Σάββατο 7 Μαρτίου 2015

ΤΟ ΔΙΛΗΜΜΑ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ





῎Εσφιξε τόν σάκκο του γιά μιά ἀκόμη φορά πάνω του κι ἀκούμπησε τό περιεχόμενό του νά βεβαιωθεῖ ὅτι ἦταν ἀκόμη ἐκεῖ. ῾Η   ἐπιστολή τοῦ βασιλιᾶ πού μετέφερε. Οἱ ὁδηγίες ἦταν σαφεῖς: χωρίς καμμία χρονοτριβή θά ἔπρεπε νά σπεύσει νά παραδώσει τήν ἐπιστολή στόν μέγα καί φημισμένο ἅγιο τῆς ἐποχῆς, τόν ἀββᾶ ᾽Αντώνιο.

Στήν ἀρχή ὅταν τόν κάλεσαν στά ἀνάκτορα ἐπειγόντως πίστεψε ὅτι πρόκειται γιά μία ἀπό τίς ἀποστολές πού συνήθως ἀνελάμβανε: νά μεταφέρει ὡς ὁ κύριος ταχυδρόμος τῆς αὐτοκρατορικῆς αὐλῆς ἐπιστολή γιά κάποιον ἀπό τούς ἡγεμόνες τῆς αὐτοκρατορίας ἤ κάποιον ἄλλον πού σχετίζεται μέ τά συμφέροντα τοῦ ἀχανοῦς κράτους. Θεωρεῖτο ὁ πιό ἔμπιστος ἀπό ὅλους, γι᾽ αὐτό  καί χαιρόταν κάθε φορά πού τόν καλοῦσαν, ὅπως καί  ἔνιωθε τήν μεγάλη εὐθύνη πού ἐπωμιζόταν, καθώς ὁ ἴδιος ὁ αὐτοκράτορας, ὁ σπουδαῖος καί μεγάλος Κωνσταντίνος, μπροστά στόν ὁποῖο ἔκλιναν γόνυ φοβεροί καί τρομεροί βασιλεῖς ἄλλων λαῶν, τόν ἐμπιστευόταν.

Μέ ἔκπληξη ἀλλά καί μεγάλη χαρά ἄκουσε ἀπό τό στόμα τοῦ φοβεροῦ στρατηλάτη τήν ἀνάθεση τῆς ἰδιότυπης ἀποστολῆς. ῾Θά πᾶς στόν ἀββᾶ ᾽Αντώνιο, τόν ἅγιο τοῦ Θεοῦ πού ζεῖ στά βουνά τῆς Αἰγύπτου, καί θά τοῦ πεῖς: ᾽Εγώ, ὁ Κωνσταντίνος ὁ βασιλιᾶς, σέ παρακαλῶ, ἅγιε Γέροντα, νά ἔλθεις στήν πρωτεύουσα, τήν δική μου πόλη, νά σέ δῶ, νά σέ ρωτήσω γιά προβλήματα πού μέ ἀπασχολοῦν, νά μέ εὐλογήσεις. Θά τό θεωρήσω μεγάλη μου τιμή ἄν ἀνταποκριθεῖς στήν πρόσκλησή μου᾽. Τοῦ ᾽βαλε στά χέρια καί ἐπιστολή πού ἔλεγε τά ἴδια κι ἀκόμη περισσότερα, σφραγισμένη μέ τήν αὐτοκρατορική βούλα  του. ῾Θά τήν παραδώσεις στά χέρια τοῦ ἴδιου τοῦ ἀββᾶ᾽, ἦταν τά τελευταῖα λόγια τοῦ βασιλιᾶ, πρίν κάνει ὑπόκλιση ὁ ταχυδρόμος καί ἀποχωρήσει.

Πῆρε μαζί του κι ἕναν ἄλλο ἔμπιστο δικό του ἄνθρωπο ὁ ταχυδρόμος, μέ τήν ἔγκριση τοῦ βασιλιᾶ, κι ἔφυγε. ῾Η σοβαρότητα τοῦ προσώπου τοῦ αὐτοκράτορα δέν τοῦ ἄφηνε τήν παραμικρότερη ἀμφιβολία γιά τό πόσο σημαντική ἦταν ἡ ἀποστολή του. ῎Ενιωθε ὅμως καί μεγάλη χαρά  μέσα του, γιατί καθώς δέν ἦταν ἄσχετος πρός τήν χριστιανική πίστη κι εἶχε καί ὁ ἴδιος ἀκούσει τίς φῆμες γιά τήν ἁγιότητα τοῦ ἀνδρός αὐτοῦ, τοῦ ᾽Αντωνίου τῆς Αἰγύπτου, ἤθελε πολύ νά τόν συναντήσει. ῾Μοναδική εὐκαιρία καί μεγάλη εὐλογία᾽ ἔλεγε καί ξανάλεγε.

Ψηλάφησε καί πάλι ἐνστικτωδῶς τόν σάκκο του. ῾Ησύχασε. ῾Η τυλιγμένη καλά ἐπιστολή ἦταν στήν θέση της. Εἶχε φθάσει πιά στήν Αἴγυπτο μέ τόν συνοδό του κι ἀνέβαιναν στά ἄγρια καί ἐρημικά βουνά πού ᾽χαν μάθει ὅτι ζεῖ ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. ῾Η κούραση καί λίγο ὁ φόβος τῆς ἐρημιᾶς εἶχαν ἀρχίσει νά δείχνουν τά σημάδια τους πάνω τους, ἀλλά ἡ ἐντολή τοῦ βασιλιᾶ καί τό ὅραμα νά συναντήσουν τόν μεγάλο ἀββᾶ φτέρωναν τά πόδια τους καί γιγάντωναν τήν καρδιά τους.

῾Δέν εἴμαστε μόνοι᾽, εἶπε ξάφνου ὁ συνοδός τοῦ αὐτοκρατορικοῦ ταχυδρόμου. ῾Κάποιος εἶναι ἐκεῖ στό βάθος κι ἴσως πρόκειται γιά κανέναν κυνηγό ἀγρίων ζώων, ἄν κρίνω ἀπό τό τόξο καί τίς σαΐτες πού βλέπω νά κουβαλᾶ᾽. Δέν ἔπεσε ἔξω. Δέν ἄργησαν νά συναντηθοῦν μέ τόν ἄνθρωπο καί νά δοῦν καί νά μάθουν ὅτι πράγματι ξεμάκρυνε στά ἄγρια βουνά κυνηγώντας θηρία. ῾Δέν ἔχω πιάσει ἀκόμη τίποτε᾽, τούς εἶπε,  ῾ἀλλά ξέρω ὅτι ὑπάρχουν ἐδῶ θηράματα σπουδαῖα καί δέν θέλω νά χάσω τήν εὐκαιρία. ᾽Εσεῖς ὅμως πῶς καί βρεθήκατε στά μέρη αὐτά; Πρέπει νά ᾽χει κανείς σοβαρό λόγο νά βρεθεῖ ἐδῶ πάνω, κι ἀπ᾽ ὅ,τι βλέπω δέν εἶστε ντόπιοι ἀλλ᾽ ούτε καί...κυνηγοί᾽. Χαμογέλασε.

῾Πράγματι, ἀδελφέ᾽, εἶπε ὁ ταχυδρόμος, ῾δέν εἴμαστε κυνηγοί σάν κι ἐσένα, ἀλλά κατά κάποιον τρόπο καί εἴμαστε. Κι ἐμεῖς ῾κυνηγᾶμε᾽ ἕναν ἅγιο τοῦ Θεοῦ, πού μᾶς εἶπαν ὅτι ζεῖ στά μέρη αὐτά, τόν ἀββᾶ ᾽Αντώνιο ἄν ἔχεις ἀκούσει. Μᾶς δημιουργήθηκε ἡ ἐπιθυμία νά πᾶμε νά τόν δοῦμε καί νά πάρουμε τήν εὐλογία του᾽. ῎Ελαμψε τό πρόσωπο τοῦ κυνηγοῦ. ῾Τόν ἀββᾶ ᾽Αντώνιο; Καί ποιός δέν ἔχει ἀκούσει γι᾽ αὐτόν τόν ἅγιο ἄνθρωπο; Προσωπικά, δέν ἔτυχε ποτέ νά τόν δῶ καί πρέπει ἀπ᾽ ὅ,τι ξέρω πράγματι σ᾽ αὐτά τά βουνά νά εἶναι ἡ σπηλιά του. Σ᾽ ὅλη τήν Αἴγυπτο κι ἀκόμη πιό πέρα ἀκούγεται ὅτι εἶναι μεγάλος ἅγιος, τόσο πού λένε πολλοί ὅτι τόν ἀγαπᾶ ἰδιαίτερα ὁ Θεός καί κάνει θαύματα.  ῾Θεοφιλῆ᾽ τόν χαρακτηρίζουν ὅλοι. Λένε μάλιστα ὅτι πολεμάει πολύ καί τούς δαίμονες κι ὅτι ὅποιος τόν βλέπει καταλαβαίνει ἀμέσως ὅτι εἶναι ὁ ᾽Αντώνιος, γιατί τό πρόσωπό του ἔχει μία ἰδιαίτερη λάμψη. Πρέπει νά εἶναι πάνω ἀπό τά ἀνθρώπινα. Νά μήν εἶναι σάν κι ἐμᾶς!᾽ ῎Εγινε μία μικρή παύση.

῾᾽Αδελφέ, πρέπει νά σέ ἀφήσουμε᾽, εἶπε ξαφνικά ὁ ταχυδρόμος, καθώς ἀναλογίστηκε τήν ἀποστολή του καί τήν ἐντολή τοῦ βασιλιᾶ. ῾Δέν ἔχουμε πολύ χρόνο στήν διάθεσή μας. ῞Οπως εἶπες, δέν εἴμαστε ἀπό τά μέρη αὐτά καί πρέπει νά βιαστοῦμε. ᾽Απ᾽ ὅ,τι καταλαβαίνουμε ἔχουμε ἀκόμη δρόμο πολύ νά διαβοῦμε᾽. Τόν ἀποχαιρέτισαν, ἀφήνοντάς τον προβληματισμένο καί λίγο μετέωρο. Κοίταξαν ἕνα γύρω τά βουνά γιά νά προσανατολιστοῦν, μέ βάση τίς ἀκριβεῖς πληροφορίες πού εἶχαν πάρει,  καί συνέχισαν μέ κάποια ἐνοχή μέσα τους λόγω τῆς ἀπρόβλεπτης καθυστέρησής τους. ῾Ο κυνηγός τούς κοίταξε νά ἀπομακρύνονται, ἀνασήκωσε τούς ὤμους του καί πῆρε τά σύνεργά του ἀποφασισμένος νά συνεχίσει τό δικό του ἔργο. ῾῾Ο ᾽Αντώνιος!᾽ μονολόγισε. ῾Γιά φαντάσου!᾽

Οἱ δύο ἀπεσταλμένοι φτάσανε κάποια στιγμή. Βοηθήθηκαν καί ἀπό τό γεγονός ὅτι συνάντησαν καί κάποιους ἄλλους πού πήγαιναν γιά τήν εὐλογία τοῦ ἁγίου. ῞Ενα μικρό τσοῦρμο περίμενε ἔξω ἀπό τήν σπηλιά τοῦ ᾽Αντωνίου. ῾Ο ἀββᾶς δέν εἶχε ἐμφανιστεῖ ἀκόμη. Σιγομουρμούριζαν κάποιοι στήν ἀναμονή, ἐνῶ ἄλλοι ἔκαναν προσευχή. ῾Ο τόπος γύρω τους ἦταν ἀπαράκλητος.

Κάποια στιγμή σάν νά βγῆκε λάμψη ἀπό τήν σπηλιά. Φάνηκε στήν εἴσοδό της ὁ ἀββᾶς, ὁ ᾽Αντώνιος, ὁ μέγας ᾽Αντώνιος. ῞Ολοι σώπασαν καί μέ ἔκσταση κοίταζαν τό πρόσωπό του. ῾Εἶχε δίκιο ὁ κυνηγός᾽, μουρμούρισε ὁ ταχυδρόμος στόν συνοδό του. ῾Γι᾽ αὐτό πού μᾶς εἶπε ὅτι ἔχει ἀκούσει πώς λάμπει τό πρόσωπο τοῦ ἁγίου᾽. ῾Ορισμένοι δέν ἔκρυβαν τήν συγκίνησή τους καί τά δάκρυά τους κυλοῦσαν ἀβίαστα ἀπό τά μάτια τους. Ὁ ᾽Αντώνιος στάθηκε γιά μιά στιγμή καί εὐλογώντας τούς συγκεντρωμένους προχώρησε ἀποφασιστικά πρός τήν μεριά τῶν ἀπεσταλμένων τοῦ βασιλιᾶ.

῾Ξέρει, κάτι ξέρει᾽, ψιθύρισε μέσα ἀπό τά δόντια του ὁ ταχυδρόμος. ῾῾Ο Θεός τόν φώτισε καί μᾶς κατάλαβε᾽. Εἶπε τήν ἀλήθεια. ῾Ο ᾽Αντώνιος ἦλθε κοντά τους καί τούς πῆρε παράμερα. ῾Καλῶς ἤλθατε᾽, τούς εἶπε γεμᾶτος στοργή καί ἐνδιαφέρον. ᾽Από τά μάτια του σάν νά χυνόταν ὁ ἥλιος. ῎Εσκυψαν καί τοῦ φίλησαν μέ σεβασμό τό χέρι. ῾῾Ο Χριστός μας πάντοτε νά σᾶς εὐλογεῖ᾽, συνέχισε. ῾Ξέρω ὅτι ἤλθατε ἀπό τήν πρωτεύουσα τῆς αὐτοκρατορίας γιά νά μοῦ πεῖτε καί νά μοῦ δώσετε κάτι᾽.

῾Ο ταχυδρόμος ἔνιωσε τά πόδια του νά μήν τον κρατᾶνε. Εἶχε βρεθεῖ ἐπανειλημμένως μπροστά σέ σπουδαίους καί ἄγριους ἡγεμόνες, ἀλλά καρδιωμένος πάντοτε γιατί ἦταν στήν δούλεψη τοῦ μεγάλου αὐτοκράτορά του. Τώρα ὅμως αἰσθάνθηκε ὅτι βρισκόταν ἀδύναμος μπροστά στήν παρουσία τοῦ Θεοῦ. Τό φωτεινό καί πρᾶο βλέμμα τοῦ ἁγίου τοῦ ἔδωσε θάρρος νά μιλήσει. ῾᾽Αββᾶ, εἴμαστε πράγματι ἀπεσταλμένοι τοῦ βασιλιᾶ, τοῦ Κωνσταντίνου, πού μᾶς ἔστειλε νά σοῦ μεταφέρουμε τήν βαθειά ἐπιθυμία του νά ἔλθεις στήν Κωνσταντινούπολη γιά νά σέ δεῖ καί νά τόν εὐλογήσεις. Σέ παρακαλεῖ πολύ γι᾽ αὐτό᾽. ῎Ανοιξε τόν σάκκο του κι ἔβγαλε  τήν τυλιγμένη ἐπιστολή,  τήν σφραγισμένη ἀπό τόν ἴδιο τόν αὐτοκράτορα, καί τήν ἀπίθωσε στά χέρια τοῦ ᾽Αντωνίου.

Ὁ ᾽Αντώνιος δέν εἶπε τίποτε. Φάνηκε σάν νά προσεύχεται. ῾Καλά, καλά, θά δῶ᾽, εἶπε σέ λίγο κι ἔβαλε τό ἡγεμονικό γράμμα κάπου στόν χιτώνα του. ῾Πρός τό παρόν, ἐλᾶτε νά ξαποστάσετε καί νά κεραστεῖτε μαζί μέ τούς ἄλλους᾽. Τούς ὁδήγησε μπροστά στήν εἴσοδο τῆς σπηλιᾶς, ὅπου ἤδη εἶχαν καθήσει οἱ ἄλλοι προσκυνητές κυκλοτερά, καί κάθησαν κι αὐτοί.

Τά βλέμματα ὅλων ἦταν στραμμένα πρός τόν ἅγιο τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ἀφοῦ ἔστρεψε τήν ματιά του ὁλόγυρα καί τούς ἀγκάλιασε μ᾽ αὐτήν, ἄρχισε νά τούς μιλάει καί ν᾽ ἀπαντάει σέ διάφορες ἐρωτήσεις τους. Τά θέματα πού ἀπασχολοῦσαν τούς περισσοτέρους ἦταν γιά τήν πνευματική ζωή, ἀλλά καί γιά τά προβλήματα πού ἀντιμετώπιζαν στήν καθημερινότητά τους. ῾Ο ᾽Αντώνιος πότε ἄμεσα, πότε μέ κάποιες παύσεις ἀπαντοῦσε σέ ὅλα κι ὁ λόγος του γινόταν βάλσαμο στίς κουρασμένες καί πονεμένες τους ψυχές. ῏Ηταν ἀρχή τοῦ μεγάλου ἀββᾶ νά μήν λέει ὁ ἴδιος τίποτε, ἄν δέν δεῖ ὅτι ὁ προσκυνητής κι ὁ ἐπισκέπτης ἔχει πράγματι πνευματικά ἐνδιαφέροντα. ᾽Εδῶ ὅμως φαινόταν καθαρά τό ἄνοιγμα τῶν καρδιῶν τῶν ἀδελφῶν πού εἶχαν ἔλθει κοντά του, γι᾽ αὐτό καί ὁ ἴδιος μέ ἀντίστοιχο τρόπο στεκόταν ἀπέναντί τους.

Ἡ ἀτμόσφαιρα πού εἶχε δημιουργηθεῖ ἦταν παραπάνω ἀπό κατανυκτική. Οἱ ἀπεσταλμένοι μάλιστα τοῦ αὐτοκράτορα θεωροῦσαν ὅτι ζοῦσαν μιά μυσταγωγία. ῾Σάν νά ᾽μαστε σέ Θεία Λειτουργία᾽, τόλμησε νά σχολιάσει χαμηλόφωνα ὁ συνοδός τοῦ ταχυδρόμου. Τό παράδοξο ἦταν ὅτι αὐτή ἡ μυσταγωγική ἀτμόσφαιρα συνεχιζόταν καί τίς στιγμές πού ὁ ἅγιος ἀπαντοῦσε καί μέ τρόπο πιό ἐλαφρό. Γιατί διαπίστωσαν οἱ Κωνσταντινουπολίτες ὅτι κάποιες φορές ὁ μεγάλος ἀσκητής πού τά μάτια του εἶχαν δεῖ ἐπανειλημμένως οὐράνιες ὀπτασίες καί εἶχε ζήσει ὄχι λίγες θεοπτίες ἀστειευόταν μέ τούς προσκυνητές. Τό χαμόγελό του μάλιστα ἐκεῖνες τίς στιγμές ἔκανε τήν λάμψη τοῦ προσώπου του νά γίνεται ἀκόμη πιό ἔντονη.

῾Θεέ μου, κοίτα πόσο ἀνθρώπινος εἶναι᾽, ἄκουσε ὁ ταχυδρόμος κάποιον προσκυνητή ἀδελφό δίπλα του. ῾Γι᾽ αὐτό καί τόσο θεϊκός ἴσως᾽, συμπλήρωσε χωρίς νά ἀκουστεῖ ὁ ἴδιος.

Ἡ προσοχή ὅλων αἴφνης διασπάστηκε. ῞Ολοι ἔστρεψαν τό βλέμμα τους σ᾽ ἕναν περίεργα ντυμένο ἄνθρωπο μέ τόξο καί σαΐτες  στόν ὦμο του πού τούς εἶχε ἤδη πλησιάσει πολύ καί φαινόταν νά εἶναι ἀπορημένος καί βαθιά προβληματισμένος ἀπό αὐτό πού ἔβλεπε καί ἄκουγε. ῾Κοίτα, ὁ κυνηγός!᾽ εἶπαν ταυτόχρονα σχεδόν οἱ δύο τοῦ βασιλιᾶ. ῾Πῶς ξέπεσε κατά δῶ;᾽

῾Ο ἀββᾶς σταμάτησε κι αὐτός. Κοίταξε μέ προσοχή τόν νιοφερμένο καί σάν νά τόν διαπέρασε μέσα στήν καρδιά του.

῾Πλησίασε, ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ᾽, τοῦ εἶπε καλοκάγαθα. ῾Κυνηγός ἀγρίων ζώων ἀπ᾽ ὅ,τι καταλαβαίνω, ἔτσι δέν εἶναι;᾽ Κούνησε τό κεφάλι του ὁ κυνηγός. Χωρίς νά τό ἔχει ἐπιδιώξει βρέθηκε στήν σπηλιά τοῦ μεγάλου ἀσκητῆ, τοῦ ᾽Αντωνίου. Εἶδε καί τούς δύο ῾προσκυνητές᾽ πού συνάντησε στόν δρόμο του. Μά μέσα του κάτι φαινόταν ἔντονα νά τόν ἐνοχλεῖ. Δέν μποροῦσε νά συμβιβάσει τήν φήμη τοῦ θεωρουμένου ἁγίου, τοῦ ῾θεοφιλοῦς᾽ ἀνθρώπου, μέ ὅ,τι ἔβλεπε καί ἄκουγε.

῾Μά, ἅγιος αὐτός καί νά ἀστειεύεται μέ τούς ἀνθρώπους ἐδῶ πέρα; Νά χαμογελάει καί νά χαριεντίζεται; Τί ἅγιος εἶναι αὐτός;᾽ Σάν νά γκρεμίστηκε τό εἴδωλο πού εἶχε φτιάξει γιά τόν ἅγιο τῆς Αἰγύπτου. Σκανδαλίστηκε.

῾Βάλε μιά σαΐτα στό τόξο σου᾽, ἄκουσε τήν φωνή τοῦ ἀββᾶ νά ἀπευθύνεται σ᾽ ἐκεῖνον, ῾καί τέντωσέ το᾽.
Μηχανικά ὑπάκουσε στήν ἐντολή. Τοῦ λέει πάλι: ῾Τέντωσέ το πιό πολύ᾽. Τό ξανάκανε. Καί πάλι: ῾᾽Ακόμη πιό πολύ᾽.

Δέν ἄντεξε τήν δοκιμασία ὁ κυνηγός. ῾῎Αν τό τεντώσω ὐπερβολικά, ἀββᾶ, ὅπως καταλαβαίνεις θά σπάσει τό τόξο. Φτάνει μέχρις ἑνός σημείου᾽.

Προσευχήθηκε γι᾽ αὐτόν ὁ μέγας ἀσκητής πρίν τοῦ ἀπαντήσει. ῾῎Ετσι ὅμως, παιδί μου᾽, ἀκούστηκε νά τοῦ λέει, ῾συμβαίνει καί μέ τό ἔργο τοῦ Θεοῦ. ῎Αν τεντώσουμε ὑπερβολικά τήν συμπεριφορά μας ἀπέναντι στούς ἀδελφούς μας, θά σπάσουν καί αὐτοί. Πρέπει ποῦ καί ποῦ νά συγκαταβαίνουμε στούς ἀδελφούς᾽.

῞Ολες οἱ ἀμφιβολίες καί οἱ λογισμοί σκανδαλισμοῦ ἐξαφανίστηκαν ἀμέσως ἀπό τόν κυνηγό. ῎Ενιωσε νά κατανύσσεται καί τά δάκρυα νά βρέχουν τό πρόσωπό του. ῾Γέροντα, συγχώρεσέ με᾽, εἶπε κι ἔπεσε στά πόδια του γονατιστός. ῾Τώρα καταλαβαίνω γιατί λένε τόσα γιά σένα καί τήν ἁγιότητά σου᾽.

Δέν κάθησαν πολύ καί οἱ ἄλλοι. ῎Ηδη τό γεγονός αὐτό εἶχε μιλήσει σέ ὅλων τίς καρδιές πολύ περισσότερο ἀπό πολλές διδασκαλίες. Πῆραν εὐλογία καί ἔφυγαν μέ μεγάλη ὠφέλεια γιά τήν ζωή τους.

῾Γέροντα, τί θά γίνει καί μ᾽ ἐμᾶς;᾽ εἶπε ὁ ταχυδρόμος στόν ἀββᾶ ᾽Αντώνιο. ῾Θά ἔχουμε κάποια ἀπάντησή σου νά μεταφέρουμε στόν βασιλιᾶ;᾽

῾Παιδιά μου, δέν ἔχω κάποια ἀπάντηση ἀπό τόν Θεό σ᾽ αὐτό τό αἴτημα τοῦ βασιλιᾶ. Δέν πρόκειται τώρα νά σᾶς ἀπαντήσω. Θά διαβάσω πρῶτα τό γράμμα, θά προσευχηθῶ καί ὅ,τι μέ φωτίσει ὁ Θεός. Πηγαίνετε λοιπόν κι ἐσεῖς στήν εὐχή τοῦ Θεοῦ καί μεταφέρετε τίς εὐχές καί τά σεβάσματά μου στόν Κωνσταντίνο. Πεῖτε του ὅτι εἶναι μεγάλη τιμή γιά μένα νά μέ προσκαλεῖ ὁ βασιλιᾶς, ἀλλά ἀκόμη δέν ξέρω᾽. Τούς εὐλόγησε κι ἔφυγαν.

῎Επεσε σέ συλλογή ὁ μεγάλος ἀββᾶς ὅταν διάβασε ἀργά τό βράδυ μέ τό φῶς τοῦ κεριοῦ τό γράμμα τοῦ βασιλιᾶ. Δέν βιάστηκε νά πάρει ἀπόφαση. Ρίχτηκε στήν προσευχή. Τό ἴδιο καί τήν ἑπομένη καί τήν μεθεπομένη. Καμμία ἀπάντηση ὅμως ἐπ᾽ αὐτοῦ ἀπό τόν Κύριο. Δέν ἔνιωθε μέσα του τήν πληροφορία γιά τό τί νά κάνει. ῾῞Ο,τι δέν πληροφορεῖ ὁ Θεός, μπορεῖ νά πληροφορήσει ὁ ἀδελφός᾽, θυμήθηκε ὁ θεοφιλής καί φιλόθεος ἄνθρωπος. ῾Αὐτή δέν εἶναι συνήθως ἡ τακτική τοῦ Θεοῦ μας; Μᾶς δίνει ἀπάντηση μέ τόν πιό ἀγαπημένο Του τρόπο: τήν ταπείνωση. ῞Ο,τι συνέβη καί μέ τήν ἐνανθρώπησή Του᾽.

Τά βήματά του τόν ὁδήγησαν στήν σπηλιά τοῦ ἀγαπημένου μαθητῆ του Παύλου πού βρισκόταν σέ κάποια ἀπόσταση ἀπό τήν δική του.  ῾Αὐτός ὁ ἄνθρωπος σέ μεγάλη ἡλικία ἄφησε τά πάντα γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ κι ἀνέλαβε κόπους πού οὔτε κι οἱ νέοι δέν τούς  καταφέρνουν. ῎Εχει προχωρήσει πολύ στήν ἁγιότητα. Αὐτός θά εἶναι πού θά μοῦ δώσει τήν ἀπάντηση. ῞Ο,τι μοῦ πεῖ θά τό θεωρήσω πώς εἶναι ἡ ἀπάντηση τοῦ Θεοῦ᾽. ᾽Αγαλλίασε ἡ καρδιά του μέ τήν ἀπόφασή του αὐτή. ῾Τό πιό ταπεινό, τό πιό ταπεινό᾽ μουρμούρισε.

Ὁ ἀββᾶς Παῦλος, ὁ ἁπλός ὅπως τόν εἶπαν, ἔκανε μεγάλη χαρά πού εἶδε τόν Γέροντά του. Τόν ὑποδέχτηκε, τοῦ ᾽στρωσε τράπεζα, προσευχήθηκαν μαζί. Τέλος τόν ρώτησε καί τόν σκοπό τῆς ἐπίσκεψής του. ῾Γέροντα, σέ βλέπω προβληματισμένο. Τί ᾽ναι αὐτό πού σ᾽ ἀπασχολεῖ;᾽ ῾Ο σεβασμός τοῦ Παύλου ἦταν ἀπεριόριστος.

῾᾽Αββᾶ᾽, εἶπε ὁ ᾽Αντώνιος. ῾῎Εχω ἕνα πρόβλημα καί θέλω τήν βοήθειά σου. Μᾶλλον εἶμαι σίγουρος ὅτι ἐσύ εἶσαι ὁ μόνος πού θά μοῦ δώσει τήν ἀπάντηση᾽.

῎Επεσε ἀπό τά σύννεφα ὁ γερο-μαθητής. ῾Γέροντα, τί λές; ᾽Εγώ νά σοῦ δώσω ἀπάντηση σέ δικό σου πρόβλημα; Ξεχνᾶς ὅτι μέχρι τώρα ἤμουν κι εἶμαι ξύλο ἀπελέκητο; Ξεχνᾶς ὅτι μόνο τά τελευταῖα χρόνια μπῆκα στήν καλογερική καί δέν ἔχω κάνει ἀκόμη ἀρχή; Συγχώρα με, ἀλλά νομίζω πώς θέλεις νά μέ διδάξεις γιά μιά ἀκόμη φορά τί σημαίνει ταπείνωση. Κατάλαβα, ἀββᾶ. Νά ᾽ναι εὐλογημένο. ῾Η ὑπερηφάνεια μου καί ὁ ἐγωϊσμός μου σέ ἔκαναν νά βρεθεῖς ἐδῶ᾽. ῎Εκλινε τό κεφάλι μέ συστολή καί περίμενε ζητώντας τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ.

῾᾽Αββᾶ᾽, εἶπε σοβαρά ὁ ᾽Αντώνιος. ῾Δέν συμβαίνει αὐτό πού λές. ῏Ηρθα γιατί πράγματι ἔχω ἀνάγκη καί ὁ Κύριος δέν μέ πληροφορεῖ στό δίλημμα πού βρίσκομαι. Μέ φώτισε λοιπόν νά ἔρθω σ᾽ ἐσένα γιά νά μέ καθοδηγήσεις᾽.

῎Επεσε σιωπή. ῾Ποιό εἶναι τό πρόβλημα;᾽ ἀκούστηκε μετά ἀπό λίγο ἡ φωνή τοῦ Παύλου. ῾Σέ τί μπορῶ ἐγώ νά σοῦ φανῶ χρήσιμος;᾽

῾῎Ελαβα γράμμα ἀπό ἀπεσταλμένους τοῦ αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου, ὁ ὁποῖος μέ καλεῖ νά πάω στήν Κωνσταντινούπολη νά τόν συναντήσω, νά τόν εὐλογήσω, νά μοῦ θέσει κάποια πνευματικά προβλήματα πού τόν ἀπασχολοῦν. Βλέπω ὅτι ὑπάρχουν θετικά καί ἀρνητικά στοιχεῖα σέ κάθε μία ἀπό τίς ἀπαντήσεις. ῎Αν πάω, ὁ αὐτοκράτορας θά ὑποχρεωθεῖ κατά κάποιον τρόπο καί θά βοηθήσει πολύ περισσότερο τήν πίστη καί τούς χριστιανούς ἀπό ὅ,τι μέχρι τώρα. Κι ἴσως ἐνισχυθοῦν καί οἱ ἴδιοι οἱ χριστιανοί. Τό εἶδα ὅταν εἶχαν κατέβει στήν ᾽Αλεξάνδρεια τήν ἐποχή τῶν διωγμῶν. ᾽Ακόμη καί οἱ ὑποψήφιοι μάρτυρες ἐνισχύονταν καθώς ἔβλεπαν ἕναν ἄνθρωπο ἀφιερωμένο στόν Θεό νά τούς συμπαραστέκεται. Σ᾽ αὐτήν τήν περίπτωση ὅμως ὑπάρχει πνευματικός κίνδυνος γιά μένα. ῾Ο πονηρός νά πάρει ἀφορμή καί νά μέ πολεμήσει μέ λογισμούς κενοδοξίας. Κι ἀπό τήν ἄλλη, μήπως καί ἡ πεποίθησή μου ὅτι ἡ δική μου παρουσία θά ἐνισχύσει τούς χριστιανούς ἐκεῖ εἶναι ἕνας ὑπερήφανος λογισμός;᾽

῎Επεσε σέ συλλογή ὁ ἀββᾶς Παῦλος. Τό δίλημμα ἦταν πράγματι μεγάλο γιά τόν Γέροντά του. Προσευχήθηκε νοερά ὁ Κύριος νά τόν φωτίσει. Μιά λάμψη φάνηκε σέ λίγο στό πρόσωπό του.

῾Γέροντα, δέν πρόκειται νά πάρω ἐγώ ἀπόφαση γιά σένα. Δέν θά σοῦ πῶ ἐγώ ναί ἤ ὄχι, πήγαινε ἤ μήν πᾶς. ῞Ενα θά σοῦ πῶ καί κάνε ὅ,τι κρίνει ἡ φωτισμένη σου διάνοια᾽.

῾Τί ᾽ναι αὐτό;᾽ σήκωσε τό κεφάλι του μέ ἀγωνία ὁ μέγας ἀββᾶς, ὁ θεόπτης καί διορατικός καί προορατικός.

῾᾽Αββᾶ᾽, εἶπε χαμηλόφωνα ἀλλά σταθερά ὁ Παῦλος. ῾Σκέπτομαι  πώς ἄν πᾶς στόν αὐτοκράτορα, θά λέγεσαι ἁπλᾶ ᾽Αντώνιος. ῎Αν δέν πᾶς ὅμως, θά λέγεσαι ἀββᾶς καί μέγας ᾽Αντώνιος᾽.

῾Ο ᾽Αντώνιος σηκώθηκε. Τήν ἀπάντηση τοῦ Θεοῦ τήν εἶχε πάρει.  
 
(Από το βιβλίο: "Σε λευκό και μαύρο" Αληθινές ιστορίες για δικαίους και αδίκους. Εκδ. "Αρχονταρίκι")