Κυριακή 9 Δεκεμβρίου 2018

ΔΡΑΣΚΕΛΙΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟ ΦΩΣ... (17)


Υπάρχει μια απορία συχνά στον καλοπροαίρετο χριστιανό, όταν ακούει κι όταν κλωθογυρίζει στο μυαλό του την κεντρική εντολή που ο Θεός έχει δώσει στον άνθρωπο, δηλαδή να Τον αγαπήσει «εξ όλης της ψυχής, εξ όλης της καρδίας, εξ όλης της διανοίας, εξ όλης της ισχύος»: πού να στραφώ για να βρω Αυτόν τον Θεό, που να στρέψω το βλέμμα μου για να Τον συναντήσω; Κι υπάρχουν φορές που στρέφεται ο πιστός σε κάτι θολό και κενό, σε κάτι μετέωρο – δεν ξέρει πού να ακουμπήσει κυριολεκτικά την καρδιά και τον λογισμό του. Αλλά ο Κύριος και οι άγιοί μας είναι σαφείς: Ο Κύριος βρίσκεται πρώτα από όλα στο πρόσωπο του κάθε συνανθρώπου μας – «εφόσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου εμοί εποιήσατε» -, βρίσκεται στην ίδια την ύπαρξη τη δική μας – στο σώμα και την ψυχή μας «άτινά εστι του Θεού» -, βρίσκεται σε κάθε τι που υφίσταται στον κόσμο, είτε ζώο είτε φυτό είτε πέτρα, πράγματι σε όλο το σύμπαν. Αυτονόητα βέβαια όχι ως ουσία αλλά ως ενέργεια – την ουσία του Θεού δεν την αγγίζει κανείς πέραν της Τριαδικής Θεότητας. Ο Θεός δηλαδή ψηλαφάται μέσα στα δημιουργήματά Του, τα οποία επειδή ακριβώς είναι δικά Του ελκύουν την αγάπη του καλοπροαίρετου πιστού. Οπότε αγαπάμε Κύριο τον Θεό μας, όταν Τον αναγνωρίζουμε στα πάντα  της δημιουργίας Του και η καρδιά μας στρέφεται μέσω αυτών σ’ Εκείνον που είναι «το άκρον των εφετών». Αυτό το «κυνηγητό» του Χριστού και Θεού μας σε ό,τι τελικά αποτελεί παρουσία Του, («εις οσμήν μύρου σου έδραμον, Χριστέ»), είναι κι αυτό που κάνει τον άνθρωπο να ζει εκστατικά την ύπαρξή του, που θα πει να ζει με τον τρόπο που τον φέρνει μπρος στην αληθινή πραγματικότητα του εαυτού του: να νιώθει μέλος Χριστού και αλλήλων.