Παρασκευή 18 Ιουνίου 2021

Η ΑΠΟΔΟΣΙΣ ΤΗΣ ΑΝΑΛΗΨΕΩΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ

Με την απόδοση της Αναλήψεως του Κυρίου, όπως συμβαίνει και με κάθε μεγάλη Δεσποτική και Θεομητορική εορτή, η Εκκλησία μας προβάλλει και πάλι τη μεγαλειώδη θεολογία της για το τελευταίο αυτό γεγονός της επί γης πορείας του Κυρίου μας: ολοκλήρωση του απολυτρωτικού έργου Του, (συνεπώς αποκατάσταση της σχέσεως του ανθρώπου με τον Δημιουργό Του που είχε διασαλευτεί και χαθεί λόγω της αμαρτίας των προπατόρων), υπόσχεση αποστολής του Αγίου Πνεύματος ως του Παρακλήτου που θα καθιστά προσωπικό και οικείο το έργο της σωτηρίας που επιτέλεσε Εκείνος, αναγγελία της και πάλι μετά δόξης αυτήν τη φορά δευτέρας ελεύσεώς Του, (σε χρόνο όμως άδηλο, που σημαίνει ότι έκτοτε, μετά την εις Ουρανούς άνοδό Του και την εκ δεξιών του Πατρός με το σώμα Του καθέδρα Του, η κάθε στιγμή μπορεί να είναι η στιγμή της Παρουσίας Του αυτής).

Κι ένα στοιχείο που τονίζει πολλές φορές η εκκλησιαστική υμνολογία της Αναλήψεως ως καρπό της σωτηρίας που έφερε ο Κύριος είναι η ανακαίνιση ακριβώς του ανθρώπου από τη φθορά που του επέφερε η αμαρτία. Δειγματοληπτικά επ’ αυτού παραθέτουμε λόγω της περιεκτικότητάς του  έναν ύμνο από την ωδή α΄ του κανόνα της εορτής (που κι άλλοτε μας είχε απασχολήσει), ποίημα του υμνογράφου Ιωσήφ του Θεσσαλονίκης.

«Γηράσαντα, Κύριε, κόσμον πολλοῖς ἁμαρτήμασι, καινίσας τῷ πάθει σου καί τῇ ἐγέρσει σου, ἀνελήλυθας, ὀχούμενος νεφέλῃ, πρός τά ἐπουράνια∙ δόξα τῇ δόξῃ σου» (Κύριε, αφού ανακαίνισες με το πάθος Σου και την Ανάστασή Σου τον κόσμο που γέρασε λόγω των πολλών αμαρτιών του, ανήλθες πάνω σε νεφέλη προς τα επουράνια. Δοξολογούμε τη δόξα Σου).

  Τι δηλώνει ο άγιος υμνογράφος; Πρώτα από όλα τη βασική συνέπεια της αμαρτίας: τη φθορά και τη γήρανση. Η αμαρτία ως ανυπακοή προς το θέλημα του Θεού δεν ήταν και δεν είναι χωρίς συνέπειες. Δεν πρόκειται για μία απλή αστοχία ή για μία απλή παράβαση ενός ηθικού κανόνα, οπότε στην περίπτωση αυτή δεν «παθαίνει» τίποτε ο άνθρωπος στην ουσία του. Η αμαρτία αντανακλά στο κέντρο της ύπαρξης του ανθρώπου, συνιστά οντολογικό γεγονός που λένε οι θεολόγοι, που σημαίνει ότι τραυματίζει καίρια τον άνθρωπο, την ψυχή και το σώμα του. Διότι ακριβώς χωρίζει τον άνθρωπο από την πηγή της ζωής του τον Θεό. Το είχε αποκαλύψει απαρχής ο Δημιουργός, όταν έδωσε εντολή στους προπάτορες να μην πλησιάσουν «τό δένδρον τῆς γνώσεως τοῦ καλοῦ καί τοῦ κακοῦ» (χαρακτηρισμός εκ των υστέρων λόγω των αποτελεσμάτων της αμαρτίας): «Ἐάν φάγητε καί μή εἰσακούσητέ μου, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε». Λοιπόν, «διά τῆς ἁμαρτίας ὁ θάνατος». Ενώ η δημιουργία του ανθρώπου σ’ έναν κόσμο που δεν χαρακτηριζόταν από τη φθορά είχε προοπτική αθανασίας και αφθαρσίας, λόγω της ανυπακοής του εκπίπτει, και για όλον τον κόσμο, σε φθορά και σε θάνατο. Όπου υπάρχει λοιπόν η αμαρτία, εκεί υπάρχει η γήρανση, η φθορά δηλαδή που καταλήγει στον θάνατο – η αμαρτία «ρουφάει» κάθε ικμάδα ζωής, απονευρώνει τον άνθρωπο, τον κάνει ένα κινούμενο σκελετό: πρωτίστως ψυχικά κι έπειτα και σωματικά.

Ο Χριστός ήλθε, σαρκώθηκε, σταυρώθηκε, αναστήθηκε, προκειμένου ακριβώς να μας δώσει και πάλι πίσω τη ζωή, να μας ενώσει μέσω του Εαυτού Του με τον Θεό που είναι η πηγή της ζωής. «Ἐγώ ἦλθον ἵνα ζωήν ἔχωσιν καί περισσόν ἔχωσιν». Η ανάληψή Του είναι η επιβεβαίωση ότι όντως πραγματοποιήθηκε αυτό το ανακαινιστικό έργο, μοναδικό στην παγκόσμια ιστορία – ούτε υπήρξε παρόμοιο ποτέ ούτε πρόκειται να υπάρξει άλλο. Διότι ο Χριστός είναι ο ενανθρωπήσας Θεός. Εκείνος «ἔκλινεν οὐρανούς καί κατέβη» και σήκωσε για χάρη μας το φράγμα που μας χώριζε από τον Θεό, συνεπώς πια εν Χριστώ βλέπουμε Θεού πρόσωπο. «Ὁ ἑωρακώς ἐμέ ἑώρακε τόν Πατέρα». Κι όπως σημειώσαμε και παραπάνω: Μετά την ανάληψή Του έστειλε το Πανάγιον Πνεύμα που ως έργο Του έχει την οικείωση της σωτηρίας που έφερε ο Χριστός στην καρδιά του ανθρώπου – εν Αγίῳ Πνεύματι, δηλαδή στην Εκκλησία που ενεργοποιείται από το Άγιον Πνεύμα,  ο άνθρωπος γνωρίζει και καταλαβαίνει τον Χριστό, γινόμενος ένας άλλος Χριστός μέσα στον κόσμο.

Λοιπόν, «εἴ τις ἐν Χριστῶ καινή κτίσις» (όποιος είναι ενωμένος με τον Χριστό είναι καινούργια δημιουργία). Διότι ο Ίδιος ήλθε για τον σκοπό αυτό. «Ἰδού καινά ποιῶ πάντα» (Να, όλα τα κάνω καινούργια). Από την άποψη αυτή ό,τι έχει Χριστό είναι ανακαινισμένο∙ ό,τι δεν έχει, έστω κι αν φαίνεται νέο, είναι παλαιό. Και πώς αλλιώς; Χωρίς Χριστό κάθε τι ανακυκλώνει απλώς τα φθαρμένα υλικά του πεσμένου στην αμαρτία κόσμου. Γι’ αυτό και ο χριστιανός στέκει με επιφύλαξη απέναντι σε οτιδήποτε στον κόσμο υπόσχεται «αλλαγές» και «νέες» καταστάσεις. Αν όντως αυτό το θεωρούμενο νέο αποτελεί φανέρωση Χριστού, δηλαδή παρουσιάζει σημεία αγιότητας κινούμενο μέσα σε εκκλησιαστικό πλαίσιο ταπεινής αγάπης, τότε ναι, γίνεται αποδεκτό. Αν όμως δεν υφίσταται κάτι τέτοιο, τότε πρόκειται για επιφάνεια που κρύβει την άβυσσο της κακίας του ανθρώπου και απλώς επιβεβαιώνει την παροιμία που λέει «ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός».