Σάββατο 10 Απριλίου 2021

Ο ΑΓΙΟΣ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ Ε΄, ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ


(Από το βιβλίο "Νεομάρτυρες, τό φαεινότατον νέφος τῆς Ἐκκλησίας", εκδ. "ἀκολουθεῖν", Μάρτιος 2021, σελ. 39-53)

«Ὁ λαμπρός αὐτός κλάδος τῆς εὐσέβειας Γρηγόριος, καταγόταν ἀπό τήν Πελοπόννησο. Οἱ γονεῖς του ἦταν εὐσεβεῖς ἄνθρωποι, γι’ αὐτό καί ὁ ἴδιος ἀνατράφηκε μέ φόβο Κύριο, ἀγάπησε τά ἐκκλησιαστικά γράμματα, φάνηκε γνησιότατος μαθητής τοῦ Χριστοῦ. Σπούδασε στή Σμύρνη κι ἔζησε βίο ἀγγελικό καί θεῖο, ὁπότε ἐξελέγη Μητροπολίτης τῆς σπουδαίας αὐτῆς πόλεως. Οἱ ἀρετές του καί οἱ ἀγαθοεργίες του σφράγισαν τή ζωή καί τή διακονία του ὡς ἀρχιερέα. Ἀργότερα, ἐπειδή χήρευσε ὁ Πατριαρχικός θρόνος τῆς Κωνσταντινούπολης, τόν Γρηγόριο κάλεσαν καί ψήφισαν γιά νέο Πατριάρχη. Κι ἐκεῖ βεβαίως ἀναλώθηκε ὑπέρ τοῦ ποιμνίου του, ἀγωνιζόμενος σκληρά καθημερινῶς χάριν τῆς ὀρθόδοξης πίστεως, προκειμένου νά στερεώσει τούς πιστούς στίς ἅγιες ἐντολές τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.  

Δύο φορές ἐκδιώχτηκε ἀπό τόν θρόνο του χωρίς λόγο, ἀπό τήν ἐξουσία τῶν ἀσεβῶν Ἀγαρηνῶν, καί κατέφυγε στό Ἅγιον Ὄρος ζώντας ὡς μοναχός. Δύο φορές πάλι ἀνακλήθηκε γιά νά ξαναγυρίσει καί νά λάβει τή θέση του. Κατά τήν τρίτη Πατριαρχία του, ὁπότε καί ξεκίνησε ἡ ἐπανάσταση τοῦ Γένους τῶν Ἐλλήνων, ὁ ἔνδοξος καί Γέρων Πατριάρχης, προβλέποντας καθαρά τόν θάνατό του πού θά γινόταν γιά χάρη τοῦ Γένους, χωρίς καμία δειλία ἀνέλαβε νά σηκώσει τή θυσία του μέ καρτεροψυχία, ἐνῶ ἄρχισε νά διδάσκει τούς ἱερεῖς καί τούς ποιμένας πού ἦταν μαζί του νά παραμείνουν κι αὐτοί πιστοί.

Ἦλθε λοιπόν ἡ ἁγία ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου καί ὁ σουλτάνος βλέποντας τούς ὀρθοδόξους λαούς νά θέλουν νά ἀπελευθερωθοῦν ἀπό τόν ζυγό τους, ἀποφασίζει νά κρεμάσει τόν Πατριάρχη σέ ἀγχόνη. Τόν ἄφησε κρεμασμένο στό ξύλο τρεῖς ἡμέρες, κι ἔπειτα τόν ἐξέδωσε στούς ἀχάριστους Ἑβραίους. Διψασμένοι γιά αἷμα αὐτοί τόν πῆραν, τόν ἔσυραν σέ ὅλες τίς ὁδούς τῆς Πόλεως, καί τέλος τόν ἔριξαν μέσα στή θάλασσα. Ἡ πάνσοφη Πρόνοια ὅμως τοῦ Παντοκράτορος Κυρίου κράτησε ἀβλαβές τό νεκρό σῶμα του, στέλνοντάς το σέ χέρια εὐσεβῶν. Ἔτσι ὁ  μάρτυς Πατριάρχης «κατέφυγε» αἰσίως πρός τό ἄσυλο τῶν Ρώσων, ὅπου ἐκεῖ ὁ εὐσεβής βασιλιᾶς τόν δέχτηκε ὅπως πρέπει καί τόν κήδευσε στήν Ὀδησσό. Μέ τίς ἱκεσίες τοῦ ἁγίου Γρηγορίου, Χριστέ, φρούρει τούς πιστούς»[1].

