Παρασκευή 20 Μαρτίου 2015

Δ΄ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ


«Χαίρε, λουτήρ εκπλύνων συνείδησιν»
(Χαίρε Παναγία που είσαι ο λουτήρας που πλένεις τη συνείδησή μας)

1. Δεν πρόκειται να μιλήσουμε για τη συνείδηση από πλευράς της ψυχολογίας, ως τη δύναμη για παράδειγμα της ψυχής του ανθρώπου με την οποία βιώνει αυτός με επίγνωση και συναίσθηση τα διάφορα γεγονότα της ζωής του. Πρωτίστως μας ενδιαφέρει η εκκλησιαστική κατανόησή της, δηλαδή ως εκείνης της δύναμης που ο Θεός έχει βάλει στην ψυχή του κάθε ανθρώπου - ένα είδος έμφυτου ηθικού νόμου - προκειμένου να τον καθοδηγεί στη διάκριση του καλού από το κακό. Όπως σημειώνει ο απόστολος Παύλος, «ακόμη και τα άλλα ειδωλολατρικά έθνη που δεν γνωρίζουν τον νόμο, πολλές φορές κάνουν από μόνοι τους αυτό που απαιτεί ο νόμος. Αυτό δείχνει πως αν και δεν τους δόθηκε ο νόμος, μέσα τους υπάρχει νόμος. Η διαγωγή τους φανερώνει πως οι εντολές του Θεού είναι γραμμένες στις καρδιές τους. Και σ’ αυτό συμφωνεί και η συνείδησή τους που η φωνή της τους τύπτει ή τους επαινεί, ανάλογα με τη διαγωγή τους» (Ρωμ. 2, 14-15). Η συνείδηση δηλαδή είναι ένας είδος θεϊκού σπινθήρα που ο Θεός έβαλε στον άνθρωπο για να τον φωτίζει κάθε φορά περί του πρακτέου (αββάς Δωρόθεος).

2. Η συνείδηση αυτή που λειτουργούσε με καθαρό τρόπο αφότου ο άνθρωπος δημιουργήθηκε, που σημαίνει ότι ο άνθρωπος καθοδηγείτο έσωθεν για να τηρεί το θέλημα του Θεού, μετά την πτώση του στην αμαρτία έχασε την καθαρότητά της, βρώμισε, σκοτείνιασε, καταχωνιάστηκε ακριβώς λόγω της αμαρτίας. Η φωνή της συνεπώς αποδυναμώθηκε, τόσο που κι αν υπήρχε και μίλαγε, δεν γινόταν ακουστή από τον άνθρωπο. Και ακουστή κι αν γινόταν, αφενός πολύ συχνά λόγω της αμαρτίας δεν καθοδηγούσε προς το ορθό και αληθινό, αφετέρου, και ορθά να καθοδηγούσε, δεν υπήρχε η δύναμη στον άνθρωπο να κλίνει τη βούλησή του στην πράξη του αγαθού. Και πάλι ο μέγας απόστολος Παύλος περιγράφει τη δραματική κατάσταση του ανθρώπου της πτώσεως, κατά την οποία μπορεί αυτός να γνωρίζει το αγαθό και να ευχαριστείται ίσως από αυτό, αδυνατεί όμως να το πραγματοποιήσει. «Η ίδια η συνείδησή μου μαρτυρεί γι’ αυτό: Δεν κατοικεί μέσα μου, δηλαδή στο είναι μου, το καλό. Απόδειξη είναι πως εγώ θέλω να κάνω το καλό, δεν βρίσκω όμως τη δύναμη να το μετατρέψω σε πράξη. Κι έτσι, δεν κάνω το καλό που θα ‘θελα, αλλά υπηρετώ το κακό, που δεν το θέλω» (Ρωμ. 7, 18-19).

3. Ο Κύριος ήλθε κι αποκατέστησε τον άνθρωπο στην κανονική του κατάσταση. Κατήργησε την αμαρτία «εν τη σαρκί αυτού» κι ένωσε τον άνθρωπο και πάλι με τον Θεό. Κι αυτό θα πει ότι και η συνείδηση του ανθρώπου άρχισε και πάλι να λειτουργεί σωστά. Ο άνθρωπος ενταγμένος στο σώμα του Χριστού την Εκκλησία, ως μέλος πια Αυτού, παίρνει τη μόνη δύναμη καθάρσεώς του, τη χάρη του Κυρίου και του Αγίου Πνεύματος. Κι αυτό ακριβώς δηλώνει και ο παραπάνω χαιρετισμός της Παναγίας. Η Παναγία πλένει τη συνείδηση του ανθρώπου, γιατί πρωτίστως γέννησε εκείνη την πηγή, τον Ιησού Χριστό, που καθαρίζει την αμαρτία. Ο Χριστός είναι ο μόνος που «αίρων την αμαρτίαν του κόσμου» καθάρισε και καθαρίζει την ψυχή του ανθρώπου, με αποτέλεσμα όλα να λειτουργούν πια στο φυσιολογικό, υπέρ φύσιν κατ’ ουσίαν,  γι’ αυτόν επίπεδο. Αλλά πλένει η Παναγία τη συνείδηση του ανθρώπου και με το δικό της παράδειγμα, γιατί φανερώνει στον άνθρωπο τον τρόπο που πρέπει να ζει για να  παραμένει καθαρός στην καρδιά.

4. Έτσι η Παναγία μας αφενός μας παραπέμπει πάντοτε στον Υιό και Θεό της ως η αδιάκοπη Οδηγήτριά μας: όλοι πια γνωρίζουμε ότι η πίστη στον Χριστό ως Θεό και άνθρωπο συνιστά μαρτυρία ταυτοχρόνως και της πίστεώς μας στην Παναγία ως Θεοτόκο,  αφετέρου μας τονίζει με τη ζωή της ότι 1) πρέπει να προσέχουμε  και την παραμικρότερη αμαρτία, αφού και η ελάχιστη πνευματική χαλάρωση συνιστά τελικώς πτώση από τη σχέση με τον Χριστό: «ο μη ων μετ’ εμού κατ’ εμού εστι και ο μη συνάγων μετ’ εμού σκορπίζει», 2) πρέπει να διαφυλάττουμε τη συνείδησή μας όχι μόνο εν σχέσει προς τον Θεό, αλλά και εν σχέσει προς τον συνάνθρωπο, ακόμη δε και προς τα πράγματα. Κι αυτό σημαίνει ότι εν σχέσει προς τον Θεό απαιτείται πάντοτε η προσπάθεια τηρήσεως των αγίων εντολών Του, εν σχέσει προς τον συνάνθρωπο απαιτείται πάντοτε η παραμονή μας στην αγάπη απέναντί του, εν σχέσει προς τα πράγματα απαιτείται η ορθή χρήση τους και όχι η υπερτίμηση ή η περιφρόνησή τους ως κακών.

5. Η Παναγία μάς δείχνει και το αποτέλεσμα της πνευματικής αυτής προσπάθειας να διακρατηθεί καθαρή η συνείδησή μας. Και αυτό δεν είναι άλλο από τον αγιασμό μας και την είσοδό μας στη Βασιλεία του Θεού. Και τούτο γιατί κρατώντας κανείς καθαρή τη συνείδησή του με τον τρόπο Εκείνης ξεπερνά κι αυτήν ακόμη την κρίση του Θεού, αφού ο ίδιος ο Κύριος βεβαίωσε ότι εκείνος που θα είναι ο πρώτος αντίδικος και κατήγορός μας κατά την ώρα της κρίσεώς μας, μερικής και γενικής, δεν θα είναι άλλος από την ίδια τη συνείδησή μας. Όσο η συνείδησή μας, φωτισμένη από τον λόγο του Θεού και τη συμμετοχή στα μυστήρια, δεν μας κατηγορεί κατά το ανθρωπίνως δυνατό, τόσο και η χάρη του Θεού μάλλον θα υπάρχει μέσα μας. Αλλά και αν σε κάτι μας κατηγορεί – μη λησμονούμε ότι κριτής είναι ο Κύριος - αφενός το έλεος του Θεού είναι εκείνο που αποτελεί πάντοτε την καταφυγή και την τελική ελπίδα μας: το έλεος του Θεού μάς σώζει και όχι ασφαλώς τα έργα μας,  αφετέρου όσο έχουμε χρόνο, όσο δηλαδή βρισκόμαστε ακόμη σ’ αυτή τη ζωή, υπάρχει η μετάνοια και η εξομολόγησή μας «προς τον μόνον δυναμένον σώζειν».