Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2020

ΧΡΙΣΤΟΣ: ΤΟ ΜΕΤΡΟ ΟΛΩΝ

«Δεν ενδιαφερόμαστε για τη θέση που έχουμε μέσα στον κόσμο. Το μόνο πράγμα που μας ελκύει είναι ο Χριστός, το πρόσωπό Του. Και πρέπει να βιώνουμε τον Χριστό ως το μέτρο όλων των πραγμάτων, θείων και ανθρωπίνων» (όσιος Σωφρόνιος Έσσεξ).

Ο όσιος Σωφρόνιος μιλώντας κατά τα τέλη της ζωής του στους μοναχούς και τις μοναχές της ιεράς Μονής του, αλλά και στους προσκυνητές που παρευρίσκονταν, τους εφιστά την προσοχή για ό,τι θεωρεί ως απόλυτο για την πραγμάτωση της σωτηρίας τους, τη ζωντανή σχέση τους με τον Θεό. Με τα ίδια τα λόγια του: «Θα ήθελα, πριν από τον θάνατό μου, να σας αφήσω αυτά τα λόγια ως μαρτυρία, ως την έκφραση της αγάπης μου για όλους σας. Προσπαθήστε να τα βάλετε σε πράξη και θα δείτε ότι η ζωή σας θα αλλάξει ριζικά». Και τα λόγια αυτά, όπως και παρόμοια άλλα βεβαίως, συγκεφαλαιώνονται στο τι αποτελεί προτεραιότητα για τον χριστιανό, πολύ περισσότερο για έναν μοναχό, τον κατά τεκμήριο πιο αφοσιωμένο στον Κύριο και τον λόγο Του.

1. «Δεν ενδιαφερόμαστε για τη θέση που έχουμε μέσα στον κόσμο». Στον κόσμο ζούσε και ο άγιος Γέρων. Συνεπώς ήταν υποχρεωμένος, κι αυτός και οι μοναχοί του, να λειτουργούν μέσα στους περιορισμούς που επιβάλλει η ζωή αυτή – η επίγεια ζωή έχει κανόνες για να την αντιμετωπίσει κανείς: πρέπει να τραφεί, πρέπει να ενδυθεί, να έχει μία σκέπη πάνω από το κεφάλι του. Δεν εννοεί αυτό όμως ο Γέρων. Μπορεί να κινείται μέσα στον κόσμο κατ’ ανάγκη, όμως το ενδιαφέρον του, συνεπώς και η προσοχή του, δεν είναι στραμμένα προς αυτόν. Ο κόσμος δεν απορροφά τον νου του πιστού ανθρώπου. Γιατί; Διότι «ὁ κόσμος κεῖται ἐν τῷ πονηρῷ». Μετά την πτώση του ανθρώπου στην αμαρτία, δυστυχώς ο κόσμος όλος αλλοιώθηκε από τη φυσιολογική εν Θεώ κατάστασή σου και η αμαρτία ως ανταρσία κατά του Θεού σφράγισε την πορεία του. Ο κόσμος πια νοείται αρνητικά, όχι διότι σταματά να είναι δημιουργία του Θεού – ο κόσμος πάντοτε ανήκει σ’ Εκείνον και διακρατείται από Εκείνον – αλλά διότι κυριαρχεί «τό φρόνημα τῆς σαρκός», ό,τι δηλαδή ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος περιγράφει «ὡς ἐπιθυμία τῆς σαρκός, ἐπιθυμία τῶν ὀφθαλμῶν, ἀλαζονεία τοῦ βίου». Πρόκειται για την ίδια στάση ζωής που μαρτυρεί ο απόστολος Παύλος, ο οποίος και αυτός χαρακτηρίζει τον κόσμο με την παραπάνω έννοια ως σκουπίδια και γι’ αυτό δεν μπορεί να δώσει την προσοχή του. «Ἡγοῦμαι πάντα σκύβαλα εἶναι, ἵνα Χριστόν κερδήσω». Κι είναι ευνόητο ότι και οι απόστολοι και όλοι οι άγιοι, όπως εν προκειμένω ο άγιος Σωφρόνιος, ακολουθούν την εν Χριστώ αποκάλυψη για τις εκτιμήσεις τους. Ο ίδιος ο Κύριος σημείωνε την αντιθετική σχέση του κόσμου με τον Θεό. Δεν μπορεί κανείς να είναι στραμμένος προς τον κόσμο και να είναι ταυτοχρόνως σε σχέση με τον Θεό. «Ὅς ἄν θέλῃ φίλος εἶναι τοῦ κόσμου, ἐχθρός τοῦ Θεοῦ καθίσταται». Καί: «οὐδείς δύναται δυσίν κυρίοις δουλεύειν».

