Πέμπτη 8 Οκτωβρίου 2020

ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ...

«Σε δημοσκόπηση του Mega και της Metron Analysis, η οποία πραγματοποιήθηκε από τις 23 έως τις 29 Σεπτεμβρίου 2020 σε δείγμα 1.200 ανθρώπων σχετικά με τον κορωνοϊό και την άποψη που έχουν οι Έλληνες για τη θεία κοινωνία», διαβάζουμε σε έγκυρη εβδομαδιαία εκκλησιαστική εφημερίδα (Κιβωτός της Ορθοδοξίας), «το 70% των πολιτών εκτιμά ότι ο κορωνοϊός μεταδίδεται με τη Θεία Ευχαριστία, το 22% πιστεύει ότι ο τρόπος μετάδοσής της είναι ασφαλής, ενώ το 8% αποφεύγει να απαντήσει».

Δεν πρόκειται να μπούμε στη διαδικασία αμφισβήτησης της δημοσκόπησης – θα θεωρήσουμε ότι είναι απολύτως έγκυρα τα στοιχεία της. Το ερώτημα που τίθεται είναι η σημασία που έχει για την Εκκλησία, νοουμένη βεβαίως με την πραγματική έννοιά της ως σώματος Χριστού, που κεφαλή έχει τον Ίδιο και μέλη της όλους τους βαπτισμένους και χρισμένους πιστούς, κληρικούς και λαϊκούς. Λοιπόν, τι σημασία έχει η δημοσκόπηση;

Μία πρόχειρη απάντηση είναι ότι η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων (αν θεωρήσουμε τους μετασχόντας στη δημοσκόπηση ότι είναι Έλληνες Ορθόδοξοι χριστιανοί) δεν είναι αληθινά πιστοί. Κι αυτό διότι το θέμα της θείας Ευχαριστίας δεν αποτελεί ένα δευτερεύον στοιχείο της εκκλησιαστικής πίστεως, αλλά συνιστά αυτό το κέντρο της και σφραγίζει το είναι και την ύπαρξη της Εκκλησίας, αφού πρόκειται για την προσφορά του ίδιου του Σώματος και του ίδιου του Αίματος του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού, της κεφαλής όπως είπαμε της Εκκλησίας, σ’ αυτούς που είναι μέλη Του, συνεπώς κατά τον λόγο του Ίδιου εξαρτάται από τη συμμετοχή αυτή η ζωή ή ο θάνατος του πιστού. «Ἐάν μή φάγητε τήν σάρκα τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου καί πίητε Αὐτοῦ τό αἷμα οὐκ ἔχετε ζωήν ἐν ἑαυτοῖς».  Ένας πιστός δηλαδή χριστιανός που έχει την παραπάνω πίστη ουδέποτε υπάρχει περίπτωση να ισχυριστεί ότι η θεία κοινωνία μπορεί να του κολλήσει αρρώστια, να του κολλήσει κάποια ίωση μολυσματική – η θεία κοινωνία είναι «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καί εἰς ζωήν αἰώνιον». Διότι ο Κύριος είναι «ἡ Ζωή καί ἡ Ἀνάστασις», όπως και Αυτός είναι «ὁ ἰατρός τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων».

Έχουμε την εντύπωση όμως ότι όσοι έδωσαν την παραπάνω απάντηση των πολλών στη δημοσκόπηση, ή έστω αρκετοί από αυτούς, δεν αρνούνται το μυστήριο καθεαυτό∙ αρνούνται τα περί το μυστήριο, τον συνωστισμό που παρατηρείται κατά την προσέγγιση του αγίου Ποτηρίου, το άγγιγμα ίσως του αγίου μάκτρου. Οπότε στην περίπτωση αυτή έχουμε όχι άρνηση αλλά ελλειμματική πίστη, που σημαίνει ότι ο καθένας κάνει τον εσωτερικό του αγώνα, με θετικό ή αρνητικό ίσως αποτέλεσμα, πάντως κάνει έναν αγώνα. Στην περίπτωση αυτή χρειάζεται η ένθεη γνώση που τονίζουν οι άγιοι Πατέρες μας, ότι δηλαδή εφόσον κάποιος εξαντλεί τις δικές του δυνατότητες από πλευράς υγειονομικής, τότε αναλαμβάνει ο ίδιος ο Θεός – Εκείνος θα τον προστατεύσει από όσα ο πιστός από μόνος του δεν μπορεί να αποφύγει. Στην περίπτωση όμως που υπάρχει άρνηση της πίστεως ότι πρόκειται περί Σώματος και Αίματος Χριστού, εκεί βεβαίως όχι μόνο δεν πρέπει να πλησιάσει κανείς το άγιο Ποτήριο – γιατί άραγε να το κάνει; - αλλά, και να μπορέσει να κοινωνήσει, ουδείς του εγγυάται ότι δεν πρόκειται να αρρωστήσει ή και να πάθει και χειρότερα – ο απόστολος Παύλος επ’ αυτού είναι «καταπέλτης»: μιλάει για αρρώστιες και για θάνατο ακόμη στους αμετανόητους και απροετοίμαστους «κοινωνημένους» (βλ. Α΄Κορ. 11, 27-30)∙ και μη ξεχνάμε: ο Ιούδας μετέσχε της θείας κοινωνίας και εισήλθε ο σατανάς μέσα του που τον οδήγησε στην προδοσία του Χριστού (βλ. Ιωάν. 13, 26-27)!

Μία άλλη απάντηση που μπορεί να δοθεί από κάποιον «άσχετο» της εκκλησιαστικής ζωής βλέποντας την πλειοψηφία των ερωτηθέντων, είναι ότι θα πρέπει η Εκκλησία να λειτουργήσει «δημοκρατικά» και να ακούσει τη γνώμη των πολλών, αν θέλει να μη «χάσει» το εκκλησίασμά της, γράφε καλύτερα την «πελατεία» της. Αλλά θα πρέπει να υπενθυμίσουμε στην περίπτωση αυτή ότι, πέρα από τη θέση της αθεῒας και της αρνησιχριστίας που εκφράζει, η Εκκλησία δεν κινείται για την πίστη της με βάση το κριτήριο των πολλών, αλλά με βάση αυτά που καθόρισε ο Ιδρυτής της Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός. Στον Χριστό είναι θεμελιωμένη η Εκκλησία, ο λόγος Του αποτελεί τις αρχές και τα δόγματά της και η ζωντανή σχέση εν Αγίω Πνεύματι μ’ Εκείνον συνιστά τη διαρκή απόβλεψη του κλημένου από Αυτόν στην πίστη ανθρώπου. Οι πολλοί αποτελούν την ευλογημένη (δημοκρατική) πλειοψηφία της Εκκλησίας, όταν διαπνέονται από βαθιά πίστη στον Χριστό και σε όσα Εκείνος αποκάλυψε, ενώ ο τρόπος της ζωής τους συνιστά ακολουθία ακριβώς των αγίων Του εντολών. Οι πολλοί χωρίς την πίστη αυτή εκφράζουν τα προσωπικά τους πιστεύω, τα πάθη τους, τις όποιες ασυνάρτητες ιδέες τους, γινόμενοι τις περισσότερες φορές άθυρμα στα χέρια επιτηδείων, που έχουν λόγο σκοτεινό να τους καθοδηγούν στα δικά τους συμφέροντα – το παράδειγμα των πολλών που υπό την καθοδήγηση των αρχιερέων και Φαρισαίων της εποχής του Χριστού φώναζαν «ἆρον, ἆρον σταύρωσον Αὐτόν» είναι τρανταχτό παράδειγμα – οπότε το «δημοκρατικό» κριτήριο στην περίπτωση αυτή αποτελεί άρνηση του Χριστού και της αυτοσυνειδησίας της Εκκλησίας.

Πέραν όμως των παραπάνω, ίσως τουλάχιστον ως γνώση, όπως σημειώνει ο όσιος Σωφρόνιος του Έσσεξ, θα πρέπει να προβληματιζόμαστε πάνω στο «ποιόν» των πιστών χριστιανών που απαρτίζουν το εκκλησίασμά μας. Θέλουμε να πούμε ότι αν πολλοί ή και λίγοι από τους εκκλησιαζομένους μας θέτουν εν αμφιβόλω το κέντρο της πίστεως, τη Θεία Κοινωνία, τότε η ατμόσφαιρα της Θείας Λειτουργίας «αλλοιώνεται» ή τέλος πάντων επηρεάζεται αρνητικά. Ο όσιος Γέρων μνημόνευε εν προκειμένω έναν άγιο επίσκοπο, ο οποίος σε κήρυγμά του έλεγε ότι «τη νύχτα του Μυστικού Δείπνου η παρουσία ενός μόνου ανθρώπου, του Ιούδα, εμπόδιζε τον λόγο του Χριστού, ήταν σαν να μην “μπορούσε” να μιλήσει. Όταν όμως ο Ιούδας έφυγε, τότε ο Κύριος είπε τα περίφημα εκείνα λόγια: ”Νῦν ἐδοξάσθη ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου καί ὁ Θεός ἐδοξάσθη ἐν αὐτῶ...”». Για να συνεχίσει ο όσιος με τα εξής συγκλονιστικά: «Η Λειτουργία είναι ένα θαυμάσιο εκπαιδευτήριο, αλλά αρκεί η παρουσία ενός μόνο προσώπου που αμφιβάλλει, για να μη συνεχιστεί όπως συνήθως. Να γιατί, κατά βάθος, θα έπρεπε να δεχόμαστε μόνο τους πιστούς – όπως ήταν η αληθινή παράδοση της Εκκλησίας στην αρχή – κατά τη διάρκεια αυτού του Μυστηρίου, που είναι τόσο μεγαλειώδες, τόσο υπέροχο. Κανείς να μην εισέρχεται έχοντας αμφιβολίες, αρνητικές σκέψεις. Κατά βάθος, μόνο αυτοί που θέλουν να λάβουν τη Θεία Κοινωνία θα έπρεπε να είναι παρόντες και όχι οι άλλοι. Αναγνωρίζουμε ότι δεν φθάνουμε αυτό το ιδεώδες, αλλά δεν πρέπει να εγκαταλείψουμε τη γνώση αυτή που λάβαμε».    

Κι ίσως δεν είναι κακό να επαναλάβουμε και πάλι τον λόγο του μεγάλου Σωφρονίου, που σε ομιλία του για τη Θεία Λειτουργία και τη Θεία Κοινωνία έλεγε: «Με την τέλεση του μυστηρίου αυτού ο συνηθισμένος κτιστός άρτος μεταβάλλεται σε Σώμα Χριστού, κατά τον δημιουργικό λόγο του Θεού. Έρχεται στιγμή κατά την οποία αυτό γίνεται σαφές, χωρίς εξήγηση». Αλλά αυτό προϋποθέτει κατά τον ίδιο «πολλή άσκηση».

Χρειάζεται πολλή κατήχηση όντως από την Εκκλησία μας στους χριστιανούς μας. Κυρίως χρειάζεται πολύς αγιασμένος βίος των έστω και λίγο εν επιγνώσει χριστιανών, κληρικών και λαϊκών. Τότε ίσως ο θερμός ζήλος μας μπορεί να θερμάνει και την προαίρεση των καλοπροαιρέτων, η οποία υπνώττει ευρισκόμενη σε αναμονή.