Κυριακή 26 Νοεμβρίου 2017

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΤΟΥ π. ΑΔΑΜΑΝΤΙΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΔΗ «ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΑΠΑΞΙΩΣΗ»


Αποτελεί ιδιαίτερη τιμή για εμένα το γεγονός ότι κλήθηκα να παρουσιάσω το εξαιρετικό πόνημα του π. Αδαμαντίου Αυγουστίδη «Ανθρώπου απαξίωση», με υπότιτλο «Σχόλιο στην Ποιμαντική του ήθους». Κι αυτό όχι μόνο γιατί η πρόταση του π. Αδαμαντίου να ανήκω στους παρουσιαστές φανερώνει την εμπιστοσύνη του απέναντί μου – χαρακτηριστικό της πολυχρόνιας καλής φιλίας μας – αλλά γιατί πρωτίστως τα κείμενα που περιέχονται στο νέο βιβλίο του αποτελούν καρπό υψηλής πνοής, όπως  και βαθιάς γνώσης της γύρω μας πραγματικότητας, κοσμικής και εκκλησιαστικής. Αυτό σημαίνει ότι η παρουσία μου εδώ δεν συνιστά μία απλή ανταπόκριση στο αίτημα ενός φίλου, αλλά και την  οφειλόμενη μαρτυρία μου, ενός δηλαδή απλού πιστού που ήλθε σε επαφή με τα κείμενα του συγγραφέα, διαπίστωσε τον πλούτο των ιδεών και της στέρεας θεολογικής και πνευματικής γραφής του, ένιωσε τον παλμό της ποιμαντικώς αγωνιώσας καρδιάς του, και γι’ αυτό θέλησε να μοιραστεί τα συναισθήματά του και με όσους αδελφούς θα έχουν τη χάρη να πάρουν στα χέρια τους το ευλογημένο αυτό βιβλίο.  
Και παίρνουμε στα χέρια μας πράγματι το βιβλίο. Και διαπιστώνουμε εν πρώτοις την εξαιρετική ποιότητα της έκδοσης, η οποία αναλήφθηκε από τις εκδόσεις «Επιστροφή», καρπό της ποιμαντικής αγωνίας του Μητροπολίτου Αργολίδος κ. Νεκταρίου, και που έχει να επιδείξει μέχρι τώρα πλειάδα ποιοτικών πνευματικών βιβλίων. Σχήμα και μέγεθος βιβλίου, στήσιμο κειμένου, γραμματοσειρά, σχεδιασμός εξωφύλλου, όλα φανερώνουν ότι κατεβλήθη προσπάθεια ώστε τα κείμενα να προσφερθούν όχι απλώς στηριγμένα στην ποιότητα του περιεχομένου τους, αλλά και στην πολύ καλή εξωτερική παρουσία τους. Και πολύ δικαίως. Διότι η εποχή μας, καλώς ή κακώς, επικεντρώνει το ενδιαφέρον της σ’ ένα μεγάλο ποσοστό στην εξωτερική εμφάνιση, τόσο που συχνά παραθεωρείται το περιεχόμενο υπέρ μόνης της μορφής και της επιφάνειας. Στο προκείμενο βιβλίο του π. Αδαμαντίου έχουμε αυτόν τον άριστο συνδυασμό: εξαιρετική ποιότητα περιεχομένου, που προσφέρεται με εξαιρετική ποιότητα μορφής.
Ανοίγοντας το βιβλίο κοντοστέκεται κανείς και στην αφιέρωση: Στη Ζέφη. Πρόκειται, όπως οι περισσότεροι ίσως γνωρίζουν, για την πρεσβυτέρα του π. Αδαμαντίου, κι έχω την εντύπωση πως η λιτότητα της έκφρασης κρύβει έναν τεράστιο πλούτο συναισθημάτων του συγγραφέα. Εν ολίγοις πολλά! Και δικαιολογημένα: ο Αδαμάντιος συνάντησε τη Ζαφειρία!
