτό που φαίνεται ως προτεραιότητα στους περισσοτέρους: το κυνηγητό των απολαύσεων, του χρήματος, της δόξας, είναι αυτό που προβάλλει η Παντίλλα, ποιος δεν θα επέλεγε τη δική της θέση, ενώ θα οίκτιρε  την ῾κατάντια᾽ της Ματρώνας; Κι όμως πόση πλάνη υπάρχει σε μία τέτοια αξιολογική κρίση! Διότι είναι η κρίση της επιφάνειας. Στο βάθος,  εκεί που είναι η καρδιά και που βλέπει ο Κύριος, ο δίκαιος κριτής, εκεί που τα πράγματα λειτουργούν σε επίπεδο αιωνιότητας, τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά: η Ματρώνα είναι η ένδοξη και η κυρία, το άστρο το φωτεινό, και η Παντίλλα είναι η άσημη, η ανύπαρκτη, η δούλη και η ταλαίπωρη. Ο υμνογράφος της Εκκλησίας μας, ο άγιος Θεοφάνης, επανειλημμένως τονίζει την πραγματικότητα αυτή, διότι ακριβώς κινείται με τα κριτήρια του αναγεννημένου ανθρώπου, του χριστιανού, που βλέπει τα πράγματα κάτω από την οπτική της εν Χριστώ αποκάλυψης, δηλαδή της αλήθειας. «Έχεις θεϊκό νου αληθινά, και σοφό και θεόφρονα, γι᾽αυτό και λάμπεις στη χορεία των μαρτύρων, Ματρώνα παμμακάριστε» (ωδή ε´). «῾Ορυόταν και ήταν σαν μεθυσμένη και σφάδαζε από τον θυμό η δυσεβέστατη (Παντίλλα)» (ωδή δ´). «Ματρώνα, δυναμωνόσουν από τη θεία δύναμη και ξέφυγες από την υπερήφανη δουλική γνώμη της πικρής κυρίας σου. Κι αυτό γιατί είχες ψυχή, που δούλευε μόνο στον Δεσπότη Κύριο»  (ωδή δ´).

Αιτία για την εις βάθος αυτήν πραγματικότητα, την ίδια την αλήθεια, είναι το γεγονός ότι ενώπιον του Θεού εκείνο που μετράει κι έχει σημασία δεν είναι ασφαλώς τα πλούτη και η δόξα, η επίγεια κατάσταση του ανθρώπου, είτε της ελευθερίας είτε της δουλείας, ό,τι δηλαδή είναι φθαρτό με ημερομηνία λήξεως, αλλά ό,τι παραμένει στην αιωνιότητα. Κι αυτό είναι η αρετή του ανθρώπου, η ζωή η σύμφωνη με το θέλημα του Θεού. «Μη θησαυρίζετε θησαυρούς επί της γης -  όπως λέει ο Κύριος - όπου σης και βρώσις αφανίζει και όπου κλέπται διορύσσουσι και κλέπτουσι. Θησαυρίζετε θησαυρούς εν ουρανώ». Ο άγιος υμνογράφος φωνάζει εν προκειμένω στην ωδή ς´: «Η Ματρώνα δεν κρίνεται σαν δούλη ή σαν ελεύθερη, με βάση τον Χριστό. Κρίνεται από την ομορφιά της αρετής της, γιατί ήταν στολισμένη με τους τρόπους της ευσέβειας». Κι αυτό σημαίνει ότι η αγία Ματρώνα, και βεβαίως κάθε χριστιανός συνεπής, κινείται σε επίπεδο αληθινής ελευθερίας, πέρα από τις δεσμεύσεις που προκαλεί ο κόσμος αυτός στην ψυχή του ανθρώπου. Διότι ελεύθερος είναι αυτός που προσβλέπει πέρα από τα επίγεια κι είναι έτοιμος να δώσει και τη ζωή του προς χάρη του Κυρίου, ο Οποίος ήρθε στη γη ως δούλος, ακριβώς για να δώσει ελευθερία στον άνθρωπο. «Αυτός που καταδέχτηκε τη μορφή δούλου, να γίνει δηλαδή άνθρωπος,  ο Χριστός ο Θεός μας, θέλοντας να ελευθερώσει τον άνθρωπο από τα δεσμά της φθοράς και του θανάτου, μνηστεύτηκε εσένα ως μάρτυρα νύμφη Του και σε ελευθέρωσε από το ζυγό της δουλείας»  (ωδή α´).

Τι ήταν εκείνο που έκανε την αγία Ματρώνα να θέσει ως προτεραιότητα της ζωής της το θέλημα του Θεού, δηλαδή να δει την πραγματικότητα της αιωνιότητας μέσα και στη ζωή αυτή, και πάνω σ᾽ αυτό το θέλημα του Θεού να πεθάνει; Μα τι άλλο, από την αγάπη της προς τον Κύριο. Ο έρωτάς της προς τον Χριστό ήταν το στοιχείο που ενεργοποίησε τη χάρη του Θεού και την οδήγησε στα ύψη του παραδείσου. «Με προθυμία και θάρρος προχώρησες πράγματι προς τον εραστή σου Χριστό, πανεύφημε» (ωδή ζ´). Γι᾽αυτό και «είναι ωραίο το στεφάνι που τώρα φορά η ένδοξη Ματρώνα, που πήρε από το ζωαρχικό χέρι του Παντοκράτορα Χριστού» (ωδή η´ ). Ίσως κάποτε πρέπει να μάθουμε οι χριστιανοί ότι το μυστικό της πνευματικής ζωής, αυτό που συνιστά την κινητήρια δύναμη των πάντων και οδηγεί σε υπέρ φύσιν καταστάσεις, είναι η αγάπη προς τον Χριστό. Ούτε τα φόβητρα της κόλασης ούτε οι απολαύσεις του Παραδείσου, αλλά η αγάπη του Θεού είναι εκείνο που ευλογείται κατεξοχήν από τον Κύριο. Και ποια άλλη αγάπη μπορεί να θεωρηθεί ως περισσότερο άξια από την αγάπη αυτή; Γιατί είναι η μόνη που ποτέ δεν μας εγκαταλείπει και ποτέ δεν μας απογοητεύει. Πόσο την θέλουμε όμως; 

Σάββατο 25 Μαρτίου 2023

25η ΜΑΡΤΙΟΥ: ΔΙΕΘΝΗΣ ΗΜΕΡΑ ΤΟΥ ΑΓΕΝΝΗΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ

Η ημέρα ορόσημο της Πίστης και της Πατρίδας ως η ημέρα που ξεκίνησε η ελευθερία του ανθρωπίνου γένους από τα δεσμά της αμαρτίας, του διαβόλου και του θανάτου με τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου αλλά και της αποτίναξης από τον τουρκικό ζυγό με τη συμβολική έναρξη της Ελληνικής Επαναστάσεως, η 25η Μαρτίου, αποτελεί και ημέρα που γιορτάζεται από τα τέλη του εικοστού αιώνα το αγέννητο παιδί – το παιδί που κυοφορείται στην κοιλιά της μάνας του για να προστεθεί όταν έρθει η ώρα στη μακριά σειρά των κατοίκων αυτού εδώ του πλανήτη. Ήταν η πρόταση του πάπα Ιωάννη Παύλου του Β΄ (1920-2005) που έγινε αποδεκτή από τη Διεθνή Κοινότητα, καθώς την εμπνεύστηκε ακριβώς από το περιεχόμενο της μεγάλης Θεομητορικής εορτής. Ευαγγελισμός σημαίνει τη χαρμόσυνη αγγελία του ερχομού του Θεού ως ανθρώπου στον κόσμο, ερχομού που οι απαρχές του βρίσκονται στα σπλάχνα της μικρής Μαριάμ, όταν ο λόγος ο αρχαγγελικός εν Πνεύματι Αγίω θα σαρκώσει μέσα της τον Υιό του Θεού. «Ο Υιός του Θεού Υιός της Παρθένου γίνεται». Κι έτσι το μέγα μυστήριο των απαρχών της Γέννας του Θεού γίνηκε έμπνευση  και γιορτή και για το μυστήριο των απαρχών της γέννας και κάθε ανθρώπου.

Το κυοφορούμενο βρέφος, το αγέννητο παιδί: το μυστήριο της θέλησης του Θεού να υπάρχει συνέχεια στο ανθρώπινο γένος. Και μη σπεύσει κανείς να δηλώσει την απιστία του με την αλαζονική στάση ότι ο ερχομός ενός παιδιού είναι καρπός της θέλησης μοναχά των γονέων του, γιατί θα συναντήσει όχι μόνο την αρνητική στάση της χριστιανικής πίστεως που διακηρύσσει ότι εκτός των γονέων απαιτείται και η συνέργεια του Θεού – «ο Θεός διανοίγει τη μήτρα της γυναίκας» μας αποκαλύπτει η Γραφή – αλλά και την αντίδραση εκείνων των ζευγαριών που ενώ επιθυμούν διακαώς να τεκνοποιήσουν, δεν τα καταφέρνουν χωρίς μάλιστα να υφίσταται κάποιος ιατρικός λόγος.

Υπάρχει λοιπόν ξεχωριστή ιερότητα ήδη από την έναρξη της ζωής ενός ανθρώπου στη μήτρα της μάνας του, γιατί βεβαιώνεται το «ναι» του Θεού για να συνεχιστεί η ζωή επί της γης. Και με ποιο σκοπό; Την ετοιμασία νέων υπάρξεων ώστε να προστεθούν στο σώμα του Χριστού, την Εκκλησία, και να γίνουν ει δυνατόν ήδη από τη ζωή αυτή  ενεργοί πολίτες της Βασιλείας του Θεού. Αυτή δεν είναι η σκοποθεσία που θέτει για τον άνθρωπο η χριστιανική πίστη; Όχι να γίνει ένας καλός απλώς άνθρωπος κι ούτε να έχει ένα πέρασμα στη γη εμφανές ή αφανές – ό,τι χαρακτηρίζει τον άνθρωπο που δεν έχει ταυτότητα κι ούτε νόημα στη ζωή του. Αλλά να γίνει ένα «μίμημα Χριστού», ένας άλλος Χριστός που το πέρασμά του θα μυροβολήσει την πλάση όλη. Να γίνει δηλαδή άγιος που το όνομά του θα λειτουργεί ως ανάπαυση και ελπίδα και για κάθε άλλο συνάνθρωπό του.

Κι από την άποψη αυτή καταλαβαίνουμε δύο κυρίως πράγματα: πρώτον, γιατί ο ίδιος ο Χριστός βεβαίωσε ότι ο ερχομός κάθε νέου ανθρώπου στον κόσμο  - ό,τι δηλώνει το αγέννητο παιδί! – συνιστά μία μεγάλη χαρά για όλην την ανθρωπότητα: «διά την χαράν ότι εγεννήθη άνθρωπος εν τω κόσμω» είπε, και δεύτερον, γιατί όχι μόνο η πράξη αλλά και η σκέψη ακόμη της έκτρωσης από τη μήτρα της γυναίκας του παιδιού αποτελεί ανοσιούργημα που προσβάλλει και τους γονείς και τον άνθρωπο γενικά αλλά και τον ίδιο τον Θεό μας! Η έκτρωση δεν είναι το «όχι» του ανθρώπου απέναντι στο «ναι» του Θεού; Η αλαζονεία του πλάσματος που χωρίς επίγνωση έρχεται αντιμέτωπος με τον Δημιουργό του – και δεν εννοούμε τις συγκεκριμένες περιπτώσεις που για λόγους ιατρικούς επιβάλλεται κάτι τέτοιο, κι αυτό με πολύ πόνο ψυχής από τους γονείς και μάλιστα τη μάνα.

Λοιπόν, η μεγάλη Θεομητορική εορτή του Ευαγγελισμού μας δίνει ως προέκταση και τη διάσταση αυτή. Να θυμόμαστε και να γιορτάζουμε μαζί με τον ερχομό του Χριστού και την ελπίδα της ανθρωπότητας με τα αγέννητα ακόμη παιδιά. Κι όπως το δήλωσε τότε ο πάπας Ιωάννης Παύλος Β΄ στο πράγματι εμπνευσμένο σκεπτικό του: η καθιέρωση της ημέρας αποτελεί «θετική επιλογή υπέρ της ζωής και της εξάπλωσης μιας κουλτούρας για τη ζωή, που να εγγυάται τον σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας σε κάθε περίπτωση».

Παρασκευή 24 Μαρτίου 2023

Δ΄ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ

 

«Χαῖρε, πιστούς Κυρίῳ ἁρμόζουσα»

(Χαίρε, Παναγία, που ενώνεις τους πιστούς με τον Κύριο).

Ο υμνογράφος αναφερόμενος δοξολογικά προς την Υπεραγία Θεοτόκο τονίζει το κατεξοχήν έργο της: τη σύνδεση των πιστών με τον Υιό και Θεό της, Κύριο Ιησού Χριστό. Διότι τι άλλο επιτελεί η Θεοτόκος και κατέχει την ύψιστη θέση στο σώμα του Χριστού παρά τη διαρκή παραπομπή των μελών του σώματος στην ίδια την κεφαλή τους; Ο Κύριος είναι η κεφαλή της Εκκλησίας και όλοι οι πιστοί που βαπτίστηκαν και χρίστηκαν στο όνομά Του αποτελούν τα μέλη Του, που σημαίνει ότι αφενός η σχέση μας ως πιστών με τον Χριστό είναι η ανώτερη που μπορεί να υπάρξει: η σχέση ταύτισης – «ἡμεῖς ἐν Αὐτῷ καί Αὐτός ἐν ἡμῖν», κατά το πρότυπο της σχέσεως Εκείνου με τον Θεό Πατέρα -,  αφετέρου η ταυτοτική αυτή σχέση δεν κατανοείται εκτός της Παναγίας Μητέρας του Κυρίου. Κι είναι ευνόητο: ο Υιός και Λόγος του Θεού, ευδοκούντος του Θεού Πατρός και συνεργούντος του Αγίου Πνεύματος, διότι μία και κοινή η ενέργεια της Αγίας Τριάδος, γίνεται άνθρωπος διά της Θεοτόκου Μαρίας. Την ανθρώπινη φύση ο Θεός την προσέλαβε από το πιο αγιασμένο πλάσμα Του, τη μικρή κόρη της Ναζαρέτ, έτσι ώστε διά παντός ο Κύριος να φέρει και την ανθρωπότητά Του μαζί με τη Θεότητά Του, «διπλοῦς τήν φύσιν ἀλλ’ οὐ τήν ὑπόστασιν». Λοιπόν, η εν Χριστώ σωτηρία του ανθρώπου που κατανοείται ως εύρεση και πάλι του Θεού μας: «ὁ ἑωρακώς ἐμέ ἑώρακε τον Πατέρα», πραγματοποιείται πια μέσα στο σώμα του Χριστού, «ταῖς πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου» «σύν πᾶσι τοῖς ἁγίοις».

Από την άποψη αυτή είναι ευνόητο ότι η Παναγία Μητέρα «εξαφανίζεται» ως μεμονωμένο πρόσωπο, ή καλύτερα τότε βρίσκει την απόλυτη και οριστική θέση της, (αναδυόμενη στο έπακρο ως η Πρώτη και Μοναδική του Σώματος του Υιού και Θεού της και φανερώνοντας συνεπώς μέσα σε απόλυτο φως την παρουσία Εκείνου), μόνο ως Δεομένη και Οδηγήτρια - πλησιάζουμε την Υπεραγία και Πάναγνη και βρισκόμαστε αυτομάτως ενώπιον Κυρίου και Θεού μας. Και το ίδιο βεβαίως επιτελούν όλοι οι άγιοι: στο πρόσωπό τους τον Χριστό συναντάμε και μάλιστα με δραστικό τρόπο˙ μας ενισχύουν δεόμενοι για εμάς να ενωνόμαστε με τον Κύριο. Διότι «Αὐτός ἐστιν ὁ Σωτήρ τοῦ Σώματος» και «οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενί ἡ σωτηρία».

Είμαστε όμως «συνεργοί Θεοῦ». Απαιτείται και η δική μας θέληση προκειμένου η ενσάρκωσή Του να τελειώνεται και σε εμάς. Και δεν εννοούμε μόνο το άγιο βάπτισμα, αλλά και αυτό που συνιστά την διαρκή ενεργοποίηση του βαπτίσματος, την πνευματική μας ζωή. Πότε αρχίζει να ενεργοποιείται και να ζωντανεύει η χάρη του βαπτίσματός μας, διά του οποίου γίναμε μέλη Χριστού; Όταν αρχίζουμε την πνευματική ζωή, όταν δηλαδή αρχίζουμε και αγωνιζόμαστε για τη μεταμόρφωση των ψεκτών παθών μας ώστε να γίνουν αυτά ένθεα πάθη, αγάπη και αληθινή ταπείνωση. Χωρίς την κινητοποίηση αυτή η χάρη της ενσωμάτωσης στον Κύριο και την Εκκλησία παραμένει κενό γράμμα. Και ο μοναδικός τρόπος που επιτελείται η άγια αυτή μεταμόρφωση είναι η τήρηση των αγίων εντολών του Χριστού. Πιστός που εντάχτηκε με άλλα λόγια στην Εκκλησία τηρεί ό,τι ο Κύριος μας έδωσε ως κατεύθυνση ζωής διά των εντολών Του: το «ἀκολουθεῖν Ἐκείνῳ», με αποτέλεσμα να γίνεται ένα κατοικητήριο του Θεού, ένας ζωντανός ναός του αγίου Πνεύματος, ένας άλλος Χριστός μέσα στον κόσμο.

Κι έτσι προβάλλεται και πάλι το πάντιμο πρόσωπο της Υπεραγίας Θεοτόκου. Διότι η Θεοτόκος όχι μόνο έγινε «ἡ γέφυρα δι’ ἧς κατέβη ὁ Θεός» στον κόσμο, αλλά και μας υποδεικνύει στους αιώνες τους άπαντες ότι ο μόνος τρόπος αποδοχής Του και ενώσεως με Αυτόν είναι η απόλυτη και άκρα υπακοή σε ό,τι Εκείνος μας υποδεικνύει. «Ὅ,τι ἄν λέγῃ ὑμῖν ποιήσατε» είναι η διαρκής προτροπή της, βασισμένη στο ίδιο το προσωπικό της βίωμα: «Ἰδού ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά τό ρῆμά Σου». Και ποιο το αποτέλεσμα στην ίδια της υπακοής αυτής που μπορεί και βιώνει εξίσου και κάθε πιστός; Η σάρκωση του Θεού μέσα στην ύπαρξή της. Το ναι της Παναγίας αποτέλεσε τη συνέχεια του δημιουργικού Λόγου του Θεού, ο Οποίος «είπε και εγενήθησαν» τα πάντα στον κόσμο. Το ίδιο και σ’ Εκείνην: ο λόγος της ως ένα είδος παντοδύναμης ενέργειας δημιουργεί τον «χώρο» για να σκηνώσει και σ’ αυτήν με μοναδικό τρόπο ο Υιός και Λόγος του Θεού.

Η Παναγία μάς ένωσε και μας ενώνει με τον Κύριο: και μοναδικά μέσα από τη σάρκα της, αλλά και μοναδικά μέσα από το παράδειγμά της. Και καθορίζει έτσι και τη δική μας στάση: να σαρκώνουμε αδιάκοπα όσο ζούμε τον Κύριο με την υπακοή μας στο άγιο θέλημά Του˙ να υποδεικνύουμε λόγω και έργω τον Κύριο ως Σωτήρα του κόσμου, βοηθώντας έτσι την άρμοση των ανθρώπων με Εκείνον.

ΟΙ ΚΑΛΟΙ ΖΗΛΩΤΕΣ

 

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ Δ΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

«Ὁ τῆς ἀληθείας ἐξεταστής καί τῶν κρυπτῶν γνώστης Κύριος, τόν Φαρισαῖον τῇ κενοδοξίᾳ νικώμενον καί ταῖς ἐξ ἔργων ἀρεταῖς δικαιούμενον κατέκρινας˙ τόν δέ Τελώνην κατανύξει προσευχόμενον καί ὑπ’ ἐκείνου κατακριθέντα ἐδικαίωσας˙ οὗ καί ἡμᾶς τῆς μετανοίας ζηλωτάς ὁ σταυρωθείς ἀνάδειξον, καί τῆς ἀφέσεως ἀξίωσον ὡς φιλάνθρωπος» (απόστιχα Αίνων Τριωδίου, ήχος δ΄).

(Κύριε, Συ που ερευνάς και εξετάζεις την αλήθεια  και γνωρίζεις τα κρυμμένα, κατέκρινες τον Φαρισαίο, γιατί η κενοδοξία του τον νικούσε και ο ίδιος δικαίωνε τον εαυτό του από τις αρετές των έργων του. Από την άλλη δικαίωσες τον Τελώνη, γιατί προσευχόταν με κατάνυξη και κατέκρινε ο ίδιος τον εαυτό του (ενώ κατακρίθηκε και από τον Φαρισαίο). Συ λοιπόν Εσταυρωμένε Κύριε, ανάδειξε και εμάς ζηλωτές της μετανοίας του Τελώνη και αξίωσέ μας της συγχώρησης των αμαρτιών μας ως φιλάνθρωπος).

Τον Φαρισαίο και τον Τελώνη από την ομώνυμη παραβολή του Κυρίου προβάλλει για μία ακόμη φορά ο άγιος υμνογράφος Ιωσήφ. Με σκοπό να αποφύγουμε το αρνητικό παράδειγμα του Φαρισαίου και να ακολουθήσουμε το θετικό παράδειγμα του Τελώνη. Γιατί; Διότι ο Φαρισαίος είχε ως στοιχεία ζωής ό,τι ο Κύριος απεχθάνεται: την κενοδοξία, η οποία οδηγεί στη δαιμονική υπερηφάνεια, και την αυτοδικαίωση ως καύχηση για τα ενάρετα έργα μας. Το αλαζονικό αυτό ήθος του Φαρισαίου ήταν και είναι όπου απαντάται το ήθος του Εωσφόρου, ο οποίος πρώτος αρχάγγελος ξέπεσε λόγω ακριβώς της ελλείψεως αυτογνωσίας του, αφού το εκ Θεού φως του το προσέγραψε στον εαυτό του: πίστεψε ότι αυτό που ήταν δωρεά του Θεού ήταν κάτι δικό του, πήγαζε από τον ίδιο! Κενοδόξησε λοιπόν και υπερηφανεύτηκε, αυτοδικαιώθηκε, ξέπεσε και έγινε σατανάς, αντικείμενος δηλαδή στον Θεό, «απολαμβάνοντας» τα επίχειρα της απόνοιάς του: τη δυστυχία του και την κόλασή του, αφού δεν έδειξε και κανένα ίχνος μετανοίας του.  «Ἐθεώρουν τόν σατανᾶν ὡς ἀστραπήν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ πεσόντα», κατά τον αποκαλυπτικό λόγο του Κυρίου.

Ο Τελώνης από την άλλη είχε τα στοιχεία στα οποία αρέσκεται ο Κύριος. Όχι βεβαίως την αμαρτωλή πρότερη ζωή του, αλλά τη μετάνοια που επέδειξε, φανέρωση της ταπείνωσής του, γεγονός που τον έκανε να ελκύσει τον ταπεινό Θεό μας – ο Κύριος βρήκε πρόσφορο έδαφος στην καρδιά του για να λειτουργήσει η χάρη Του. «Ταπεινοῖς ὁ Θεός δίδωσι χάριν». Κι αυτό σημαίνει διαχρονικά ότι όπου υπάρχει άνθρωπος ο οποίος μετανοεί για τις αμαρτίες του, δηλαδή με ταπείνωση αναγνωρίζει ότι ξέφυγε από τον δρόμο του Θεού Πατέρα του και στρέφεται με ελπίδα στη φιλανθρωπία Του, αυτός και σώζεται και δικαιώνεται: ο Πατέρας τον συγχωρεί και τον αποκαθιστά στη θέση που του πρέπει˙ τη θέση του αγαπημένου παιδιού!

Τι συγκεκριμένα, κατά τον άγιο ποιητή, εκφράζει το ήθος της μετάνοιας και της ταπείνωσης, το ήθος δηλαδή της αγιότητας; Η εν κατανύξει προσευχή και η αυτομεμψία. Η προσευχή δηλαδή με δάκρυα και πένθος, όπως και η ανάληψη της ευθύνης για όσα άσχημα και αμαρτωλά κάναμε και κάνουμε στη ζωή μας, λόγω, έργω ή διανοία. Ιδίως το τελευταίο θεωρείται το κατεξοχήν αποδεικτικό της αληθινής μετάνοιας, όπως το είδαμε και στον Τελώνη που ο ίδιος κατέκρινε τον εαυτό του. Γιατί υπάρχει πάντοτε η τάση της δικαιολόγησης του εαυτού μας και της επιρρίψεως της ευθύνης στους άλλους, ακόμη και για τα εξώφθαλμα δικά μας σφάλματα. Το πρώτο που έρχεται δυστυχώς σε κάθε αστοχία και παραβατικότητά μας είναι το «δεν φταίω εγώ, αλλά ο άλλος» - ό,τι δυστυχώς έπραξαν και οι πρωτόπλαστοι που ενώ αμάρτησαν έσπευσαν να μεταθέσουν τις ευθύνες τους ο ένας στον άλλον ή και στον διάβολο, όχι όμως στον εαυτό τους! Γι’ αυτό και έχασαν και τον Παράδεισο.

Λοιπόν, ο άγιος υμνογράφος μάς βοηθάει δραστικά την περίοδο αυτή της μετανοίας: το ήθος του Τελώνη είναι αυτό που πρέπει να έχουμε προ οφθαλμών, η κατανυκτική προσευχή του και το «δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τά ἐμά πταίσματα καί μή κατακρίνειν τόν ἀδελφόν μου». Και το συντριπτικό επιχείρημα του αγίου Ιωσήφ: ο Κύριος είναι «ὁ ἐτάζων καρδίας καί νεφρούς», τίποτε δεν είναι κρυφό ενώπιον των οφθαλμών Του, ούτε και η παραμικρή σκέψη μας και η παραμικρή κλίση της καρδιάς μας. Το να αρνηθούμε την ευθύνη μας για τη ζωή μας συνεπώς συνιστά τον ορισμό του «στρουθοκαμηλισμού» μας!  

