Πέμπτη 25 Ιανουαρίου 2018

Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ


 
«Ο μέγας Γρηγόριος ο Θεολόγος έζησε επί της βασιλείας του Ουάλεντα. Πατρίδα του επίγεια μεν ήταν η δεύτερη των Καππαδοκών, η Ναζιανζός, (γεννήθηκε περί το 329/30 μ.Χ.), ουράνια δε, η άνω Ιερουσαλήμ. Γονείς του, ευγενείς και δίκαιοι, ήταν ο Γρηγόριος και η Νόννα. Ο πατέρας του ανήκε για πολύ στην ιουδαιο-ειδωλολατρική αίρεση των Υψισταρίων, την οποία εγκατέλειψε με την επιμονή και τις προσευχές της ευσεβεστάτης γυναίκας του, έγινε μάλιστα και επίσκοπος της πόλεως της Ναζιανζού. Όταν ο υιός Γρηγόριος μεγάλωσε και έλαβε μόρφωση και παιδεία, όπως κανείς άλλος (ως γνωστόν σπούδασε στην Ναζιανζό, στην Καισάρεια της Καππαδοκίας, όπου γνωρίστηκε με τον άγιο Βασίλειο, στην Καισάρεια της Παλαιστίνης, στην Αλεξάνδρεια και τέλος στην Αθήνα, όπου και δίδαξε  ρητορική) έγινε εξηγητής και διδάσκαλος της ζωής των περί αυτόν. Μεταξύ τούτων τιμά τον Μέγα Βασίλειο, τον πατέρα του Γρηγόριο, τον αδελφό του Καισάριο και την αδελφή του Γοργονία, με επιτάφιους λόγους. Γι’ αυτό και όσοι έγραψαν για τον ίδιο όχι από αλλού, αλλά από τους λόγους του πήραν τις αφορμές για όσα είπαν. Αυτό λοιπόν είναι ανάγκη μόνο να πούμε, ότι εάν έπρεπε να κατασκευαστεί μία εικόνα και στήλη στους ανθρώπους, η οποία να αποτελείται κατά μέρος από όλες τις αρετές, αυτό ήταν ο μέγας Γρηγόριος. Διότι αφού ξεπέρασε όλους τους εναρέτους ανθρώπους με τη λαμπρότητα της ζωής του, τόσο πολύ προχώρησε στη θεωρία, ώστε όλοι να ηττώνται από τη σοφία του, την αποτυπωμένη και στους λόγους και στα δόγματα. Γι’ αυτό και απέκτησε την επωνυμία «Θεολόγος». Έγινε μάλιστα και προεστώς της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως για δώδεκα έτη, μέχρι τη Δευτέρα Οικουμενική Σύνοδο (381 μ.Χ.). Ήταν δε κατά τον τύπο του σώματος, μέτριος στο ύψος, λίγο ωχρός και ευχάριστος στην όψη, με πλατιά μύτη και σε ευθεία γραμμή τα φρύδια. Ο ένας από τους δύο οφθαλμούς, ο δεξιός, ήταν πιο αυστηρός, από μία ουλή στα βλέφαρα. Τα γένεια του δεν ήταν πολύ μακριά, αλλά αρκετά πυκνά, ήταν φαλακρός, λευκότριχος, με τα άκρα της γενειάδας όμως γκριζωπά. Τελείται δε η σύναξή του στην αγιότατη μεγάλη Εκκλησία και στο Μαρτύριο της Αγίας Αναστασίας στα έμβολα του Δομνίκου, και στην Εκκλησία των Μεγάλων Αποστόλων, όπου ο φιλόχριστος και πανευσεβής βασιλιάς μας Κωνσταντίνος ο πορφυρογέννητος, αφού έφερε το τίμιο λείψανό του από τη Ναζιανζό της Καππαδοκίας, το κατέθεσε εκεί».
Ο άγιος Γρηγόριος αναφέρεται, μεταξύ άλλων, και στις προϋποθέσεις της Θεολογίας. Θεολογεί για την θεολογία, λέγοντας ότι αυτή δεν είναι θέμα των αμυήτων και επιπολαίων. Απαιτεί «σχολάσαι και γνώναι Θεόν», να αφιερωθεί κανείς στον Θεό και να Τον γνωρίσει, προϋποθέτει δε η γνώση αυτή κάθαρση καρδιάς, για να υπάρξει ο φωτισμός. Κι αυτή η κάθαρση πραγματοποιείται στον βαθμό που ο πιστός τηρεί τις εντολές του Θεού. Είναι κλασικό μάλιστα το χωρίο του περί της θεολογίας και του αληθινού θεολόγου: «Θέλεις να γίνεις κάποτε θεολόγος και άξιος της θεότητας; Τας εντολάς φύλαττε, διά των προσταγμάτων όδευσον: φύλαγε τις εντολές του Θεού, περπάτα πάνω στα προστάγματα Εκείνου. Πράξις γαρ επίβασις θεωρίας: η πράξη είναι το σκαλοπάτι για τη θεωρία». Ότι οι άγιοι υμνογράφοι καταγράφουν και αυτήν την αλήθεια στους κανόνες τους για τον άγιο είναι περιττό και να πούμε. Ο άγιος Θεοφάνης επισημαίνει για παράδειγμα: «Κάνοντας τον νου σου ηγεμόνα, κυριάρχησες στα πάθη της σαρκός. Κι έτσι μπόρεσες και χώρεσες τους θείους φωτισμούς» («Νουν ηγεμόνα ποιούμενος, παθών των της σαρκός κατεκράτησας∙ και χωρητικός γενόμενος θείων απαυγασμάτων»).
Ο άγιος επίσης μάς έμαθε και πώς να βλέπουμε και να μελετούμε και την αγία Γραφή: όχι ως ένα κοινό βιβλίο, όχι ως κείμενο που απαιτεί είτε τη μία μέθοδο προσέγγισης: την ιστορικογραμματική, είτε την άλλη: την αλληγορική. Ο άγιος φανερώνει: την αγία Γραφή την προσεγγίζουμε αγιοπνευματικά, δηλαδή με φωτισμό Θεού, κατά την αναλογία της καθάρσεως της καρδιάς. Τότε ξεπερνάμε το γράμμα, την επιφάνεια της Γραφής και οδηγούμαστε στο «απόθετον κάλλος», την κρυμμένη ομορφιά, εκεί που αποκαλύπτεται το ίδιο το Πνεύμα του Θεού. Κατά πώς το λέει και ο άγιος Κοσμάς ο ποιητής: «Ο το ευτελές ένδυμα του νομικού περιρρήξας γράμματος και το εν αυτώ θείον κάλλος και μυστικόν των θείων του Πνεύματος ημίν αναπτύξας Γραφών, παμμακάριστε Πάτερ, σε μεγαλύνομεν» (Συ, παμμακάριστε Πατέρα, που έσχισες το επιφανειακό ένδυμα του νομικού γράμματος, τον τρόπο δηλαδή με τον οποίο ερμήνευαν την Γραφή οι Ιουδαίοι, και μας άνοιξες τη θεϊκή και μυστική ομορφιά των θείων Γραφών του Πνεύματος, που κρύβεται στο γράμμα της Γραφής, εσένα δοξάζουμε).