Δευτέρα 18 Ιουνίου 2018

ΠΥΡΙΝΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ



Πέρασαν τή βαριά θύρα τῆς Μονῆς τοῦ ὁσίου Θεοδοσίου καί βαριανασαίνοντας ἀπό τή ζέστη ἔκαναν τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ. «Δόξα σοι ὁ Θεός», βγῆκε αὐθόρμητα ἡ δοξολογία ἀπό τά χείλη τους. «Πιεῖτε λίγο νερό ἀπό τήν πηγούλα μας, εἶναι πολύ δροσερό», τούς εἶπε ὁ ἀρχοντάρης μοναχός καλωσορίζοντάς τους, «καί σ’ ἕνα λεπτό θά εἶναι ἐδῶ ὁ ἅγιος ἡγούμενος». Πλησίασαν καί γεύτηκαν τό δροσερό νερό πού ἔβγαινε ἀπό ἕνα βραχάκι τῆς αὐλῆς καί πού φάνταζε ὡς μικρός παράδεισος στή ζέστη τοῦ καλοκαιριοῦ. Ἔβγαλαν τό σκοῦφο τους καί ἔριξαν νερό καί στά πυρωμένα κεφάλια τους. Ἡ δροσιά τούς ἀνακούφισε καί τούς ἀναζωογόνησε. Συνηθισμένοι ἀπό τίς ὁδοιπορίες καί τά προσκυνήματα ὁ Ἰωάννης καί ὁ Σωφρόνιος βρέθηκαν μέ μεγάλη χαρά στήν ἁγιασμένη Μονή τοῦ μεγάλου Πατέρα Θεοδοσίου. Ἤξεραν ὅτι ἐκεῖ θά συναντοῦσαν ἀνθρώπους πράγματι ἀφιερωμένους στόν Θεό καί θά μάθαιναν γιά ἄλλους πού τό τέλος τους λόγω τῆς σπουδαίας ἄσκησής τους ὑπῆρξε ὁσιακό.
«Καλῶς τους, καλῶς τους», εἶπε μέ πλατύ χαμόγελο ὁ ἀββᾶς Θεοδόσιος, ὁ ἡγούμενος τῆς Μονῆς, ὁ ὁποῖος μετά ἀπό κάποια χρόνια ἔγινε ἐπίσκοπος Καπιτωλιάδος, κι ἀγκάλιασε μέ ἀνυπόκριτη ἀγάπη τούς δύο γνωστούς ἀδελφούς. «Περάστε νά προσκυνήσετε στόν Ναό καί μετά πᾶμε στό ἀρχονταρίκι». Ἤξερε ὁ ἀββᾶς Θεοδόσιος ὅτι οἱ δύο συκεκριμένοι καλόγεροι δέν ἦταν τυχαῖοι. Ἄνθρωποι ἀφοσιωμένοι στόν Κύριο, ὁ Ὁποῖος τούς φώτισε κάποια στιγμή νά ἀναλάβουν «ἐκστρατεία» γνωριμίας μέ ὅλα τά μεγάλα καί τά μικρά μοναστήρια καί προσκυνήματα, ἐκεῖ πού ἄνθιζε ὁ χριστιανισμός, νά καταγράψουν τίς ἐμπειρίες τους, νά γίνουν μάρτυρες τῆς ζωῆς τοῦ Κυρίου, ὅπως τήν βιώνουν ἄνθρωποι πού τό λέει ἡ καρδιά τους.
Ἔγινε τό προσκύνημα στόν ναό, πέρασαν στό ἀρχονταρίκι.  «Λοιπόν, ἀδελφοί μου», εἶπε ὁ ἡγούμενος, «τί μαρτυρίες μᾶς φέρνετε ἀπό τά προσκυνήματά σας αὐτήν τή φορά; Ξέρουμε ὅτι ἐπιθυμία δική σας εἶναι ἐμεῖς νά σᾶς ποῦμε γιά τή βιωμένη πίστη μας, μά θά θέλαμε πρίν ἀπό αὐτό τή δική σας μαρτυρία». Δέν ἀρνήθηκαν οἱ δύο ἀδελφοί.  Ξεκίνησαν νά διηγοῦνται, ἐνῶ τό κέρασμα μέ τήν ἐντολή τοῦ ἀββᾶ ἦταν ἤδη ἕτοιμο καί προσφερόταν στους κουρασμένους ὁδοιπόρους. Μίλησαν γιά πολλά, εἶπαν γιά ἀνθρώπους ὁσίους πού συνάντησαν ἤ ἄκουσαν γι’ αὐτούς, καί γιά ἀσκητές «ὧν οὐκ ἦν ἄξιος ὁ κόσμος», πού λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. «Θά θέλαμε ὅμως Γέροντα», κατέληξε ὁ π. Ἰωάννης, «νά μᾶς πεῖτε γιά τήν προσευχή, γιά τήν ἐργασία αὐτή πού κάνει τόν ἄνθρωπο νά ἑνώνεται πράγματι μέ τόν Θεό, γιά ἀνθρώπους πού εἴδατε ὅτι τήν ἀσκοῦν μέ τόν τρόπο πού θέλει ὁ Κύριος. Γιατί αὐτό καταλάβαμε καί ὡς μοναχοί ἀλλά καί ὡς προσκυνητές πού γυρίζουμε, ὅτι ἡ προσευχή ἀποτελεῖ τό κέντρο καί τό ἅπαν τῆς ὕπαρξης τοῦ χριστιανοῦ. Στήν προσευχή φανερώνεται τό ποιόν τῆς χριστιανικῆς του συνείδησης,  ἀποτελεῖ τόν καθρέπτη τῆς ὅλης πνευματικῆς του ζωῆς. Λοιπόν, κάθε τι πού σχετίζεται μέ τόν ἀγώνα τῆς προσευχῆς ἀποτελεῖ γιά μᾶς καθοδηγητικό στοιχεῖο πού μπορεῖ νά βοηθήσει στόν σκοπό μας, δηλαδή τή σωτηρία μας καί τή σχέση μας μέ τόν Χριστό.
Ὁ ἀββᾶς Θεοδόσιος δέν ἔσπευσε νά ἀπαντήσει. Παρότρυνε τούς επισκέπτες  νά γευτοῦν τό κέρασμά τους, νά ξεκουραστοῦν λίγο, ὥστε νά τοῦ δοθεῖ ἴσως χρόνος γιά νά σκεφτεῖ καί νά μιλήσει. Ὁ Σωφρόνιος, πρῶτος αὐτός, ἀνταποκρίθηκε ἀμέσως στήν προτροπή τοῦ ἡγουμένου, προκειμένου νά ἑτοιμάσει καί τά χαρτιά του καί νά ἀρχίσει τήν καταγραφή. Ὡστόσο, βρῆκε τήν εὐκαιρία νά ρίξει μιά ματιά στό ἁπλό δωμάτιο ὑποδοχῆς. Κάποια παλιά καθίσματα, λίγες εἰκόνες, ἕνα μικρό προσκυνητάρι πού πάνω του ἔκαιγε ἕνα καντήλι, ἦταν τό ἀρχονταρίκι τῆς Μονῆς, πού μύριζε εὐωδιαστό λιβάνι ἀπό προηγούμενο κάψιμό του. Τήν ὥρα πού ὁ ἡγούμενος Θεοδόσιος πῆγε νά ξεκινήσει  τόν λόγο, κατέφθασε κι ὁ γέροντας Ἀνδρέας, γνωστός κι αὐτός ἀπό παλιότερα τῶν ἀδελφῶν. Τόν χαιρέτισαν καί τόν ἀσπάστηκαν. «Κάθησε, πάτερ Ἀνδρέα», τοῦ εἶπε ὁ ἡγούμενος. «Θά βοηθήσεις κι ἐσύ καί θά συμπληρώσεις ὅ,τι ἴσως παραλείψω ἐγώ. Οἱ ἀδελφοί ἐδῶ πού τούς ξέρεις, ζητήσανε νά τούς πῶ λίγα λόγια γιά τήν προσευχή, γιά τό κέντρο τῆς ὕπαρξης τοῦ χριστιανοῦ, ὅπως εἶπαν». Κάθισε καί ὁ π. Ἀνδρέας, μεσήλικας στά χρόνια καί μέ μεγάλη πεῖρα στήν καλογερική ζωή, ἀφοῦ σχεδόν παιδιόθεν βρέθηκε στόν ἁγιασμένο τόπο τοῦ Μοναστηριοῦ. «Δόξα σοι ὁ Θεός», τοῦ ξέφυγε ὁ ἀναστεναγμός καί τά χέρια του ἄρχισαν νά γλιστρᾶνε στους κόμπους τοῦ μαύρου κομποσχοινιοῦ του.
«Πατέρες μου», εἶπε στοχαστικά ὁ ἀββᾶς, «δέν θά σᾶς πῶ πράγματα πού τά ξέρετε καλύτερα ἀπό μένα. Ἡ προσευχή γιά τόν χριστιανό πράγματι ἀποτελεῖ ὅ,τι ἀνώτερο ἀλλά  καί κοπιαστικότερο στήν πνευματική του ζωή. Ὅπως ἔχει πεῖ καί ὁ μεγάλος Πατέρας μας ἅγιος Γρηγόριος ὁ θεολόγος, «μνημονευτέον τοῦ Θεοῦ μᾶλλον ἤ ἀναπνευστέον». Νά μνημονεύουμε πρέπει τόν Θεό πιό πολύ καί ἀπό τήν ἀναπνοή μας. Εἶναι δηλαδή θέμα ζωῆς καί θανάτου μας. Γιατί ἀκριβῶς ὁ Θεός εἶναι ἡ ζωή μας. Αὐτός μᾶς δημιούργησε, Αὐτός μᾶς κρατάει στήν ὕπαρξη, Αὐτός μᾶς κατευθύνει στόν τελικό μας προορισμό. Χωρίς Αὐτόν ἡ ζωή δέν εἶναι ζωή· εἶναι θάνατος πού μοιάζει μέ ζωή. Κι αὐτό στηρίζεται στό γεγονός ὅτι μᾶς ἔπλασε «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσίν Του», ἑπομένως ἡ στροφή μας σ’Αὐτόν εἶναι ἡ φυσιολογία μας. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ὁ Κύριος ἀπαρχῆς ἔδωσε τήν ἐντολή νά Τόν ἀγαπᾶμε «ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς, ἐξ ὅλης τῆς καρδίας, ἐξ ὅλης τῆς διανοίας, ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος μας». Ἐπειδή ὁ Θεός μας εἶναι ἀγάπη, τό ἴδιο καλούμαστε νά ζήσουμε κι ἐμεῖς. Ἡ ἀγάπη πρός Αὐτόν καί πρός τήν κάθε εἰκόνα Του, τόν ἄνθρωπο, εἶναι τό κύριο ἔργο μας, γι’ αὐτό καί ἄνθρωπος πού δέν προσεύχεται δέν μπορεῖ νά θεωρηθεῖ ἀληθινός καί πραγματικός ἄνθρωπος. Ὅπως εἴπαμε, ζεῖ ἀκόμη καί ζωντανός ὡς νεκρός».
«Ἀββᾶ», διέκοψε μέ σεμνότητα ὁ Σωφρόνιος. «Ἔχετε νά μᾶς πεῖτε περιπτώσεις ἀπό τήν προσωπική σας ζωή πού δείχνουν ὅτι ὁ Θεός ἐπευλογεῖ τήν ἀληθινή προσευχή; Γιατί ὁ Κύριος ὑποσχέθηκε συγκλονιστικά πράγματα γιά ἐκεῖνον πού ἀφιερώνεται στόν Ἴδιο. Θυμᾶμαι, γιά παράδειγμα, αὐτό πού ἀναφέρει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης γιά τόν ἀδελφό του τόν Μ. Βασίλειο. Τόν εἶδε κάποια στιγμή ἐν ὥρᾳ προσευχῆς κι ὁ τόπος ὅλος φωτιζόταν ἀπό ὑπερκόσμιο φῶς. Δέν εἶπε τίποτε τότε, ἀλλά τό κατέγραψε ἀργότερα. Κάτι τέτοιο ὁ Κύριος τό ἀνέφερε ὡς δεδομένο γιά κάθε ἀληθινό χριστιανό».
Σάν νά ὑγράνθηκαν τά μάτια τοῦ ἀββᾶ Θεοδόσιου. Ἔστρεψε τό βλέμμα του στήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ πού κρεμόταν στόν κεντρικό τοῖχο τοῦ δωματίου καί ἀπάντησε. «Βεβαίως, π. Σωφρόνιε. Καί δέν πρόκειται νά μιλήσω γιά προσωπικές μου περιπτώσεις, ὅπως εἶπες, γιατί ἐγώ βρίσκομαι, ἄν βρίσκομαι, στά κράσπεδα τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Δέν ξέρω μάλιστα ἄν ἔχω ξεκινήσει κἄν τή ζωή αὐτή, ἀφοῦ τό μόνο πού καταλαβαίνω εἶναι ὅτι μολύνω καί τόν ἀέρα πού ἀναπνέω ὅσο ζῶ. Ἀλλά ἐλπίζω ὁ Κύριος νά μέ ἐλεήσει…», ἄφησε ἕνα κενό στόν λόγο του. Ἀνέπνευσε βαθιά καί πῆρε δύναμη νά συνεχίσει. «Ἔχω ὅμως νά καταθέσω μία μαρτυρία ἀληθινῆς προσευχῆς, γιατί μοῦ δόθηκε ἀπό τόν Κύριο νά τό δῶ καί νά τό ζήσω, ἐδῶ στό μοναστήρι μας». Τά μάτια τοῦ Ἰωάννη καί τοῦ Σωφρονίου ἄνοιξαν διάπλατα. Ἡ προσοχή τους ἐντάθηκε. Ὁ Σωφρόνιος διόρθωσε τά γραπτά του κι ἑτοιμάστηκε νά καταγράψει καί τήν παραμικρότερη λεπτομέρεια.
«Λοιπόν», εἶπε ὁ ἡγούμενος, «πρίν ἀπό πολύ καιρό, κάποια ἡμέρα μετά τό ἀπόδειπνο στόν ναό καί πρίν σημάνει τό νυκτερινό ξύλο πού καλεῖ σέ πλήρη σιωπή, ἐγώ ἑτοιμαζόμουν νά ξαπλώσω στό κρεβατάκι μου. Εἶχα κάνει καί τόν κανόνα μου, εἶχα λίγο μελετήσει κι εἶπα νά ἀναπαυτῶ. Τότε λοιπόν πού ξάπλωνα, ἄκουσα κάποιον νά λέει μέ ἤρεμη καί ἥσυχη φωνή τό «Κύριε ἐλέησον». Προφανῶς αὐτός πού τό ἔλεγε πίστευε ὅτι δέν ἀκουγόταν, ἀλλά ἦταν τέτοια ἡ ἡσυχία τοῦ τόπου, ἦταν τέτοια ἡ σιγαλιά ἐκείνου τοῦ σούρουπου, πού ἀκουγόταν καί τό παραμικρό. Δέν κουνήθηκα ἀπό τή θέση μου, μήπως ἀκουστεῖ τίποτε καί ταράξει τήν προσευχή τοῦ ἀγνώστου ἐκείνη τή στιγμή συνασκητῆ μου. Παρακολουθοῦσα τήν προσευχή, μετεῖχα κατά περίεργο τρόπο κι ἐγώ σ’ αὐτήν, μέτρησα μάλιστα πεντακόσια «Κύριε ἐλέησον». Σταμάτησε κάποια στιγμή ἡ φωνή, ὁπότε σηκώθηκα πολύ σιγά ἀπό τό κρεβάτι καί κοίταξα προσεκτικά ἀπό τό παράθυρο τοῦ κελλιοῦ μου γιά νά δῶ ποιός ἤτανε αὐτός πού προσευχόταν. Πρός τή μεριά τῆς Ἐκκλησίας εἶδα ἕνα γέροντα γονατιστό, πού φάνηκε πολύ καθαρά ὅμως ποιός ἦταν, γιατί – Κύριε ἐλέησον! - ἕνα φωτεινό ἀστέρι βρισκόταν πάνω ἀκριβῶς ἀπό τό κεφάλι του…». Σταυροκοπήθηκε ὁ ἀββᾶς καί τά μάτια του ἔδειξαν τήν κατάνυξη τῆς καρδιᾶς του. «Ναί, πατέρες μου, ὁ Θεός μέ ἀξίωσε νά δῶ ἕναν ἄνθρωπο ἀληθινῆς προσευχῆς, κι αὐτός ἦταν ὁ γέροντας τῆς μονῆς μας, ὁ γερο-Νόννος, παράδειγμα καί καύχημα γιά ὅλους μέ τήν ὁσιακή καί ἡσυχαστική του ζωή. Τό «Κύριε ἐλέησον» στόν γέροντα αὐτόν ἦταν θά λέγαμε κολλημένο στήν ἀναπνοή του. Ἀνέπνεε πάντοτε τόν Χριστό, κάτι πού φαινόταν μέ ὅλη τή βιωτή του, τήν ἀγάπη του πρός ὅλους μας, τή μεγάλη του ταπείνωση».