Εἶναι εὐνόητο ὅτι δέν πρόκειται νά ἀσχοληθοῦμε μέ ὅλη τή φιλολογία πού ἀναπτύχθηκε κατά τά προηγούμενα χρόνια ἀπό ἱστορικούς καί μή σχετικά μέ τή βιοτή καί τή θυσία τοῦ Πατριάρχου Γρηγορίου τοῦ Ε΄. Ἀκούστηκαν καί γράφτηκαν πολλά, θετικά καί ἀρνητικά, τά ὁποῖα ἐκφεύγουν τῆς δικῆς μας προσέγγισης, ἡ ὁποία σκοπό ἔχει νά προβάλει τόν ἅγιο ἱερομάρτυρα Γρηγόριο μέ βάση τίς ἐκτιμήσεις τοῦ ὑμνογράφου του, καί μάλιστα τοῦ παλαιότερου ἐξ αὐτῶν, τοῦ Μητροπολίτη Ζακύνθου Νικολάου Κοκκίνη (1791-1867). Ὁ (ἀρχιμανδρίτης τότε καί μετέπειτα) Μητροπολίτης αὐτός ἀνέλαβε μέσα στά γεγονότα εὑρισκόμενος, συνεπῶς ἐκφράζοντας καί τό κλίμα ἐνθουσιασμοῦ τῆς ἐποχῆς γιά τή θυσία τοῦ Πατριάρχη, νά συνθέσει τό 1822 τήν ἀκολουθία τοῦ ἁγίου, καί σ’ αὐτοῦ τά γράμματα θά στηριχθοῦμε δι’ ὀλίγων. Ἐκεῖνο πού ἀπαιτεῖται νά συμπληρώσουμε ἐν προκειμένῳ εἶναι ὅτι τήν ἀκολουθία αὐτή βρῆκε ἀργότερα καί διασκεύασε ὁ (μετέπειτα) Μητροπολίτης Πατρῶν Ἀβέρκιος Λαμπίρης (1874-1876), ἔτσι ὥστε μποροῦμε νά λέμε ὅτι πρόκειται γιά τήν ἀκολουθία τῶν Κοκκίνη-Λαμπίρη[2].

Ὡς πρός τά διάφορα δέ πού ἔχουν γραφεῖ, κι ἴσως ἀκόμη γράφονται ἀπό ὁρισμένους, μυθολογικά καί συκοφαντικά, γιά τόν Πατριάρχη, ἄς εἶναι πρός ἀπάντηση αὐτό πού σημειώνει ἤδη στόν Πρόλογο τοῦ ὀγκώδους (723 σελ.) βιβλίου του γιά τόν ἅγιο Γρηγόριο Ε΄ ὁ μακαριστός ἀρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος (Παρασκευαῒδης): «Ὑπερεπαινοῦν μερικοί συγγραφεῖς ἐξετάζοντας αὐτόν, ἄνδρα δημόσιον καθ’ ἑαυτόν. Ἄφησαν νά κυριαρχῆ στήν ἔκθεσί των τό μυθικό στοιχεῖο, ὥστε ἡ βιογραφία νά καταντᾶ μυθιστορηματική, ὄχι ἱστορική. Καί οἱ κατήγοροι παρουσίασαν κατά τό πλεῖστον ἀναχρονιστικά τίς ἐνέργειες τοῦ Πατριάρχου, ἐνῶ ἄλλοι ἐκ πολιτικῆς σκοπιμότητος καί σαφοῦς τοποθετήσεως κατεσκεύασαν ἕνα Πατριάρχη στά κομμένα καί ραμμένα μέτρα τῆς τοποθετήσεώς των. Πρόκειται περί ἠθελημένης ἀδικίας. Καί στίς δύο περιπτώσεις ἀλλοιώνεται ἡ πραγματική φυσιογνωμία ἑνός ἀγωνιστοῦ πνευματικοῦ ἡγέτου, πού ἄν μή τι ἄλλο ἐταύτισε τίς δύο ὑψηλές γραμμές τῆς ἀποστολῆς του. Ὑπῆρξε κεφαλή τῆς Μ. Ἐκκλησίας καί τοῦ Γένους»[3].

Κι ἀκριβῶς ἀπό τήν τελευταία ἐπισήμανση τοῦ μακαριστοῦ ἀρχιεπισκόπου Χριστοδούλου θά ξεκινήσουμε τά σχετικά μέ τόν ἅγιο Γρηγόριο, διότι αὐτή εἶναι πού κυριαρχεῖ θά λέγαμε καί στήν ὑπ’ ὄψιν μας ἀκολουθία: τό μαρτύριο δι’ ἀπαγχονισμοῦ τοῦ Πατριάρχη εἶχε διπλό χαρακτήρα∙ θρησκευτικό καί ἐθνικό, ἐθνικό καί θρησκευτικό.