Τετάρτη 22 Μαρτίου 2023

«ΠΑΡΑΔΟΞΑ» ΚΑΙ «ΣΚΛΗΡΑ» ΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

(Κύρια σημεία ομιλίας στις Πυλές Καρπάθου,

 19 Μαρτίου 2023, Κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως)

Α. (1) Ο λόγος του Χριστού: όχι ένας ανθρώπινος λόγος, έστω φιλοσοφικός και στοχαστικός. Ο ανθρώπινος λόγος εκφράζει τις ανθρώπινες δυνατότητες, οι οποίες όσο σωστές και καλές κι αν είναι μεταφέρουν την πεσμένη στην αμαρτία ανθρώπινη φύση. Κι αυτό σημαίνει ότι ο ανθρώπινος λόγος δεν έχει τη δύναμη να «σηκώσει» τον άνθρωπο από την εμπαθή προσκόλλησή του στον κόσμο και τη γοητεία της αμαρτίας του. Το βλέπουμε στις διάφορες φιλοσοφίες αλλά και στις διάφορες θρησκείες.

(2) Ο λόγος Του αποκάλυψη Θεού και μία άλλη μορφή παρουσίας Του – φορέας της παντοδύναμης ενέργειάς Του: μη ξεχνάμε ότι «τω λόγω του Κυρίου οι ουρανοί εστερεώθησαν». «Αυτός είπε και εγενήθησαν, Αυτός ενετείλατο και εκτίσθησαν», ο λόγος Του δηλαδή, ο ίδιος ο Κύριος, είναι ο Δημιουργός.  Ο Χριστός, κατά τη δική Του υπόδειξη μάλιστα, «κρύβεται» μέσα στα λόγια Του. «Εάν με αγαπάτε, τηρήστε τις εντολές μου κι εγώ θα σας φανερωθώ και με τον Πατέρα μου θα έλθω να κατοικήσω μέσα μας και να γίνετε μοναστήρι μας». «Πυρ ήλθον βαλείν και τι θέλω ει ήδη ανήφθη» -  τα λόγια Του φωτιά του αγίου Πνεύματος, που κατακαίουν τα πάθη και φωτίζουν την ύπαρξη του ανθρώπου. Ήδη από την Π. Δ. ακούγεται ο φοβερός προφητικός λόγος: «το λόγιόν μου πεπυρωμένον σφόδρα»!

(3) Γι’  αυτό και κάθε λόγος Του και κάθε εντολή Του συνιστά σωτηρία για τον άνθρωπο: τον επαναφέρει στην κανονική και φυσιολογική του πορεία. Ο λόγος του Χριστού συνιστά την «οδόν» πάνω στην οποία βαδίζοντας ο πιστός φτάνει στη Βασιλεία του Θεού.

(4) Ο όποιος λόγος Του λοιπόν, όσο «σκληρός» και «παράδοξος» ακούγεται, λειτουργεί προς ευεργεσία του ανθρώπου. Ο χαρακτηρισμός της σκληρότητας οφείλεται στον πεσμένο στην αμαρτία άνθρωπο – η προσκόλλησή μας στα πάθη μας μάς κάνει να θεωρούμε σκληρά αυτά που μας ευεργετούν και μας θεραπεύουν. Μοιάζει τούτο με τα φάρμακα: μας πικραίνουν, αλλά είναι προς ιατρεία της όποιας αρρώστιας μας.

Β. Μερικά «σκληρά και παράδοξα» λόγια του Χριστού.

1. «Τό ὅτι ἐζητεῖτέ με;» (Λουκ. 2, 49) (Γιατί με ζητούσατε;)

Η παράδοξη απάντηση του μικρού δωδεκαετούς Ιησού όταν επί τριήμερο που είχε «εξαφανιστεί» τον αναζητούσαν η Παναγία μητέρα Του και ο θεωρούμενος πατέρας Του Ιωσήφ. «Παιδί μου, γιατί μας το έκανες αυτό;» του λέει γεμάτη αγωνία η Παναγία Μητέρα, για να δώσει Εκείνος ήδη «μικρούλης» στην ηλικία τη συγκλονιστική και ακατανόητη και για την Παναγία συγκεκριμένη απάντηση. «Δεν ξέρατε ότι έπρεπε να βρίσκομαι στο σπίτι του Πατέρα Μου;». Κι αυτό τι σημαίνει;  Την αυτοσυνειδησία του Κυρίου ότι είναι ο ενανθρωπήσας Θεός ήδη από τη στιγμή της συλλήψεώς Του μέσα στην κοιλιά της Παναγίας. Δεν πρόκειται για έναν άνθρωπο που έρχεται στον κόσμο και σταδιακά μετά από κάποια αποκάλυψη συνειδητοποιεί ότι «ωρίμασε» - ό,τι πρέσβευε ο αιρεσιάρχης Νεστόριος, ο οποίος κήρυσσε ότι η Παναγία γέννησε τον άνθρωπο Χριστό (Χριστοτόκος) και έπειτα ήλθε σ’ αυτόν ο Λόγος του Θεού. Οπότε στη συγκεκριμένη απάντηση του Κυρίου κατανοούμε με φωτισμό Θεού ότι ο Χριστός είναι ο Θεός που έγινε και άνθρωπος. «Διπλούς την φύσιν αλλ’  ου την υπόστασιν». Πρόκειται για τη θεολογία των Γ΄ και Δ΄ Οικουμ. Συνόδων που εξέφρεσαν την πίστη της Εκκλησίας για τον Ιησού Χριστό.

2. «Ὅς δ’ ἄν σκανδαλίσῃ ἕνα τῶν μικρῶν τούτων τῶν πιστευόντων εἰς ἐμέ, συμφέρει αὐτῷ ἵνα κρεμασθῇ μύλος ὀνικός εἰς τόν τράχηλον αὐτοῦ καί καταποντισθῇ ἐν τῷ πελάγει τῆς θαλάσσης» (Ματθ. 18, 6) (Όποιος γίνει αφορμή  να κλονιστεί ένας απ’ αυτούς τους μικρούς που πιστεύουν σ’ εμένα, είναι προτιμότερο γι’ αυτόν να κρεμάσει μια μυλόπετρα στον λαιμό του και να καταποντιστεί στη θάλασσα).

Ο λόγος Του που αποτιμά την αυτοκτονία ως κατώτερη κατάσταση από τον σκανδαλισμό ενός ανθρώπου και μάλιστα παιδιού. Τα λόγια αυτά πρέπει να προσεχτούν ιδιαιτέρως, γιατί μας τονίζουν ότι το βασικό κριτήριο που φανερώνει τη χριστιανικότητά μας ή όχι είναι ακριβώς η στάση μας έναντι του κάθε συνανθρώπου μας, κατεξοχήν του θεωρούμενου πιο μικρού και ταπεινού. Κι η στάση μας αυτή είναι του άπειρου σεβασμού και της ειλικρινούς και ανιδιοτελούς αγάπης, η οποία ανάγεται στον ίδιο τον Κύριο και Θεό μας. «Εφ’  όσον εποιήσατε ενί τούτων των ελαχίστων εμοί εποιήσατε». Έτσι καταλαβαίνουμε και την «ευαισθησία» του απ. Παύλου που ομολογούσε: «Προκειμένου να μη σκανδαλίσω έναν απλό συνάνθρωπό μου προτιμώ να μη φάω κρέας ποτέ μου».

3. «Εἶπε δέ τις αὐτῷ˙ ἰδού ἡ μήτηρ σου καί οἱ ἀδελφοί σου ἑστήκασιν ἔξω ζητοῦντές σε ἰδεῖν. Ὁ δέ ἀποκριθείς εἶπε τῷ λέγοντι αὐτῷ˙ τίς ἐστιν ἡ μήτηρ μου καί τίνες εἰσίν οἱ ἀδελφοί μου; Καί ἐκτείνας τήν χεῖρα αὐτοῦ ἐπί τούς μαθητάς αὐτοῦ ἔφη˙ ἰδού ἡ μήτηρ μου καί οἱ ἀδελφοί μου. Ὅστις γάρ ἄν ποιήσῃ τό θέλημα τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς, αὐτός μου ἀδελφός καί ἀδελφή καί μήτηρ ἐστίν» (Ματθ. 12, 47-50) (Του λέει κάποιος: «Η μητέρα σου και τ’ αδέλφια σου στέκουν έξω και θέλουν να σε δουν». Εκείνος απάντησε σ’ αυτόν που του το είπε: «Ποια είναι η μητέρα μου και ποια είναι τ’ αδέρφια μου;» Και δείχνοντας με το χέρι του τους μαθητές του είπε: «Να η μητέρα μου και τ’ αδέρφια μου. Γιατί όποιος ἐφαρμόζει το θέλημα του ουράνιου Πατέρα μου, αυτός είναι αδελφός και αδελφή και μητέρα μου».

Οι φυσικές σχέσεις αξιολογούνται μέσα στο πλαίσιο της σχέσεως με τον Θεό. Ο Κύριος ήλθε προκειμένου να μας εντάξει μέσα στον εαυτό Του ώστε να βλέπουμε Θεού πρόσωπο. Η σχέση με τον Χριστό είναι η προτεραιότητα της ζωής μας: «ζητείτε πρώτον την Βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην Αυτού και πάντα ταύτα προστεθήσεται υμίν». Οπότε κατανοεί κανείς ότι ο πνευματικός σύνδεσμος που συνδέει τους πιστούς μέσα στην Εκκλησία: να είμαστε μέλη Χριστού και αλλήλων μέλη, είναι ό,τι ανώτερο και ιερότερο. Οι φυσικοί δεσμοί έτσι σχετικοποιούνται, γιατί δεν έχουν αιώνια προοπτική. Το αιώνιο στοιχείο καθορίζει την πορεία μας πάνω στη γη. «Διά πίστεως περιπατούμεν, ου δι’ είδους». «Ου σκοπούμεν τα βλεπόμενα, αλλά τα μη βλεπόμενα. Τα γαρ βλεπόμενα πρόσκαιρα, τα δε μη βλεπόμενα, αιώνια».

4. «Ὁ φιλῶν πατέρα ἤ μητέρα ὑπέρ ἐμέ οὐκ ἔστι μου ἄξιος καί ὁ φιλῶν υἱόν ἤ θυγατέρα ὑπέρ ἐμέ οὐκ ἔστι μου ἄξιος» (Ματθ. 10, 37) (Όποιος αγαπάει τον πατέρα του ἤ τη μάνα του παραπάνω από μένα, δεν είναι άξιος για μαθητής μου. Κι όποιος αγαπάει τον γιο του ή τη θυγατέρα του παραπάνω από μένα, δεν είναι άξιος για μαθητής μου).

Η απολυτότητα της αγάπης προς τον Χριστό υπέρ πάσα άλλη αγάπη. Η φράση αυτή προεκτείνει το προηγούμενο σκεπτικό. Καλούμαστε ως πιστοί όλη τη δύναμη της ψυχής και του σώματός μας να την προσανατολίζουμε προς τον Θεό και την αγάπη μας προς Εκείνον. Διότι όχι μόνο είμαστε δημιουργημένοι για τον σκοπό αυτόν: «ότι εξ Αυτού και δι’  Αυτού και εις Αυτόν τα πάντα», αλλά διότι μόνον έτσι μπορεί κανείς να αγαπήσει σωστά και καθαρά και τη γυναίκα του και τα παιδιά του και ό,τι υφίσταται μέσα στον κόσμο. Πάντοτε δηλαδή η ματιά μας πρέπει να είναι η ματιά εν Χριστώ. Αν δεν βάζουμε τον Χριστό σε ό,τι κάνουμε, λέμε ή σκεπτόμαστε, τότε αυτά «λερώνονται» από τον εγωισμό που ενυπάρχει έτσι κι αλλιώς μέσα μας λόγω της πτώσεως του ανθρώπου στην αμαρτία.

5. «Οὐαί ὑμῖν, γραμματεῖς καί Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι παρομοιάζετε τάφοις κεκονιαμένοις, οἵτινες ἔξωθεν μέν φαίνονται ὡραῖοι, ἔσωθεν δέ γέμουσιν ὀστέων νεκρῶν καί πάσης ἀκαθαρσίας… Ὄφεις, γεννήματα ἐχιδνών» (Ματθ. 23, 27.33) (Αλίμονό σας, γραμματείς και Φαρισαίοι υποκριτές, γιατί μοιάζετε με τάφους ασβεστωμένους, που εξωτερικά φαίνονται ωραίοι, εσωτερικά όμως είναι γεμάτοι κόκαλα νεκρών και κάθε λογής ακαθαρσίας… Φίδια, γεννήματα οχιάς…).

Ο λόγος Του φαίνεται «υβριστικός» και προσβλητικός. Μα ο Χριστός δεν ήλθε να χαϊδέψει τα ανθρώπινα αυτιά. Ο λόγος Του, κατά τον Παύλο, «τομώτερος υπέρ πάσαν δίστομον μάχαιραν». Γιατί ήλθε να καλέσει τους ανθρώπους σε μετάνοια, δηλαδή να φύγουν από την εμπάθειά τους και να Τον αποδεχτούν ολοκληρωτικά. Και ο Κύριος βεβαίως διακρίνει την αμαρτία από τους αμαρτωλούς. Τη διαστροφή των Ιουδαίων αρχόντων καταδίκαζε και όχι τους ίδιους ως πρόσωπα, για τους οποίους άλλωστε και σταυρώθηκε, αίροντας την αμαρτία τους και προσφέροντάς τους τη δικαιοσύνη Του.

6. «Μη θέλετε και υμείς υπάγειν;» (Ιω. 6, 67).

 Ο Χριστός δεν θέλει οπαδούς, αλλά πιστούς που Τον ακολουθούν έστω και με θυσία της ζωής τους. Κι είπε τον λόγο τούτο, όταν μίλησε για τη θεία Κοινωνία ως μετοχή στο σώμα και το αίμα Του. «Σκληρός εστιν ο λόγος. Τις δύναται αυτού ακούειν;» - ήταν η εκτίμηση πολλών από αυτούς που Τον ακολουθούσαν. Για να τονιστεί ότι ο Κύριος ζητάει το καθοριστικότερο στοιχείο που χαρακτηρίζει εμάς τους ανθρώπους, προκειμένου να Τον ακολουθούμε: την ελεύθερη βούλησή μας. Χωρίς να θέλουμε κι εμείς την προσφορά Του, χωρίς και τη δική μας συνέργεια, δεν γίνεται τίποτε για τη σωτηρία και τη σχέση μας με τον Θεό. «Όστις θέλει οπίσω μου ελθείν…» τόνισε. «Οι βουλόμενοι αθλήσαι…» συνεχίζει και η Εκκλησία μας. Η ελευθερία: το μεγαλύτερο αγαθό που μη χρησιμοποιούμενο ορθά βεβαίως γίνεται και η αιτία της καταδίκης μας.

7. «Οὐαί τῷ ανθρώπῳ ἐκείνῳ δι’ οὗ ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται˙ καλόν ἦν αὐτῷ εἰ οὐκ ἐγεννήθη ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος» (Ματθ. 26, 24) (Αλίμονο στον άνθρωπο εκείνον που θα προδώσει τον Υιό του Ανθρώπου. Θα ’ταν καλύτερα γι’ αυτόν να μην είχε γεννηθεί».

Η αποτίμησή Του για τον μαθητή Του Ιούδα. Ένας από τους παραδοξότερους λόγους του Κυρίου: Εκείνος που συνήργησε ώστε να έλθει ως άνθρωπος στον κόσμο ο Ιούδας, ο Ίδιος κάνει την αποτίμηση. Βρισκόμαστε μπροστά σε μέγιστο μυστήριο που αποκαλύπτει και πάλι το πόσο ο Κύριος σέβεται την ελευθερία μας. Παλεύει να την υποκινήσει, να τη γοητεύσει, αλλά την τελική απάντηση την αφήνει πάντοτε σ’  εμάς.

8. «Ὕπαγε ὀπίσω μου, σατανᾶ ὅτι οὐ φρονεῖς τά τοῦ Θεοῦ, ἀλλά τά τῶν ἀνθρώπων» (Μάρκ. 8, 33) (Φύγε από μπροστά μου, σατανά! Δεν σκέφτεσαι όπως θέλει ο Θεός αλλά όπως θέλουν οι άνθρωποι). 

Ο λόγος Του προς τον μαθητή Του Πέτρο, όταν εκείνος προσπάθησε να τον αποτρέψει από το πάθος Του! Εξέφρασε την αγάπη του ο Πέτρος προς τον δάσκαλό Του, αλλά η αγάπη του αυτή ήταν απλώς συναισθηματική, εντελώς ανθρώπινη, στο βάθος εγωιστική και άπιστη. Διότι προτρέποντας τον Κύριο ο Πέτρος να μην ακολουθήσει το θέλημα του Θεού φανέρωνε ότι τελικώς δεν αποδέχεται τον Κύριο – «Κύριος» γινόταν ο ίδιος και όχι ο πραγματικός Κύριος ως Θεός. Παρόμοια φερόμαστε συχνά οι άνθρωποι, υποκινώντας και προτρέποντας αγαπημένους συνανθρώπους μας να «σώσουν» τη ζωή τους, διαγράφοντας όμως το θέλημα του Θεού. Γινόμαστε «όπλα» του Πονηρού από τα εκ δεξιών λεγόμενα. Δηλαδή φαίνεται ότι κάνουμε κάτι καλό, αλλά στην πραγματικότητα υπηρετούμε το πονηρό και τον Πονηρό.

9. «Μή μοῦ ἅπτου˙ οὔπω γάρ ἀναβέβηκα πρός τον πατέρα μου» (Ιω. 20, 17) (Μη μ’ αγγίζεις, της λέει ο Ιησούς, γιατί δεν ανέβηκα ακόμα προς τον Πατέρα μου).

Ο λόγος του αναστημένου Κυρίου προς τη Μαρία τη Μαγδαληνή. Πράγματι παράδοξος και αυτός ο λόγος. Τι πιο φυσικό για τη Μαρία που αγαπούσε υπερβαλλόντως τον Κύριο, ο Οποίος την είχε απαλλάξει από την καταδυναστεία των παθών της για να ζήσει ελεύθερα, από το να γονατίσει και να αγκαλιάσει τα πόδια Του; Το ίδιο άλλωστε δεν είχε συμβεί, δύο φορές μάλιστα με άλλες γυναίκες,  μπορεί και μπροστά της εφόσον ήταν ακόλουθη του Κυρίου;  Η άσωτη πόρνη που πρόσφερε το πανάκριβο μύρο στα πόδια του Κυρίου, σκουπίζοντάς τα με τα μαλλιά της, κι έπειτα και η Μαρία η αδελφή του Λαζάρου που προέβη σε παρόμοια κίνηση; Πώς λοιπόν τώρα ο Κύριος με αυστηρό τρόπο την αποτρέπει από το άγγιγμά Του; Διότι μετά την Ανάσταση του Κυρίου ο μόνος τρόπος προσέγγισής Του δεν είναι ο αισθητός, όπως όταν ήταν εν σώματι με τους μαθητές Του, αλλά είναι μέσα από τη Θεία κοινωνία και μέσα από την τήρηση των αγίων Του εντολών – μία προσέγγιση κατά πολύ ανώτερη από ένα άγγιγμα σωματικό, αφού με τη θεία Κοινωνία γινόμαστε σύσσωμοι και σύναιμοι με τον Ίδιο. Ο απόστολος Παύλος λέει κάτι παρεμφερές που φωτίζει την αλήθεια αυτή: Το αν είχα δει τον Κύριο όσο βρισκόταν στον κόσμο τούτο δεν μου προσθέτει τίποτε. Η πνευματική μου σχέση μ’ Εκείνον είναι το σημαντικό.

10. «Αρκεί σοι η χάρις μου. Η γαρ δύναμίς μου εν ασθενεία τελειούται» (Β΄ Κορ. 12, 9) (Σου αρκεί η χάρη μου, γιατί η δύναμή μου φανερώνεται στην πληρότητά της μέσα στην αδυναμία σου).

Ο λόγος του Χριστού στον πονεμένο απόστολο Παύλο. Πρόκειται για τη συμμετοχή στο πάθος του Κυρίου που ανάγει τον άνθρωπο στην Ανάσταση ήδη από τη ζωή αυτή. Όπως ο Κύριος πάνω στον Σταυρό φανερώνει την παντοδυναμία Του, έτσι και ο πιστός: μέσα από τη σωματική αδυναμία του, μέσα από τους πόνους και τις αρρώστιες του, όταν τα αντιμετωπίζει εν πίστει και με αίσθηση ότι είναι μέλος Χριστού, στην πραγματικότητα οδηγείται στη μεγαλύτερη δύναμη που μπορεί να φτάσει. Η αδυναμία του συνιστά την προϋπόθεση για να ενεργοποιηθεί η δύναμη του Χριστού μέσα στην ύπαρξή του. Όσο δηλαδή μειώνεται ο ίδιος, τόσο και αυξάνεται εν αυτώ ο Κύριος. «Όταν ασθενώ, τότε δυνατός ειμι». Από την άποψη αυτή όταν αρχίζουμε να πονάμε και να μην αισθανόμαστε καλά, όταν αρχίζουμε δηλαδή να φαίνεται ότι χάνουμε τον κόσμο κάτω από τα πόδια μας, τότε πρέπει να στρέφουμε τον λογισμό μας στον τρόπο που ενεργεί ο Θεός μας: μας έχει παραλάβει για να μας οδηγήσει σε παραπάνω επίπεδο! Κι επίσης κατανοούμε ότι μάλλον οι πιο ισχυρές περιοχές της γης, αυτές που περικλείουν την παντοδυναμία της χάρης του Θεού είναι τα νοσοκομεία, οι κλινικές, τα κρεβάτια των αρρώστων. Μπροστά στον άρρωστο πρέπει μάλλον να σκύβουμε το κεφάλι και να βγάζουμε τα υποδήματά μας: βρισκόμαστε σε τόπο ιερό. Κι αυτό ασφαλώς όχι μόνο στους άλλους, αλλά και σε εμάς τους ίδιους.  

Γ. «Η Εκκλησία ζει και προβάλλει έναν Χριστό επικίνδυνο για το βόλεμά μας, για τη νοοτροπία και τον πολιτισμό. Και είναι επικίνδυνος ο Χριστός γιατί στην εγωιστική παντοδυναμία του ανθρώπου προβάλλει την θυσία του Θεανθρώπου. Ο Χριστός της Εκκλησίας δεν είναι ένας δάσκαλος, αλλά ο Σωτήρας όλων μας, δεν μιλά μόνο για Αγάπη αλλά κάνει πράξη την Αγάπη, θυσιάζοντας την ύπαρξη Του για να ζήσουμε αιώνια, με την απόλυτη γνώση ότι και οι μετά απ’ Αυτόν θα εξακολουθούν  καθημερινά να Τον Σταυρώνουν με τις αμαρτίες τους και πολλοί δεν θα πιστεύουν.

Είναι επικίνδυνος ο Χριστός της Εκκλησίας γιατί ενώ είναι  Θεός γίνεται άνθρωπος και πεθαίνει για μας, ενώ ξέρει ότι ο άνθρωπος θα εξακολουθεί να έχει ως θεό τον εαυτό του. Είναι επικίνδυνος ο Χριστός της Εκκλησίας γιατί ξέρει να συγχωρεί και να βάζει τον Ληστή στον Παράδεισο, ενώ σήμερα ο άνθρωπος ξέρει μονάχα να κατακρίνει τον άλλο και να τον κάνει κόλασή του. Είναι επικίνδυνος γιατί δέχεται τον άνθρωπο όπως είναι, με τα τραύματά του, με τις αδυναμίες του και τον μεταμορφώνει, ενώ ο άνθρωπος δέχεται μόνο τους τέλειους της διαφήμισης κι αυτούς που κάνουν τα θελήματά του.

Είναι επικίνδυνος ο Χριστός γιατί προσφέρει την αναρχία της Αγάπης, ενώ η ανθρώπινη εξουσία στηρίζεται στο δίκιο του οικονομικά ισχυρού. Είναι επικίνδυνος γιατί προτείνει μιαν αλλιώτικη ζωή βασισμένη στην ευαισθησία για τον Άλλο, ενώ η εποχή μας μιλάει μόνο για τα ατομικά δικαιώματα που μετριούνται με μεζούρες. Είναι επικίνδυνος γιατί μιλάει για Πόνο και Κόπο, ενώ οι άνθρωποι τα θέλουν όλα χωρίς να κοπιάσουν για τίποτα. Είναι επικίνδυνος γιατί δίνει σ’ όλους μας το χέρι της Ανάστασης κι εμείς μάθαμε να βασιζόμαστε μόνο στα δικά μας χέρια. Μας δίνει το Σώμα και το Αίμα Του, αντί για τα άχυρα της καθημερινότητας. Είναι επικίνδυνος ο Χριστός της Εκκλησίας γιατί μας έδωσε την ελευθερία, αντί για την υποδούλωση στα πάθη, την αδιαφορία, την καλοπέραση!

Ζούμε οι περισσότεροι έναν ακίνδυνο Χριστό, έναν «γλυκό» άνθρωπο. Καιρός να ζήσουμε τον επικίνδυνο Θεάνθρωπο, αυτόν που βάζει μαχαίρι στις καρδιές μας και τις κάνει κομμάτια, για να μοιραστούν σε όλους, από Αγάπη και για την όντως Ελευθερία. Κι όσο αυτοί που κατευθύνουν τις ζωές μας νιώθουν πως υπάρχει ο επικίνδυνος Χριστός, τόσο θα αγωνίζονται να κρατήσουν και να κρατήσουμε τον ακίνδυνο» (π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός).