Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2020

Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΛΟΓΓΙΝΟΣ Ο ΑΣΚΗΤΗΣ

«Ἔχεις ἀθλητὴν Χριστὲ Λογγῖνον μέγαν.

Ἔχεις δὲ καὶ Λογγῖνον ἀσκητὴν μέγαν» (οίκος συναξαρίου)

(Χριστέ, έχεις τον αθλητή Λογγίνο (τον επί του Σταυρού) που είναι μεγάλος, έχεις όμως και τον ασκητή Λογγίνο που είναι μεγάλος).

«Ο όσιος Λογγίνος ήταν ένας από τους λόγιους και σοφούς της ερήμου ασκητές. Κάποια σοφά αποφθέγματα του περιλαμβάνονται στον Ευεργετινό, όπου ο Λογγίνος ρωτά τον Αββά Λούκια για διάφορα ζητήματα. Ο Όσιος Λογγίνος απεβίωσε ειρηνικά» (Ορθόδοξος Συναξαριστής).

Γράφει ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης στον Συναξαριστή του (με μεταγραφή στη νεοελληνική).

«Ο όσιος αυτός Λογγίνος μας άφησε το απόφθεγμα αυτό∙ “Όπως ακριβώς ο νεκρός δεν αισθάνεται τίποτε ούτε κρίνει κανένα, έτσι και ο ταπεινόφρων δεν μπορεί να κρίνει άνθρωπο, ακόμη κι αν τον δει να προσκυνά τα είδωλα”. Ο ίδιος όσιος ρώτησε τον αββά Λούκιο ως εξής: “Θέλω να ξενιτευτώ”. Κι αποκρίθηκε εκείνος∙ “Αν δεν κυριαρχήσεις στη γλώσσα σου, δεν είσαι ξένος όπου κι αν πας. Λοιπόν, κυριάρχησε στη γλώσσα σου κι εδώ που είσαι, οπότε είσαι ξένος”. Ρώτησε και δεύτερη φορά∙ “Θέλω να νηστέψω”. Κι αποκρίθηκε εκείνος∙ “Είπε ο προφήτης Ησαῒας. Αν κάμψεις σαν κρίκο τον τράχηλό σου, ούτε κι έτσι θα ονομαστεί δεκτή η νηστεία σου. Αλλά μάλλον κυριάρχησε στους πονηρούς λογισμούς”. Ρώτησε και τρίτη φορά∙ “Θέλω να αποφύγω τους ανθρώπους”. Κι αποκρίθηκε εκείνος∙ “Αν προηγουμένως δεν κατορθώσεις την αρετή μαζί με τους ανθρώπους, ούτε και μόνος σου μπορείς να την κατορθώσεις”.

Αυτός ο όσιος ρωτήθηκε μια φορά ποια αρετή είναι μεγαλύτερη από όλες, και είπε. Όπως η υπερηφάνεια είναι μεγαλύτερη από όλες τις κακίες και τα πάθη, τόσο που μπόρεσε να ρίξει και τους αγγέλους από τον ουρανό, έτσι εκ του αντιθέτου η ταπεινοφροσύνη είναι μεγαλύτερη από όλες τις αρετές. Διότι αυτή μπορεί να ανεβάσει από τις αβύσσους τον άνθρωπο, ακόμη κι αν είναι αυτός αμαρτωλός σαν τον δαίμονα. Γι’  αυτό και ο Κύριος πρώτα από όλους μακαρίζει τους πτωχούς τω πνεύματι, δηλαδή τους ταπεινούς. Γράφεται δε και περί του Λογγίνου και στο χειρόγραφο Παράδεισος των Πατέρων ότι είπε αυτά τα ψυχοσωτήρια λόγια. “Η νηστεία ταπεινώνει το σώμα, η αγρυπνία καθαρίζει τον νου. Η ησυχία φέρνει το πένθος. Το πένθος βαπτίζει τον άνθρωπο και τον κάνει αναμάρτητο”. Είχε δε ο αββάς Λογγίνος πολλή κατάνυξη στην προσευχή και στην ψαλμωδία του. Λέγει λοιπόν μία ημέρα ο μαθητής του: Αββά, αυτός είναι ο πνευματικός κανόνας, το να κλαίει ο μοναχός κατά την προσευχή του; Κι αποκρίθηκε ο Γέρων. Ναι τέκνον, αυτός είναι ο κανόνας, τον οποίο ζητάει ο Θεός. Διότι ο Θεός δεν έκανε τον άνθρωπο να κλαίει, αλλά για να χαίρεται και να ευφραίνεται, προκειμένου να δοξάζει Αυτόν με καθαρό και αναμάρτητο τρόπο όπως οι άγγελοι. Αφότου όμως ο άνθρωπος έπεσε στην αμαρτία, χρειάστηκε να κλαίει. Διότι όπου δεν υπάρχει αμαρτία, εκεί δεν υπάρχει ανάγκη ούτε για κλαυθμό”» (Α΄εξάμηνο, σελ. 229, χ.έ. Αθήνησι).

(Στο γνωστό Γεροντικό της Εκκλησίας έχουν διασωθεί πέντε μικρά κεφάλαια (περιστατικά και λόγια) από τον μεγάλο αυτό όσιο αββά, που κάποια εξ αυτών αναφέρονται από τον όσιο Νικόδημο τον αγιορείτη παραπάνω).

Ένα από αυτά μας δίνει την αφορμή για έναν σύντομο σχολιασμό.

«Ο όσιος Λογγίνος μας άφησε το απόφθεγμα αυτό∙ “Όπως ακριβώς ο νεκρός δεν αισθάνεται τίποτε ούτε κρίνει κανένα, έτσι και ο ταπεινόφρων δεν μπορεί να κρίνει άνθρωπο, ακόμη κι αν τον δει να προσκυνά τα είδωλα”».

Το παράδειγμα που χρησιμοποιεί ο μέγας Λογγίνος είναι απόλυτο και δεν επιδέχεται παρερμηνείας: ο νεκρός κείται άπνους, χωρίς να αισθάνεται τίποτε, χωρίς να έχει οποιαδήποτε μετοχή σε αυτό που ονομάζουμε ανθρωπίνως ζωή, χωρίς να μπορεί να σχετιστεί με οποιονδήποτε και να κρίνει γι’  αυτό κανέναν, είτε τον επαινεί είτε τον κατακρίνει - «χώμα που στο χώμα θα καταλήξει». Κι έτσι, μας λέει, είναι και ο ταπεινός άνθρωπος: ένας νεκρός για τον κόσμο και τις επιθυμίες του κόσμου, ιδίως μάλιστα τις αμαρτωλές. Ο ταπεινός άνθρωπος δηλαδή υπάρχει και ζει μόνον για τον Θεό και το άγιο θέλημά Του, κι αυτό γιατί «έδωσε αίμα και έλαβε Πνεύμα», όπως σημειώνει σε άλλο σημείο ο ίδιος ο όσιος Λογγίνος, που θα πει ότι με τη χάρη του Θεού που έλαβε (από την υπέρβαση των ψεκτών παθών του που σαν αίμα ρέουν στην ύπαρξή του), τα πράγματα του κόσμου, τον εαυτό του δηλαδή και τους συνανθρώπους του αλλά και όλη τη φυσική δημιουργία, τα βλέπει όλα εν Πνεύματι. «Εν τω φωτί Σου οψόμεθα φως», που λέει και ο ψαλμικός στίχος, δηλαδή έχοντας το φως και τη χάρη του Θεού βλέπει με μετασκευασμένα πνευματικά μάτια τα πάντα: προσανατολίζεται και επικεντρώνεται αδιάκοπα εκεί που υπάρχει το φως του Θεού, χωρίς να αποκλίνει διόλου από οτιδήποτε άλλο.