Πράγματι δέν παύει νά ἐπισημαίνει ὁ ἐμπνευσμένος ὑμνογράφος πρῶτα ἀπό ὅλα τόν ἐθνικό χαρακτήρα τοῦ μαρτυρίου: ὁ Πατριάρχης ὁδηγεῖται σ’ αὐτό ἔχοντας τήν ἀπόλυτη αὐτοσυνειδησία ὅτι προβαίνει σέ ἐνέργεια πού σκοπό ἔχει τήν ἀνάσταση τοῦ ἑλληνικοῦ ἔθνους ἀπό τόν «θάνατο» πού ζοῦσε λόγω τῆς τυραννίας τῶν Ἀγαρηνῶν. Καί ἡ ἀνάσταση αὐτή κατανοεῖται ὡς ἀποκατάσταση τῶν Ἐλλήνων στήν πρώτη προγονική τους δόξα. «Ποθώντας ὁ Πατριάρχης νά ἀναλάβει καί πάλι τό γένος τῆς Ἑλλάδος τή δόξα τῶν προγόνων τους, ὑπέμεινε νά ἀναρτηθεῖ στήν ἀγχόνη ἀπό τό δυσσεβές γένος, ὁ ἀθῶος ὡς ἔνοχος»[4] (οἶκος συναξαρίου). Κι ἄς προσέξουμε: ὄχι μόνο θέλοντας ἤ ἔχοντας μία διάθεση ὁ Πατριάρχης, ἀλλά «ποθώντας», πού σημαίνει ὅτι λειτουργοῦσε μέσα στήν καρδιά του μία ἀκατανίκητη δύναμη πού τόν ἔσπρωχνε πρός τή λυτρωτική γιά τούς Ἕλληνες θυσία του – «τό γένος μου ξέπεσε καί γι’ αὐτό «πόθῳ ἐγεῖραι αὐτό βούλομαι», θέλω μέ πόθο νά τό σηκώσω (αἶνοι).  Καί δέν εἶναι αὐθαίρετο τό συμπέρασμά μας. Ὁ ὑμνογράφος σέ ἄλλα σημεῖα τῆς ἀκολουθίας  γιά νά τονίσει τή βαθειά ἐπιθυμία τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρα τόν παραλληλίζει, χωρίς νά τό ἀναφέρει ὀνομαστικά, μέ τόν μεγάλο ἀποστολικό Πατέρα ἅγιο Ἰγνάτιο τόν θεοφόρο, ὁ ὁποῖος καί ἐκεῖνος ὄχι ἁπλῶς πήγαινε μέ χαρά στό μαρτύριο γιά χάρη τῆς πίστεώς του, ἀλλά ποθώντας το ὡς τήν ἴδια τή ζωή του. Ἐκεῖνος, ὁ Ἰγνάτιος, ἔλεγε ὅτι δέν ὑποφέρει, δέν μπορεῖ νά ἀνεχτεῖ τό νά μή θυσιαστεῖ γιά τόν Χριστό – μία φωνή μέσα του τοῦ ἔλεγε νά σπεύσει πρός τόν Πατέρα. Τό ἴδιο κάνει ὅμως καί ὁ ὑμνογράφος γιά τόν ἅγιο Γρηγόριο χρησιμοποιώντας τήν ἴδια φρασεολογία: «δέν μπορῶ νά ἡσυχάσω καί νά ἀναπαυτῶ, μέχρις ὅτου νά δῶ τό ἑλληνικό ἔθνος ἐλεύθερο ἀπό τή δουλεία»[5] (δοξαστικό μ. ἑσπ.). 

Ἡ παραστατική δύναμη μάλιστα τοῦ καλάμου τοῦ ὑμνογράφου μᾶς «ζωγραφίζει» ἔντονα τήν ἀλήθεια τοῦ πόθου του νά ἀποκατασταθεῖ δι’ αὐτοῦ τό ἔθνος του. «Ἀφοῦ κρεμάστηκε στήν ἀγχόνη ὁ σοφότατος Ποιμένας τῆς Ἑλλάδος, ἀποτίναξε χάμω τόν ζυγό της καί ἔφερε τό ἔθνος του στήν ἀρχαία δόξα»[6] (ὠδή ς΄). Ἀναρτᾶται ὁ Πατριάρχης, ἀποτινάσσεται κάτω ὁ ζυγός. Ἡ θυσία ἐκείνου ὡς ἀπολύτρωση τῶν Ἑλλήνων.

Γιά τόν ὑμνογράφο εἶναι σαφές βεβαίως ὅτι δέν πρόκειται περί ἁπλῆς ἀτομικῆς ἐπιλογῆς τοῦ Πατριάρχου, ἐκφραστοῦ τῆς ἐπιθυμίας τῶν Ἑλλήνων, νά σώσει τό ἔθνος του. Ἡ σωτηρία αὐτή ἦταν ἡ ἀπόφαση τοῦ ἴδιου τοῦ Παντοκράτορος Κυρίου, ὁ Ὁποῖος ἤθελε διά τῆς θυσίας τοῦ δούλου Του Γρηγορίου νά ἐλευθερωθοῦν οἱ ὑπόδουλοι - ὁ Πατριάρχης ἦταν τό ὄργανο τοῦ Θεοῦ γιά νά πραγματοποιηθεῖ ἡ λύτρωσή τους. Ἤδη ἀπό τό πρῶτο κάθισμα τοῦ ὄρθρου θά ἐξαγγείλει: «Ἐμπρός σήμερα πιστοί, ἄς δοξολογήσουμε τόν Θεό, ὁ Ὁποῖος μᾶς λύτρωσε ἀπό τόν Ἀγαρηνό ζυγό καί μᾶς εἰσήγαγε στή δόξα τῶν προγόνων μας, τήν ὁποία ποθώντας ὁ θεῖος Γρηγόριος νά ἀναλάβει τό γένος τῶν Ἑλλήνων ὑπέμεινε σήμερα νά ἀναρτηθεῖ πάνω στήν ἀγχόνη ὡς ἔνοχος»[7].  Κι ἀλλοῦ: «Ἄς δοξολογήσουμε οἱ πιστοί τόν τρισυπόστατο μόνο Παμβασιλέα Θεό, Αὐτόν πού μᾶς λύτρωσε διά τοῦ ἀπαγχονισμοῦ τοῦ θείου Πατριάρχου»[8] (ἐξαποστειλάριο). Ἀλλά ἐκεῖ πού ὁ ὑμνογράφος ἐκφράζεται γιά τήν ἀλήθεια αὐτή παρομοίως μέ τόν μεγάλο ἀγωνιστή τοῦ Ἔθνους μακάριο Θεόδωρο Κολοκοτρώνη εἶναι καί πάλι σέ κάθισμα τῆς ἀρχῆς τοῦ ὄρθρου. Τί ἔλεγε ὁ Γέρος τοῦ Μοριᾶ; «Ὁ Θεός ἔβαλε τήν ὑπογραφή του γιά τήν ἐλευθερία τῆς Πατρίδος μας καί δέν τήν παίρνει πίσω»[9]. Τό ἴδιο παρεμφερῶς ἀναφέρει καί ὁ ἱερομάρτυς Γρηγόριος διά τῆς γραφίδος τοῦ ὑμνογράφου: «Ἐνῶ μαίνονταν ἐξαρχῆς οἱ Ἀγαρηνοί ἐναντίον τῶν εὐσεβῶν Ἑλλήνων, κραύγαζε μέ γενναιότητα ὁ θεόφρων Γρηγόριος: Συμπατριῶτες, ἔχετε θάρρος καί μή δειλιάσετε, ἔστω κι ἄν μᾶς διώκουν τά τέκνα τῶν δυσσεβῶν. Διότι ὁ Παντοκράτωρ ἔγραψε στούς οὐρανούς μέ τόν κάλαμο τῆς ἀπόφασής Του, νά λυτρωθεῖ τό γένος τό δικό Του ἀπό τόν ζυγό, γιά νά δοῦν τά σύμπαντα τήν ἀκαταμάχητη δύναμή Του καί νά Τόν πιστέψουν ὡς τόν μόνο Παντοδύναμο»[10] (Κάθισμα ὄρθρου).

Καί μιλώντας γιά τόν ἐθνικό χαρακτήρα τῆς θυσίας τοῦ ἱερομάρτυρος - ἡ θυσία του ἔγινε ὅπως εἴπαμε γιά χάρη τῶν ὑποδούλων καί γιά τή σωτηρία τους - ὁ ὑμνογράφος μέ καθαρότητα «βλέπει» τό παράλληλο αὐτῆς μέ τή θυσία τοῦ Ἴδιου τοῦ Κυρίου πού σταυρώθηκε ὑπέρ  σύμπαντος τοῦ κόσμου: πολλά τροπάρια εἶναι κατ’ ἀντιστοιχία τῶν τροπαρίων τῆς Μ. Παρασκευῆς. Ὁ Κύριος πάνω στόν Σταυρό «αἴρει τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου», ὁ Πατριάρχης ὡς θύμα αὐτός τοῦ Οὐρανίου Πατρός θυσιάζεται γιά τό ποίμνιό του, τούς ὑπόδουλους Ἕλληνες – οἱ ἀθῶοι ὑπέρ τῶν ἐνόχων. Τί ἄλλο δηλώνει ὁ χαρακτηρισμός «ἀθῶος» γιά τόν Πατριάρχη ἐν σχέσει μέ τούς «ἐνόχους» ὑπόδουλους; Ἡ θυσία τοῦ Πατριάρχη γιά τόν ὑμνογράφο λειτουργεῖ μέ ἄλλα λόγια ἀντιπροσωπευτικά: ὁ ἕνας πού θυσιάζεται γιά τούς πολλούς. «Για χάρη τῶν χριστοφόρων λαῶν καταδικάστηκες νά πεθάνεις στό ξύλο καί τήν ἀγχόνη»[11] (ὠδή θ΄). Καί στό δοξαστικό τοῦ μ. ἐσπ.: «Ἱερομάρτυς Γρηγόριε, ντυμένος τόν Δεσπότη Χριστό, πῆρες ὡς μισθό τῆς ἱερουργίας τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ, τό νά τελειωθεῖς μέ τό αἶμα σου. Γι’ αὐτό ἔγινες θύμα τοῦ Οὐράνιου Πατέρα καί φονεύτηκες ἀπό τά χέρια ἀνόμων Ἀγαρηνῶν καί δείχτηκες μάρτυς σεπτός ὑπέρ πίστεως καί τοῦ ἔθνους»[12].

Ἀλλά πέραν τοῦ ἐθνικοῦ χαρακτήρα τῆς θυσίας τοῦ Πατριάρχη, λειτουργεῖ σ’ αὐτήν τό κατεξοχήν χριστιανικό θρησκευτικό στοιχεῖο. Ὁ Πατριάρχης θυσιάζεται βεβαίως γιά χάρη τοῦ ἔθνους του, μά αὐτό ἀποτελεῖ συνέπεια τῆς πιστότητάς του στό εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ - μόλις ἀναφέρθηκε παραπάνω: «ὑπέρ πίστεως καί τοῦ ἔθνους». Τό μαρτύριό του ἦταν ὁ μισθός τῆς ἁγιότητάς του, «τό τελειωθῆναι δι’ αἵματος». Κι αὐτό δείχνει τή χαρισματική κατάσταση τῆς ζωῆς τοῦ ἁγίου σέ ὅλη τήν ἐπί γῆς πορεία του. Ὅπως τό λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «ἡμῖν ἐχαρίσθη τό ὑπέρ Χριστοῦ οὐ μόνον τό εἰς Αὐτόν πιστεύειν, ἀλλά καί τό ὑπέρ Αὐτοῦ πάσχειν»[13]. Κι εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὁ σεμνός ὑμνογράφος, ἀλλά καί ὁ διασκευαστής τῆς ἀκολουθίας, ἐπανειλημμένως ἀναφέρουν τή χριστιανική βιοτή τοῦ ἱερομάρτυρα σέ κάθε «πόστο» πού ὁ Θεός τόν ἐνέταξε. Καί τονίζουμε τό θεωρούμενο δεδομένο τῆς χριστιανικῆς βιοτῆς, διότι κατά τήν πίστη μας ὁ ἐθνομάρτυρας δέν εἶναι αὐτονόητα καί ἅγιος, ὅπως καί κάθε ἅγιος μάρτυρας, ὅταν δέν συντρέχουν ἐθνικοί λόγοι, ὅπως στήν πρώτη Ἐκκλησία, δέν μπορεῖ νά χαρακτηριστεῖ ἐθνομάρτυρας. Τήν ἐποχή τῆς Τουρκοκρατίας βεβαίως ὅλοι οἱ μάρτυρες, οἱ νεομάρτυρες, ἐνῶ ἡ προτεραιότητά τους ἦταν ἡ πιστότητα στό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ, λειτουργοῦσαν κατ’ ἀνάγκην καί στό ἐθνικό ἐπίπεδο. Διότι πιστός στόν Χριστό σήμαινε αὐτομάτως ἀντίθετος καί στήν πίστη τῶν κατακτητῶν, τόν Μουσουλμανισμό. Ἔτσι ἡ χριστιανική θυσία τους εἶχε ἄμεσο ἀντίκτυπο καί στά ἐθνικά αἰσθήματα τῶν ὑποδούλων[14].

Τό ἴδιο λοιπόν μέ ἐντονότατο τρόπο βλέπουμε καί στόν ἅγιο ἱερομάρτυρα Γρηγόριο τόν Ε΄: θυσιάζεται γιά τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά καί γιά τό ἔθνος Του. Πολύ περισσότερο γιατί εἶναι ἡ διπλή κεφαλή: τοῦ Ἔθνους καί τῆς Ἐκκλησίας. Κινητήρια δύναμη ἦταν ἡ ἀγάπη του πρός τόν Θεό καί τόν πλησίον - ὅ,τι χαρακτηρίζει κάθε μαθητή τοῦ Χριστοῦ. «Πόσο γενναία καί ἀδαμάντινη ἡ ψυχή σου, ἀξιομακάριστε Γρηγόριε. Γιατί εἶχες ἀνένδοτη τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό καί τόν πλησίον»[15] (Δοξ. μ. ἑσπ.). «Ἔζησες στόν κόσμο καί ἔδειξες ἰσάγγελο βίο»[16] (ἀπόστ. ἑσπ.). «Ὁ Πατριάρχης εἶναι γνήσιος ὀπαδός τοῦ Κυρίου, ἀκολουθώντας τά ἴχνη τῆς εὐσέβειας ἀπό βρέφος μέχρι τῆς ἔσχατης ἀναπνοῆς του. Τόν βίο του τόν θαύμασαν καί οἱ χοροί τῶν ἀσωμάτων, οἱ ὁποῖοι μέ ἔκπληξη ἔκραζαν: πράγματι εἶσαι σκεῦος τοῦ Πνεύματος»[17] (κάθισμα ὄρθρου).

Εἶναι συγκινητικές οἱ εἰκόνες μάλιστα πού μᾶς δίνει ὁ ὑμνογράφος γιά τούς ἀγγέλους: παρίστανται στό μαρτύριο τοῦ ἁγίου[18] (ὠδή ζ΄), τοῦ ἑτοιμάζουν τά στεφάνια του τήν ὥρα πού ἀπαγχονίζεται, τοῦ φοροῦν τά στεφάνια τήν ὥρα πού διασύρεται τό τίμιο λείψανό του[19] (Δοξαστ. ἀποστ. ἑσπ.), τοῦ ἑτοιμάζουν τόπο μαζί μέ τούς παλαιούς μάρτυρες γιά τή θριαμβευτική εἴσοδό του στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ[20] (ὠδή ζ΄).

Ἴσως ἐκεῖνο πού μπορεῖ κάπως νά περιγράψει τή στάση τῶν πιστῶν Ἑλλήνων ἀπέναντι στόν μεγάλο ἅγιο ἱερομάρτυρα νά εἶναι αὐτό πού συνιστοῦν οἱ ἴδιοι οἱ ἄγγελοι, ὅπως βάζει τά λόγια στό στόμα τους ὁ ὑμνογράφος μας στό συγκλονιστικό δοξαστικό τοῦ ἑσπερινοῦ του, συντεθειμένο κατ’ ἀναλογία μέ τό δοξαστικό τῆς ἑορτῆς τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου καί στούς ὀκτώ ἤχους: «Οἱ ὑπέρτατες τῶν οὐρανῶν δυνάμεις πού προπορεύονται μαζί μέ τον Δεσπότη Χριστό, κραυγάζουν στόν ὄχλο πού ἀκολουθεῖ (τή σορό τοῦ Πατριάρχη στήν πόλη τῆς Ὀδησσοῦ): Γιατί σίγησε ἡ γλώσσα ὅλων σας καί δέν φωνάζετε μέ δυνατή φωνή καί μέ θάρρος; Νά, ἔφθασε ὁ ὑπέρμαχος τῆς Ἐλλάδος. Ὑψῶστε τά χέρια καί ὅλοι ἀποδῶστε εὐχαριστίες πρός τόν ἀρχιερέα πατέρα σας. Διότι μέσω αὐτοῦ πραγματοποιήθηκε ἡ ποθητή σωτηρία μας τῶν Ἑλλήνων. Δέν ἔχουμε δύναμη νά τόν ὑμνολογήσουμε, καί πράγματι δέν εἶναι εὔκολο νά προσφέρουμε ὕμνο ἀντάξιό του. Διότι ὁ τρόπος τῆς ζωῆς του ὑπερβαίνει κάθε ἐγκώμιο»[21].


[1] Ὅπως σημειώνουμε ἀμέσως παρακάτω, τό σύντομο συναξάρι στηρίζεται στήν πρώτη καταγεγραμμένη (1822) ἀκολουθία τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρα, ἀπό τόν (μετέπειτα) Μητροπολίτη Ζακύνθου Νικόλαο Κοκκίνη, ὁ ὁποῖος τή συνέγραψε ὅταν τό λείψανο τοῦ ἁγίου βρισκόταν στήν Ὀδησσό τῆς Ρωσίας, ὅπου καί ἔγινε ἡ ταφή του. Μετά πενήντα ἔτη, τό 1871, ἔγινε ἡ μετακομιδή τοῦ ἱεροῦ λειψάνου ἀπό τήν Ὀδησσό στήν Ἀθήνα, ὅπου μέ πολλές δοξολογίες καί σέ κλίμα ἐθνικῆς καί θρησκευτικῆς ἔξαρσης κατατέθηκε αὐτό στόν Καθεδρικό Ναό τῶν Ἀθηνῶν, κι ἐκεῖ παραμένει μέχρι σήμερα. (Περισσότερα βλ. στό: Χριστοδούλου, Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος, Ὁ ἐθνάρχης τῆς ὀδύνης Γρηγόριος Ε΄, Ἀποστολική Διακονία, 2004).    

[2] «Τό 1871 ἐμφανίζεται τυπωμένη (ἡ ἀκολουθία), ἀνεξαρτήτως ἁγιοποιήσεως (τοῦ Πατριάρχου Γρηγορίου Ε΄): Ἀκολουθία τοῦ ἁγίου ἐνδόξου ἱερομάρτυρος Γρηγορίου τοῦ Ε΄ ἀρχιεπισκόπου Κπόλεως καί Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου τοῦ μαρτυρήσαντος ἐν ἔτει 1821 τῇ 10 Ἀπριλίου ὑπέρ τῆς ὀρθοδόξου ἡμῶν πίστεως καί τῆς τοῦ Γένους ἐλευθερίας, συντεθεῖσα μέν τό 1822 ὑπό τοῦ ἐν μακαρίᾳ τῇ λήξει Μητροπολίτου Ζακύνθου Νικολάου Κοκκίνη, ἐπιθεωρηθεῖσα καί διασκευασθεῖσα ὑπό τοῦ ἀρχιμανδρίτου Ἀβερκίου Λαμπίρη τό αωοα΄(1871)» (Χριστοδούλου, Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί πάσης Ἐλλάδος, ὅπ.π., σελ. 664).

[3] Χριστοδούλου, ἀρχ. Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος, ὅπ. π., σελ. 7.

[4] «Τήν τῶν προγόνων ἐκποθῶν δόξαν ὁ Πατριάρχης ἀναλαβεῖν τό γένος αὖθις τό τῆς Ἑλλάδος, ἐν τῇ ἀγχόνῃ ὑπέμεινεν ἀναρτηθῆναι ὑπό γένους δυσσεβοῦς, ὁ ἀθῶος ὡς ἔνοχος».

[5] «οὐκ ἔστι μοι ἄνεσις, ἕως ἴδω το ἑλληνικόν ἡμῶν ἔθνος ἐκ τῆς δουλείας ἐλεύθερον». Σέ ἄλλο σημεῖο ὁ ὑμνογράφος θά δεῖ μέ τή θεολογική ματιά του ὅτι καί μόνο ὁ πόθος τοῦ Πατριάρχη γιά τό μαρτύριο ὑπέρ τοῦ ἔθνους του, τοῦ ποιμνίου του,  συνιστᾶ, ὡς ἀκολουθῶν τόν Χριστό (ἀπόστ. ἑσπ.), τήν κατεξοχήν χαρισματική συσταύρωσή του μέ τον Κύριο (αἶνοι: «Συνεσταυρώθης Χριστῷ, ἱερομάρτυς, ὅτε τόν θεόπνευστον λόγον ἀνέκραξας, τό ἐμόν γένος ἐκπέπτωκε καί διά τοῦτο πόθῳ ἐγεῖραι αὐτό βούλομαι»), ἐνῶ ἀκόμη καί οἱ τρεῖς ἀναβάσεις του στόν θρόνο εἶχαν συμβολικό χαρακτήρα: παρέπεμπαν προφητικά στήν ἐπί τριήμερον παραμονή του στήν ἀγχόνη (ὠδή γ΄: «αἱ τρεῖς ἐν θρόνῳ ἀναβάσεις σου, θεῖε Πατριάρχα, εἰκόνιζον ὄντως τήν σήν προφητικῶς τριήμερον ἀνάρτησιν»).

[6] «Ἐν ἀγχόνῃ κρεμασθείς ὁ σοφώτατος ποιμήν τῆς Ἐλλάδος τόν ζυγόν ἀπετίναξε χαμαί καί ἔφερεν εἰς τήν ἀρχαίαν δόξαν τό ἔθνος αὐτοῦ».

[7] «Δεῦτε σήμερον πιστοί, ἄσωμεν δόξαν τῷ Θεῷ, τῷ ἐκλυτρώσαντι ἡμᾶς ἀπό ζυγοῦ Ἀγαρηνῶν, καί πρός τήν δόξαν εἰσάξαντι τήν τῶν προγόνων, ἥν ἀναλαβεῖν Ἑλλήνων γένος τε ποθῶν ὁ θεῖος Γρηγόριος ἀναρτηθῆναι σήμερον ὑπέμεινεν, ἐπί ἀγχόνης ὡς ἔνοχος».

[8] «Δόξαν δῶμεν οἱ πιστοί τῷ ἐν προσώποις οὖν τρισί, μόνῳ Θεῷ Παμβασιλεῖ, τῷ ἐκλυτρώσαντι ἡμᾶς διά τῆς ἀναρτήσεως Πατριάρχου τοῦ θείου».

[9] Λόγος τοῦ Θεοδώρου Κολοκοτρώνη στούς γυμνασιόπαιδες στήν Πνύκα (8-10-1838).

[10] «Μαινομένων τό πάλαι Ἀγαρηνῶν ἐναντίον Ἐλλήνων τῶν εὐσεβῶν, γενναίως ἐκραύγαζεν ὁ θεόφρων Γρηγόριος∙ Ὁμογενεῖς, θαρσεῖτε καί μή δειλιάσητε, τῶν δυσσεβῶν τά τέκνα ἡμᾶς κἄν διώκωσιν, ὁ γάρ Παντοκράτωρ ἐν Ὑψίστοις καλάμῳ ἀποφάσεως ἔγραψεν, ἐκ ζυγοῦ τό ὀρθόδοξον αὐτοῦ γένος λυτρώσασθαι, ἵνα ἴδῃ τά σύμπαντα τήν ἀκαταμάχητον τούτου δύναμιν, καί πιστεύσῃ ὡς μόνον αὐτόν Παντοδύναμον».

[11] «Ὑπέρ ὧν ἐν τῷ ξύλῳ κατεκρίθης τῆς ἀγχόνης τε θανεῖν».

[12] «Ἱερομάρτυς Γρηγόριε, τόν Δεσπότην Χριστόν ἐνδυσάμενος, μισθόν ἐκομίσω τῆς ἱερουργίας τοοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ, τό τελειωθῆναι δι’ αἵματος, δι ’ὅ θῦμα γενόμενος τοῦ Οὐρανίου Πατρός, διά χειρός ἀνόμων Ἀγαρηνῶν ἐκτάνθης, Ἱερώτατε, καί μάρτυς σεπτός ὑπέρ πίστεως καί τοῦ ἔθνους ἐδείχθης, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν, ἀθλητά μακάριε».

[13] Φιλ. 1, 29.

[14] «Γ. Μαντζαρίδη, Κοινωνιολογική προσέγγιση τῆς παρουσίας τῶν νεομαρτύρων, στά Πρακτικά Θεολογικοῦ Συνεδρίου, Εἰς τιμήν καί μνήμην τῶν νεομαρτύρων, 17-19 Νοεμβρίου 1986, Θεσσαλονίκη 1988, σελ. 236-237: «Στήν πραγματικότητα ὅλοι οἱ νεομάρτυρες εἶναι καί ἐθνομάρτυρες, γιατί ἡ πίστη, γιά τήν ὁποία μαρτύρησαν δέν ἀποτελοῦσε ἕνα ἐπιμέρους στοιχεῖο, ἀλλά τόν συνεκτικό δεσμό τῆς ταυτότητας τοῦ γένους... Πρέπει νά σημειωθεῖ ὅτι ὁ πόθος γιά τήν ἀπελευθέρωση τοῦ γένους ἀπό τόν ὀθωμανικό ζυγό ἀποτελοῦσε ἕναν σημαντικό παράγοντα, πού χαρακτήριζε γενικά τούς νεομάρτυρες, δημιουργώντας ἔτσι καί τήν ἰδιαιτερότητά τους σέ σχέση μέ τούς ἀρχαίους μάρτυρες».

[15] «Ὤ τῆς γενναίας καί ἀδαμαντίνου σου ψυχῆς, ἀξιομακάριστε Γρηγόριε! Σύ γάρ πρός τόν Θεόν καί τόν πλησίον ἀνένδοτον ἔχων τήν ἀγάπην...».

[16] «...ὁ ἐν τῷ κόσμῳ βιώσας καί δείξας βίον ἰσάγγελον...».

[17] «...τούτου (τοῦ Θεοῦ) γνήσιος ὀπαδός ὑπάρχει ἐκ βρέφους μέχρι ἐσχάτης ἀναπνοῆς, τά ἴχνη τῆς εὐσεβείας ἀκολουθῶν, οὗ τόν βίον ἐθαύμασαν καί ἀσωμάτων χοροί, ἐκπληττόμενοι κράζοντες∙ ὄντως σκεῦος τοῦ Πνεύματος».

[18] «Παρίσταντο οἱ ἄγγελοι ἄνωθεν χορεύοντες, θεόφρων Γρηγόριε, ὅτε καρτεροθύμως ἐν τῆ ἀγχόνῃ ἐκρέμασο».

[19] «Ὅτε παρέστης τῷ παρανόμῳ βασιλεῖ καί παρεδόθης τῇ ἀγχόνῃ παρ’ αὐτοῦ, αἱ οὐράνιαι δυνάμεις τούς στεφάνους σοί ἔπλεκον. Ὅτε δέ ἐσύρθης ἐπί τῆς γῆς ὑπό Ἰουδαίων τῶν δυσσεβῶν, ἀοράτως τούτους τῇ κορυφῆ σου ἐτίθουν, ἐκβοῶσαι ἀλλήλαις, δόξα Θεῷ τῷ σέ, ἱεράρχα, ἐνισχύσαντι».

[20] «Ὁ θεῖος Πατριάρχης ἐκραύγαζον οἱ ἐν οὐρανοῖς, νῦν ἀνέρχεται, ἄρατε οὖν τάς πύλας καί τοῦτον πάντες δεξώμεθα»

[21] «...Αἱ δέ ὑπέρταται τῶν οὐρανῶν δυνάμεις, σύν τῷ ἰδίῳ Δεσπότῃ προπορευόμεναι, τρανῶς τῷ ὄχλῳ τῷ ἑπομένῳ κραυγάζουσι, τί οὕτω σεσίγηται ἡ γλῶσσα πάντων ὑμῶν, ὦ θεόφρονες, καί παρρησίᾳ οὐ κράζει μεγαλοφώνως προσφθεγγομένη; Ἰδού ὁ ὑπέρμαχος Ἐλλάδος παραγίνεται. Ἄρατε χεῖρας καί πάντες εὐχαριστίας ἀποδώσατε πρός τόν ἀρχιθύτην ὑμῶν πατέρα. Διά τούτου γάρ ἡ ποθητή ἡμῶν τῶν Ἐλλήνων σωτηρία γέγονεν, ὅν εὐφημῆσαι οὐκ ἰσχύομεν, καί ὄντως ἄξιον ὕμνον ἀπονέμειν οὐ ῥάδιον. Τούτου γάρ ἡ πολιτεία ὑπερβαίνει πᾶν ἐγκώμιον...».