Η ίδια λιτότητα κυριαρχεί και στον τίτλο του βιβλίου: «Ανθρώπου απαξίωση». Συνεσκιασμένα, φανερώνει τον αναλυτικό τίτλο του, που τον συναντά κανείς σε κάποιες φράσεις του βιβλίου διάσπαρτα: «Στον άνθρωπο δεν αρμόζει η απαξίωση». Ή αλλιώς: «Στον άνθρωπο δεν αρμόζει ο ξεπεσμός». Κι είναι ακριβώς ο τίτλος αυτός που σε κάνει να καταλάβεις τι πρόκειται να συναντήσεις στα περιεχόμενα των κειμένων:  έναν ύμνο για το μεγαλείο του ανθρώπου, ο οποίος ναι μεν λόγω της πτώσης του στην αμαρτία αμαυρώθηκε και ζοφώθηκε, αλλά με τον ερχομό του Χριστού αποκαταστάθηκε κι υψώθηκε στο σημείο εκείνο που να μπορεί να ζει στον κόσμο τούτο ως ένας δεύτερος Χριστός, ως «εν σαρκί περιπολών Θεός». Κι αυτή η διπολικότητα: διαπίστωση της αμαύρωσης του ανθρώπου σε όλες τις διαστάσεις της ζωής, υπέρβαση και βίωση της φωτοφόρας χάρης του Θεού με την αποδοχή του Χριστού, πράγματι κυριαρχεί ως μοτίβο σε όλα τα κείμενα του συγγραφέα.
 «Η σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα», διαβάζουμε ήδη από την εισαγωγή του, «δέσμια στις εμμονές της νεωτερικότητας, συρρικνώνει την προσωπική αξία του ατόμου στα απρόσωπα, συλλογικά συμφέροντα, με αποτέλεσμα την υποβάθμιση του ανθρώπου σε αναλώσιμο είδος. Απέναντι σε αυτή τη λαίλαπα απογύμνωσης του ανθρώπου από την ιερότητα της ύπαρξής του, η Ορθόδοξη Εκκλησία παραμένει ακλόνητη στις ανθρωπολογικές της αρχές, ότι ο άνθρωπος είναι δημιούργημα «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού» (σελ. 21).
Σε δύο μέρη διαρθρώνει την ύλη του ο π. Αδαμάντιος. Στο πρώτο μέρος, που είναι πιο γενικό, και που περιλαμβάνει τέσσερα κεφάλαια, πάντοτε με τη διάθεση να δώσει το στίγμα του ήθους της έννοιας στην οποία αναφέρεται, αφού άλλωστε όλη η θεματολογία του είναι ένα σχόλιο στην ποιμαντική του ήθους: Στην πίστη, στην εκκλησιαστική αυτοσυνειδησία, στο χωρίς όραμα εκπαιδευτικό πλαίσιο, στην αυτοσυνειδησία της πολιτικής. Κεφάλαια που αγκαλιάζουν ολόκληρο το πλαίσιο της ζωής και της ελλαδικής κοινωνίας μας, με προσπάθεια από τον συγγραφέα κριτικής αποτίμησης του τι υφίσταται ως πραγματικότητα στην πατρίδα μας και όχι μόνο, που θα πει  προβολή των ορθών στοιχείων όπου αυτά υπάρχουν, αλλά και έλεγχος των στρεβλώσεων που αλλοιώνουν την προσωπικότητα του έλληνα και την κοινωνία. Και η κριτική αυτή ματιά του γίνεται με το απόλυτο γι’ αυτόν κριτήριο που δεν είναι άλλο από τον Ιησού Χριστό και τη μόνη πραγματικότητα που Τον διασώζει ακέραιο, την ορθόδοξη χριστιανική παράδοση της αγίας Του Εκκλησίας.
Στο δεύτερο μέρος, που είναι πιο ειδικό, και που περιλαμβάνει άλλα τέσσερα κεφάλαια, αναφερόμενα στον «έτερο», δηλαδή στον συνάνθρωπο και το ήθος που διέπει τη σχέση με αυτόν, στην ιατρική διακονία, δηλαδή το ήθος της σχέσης που προσδιορίζει ο πόνος, στον ψυχικώς πάσχοντα συνάνθρωπο, με σχόλιο πάνω στη φροντίδα για τον συγκεκριμένο ασθενή, και τέλος στο μυστήριο της Εξομολόγησης, με σχόλιο πάνω στο ήθος της μετανοίας. Σ’ αυτό το δεύτερο μέρος αποκαλύπτεται η πράγματι ποιμαντική αγωνία του συγγραφέα και το ιδιαίτερο ενδιαφέρον που έχει, και ως κληρικός βεβαίως και ποιμένας, αλλά και λόγω της εξειδίκευσής του στην ποιμαντική ψυχολογία και την ψυχιατρική. Εδώ είναι που η εξειδίκευση της πρώτης επιστήμης του, της ψυχιατρικής, συνδυασμένη με την ορθόδοξη πίστη του, γίνεται το όχημα για να προβεί στις δέουσες εκτιμήσεις και προτάσεις, με μοναδικό σκοπό τη βοήθεια του συνανθρώπου, και μάλιστα του πάσχοντος, είτε κατεξοχήν ψυχικώς αλλ’ είτε και σωματικώς, συνανθρώπου.
Το παρουσιαζόμενο βιβλίο δεν είναι ένα τυπικά ακαδημαϊκό βιβλίο, όπως θα περίμενε ίσως κανείς από έναν πανεπιστημιακό δάσκαλο, όπως είναι ο π. Αδαμάντιος. Στην περίπτωση αυτή θα υπερείχε μάλλον το γνωσιολογικό και νοησιαρχικό στοιχείο, η έγνοια των παραπομπών, η μέριμνα της αποδοχής από την ακαδημαϊκή μόνον κοινότητα. Δεν είναι αυτή η πρόθεση του συγγραφέα. Τον συγγραφέα τον συνέχει η αγωνία – χωρίς να σημαίνει ότι δεν λειτουργεί σε όλα τα κείμενά του κατά τρόπο επιστημονικό – να καταδείξει σε όλο το πλήρωμα της Εκκλησίας, αλλά και σε κάθε καλοπροαίρετο αναγνώστη του όλου φάσματος της σύγχρονης κοινωνίας, ότι όλα τα προβλήματα που υφίσταται ο κόσμος, απαρχής της υπάρξεώς του μέχρι σήμερα, οφείλονται τελικώς στο πνευματικό έλλειμμά του που δεν είναι άλλο από την έλλειψη του Χριστού στη ζωή του. Ο Χριστός ως ο μοναδικός Σωτήρας και Λυτρωτής είναι Αυτός που λείπει από τον άνθρωπο και από την κοινωνία σε όλες τις δομές και τις λειτουργίες της τονίζει ο συγγραφέας, γι’ αυτό και εισπράττουν, άνθρωπος και κοινωνία, το τίμημα από αυτό που μένει χωρίς τον Χριστό, δηλαδή η αμαρτία με τα συνακόλουθά της, τη θλίψη, τη στενοχώρια, το πνευματικό σκοτάδι, τον ίδιο τον θάνατο.
Με απόλυτη σαφήνεια και κρυστάλλινη διαύγεια ο συγγραφέας, έχοντας και την ίδια την ιστορία ως βέβαιο σύμμαχό του, επισημαίνει στα κείμενά του ότι μπορεί η σύγχρονη εποχή να χαρακτηρίζεται από μεγάλες τεχνολογικές προόδους, αλλά όλες αυτές οι πρόοδοι, όλα τα ανθρώπινα επιτεύγματα, ακριβώς διότι ελλείπει τις περισσότερες φορές ο Λυτρωτής Χριστός, αμαυρώνονται από τις καταστροφές που προκαλεί «η φίλαυτη ιδιοτέλεια» του ανθρώπου. Κι αυτή η αμαύρωση παρατηρείται ακόμη κι εκεί που δεν θα το περίμενε κανείς, δηλαδή και στο ίδιο το θρησκευτικό φαινόμενο, όταν η θρησκεία αποτελεί έκφραση της μη αναγεννημένης από το Πνεύμα του Θεού που έφερε ο Χριστός καρδιάς του ανθρώπου.
Ας ακούσουμε τον ίδιο τον συγγραφέα σε μία αποστροφή ενός λόγου του, να λέει τα εξής χαρακτηριστικά, και μάλιστα για τη σύγχρονη εποχή: «Ποτέ άλλοτε, ίσως, στην ιστορία της ανθρωπότητας ο κίνδυνος ενός ολοκληρωτικού αφανισμού, πυρηνικού ή οικολογικού, δεν ήταν τόσο απτός και πραγματικός. Ποτέ άλλοτε οι συνέπειες της ανταρσίας του πεπτωκότος ατομοκεντρικού ανθρώπου και της αποστασιοποίησής του από τον «εξ ουκ όντων» Δημιουργό της κτίσης και τον «εμπιπλώντα» τα σύμπαντα χρηστότητος Θεό δεν ήταν τόσο εμφανείς… Η αποξένωση του ανθρώπου από τον «εκ του μη όντος εις το είναι παραγαγόντα τα σύμπαντα» αποκόπτει την κτίση από την πηγή της ζωής, οδηγώντας την σε μια σταθερά εξελισσόμενη επιβίωση. Ακριβώς όμως για αυτόν τον λόγο σήμερα, όσο ποτέ άλλοτε, η Εκκλησία καλείται να δείξει την Οδό, την Αλήθεια και τη Ζωή. Τον όντως Όντα. Τον παρόντα και τον ερχόμενο Κύριο» (σελ. 60-61).
Με άλλα λόγια εκείνο που τελικώς αποτελεί το πρόβλημα του σύμπαντος κόσμου – απότοκο της πτώσεως στην αμαρτία -  είναι η ανυπαρξία της αγάπης, η ανυπαρξία δηλαδή του εν Τριάδι Θεού που φανέρωσε ο Ιησούς Χριστός, αφού «ο Θεός αγάπη εστί». Γι’ αυτό και την αγάπη προβάλλει ο π. Αδαμάντιος ως την ανακαινιστική εκείνη δύναμη, που θα κάνει τον άνθρωπο να νιώσει την αλήθεια της ανθρωπινότητάς  του, λόγω ακριβώς της θεοείδειάς του ως κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Θεού δημιουργημένος. Αυτή η αγάπη θα σώσει τον άνθρωπο και την κοινωνία, θα δώσει όραμα στην Παιδεία, θα αποκαθάρει την πολιτική από τα σκοτεινά της σημεία, θα ορίσει τη διακονία της ιατρικής ως φιλεύσπλαχνη στάση προς τον πάσχοντα συνάνθρωπο, και μάλιστα τον ψυχικώς πάσχοντα. Όπου δηλαδή εισέρχεται η δύναμη της αγάπης, εκεί εισέρχεται η θεραπευτική δύναμη του Θεού, που δίνει τη δυνατότητα στον άνθρωπο αφενός να αξιοποιεί κάθε δική του, του ανθρώπου, προσφορά, αφετέρου να μην αλαζονεύεται απέναντι στον Δημιουργό του.  
Κι είναι πολύ σημαντικές οι επισημάνσεις του π. Αδαμαντίου επί του προκειμένου  ότι σε ένα μεγάλο βαθμό η αλλοίωση στο ήθος της αγάπης που παρατηρήθηκε στο παρελθόν και που παρατηρείται σ’ ένα βαθμό και μέχρι σήμερα και που οδήγησε σε καταστροφικά αποτελέσματα οφείλεται στη στρεβλή μαρτυρία της αγάπης αυτής από τους θεωρουμένους εκφραστές της, τους ίδιους τους χριστιανούς. Αν ο κόσμος έχασε την εμπιστοσύνη του στον Θεό εν Χριστώ, γι’ αυτό φταίνε πολύ συχνά οι ίδιοι οι χριστιανοί, που τον Θεό της αγάπης Τον παρουσίασαν ως Θεό εκδικητή, γι’ αυτό και είναι επείγουσα η ανάγκη πρώτα από όλα αυτοκριτικής στους χριστιανούς, κι έπειτα της όποιας μαρτυρίας και ιεραποστολής τους. Την αυτοκριτική ως ήθος της αληθινής μετάνοιας τονίζει επανειλημμένως ο συγγραφέας, δηλώνοντας έτσι το γνήσιο ορθόδοξο φρόνημά του. Και αυτοκριτική μάλιστα στα πεδία του κηρύγματος και της ποιμαντικής πρακτικής. Έτσι μόνον μπορεί να γίνει αξιόπιστη η αλήθεια του Χριστού και του αγίου σώματός Του, της Εκκλησίας. Τι να την κάνει κανείς την θεωρούμενη ορθή πίστη, διερωτάται συχνά ο συγγραφέας, αν δεν αλλάζει τον άνθρωπο και δεν τον κάνει γνήσιο ακόλουθο του Χριστού;
Με άλλα λόγια η αυτοκριτική αποσκοπεί στο να αρχίσει να ζει ο χριστιανός το περιεχόμενο της πίστης του και να μη μένει απλώς δέσμιος του περιέχοντός της. Δυστυχώς οι πολλοί εξ ημών κρατάμε το περιέχον, το περίβλημα, την επιφάνεια, τον τύπο, «τον ένδοξο βυζαντινισμό», για να θυμηθούμε τον Καβάφη, και χάνουμε εκείνο που συνιστά το «Εν ου εστί χρεία», δηλαδή την αγάπη, συνεπώς τον ίδιο τον Τριαδικό Θεό. Σημειώνει ο π. Αδαμάντιος: «Η παράδοσή μας είναι θησαυρός και κλήρος πολυδάπανος μιας παρακαταθήκης αδαπάνητης. Ανά τους αιώνες διέσωσε και διασώζει το πρωτεύον και κυριαρχικό: «Ενός δε εστί χρεία». Μεταφράζει το αιώνιο στο πρόσκαιρο… Αυτό όμως που κυρίως μας ενδιαφέρει και αποτελεί χρέος είναι η διατήρηση του περιεχομένου της και δευτερευόντως του περιέχοντος.  Όταν το περιέχον λειτουργεί σε βάρος της φανέρωσης του περιεχομένου, βρισκόμαστε μπροστά στον κίνδυνο μιας αλλοτρίωσης, που υποβαθμίζει την παράδοση από ζωοποιό και σωστική δύναμη σε τυπολατρία, όπου η προτεραιότητα του στόχου έναντι του μέσου έχει χαθεί» (σελ. 66).
Αλλά αν η ορθή πίστη φανερώνεται ως ορθή πράξη, με την έννοια της δημιουργίας του ήθους της αγάπης, εξίσου η αλλοίωση της πίστης οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην αλλοίωση και του ήθους αυτού. Οπότε η αλλοιωμένη πίστη, η αίρεση δηλαδή, πάντοτε διαστρέφει τον άνθρωπο, ενώ η ορθή πίστη δεν νοείται ποτέ ως ιδεολογία ή ως καύχηση για ένα δοξασμένο παρελθόν, αλλά ως διαρκής ευθύνη για ενεργοποίησή της στο εκάστοτε παρόν.
Θέλουμε να τονίσουμε έντονα εδώ, εκείνο το στοιχείο που θα επισημάνει και κάθε καλοπροαίρετος αναγνώστης του βιβλίου: σε κάθε κεφάλαιο, είτε του πρώτου μέρους είτε του δεύτερου, κάθε κριτική ματιά και αποτίμηση στην οποία προβαίνει ο π. Αδαμάντιος, γίνεται μ’ ένα ταπεινό και ανεπιτήδευτο ήθος, αποτέλεσμα νομίζουμε και των πολυετών σπουδών του, αλλά και της καλλιεργημένης από τη χάρη του Θεού ψυχής του. Και το λέμε αυτό, διότι ναι μεν η χάρη του Θεού πάντοτε υπάρχει και ενεργεί εκεί που όντως υφίσταται καρδιά ταπεινή, κατά το «ταπεινοίς ο Θεός δίδωσι χάριν», αλλά υφίσταται ανθρωπίνως κι εκεί που οι σπουδές του ανθρώπου είναι πράγματι βαθιές και ειλικρινείς, τόσο που αξιωματικά πια κηρύσσεται ότι ο αληθινός επιστήμονας οδηγείται μέσα από την επιστήμη του σε μία ταπείνωση, η οποία συνήθως είναι ανύπαρκτη στον ημιμαθή και τον ελλιπώς προσεγγίζοντα τον κόσμο θεωρούμενο επιστήμονα.