Ὁ Σωφρόνιος ἔγραφε πυρετωδῶς. Κατά διαστήματα μόνο ἀνασήκωνε τό κεφάλι του, γιά νά μπορεῖ νά ἔχει καί ὀπτική ἐπαφή μέ τό περιβάλλον του, ἐνῶ ἡ συνέχεια «διέλυσε» τήν καρδιά τῶν προσκυνητῶν, καθώς τόν λόγο αὐτήν τή φορά πῆρε καί ὁ ἀββᾶς Ἀνδρέας. «Γέροντα», εἶπε στόν ἡγούμενο, «μπορῶ νά πῶ κι ἐγώ κάτι γιά τόν ὅσιο αὐτόν ἄνθρωπο; Γιατί, ἐσεῖς τό ξέρετε βέβαια, δόθηκε καί σ’ ἐμένα ἡ χάρη νά δῶ τήν ἀληθινή προσευχή στό πρόσωπο τοῦ συγκεκριμένου γέροντα». Εὐλόγησε ὁ ἡγούμενος καί ὁ π. Ἀνδρέας πῆρε τόν λόγο μέ τή σειρά του. «Πατέρες μου, καί ἡ δική μου ἐμπειρία δέν εἶναι διαφορετική. Μία ἡμέρα, πρίν ἀκόμη σημάνει ὁ ἐκκλησιαστικός γιά τήν πρωϊνή ἀκολουθία, σχεδόν ἀξημέρωτα, ἐγώ εἶχα ἑτοιμαστεῖ, βγῆκα ἀπό τό κελλί μου καί κατέβηκα πρός τήν Ἐκκλησία.  Τό θέαμα πού ἀντίκρυσα μέ ἔκανε νά… κοκκαλώσω, νά φοβηθῶ, νά τό βάλω τελικά στά πόδια. Ἦταν ἡ ἀπειρία μου βέβαια καί ἡ μεγάλη μου ἁμαρτωλότητα. Ἀλλά τότε ἔτσι ἀντέδρασα. Τί εἶδα λοιπόν; Ὁ γερο-Νόννος βρισκόταν μπροστά ἀπό τόν ναό, νά ἔχει τά δυό του χέρια ὑψωμένα στόν οὐρανό καί νά προσεύχεται. Θά μοῦ πεῖτε, τί τό περίεργο πού μέ συγκλόνισε; Δέν ἦταν ὅτι προσευχόταν ὁ γέροντας. Ἦταν τό γεγονός ὅτι τά χέρια του… ἔλαμπαν σάν… πύρινες λαμπάδες. Δέν εἶχα ξαναδεῖ κάτι τέτοιο. Εἶχα ἀκούσει καί εἶχα διαβάσει γιά παλιούς ἀσκητές πού προσεύχονταν ἔτσι, ἀλλά ἄλλο νά τό ἀκοῦς ἤ νά τό διαβάζεις, καί ἄλλο νά τό βλέπεις! Ἦταν μία ἐμπειρία πού μέ σφράγισε κι ἐμένα, γιατί κατάλαβα τή μικρότητά μου, ἀλλά καί τό μεγαλεῖο τοῦ χριστιανοῦ, ὅταν θέλει νά εἶναι πραγματικός χριστιανός. Τό ἐξομολογήθηκα στόν ἡγούμενο, καί ἔκτοτε ὅλοι μας στεκόμασταν μέ μεγάλο δέος ἀπέναντι σ’ αὐτόν τόν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος δέν ἔπαυε νά προσεύχεται γιά τίς ἁμαρτίες του καί νά θεωρεῖ τόν ἑαυτό του τόν μικρότερο ὅλων μας καί τόν χειρότερο τῶν ἁμαρτωλῶν… Περιττό νά ποῦμε ὅτι καί τά τέλη του ὑπῆρξαν ὁσιακά. Εὐωδίασε τότε ὅλο τό μοναστήρι!»
Ἡ πέννα ἔπεσε ἀπό τά χέρια τοῦ Σωφρόνιου. Ἄλλωστε καί νά τήν κρατοῦσε δέν θά μποροῦσε νά γράψει, γιατί τά μάτια κι αὐτοῦ, ὅπως ὅλων, ἦταν θολωμένα ἀπό τά δάκρυα. Ἡ σιωπή κάλυψε τήν ἀτμόσφαιρα γιά ἀρκετή ὥρα. Ἀργότερα ὁ Σωφρόνιος βρῆκε τή δύναμη νά συνεχίσει τήν καταγραφή…
(Ἀπό τό "Λειμωνάριον" τοῦ Ἰ. Μόσχου, κεφ. 104)