Τρίτη 1 Ιανουαρίου 2019

Π Ρ Ω Τ Ο Χ Ρ Ο Ν Ι Α !

  
           Τό τώρα, αὐτό πού ζοῦμε τήν κάθε στιγμή στόν συγκεκριμένο τόπο καί χρόνο, (μέ τήν εὐκαιρία πού μᾶς δίνει ἡ ἔλευση τοῦ καινούργιου χρόνου για τέτοιον προβληματισμό), εἶναι καί ὅ,τι ἀνώτερο ὑπάρχει. Γιατί εἶναι τό πεδίο πού ἀναμετριέται ἡ συνείδησή μας μέ τόν ἴδιο τόν Θεό καί εἴτε κερδίζουμε τήν παρουσία Του εἴτε δυστυχῶς τήν ἀπεμπολοῦμε, καθώς χανόμαστε μέσα στήν ὀρφάνια τῆς ἀπουσίας Του, ὄχι γιατί Ἐκεῖνος φεύγει - ἀπό ποῦ νά φύγει, ἀφοῦ Ἐκεῖνος διακρατεῖ καί συνέχει τά σύμπαντα; - ἀλλά γιατί ἐμεῖς Τόν διαγράφουμε νομίζοντας ὅτι δέν ὑπάρχει. Ἴσως νά θυμηθοῦμε ἐδῶ τή σπαρακτική πράγματι κραυγή τοῦ προφήτη τῆς ἀθεΐας Νίτσε, ὁ ὁποῖος στό ἔργο του «Τάδε ἔφη Ζαρατούστρα» βάζει τόν πρωταγωνιστή νά κραυγάζει ὅτι ὁ Θεός πέθανε. Κι ὄχι γιατί πράγματι πέθανε, ἀλλά γιατί ἐμεῖς Τόν σκοτώσαμε μέσα στίς ψυχές καί τίς καρδιές μας. «Ἡ ὥρα πού περνᾶς τώρα», θά σημειώσει ἐν προκειμένῳ καί ὁ γνωστός θεολόγος Παῦλος Εὐδοκίμωφ τῶν Ρώσων τῆς διασπορᾶς, «ὁ ἄνθρωπος πού συναντᾶς τώρα καί ἐδῶ, τό ἔργο πού ἐπιτελεῖς αὐτήν ἐδῶ τή στιγμή – αὐτά εἶναι πάντοτε τά πιό σημαντικά σ’ ὁλόκληρη τή ζωή σου». Ὁ χρόνος δηλαδή, ὅπως κι ὁ κάθε τόπος, ἀποκτᾶ μία ἱερότητα πού θά μποροῦσε νά χαρακτηριστεῖ ὡς ὥρα θεοφανείας. Τό ὁριζόντιο στοιχεῖο τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου, καθώς ἀνοίγεται στό κάθετο τῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, (γι’ αὐτό καί σταυρική ἡ ἔννοια τοῦ χρόνου τελικά, ἰδίως ἀφότου ἦλθε μέσα στόν χρόνο ὁ ἴδιος ὁ Θεός ὡς ἄνθρωπος), μεταμορφώνεται σέ σκαλί πού ἐκβάλλει στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ἡ αἰωνιότητα γιά τήν πίστη καί τήν Ἐκκλησία μας δέν νοεῖται ὡς ἁπλῶς ἡ ἀτέρμονη συνέχεια πού ἔρχεται μετά τό τέλος αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἀλλ’ ἡ χαρισματική γεύση καί αἴσθηση τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ ἀκριβῶς στό μεταμορφωμένο ἐδῶ καί τώρα ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ τῆς ζωῆς ἑνός ἀληθινοῦ πιστοῦ, τοῦ ἁγίου.