Στην πραγματικότητα μιλώντας για τον ταπεινό άνθρωπο – κι εννοούμε αυτόν που διακρίνεται για την αληθινή  α γ ί α  ταπείνωση και όχι μια οποιαδήποτε καρικατούρα της – μιλάμε για τον εν Χριστώ άνθρωπο, εκείνον που λόγω του αγίου βαπτίσματός του και της πάνω στο θέλημα του Θεού πορείας του ταυτίστηκε με τον ενανθρωπήσαντα Θεό και Τον άφησε Εκείνος να ενεργεί μέσω αυτού. Ο ταπεινός άνθρωπος: ένας άλλος Χριστός δηλαδή επί της γης. Ο ίδιος ο Κύριος άλλωστε δεν το απεκάλυψε; «Μάθετε», είπε, «απ’ εμού ότι πράος ειμι και ταπεινός τη καρδία». Όπου ταπείνωση δηλαδή εκεί και Χριστός, γιατί αυτό είναι το χαρακτηριστικό του Χριστού: εκτός από την αγάπη Του να είναι ταπεινός.  Και την πνευματική αυτή πραγματικότητα την επισημαίνουμε σε όλους τους αγίους, όπως στον απόστολο Παύλο, ο οποίος ομολογούσε: «Χριστώ συνεσταύρωμαι. Ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός». Και: «πάντοτε την νέκρωσιν του Κυρίου Ιησού περιφέροντες».

Ο χριστιανός λοιπόν λόγω της ταπείνωσής του είναι ένας νεκρός για τον κόσμο. Νεκρός για τις αμαρτίες του κόσμου – τις σαρκολατρείες του και τις υπερηφάνειες του -  γι’  αυτό και απόλυτα ζωντανός για τη χάρη και την παρουσία του Θεού. «Ο Θεός κάθε ημέρα ευλογεί τον κόσμο, αλλ’ όταν δει ταπεινό άνθρωπο, τον ευλογεί και με τα δυο Του χέρια» (όσιος Τύχων, πνευματικός του οσίου Παϊσίου αγιορείτου). Πρόκειται για την ίδια αλήθεια που εκφράζει και το ασκητικό λόγιο που λέει ότι «άμα πεθάνεις πριν πεθάνεις, δεν θα πεθάνεις, όταν πεθάνεις». Άμα πεθάνεις δηλαδή για την αμαρτία του κόσμου πριν έλθει ο βιολογικός σου θάνατος, τότε όταν αυτός έλθει, δεν πρόκειται να πεθάνεις πνευματικά, αλλά θα αναστηθείς  εν Χριστώ μέσα στη Βασιλεία του Θεού -  ό,τι υποσχέθηκε ο ίδιος ο Κύριος: «Ο πιστεύων εις εμέ, καν αποθάνη ζήσεται». Διότι «Αυτός εστιν η ανάστασις και η ζωή».  

Είναι ευνόητο έτσι ότι το κύριο γνώρισμα αυτού του ταπεινού χαρισματικού εν Χριστώ ανθρώπου είναι η ακατακρισία. Όπως το λέει και ο αββάς Λογγίνος: «Ο ταπεινόφρων δεν μπορεί να κρίνει άνθρωπο, ακόμη  κι αν τον δει να προσκυνά τα είδωλα».  Γιατί; Μα για τον απλούστατο λόγο ότι αγαπά τους πάντες και τα πάντα, κατά το πρότυπο του Χριστού. Όπως Εκείνος «βρέχει επί πονηρούς και αγαθούς και ανατέλλει τον ήλιον Αυτού επί δικαίους και αδίκους» κατά τον ίδιο τρόπο και η εικόνα Του που είναι ο ταπεινόφρων: Αγαπά τους πάντες και τα πάντα, γι’  αυτό και σαν τη μάνα που θυσιάζεται πάντα για τα παιδιά της δεν κατακρίνει κανέναν. Γιατί όχι μόνο βλέπει τον Χριστό στο πρόσωπό τους, αλλά και τον ίδιο του τον εαυτό. Αυτή δεν είναι άλλωστε η εντολή του Θεού; «Ό,τι κάνετε στον άλλον, σ’ Εμένα το κάνετε». Και: «Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως εαυτόν». Και η απάντηση στην ένσταση «μα πώς να αγαπήσουμε αυτόν που κάνει αμαρτίες και αδικεί τον κόσμο;» είναι αυτό που αναφέραμε παραπάνω για τη ζωή του ταπεινού αγίου: δεν αγαπά ο ταπεινός που έχει την αγάπη του Χριστού την αμαρτία και την αδικία του άλλου, μα το φως του Χριστού που δεν παύει να υπάρχει κρυμμένο μέσα του, το διαμάντι της εικόνας του Θεού που είναι ως άνθρωπος.

Με άλλα λόγια ο ταπεινός άνθρωπος του Θεού μπορεί και διακρίνει τα πράγματα, όπως μας το λέει ιδίως ο απόστολος Παύλος: «Συ τις ει ο κρίνων αλλότριον ικέτην; Τω ιδίω Κυρίω στήκει ή πίπτει. Σταθήσεται εδώ. Δυνατός δε ο Θεός στήσαι αυτόν». Ο άλλος είναι δούλος κι αυτός του Θεού, εικόνα του Θεού, που η όποια πτώση του στην αμαρτία αναφέρεται όχι σε άνθρωπο, μα στον ίδιο τον Θεό. Ο Θεός είναι Εκείνος που παλεύει με καθέναν από εμάς για να μας συνεφέρει, προσβλέποντας πάντοτε στην ανάστασή μας και όχι αποκλειστικά στις αμαρτίες μας. Τι έπρεπε για παράδειγμα να κάνει ο Θεός μας, βλέποντας τον απόστολο Παύλο ως Σαύλο που δίωκε την Εκκλησία; Να τον εξολοθρεύσει; Αυτό είναι η αντίδραση του εγωισμού του μικρού ανθρώπου. Μα Εκείνος προσέβλεπε στη μετάνοιά του και στη μεγαλωσύνη της μεταστροφής του. Κάτι που έγινε: ο διώκτης Σαύλος έγινε ο μέγας οικουμενικός απόστολος Παύλος. Το ίδιο λοιπόν και στα δικά μας: αν έχουμε την παραμικρή αίσθηση της αληθινής ταπείνωσης, συνεπώς και της αγάπης που τη συνοδεύει, θα αφήνουμε την όποια αμαρτία του άλλου στα χέρια του Θεού – οι αμαρτίες είναι «περιοχή» δράσης του Θεού. Σ’ εμάς, στη «δική μας περιοχή», εναπόκειται το πιο σημαντικό και καθοριστικό: να βλέπουμε τον καθένα και το κάθετι ως έργο του Θεού, ως απαύγασμα του φωτός Εκείνου, συνεπώς πρέπει και να το αγαπούμε.

Δύσκολα πράγματα; Τρομακτικά δύσκολα. Μα και μοναδικά σωτήρια, όταν ξεκινά μάλιστα κανείς με το δεδομένο ότι δεν αγωνιζόμαστε μόνοι μας. Μαζί με τον Χριστό γίνεται η όποια προσπάθειά μας, μάλλον στον βαθμό που έχουμε κάποια ταπείνωση αφήνουμε, όπως είπαμε, Εκείνον να λειτουργεί μέσα μας. Συνεπώς το τρομακτικά δύσκολο, γίνεται σιγά σιγά εύκολο και για εμάς. Πρόκειται, όπως καταλαβαίνουμε, για τον καθημερινό αγώνα μας, από τον οποίο κρίνεται η όποια υπάρχουσα χριστιανοσύνη μας.