Δεν είναι τυχαίο που ο συγγραφέας, κληρικός, ψυχίατρος, καταξιωμένος πανεπιστημιακός δάσκαλος, εν Ελλάδι και στο εξωτερικό, με πλούσια παρουσία σε ελληνικές αλλά και διεθνείς επιστημονικές συνάξεις,  πάντοτε έχει την έγνοια όταν διαπιστώνει κάτι, ακόμη και στρεβλό, να το κριτικάρει με φιλεύσπλαχνη διάθεση, προσπαθώντας να το κατανοήσει όσο είναι δυνατόν, αλλά και όταν προτείνει κάτι, να το προτείνει με ταπείνωση, γιατί ξέρει ότι κάθε αλαζονεία και υπερφίαλη πρόταση, στην πραγματικότητα όχι μόνο δεν βοηθάει τον άνθρωπο, αλλά και σωστή να είναι, λειτουργεί παραμορφωτικά και θα έλεγε κανείς και δαιμονικά γι’ αυτόν. «Ο προβληματισμός μας», γράφει ο π. Αδαμάντιος, «δεν εστιάζει στην απαισιοδοξία και τη μεμψιμοιρία. Η προσπάθεια είναι να διατυπωθεί ένας λόγος που τουλάχιστον επιθυμεί να «συγχαίρει τη αληθεία», δηλαδή κυρίως ένας λόγος αγαπητικός» (σελ. 59). Και τούτο γιατί έχει αποδεχτεί ως πίστη του ότι το ήθος που σώζει και θεραπεύει είναι το ήθος το ευχαριστιακό, που δεν είναι άλλο από το ήθος του σαρκωμένου ταπεινού Θεού μας. Με τη δική του μάλιστα διατύπωση: «Εκεί, στον τόπο και τον χρόνο της ευλογημένης βασιλείας του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, στο πλαίσιο που ορίζει η λατρευτική ευχαριστιακή σύναξη του λαού του Θεού, η φιλαυτία και η ιδιοτέλεια δεν έχουν μέρος να σταθούν και τρόπο να επιβιώσουν» (σελ. 53). Κι ακόμη περισσότερο και πιο έντονα επί του θέματος αυτού είναι τα λόγια του στον επίλογο, με τα οποία κατακλείει και το βιβλίο του: «Το καίριο πρόβλημα της σύγχρονης ποιμαντικής και θεολογικής μας νοοτροπίας είναι ότι έχουμε μάθει να μιλάμε και όχι να ακούμε, να κηρύττουμε και όχι να κατανοούμε και, το χειρότερο, να συγχέουμε το παραδοσιακό με το στάσιμο. Μοναδική πρόταση που αποτολμούμε είναι να χρησιμοποιείται ως απλός και εύχρηστος οδηγός για την προσέγγιση των σχολίων επί της ποιμαντικής του ήθους η προτροπή του αποστόλου Παύλου «πάντα δε δοκιμάζετε το καλόν κατέχετε» (259).
Δεν θέλουμε να μακρηγορήσουμε περισσότερο. Θεωρούμε πάντως ότι ο π. Αδαμάντιος με το συγκεκριμένο αυτό βιβλίο του, το εκλαϊκευμένο αλλά και επιστημονικά τεκμηριωμένο, μας παίρνει από το χέρι και μας οδηγεί στο ξάγναντο της θέασης της σύγχρονης πραγματικότητας: μας ανοίγει τα μάτια για να δούμε – και πάλι το λέμε -  τα ανθρώπινα και κοινωνικά προβλήματα με τη ματιά και του πεσμένου αλλά και του αναγεννημένου στην Εκκλησία ανθρώπου, του αγίου δηλαδή, γιατί αυτός είναι το κριτήριό του. Και μας λέει: ο κόσμος είναι ξεπεσμένος, ναι! Λόγω της αμαρτίας. Όμως δεν πρέπει να μείνουμε εκεί. Γιατί; Διότι «στον άνθρωπο δεν αρμόζει η απαξίωση κι ούτε ο ξεπεσμός»! Και δεν αρμόζει, γιατί έχει έλθει ο Χριστός, ο Λυτρωτής, ο Σωτήρας, ο ανακαινιστής και ανορθωτής των ανθρώπων και σύμπαντος του κόσμου. Αρκεί να Τον αφήσουμε να διαποτίσει τη ζωή μας σε όλες τις διαστάσεις της.
Κι από την άποψη αυτή η θεολογία του π. Αδαμαντίου λειτουργεί και αυτή ως «παραμυθητική θεολογία». Αρέσκεται να τονίζει ο π. Αδαμάντιος ότι η παραμυθητική θεολογία είναι κυρίως η αφηγηματική θεολογία: να προσφέρεις την πίστη μέσα από περιστατικά της ζωής. Αλλά και η κάθε θεολογία της Εκκλησίας μας, είτε λόγος είναι είτε ύμνος είτε και εικόνα, όταν προσφέρεται γνήσια στον άνθρωπο, λειτουργεί παραμυθητικά σ’ αυτόν, γιατί του προκαλεί ρωγμές να δράσει η χάρη του Θεού που σώζει τον άνθρωπο. Τέτοια παραμυθία πιστεύουμε ότι είναι και τα κείμενα του παρόντος βιβλίου.
(Παρουσίαση του βιβλίου "Ανθρώπου απαξίωση" του π. Αδαμαντίου Αυγουστίδη, που πραγματοποιήθηκε την Κυριακή, 8 Οκτωβρίου 2017, στον Ι.Ναό του Αγίου Αντωνίου Αθηνών).