Από την άποψη αυτή ο λόγος του αγίου Σωφρονίου αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα. Γιατί εκφράζει τον αιώνιο λόγο του Θεού. Μπορεί ο κόσμος με τα πάθη και τις αμαρτίες του να επιζητεί την πρωτιά, τις ανέσεις του, την επιβολή επί των άλλων, την προβολή του, αλλά όλα αυτά έχουν διαγραφεί από τη συνείδηση του αγίου και των χριστιανών. Για τον χριστιανό ό,τι θεωρείται αξία ιδιαίτερη στον κόσμο χάνεται. Διότι το κέντρο βάρους και η προσοχή του βρίσκονται αλλού. Στον μόνο που έχει απόλυτη αξία, τον ίδιο τον Χριστό.

2. «Το μόνο πράγμα που μας ελκύει είναι ο Χριστός, το πρόσωπό Του». Πράγματι, ο απόλυτος «μαγνήτης» για τον χριστιανό είναι το πανάχραντο πρόσωπο του Χριστού. Δεν αναφέρεται σε μία ιδέα ή σε μία απρόσωπη αρχή ο άγιος Γέροντας – τέτοιες ιδέες και αρχές, όσο κι αν φαίνονται καλές και σπουδαίες, τελικώς είναι υποταγμένες στον κόσμο τούτο κι εκφράζουν τον αυτονομημένο από τον Θεό νου του ανθρώπου. Αναφέρεται στο πρόσωπο του Χριστού, τον Υιό και Λόγο του Θεού, το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος που «ἔκλινεν Οὐρανούς» - κατ’ εὐδοκίαν του Πατρός και με τη συνέργεια του Αγίου Πνεύματος - και κατέβηκε στον κόσμο, γινόμενος άνθρωπος καθ’ όλα όμοιος με εμάς, «πλήν ἁμαρτίας». «Μέσα στον Χριστό έχουμε τον Θεό, τον Δημιουργό μας», λέει ο όσιος, όπως παρεμφερώς το λέει και ο απόστολος Παύλος: «Ἐν Αὐτῷ κατοικεῖ πᾶν τό πλήρωμα τῆς θεότητος σωματικῶς».

Το ερώτημα βεβαίως είναι: γιατί άλλοι δέχονται τον Χριστό και άλλοι Τον απορρίπτουν; Τι είναι εκείνο που κάνει έναν άνθρωπο να «διαβλέπει» ότι ο Χριστός είναι ο ενανθρωπήσας Θεός και να ελκύεται προς Αυτόν; Κι η απάντηση είναι δεδομένη από το Ευαγγέλιο: η καλή προαίρεση του ανθρώπου, που νιώθει την έλξη που ασκεί στην καρδιά του ο ίδιος ο Θεός Πατέρας για να τον τραβήξει προς τον Χριστό. «Οὐδείς δύναται ἐλθεῖν πρός με, ἐάν μή ὁ Πατήρ ὁ πέμψας με ἑλκύσῃ αὐτόν», λέει ο Ίδιος ο Κύριος. Αν όμως δεν υπάρχει η καλή προαίρεση, αν δηλαδή η αμαρτία ως πονηρία έχει διαβρώσει την ψυχή του ανθρώπου, δυστυχώς η όποια έλξη του Θεού πέφτει στο κενό. Τα πάθη του ανθρώπου έχουν κυριαρχήσει στην υπαρξή του, κάνοντας τον άνθρωπο αυτόν να δουλεύει στον Πονηρό διάβολο.

Και βεβαίως η έλξη προς τον Χριστό σημαίνει την κίνηση και την πορεία προς Αυτόν.  Δεν είναι μόνο η στροφή της προσοχής του ανθρώπου προς τον Κύριο που φανερώνει τη χαρισματική κατάσταση της πίστεως∙ είναι στη συνέχεια η διαρκής κίνηση της ψυχής και του σώματος που κάνει τον άνθρωπο να σπεύδει προς συνάντηση με Εκείνον – η κατάθεση της δικής του βούλησης ως «συνέργεια» με τον Θεό. Και μάλιστα χωρίς διακοπές. Η όποια διακοπή, ως γνωστόν, της πορείας προς τον Χριστό συνιστά όχι μία ανάπαυλα, αλλά μία οπισθοχώρηση και μία κατακρύλα, όπως το έχει αποκαλύψει ο Κύριος: «ὁ μή ὤν μετ’ ἐμοῦ κατ’ ἐμοῦ ἐστι καί ὁ μή συνάγων μετ’ ἐμοῦ σκορπίζει». Στην ουσία η κίνηση προς τον Χριστό πια για τον πιστό σημαίνει την αγάπη του προς Εκείνον ως ανταπόκριση προς τη δική Του αγάπη: «ἡμεῖς ἀγαπῶμεν ὅτι Αὐτός πρῶτος ἠγάπησεν ἡμᾶς» - η αγάπη αποτελεί το ερμηνευτικό κλειδί της σχέσης του χριστιανού με τον Χριστό -, ενώ η αγάπη αυτή λαμβάνει συγκεκριμένο περιεχόμενο, γιατί ο Χριστός ζει και ενεργεί μέσα από τις άγιες εντολές Του.

Με άλλα λόγια ο χριστιανός στρέφεται προς τον Χριστό και κινείται προς Αυτόν, όταν εν χάριτι αγωνίζεται να βρίσκεται εκεί που είναι οι εντολές του Χριστού. Κατά τον λόγο του Ίδιου «όποιος έχει τις εντολές μου και τις εφαρμόζει, εκείνος είναι που με αγαπά. Κι όποιος με αγαπά θα αγαπηθεί από τον πατέρα μου και εγώ θα τον αγαπήσω και του φανερωθώ μέσα του». Στην πορεία αυτή του χριστιανού που καταγράφεται στον «χάρτη» της καρδιάς του και κινητοποιεί βεβαίως και το σώμα του, επισημαίνουμε και την «ταχύτητα» του χριστιανού. Άλλος κινείται με μικρή ταχύτητα, άλλος με μεγαλύτερη, άλλος ακόμη περισσότερο. Μιλάμε για τις διαβαθμίσεις της αγάπης (συνεπώς και της παρουσίας της χάρης του Θεού) που μας εξηγούν τα λόγια της αγίας Γραφής αλλά και τη ζωή των αγίων μας. «Εἰς ὀσμήν μύρου σου ἔδραμον, Χριστέ», διαβάζουμε αίφνης για πολλούς αγίους και αγίες της Εκκλησίας, όπως το λέει και ο απόστολος: «Δι’ ὑπομονῆς τρέχομεν τόν προκείμενον ἡμῖν ἀγῶνα, ἀφορῶντες εἰς τόν πίστεως ἀρχηγόν καί τελειωτήν Ἰησοῦν». «Ἔδραμον», «τρέχομεν» - η πνευματική ζωή ως σχέση με το πρόσωπο του Χριστού δεν πάει «σέρνοντας»∙ διαποτίζεται από το στοιχείο της χαράς και του νεανικού σφρίγους, γιατί έχει την πνοή του αγίου Πνεύματος.   

3. «Και πρέπει να βιώνουμε τον Χριστό ως το μέτρο όλων των πραγμάτων, θείων και ανθρωπίνων». Ο όσιος Σωφρόνιος σημειώνει βεβαίως ό,τι αναφέραμε προηγουμένως: τον Χριστό Τον βλέπουμε και σχετιζόμαστε μαζί Του όταν Τον βιώνουμε. Δηλαδή όταν τηρούμε τις άγιες εντολές Του. Εκεί βρίσκεται το σημείο συντονισμού μας μαζί Του. Για να προχωρήσει όμως ο άγιος: ο Χριστός είναι «το μέτρο» των πάντων. Είναι το ίδιο που λέει ο απόστολος Παύλος και οι άλλοι απόστολοι: «Ἐμοί τό ζῆν Χριστός καί τό ἀποθανεῖν κέρδος». Για όποιον πίστεψε αληθινά, σαν τον άγιο Σωφρόνιο, το κριτήριο και το μέτρο όλων, θείων και ανθρωπίνων, είναι ο Χριστός. Δεν συνιστά ο Χριστός μία αξία ή κάτι σημαντικό στη ζωή. Είναι η αξία και είναι η ζωή. Βάσει Αυτού κρίνονται τα πάντα. Διότι, όπως είπαμε, «Αὐτός ἐστιν ὁ ἀληθινός Θεός», από τον Οποίο ήλθαμε στη ζωή, διακρατούμαστε στη ζωή, κατατείνουμε σ’ Αυτόν ως το τελικό μας όριο. Όπως το λέει και πάλι ο όσιος: Τον Χριστό «Τον ζούμε ως την ίδια τη ζωή μας και όχι ως κάποιο αντικείμενο που γνωρίζουμε από έξω. Αυτή ειναι η επωδός του ύμνου μου».

Οπότε, το «μέτρον χρημάτων πάντων ἄνθρωπος» του αρχαίου σοφιστή και δασκάλου Πρωταγόρα που έγινε κανόνας και της νεώτερης και μετανεώτερης εποχής ως να είναι ο άνθρωπος η απόλυτη αναφορά των πάντων, παύει χριστιανικά να ισχύει. Και πώς να ισχύει, όταν πάει να αντιπαραβληθεί ο άνθρωπος του κόσμου και της αμαρτίας με τον ενανθρωπήσαντα Θεό, ο Οποίος πέραν από τέλειος Θεός είναι και τέλειος άνθρωπος και ο Σταυρός Του είναι και η μεγαλύτερη απόδειξη της αγάπης Του προς εμάς; Κι είναι τούτο μία αλήθεια που έχει επισημανθεί με πολύ έντονο τρόπο από πολλούς χριστιανούς συγγραφείς, κατεξοχήν δε από τον μεγάλο Σέρβο άγιο π. Ιουστίνο Πόποβιτς, ο οποίος στα διάφορα συγγράμματά του έγραφε και κήρυττε ότι «μέτρον χρημάτων πάντων Θεάνθρωπος». Με τον Χριστό, τον Θεάνθρωπο Κύριό μας, κρίνουμε τα πάντα, θρησκείες, φιλοσοφίες, ιδεολογίες, ανθρώπους. Το μοναδικό πρόσωπο «ἐν ᾧ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς».