Σάββατο 17 Ιανουαρίου 2015

ΜΙΚΡΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΟΣΙΟ ΚΑΙ ΘΕΟΦΟΡΟ ΠΑΤΕΡΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΑΝΤΩΝΙΟ ΤΟΝ ΜΕΓΑΛΟ


Μιλώντας για τον όσιο Αντώνιο μιλάμε για μία τέτοια χαρισματική προσωπικότητα, η οποία σφράγισε όχι μόνο την εποχή του, αλλά και τις μετέπειτα από αυτήν. Είναι γνωστό, για παράδειγμα, το περιστατικό του ασκητή του Γεροντικού, ο οποίος μετά από θερμή προσευχή στον Θεό για να του δείξει όλους τους αγίους της εποχής του είδε να ικανοποιείται εν οράματι το αίτημά του. Είδε όλους τους αγίους πλην του Μεγάλου Αντωνίου. Και στην απορία του γιατί συνέβη αυτό, δέχθηκε την πληροφορία: ο Αντώνιος είναι πολύ κοντά στον Θεό και δεν μπορείς να τον δεις. Ο ίδιος ο Μέγας Αθανάσιος από την άλλη, ο «στύλος της Ορθοδοξίας» κατά την υμνολογία της Εκκλησίας μας, μαθητής του αγίου Αντωνίου, ο οποίος και συνέγραψε από την εμπειρία που είχε τον βίο του μεγάλου ασκητή, εκτιμά ότι είναι «μεγάλο κέρδος γι’ αυτόν και να θυμάται μόνο τον Αντώνιο».

Ένα μικρό αφιέρωμα λοιπόν στον άγιο Αντώνιο, και μάλιστα σε ορισμένες μεθόδους που προτείνει για να μην αμαρτάνουμε, είναι από τα ωφελιμότερα πράγματα που μπορούμε να κάνουμε.

Αποσπάσματα πάνω στο θέμα αυτό παίρνουμε από το έργο του Μ. Αθανασίου: Βίος του οσίου πατρός ημών Αντωνίου του μεγάλου (έκδ. ΤΗΝΟΣ).

-      «Πραγματικά (ο Αντώνιος) δεν θυμόταν ποτέ το παρελθόν, αλλά την κάθε ημέρα την είχε σαν αρχή της ασκήσεώς του… Φαινόταν πως, όταν έλεγε «σήμερον», δεν υπελόγιζε το παρελθόν, αλλά κάθε ημέρα φρόντιζε σαν να έκανε αρχή να παρουσιάζει τον εαυτό του στα μάτια του Θεού όπως πρέπει, δηλαδή καθαρό στην καρδιά και έτοιμο να υπακούει στο δικό Του θέλημα» (σελ. 29-30).
       

-      «Ας μην απατώμεθα…ούτε να φαινώμεθα δειλοί, ούτε να δημιουργούμε φόβους… Ας μη φέρνουμε καθόλου τέτοιες σκέψεις στο νου μας, ούτε να μας πιάνη η λύπη σαν να είμαστε πια χαμένοι. Απεναντίας να νιώθουμε θαρραλέοι και πάντοτε χαρούμενοι, σαν να έχουμε ήδη σωθή» (σελ. 81).

 

-      «Ο καθένας μας ας σημειώνη και ας γράφη τις πράξεις και τις διαθέσεις της ψυχής του, σαν να πρόκειται να τις γνωστοποιήση ο ένας στον άλλον. Και πιστέψτε ότι, επειδή θα ντρεπώμαστε να μαθευτούν, θα πάψουμε τις αμαρτίες και δεν θα θυμώμαστε κανένα κακό. Διότι, ποιος θέλει να φαίνεται κάνοντας την αμαρτία; Ή, ποιος, αφού αμαρτήση, δεν ψεύδεται όσο μπορεί πιο πολύ θέλοντας να κρυφθή; Καθώς λοιπόν δεν θα πορνεύαμε βλέποντας ο ένας τον άλλον, έτσι αν γράφουμε τους λογισμούς μας σαν να τους λέμε μεταξύ μας, θα φυλαχθούμε καλύτερα από αυτούς, διότι θα ντρεπώμαστε να μαθευτούν. Ας είναι τα γραφτά μας στη θέσι των ματιών των συνασκητών μας. Κι αυτό, για να κοκκινίζουμε από ντροπή να γράφουμε, σαν να τα έβλεπαν οι άλλοι κι έτσι να μη σκεφτώμαστε καθόλου τα αισχρά πράγματα. Με τη μέθοδο αυτή στον εαυτό μας, θα μπορέσουμε να υποτάξουμε το σώμα, να αρέσουμε στον Κύριο και να ποδοπατήσουμε τα τεχνάσματα του διαβόλου» (σελ. 100).

Σχόλια

1. Η αναμαρτησία του Χριστού και η «αναμαρτησία» του χριστιανού.

Μιλώντας για μεθόδους αναμαρτησίας που πρότεινε ο όσιος Αντώνιος, δεν εννοούμε ασφαλώς ότι πράγματι ο χριστιανός μπορεί να φτάσει σε σημείο που δεν θα αμαρτάνει καθόλου. Ενώ δηλαδή κλήθηκε ο πιστός για κάτι τέτοιο – «όποιος είναι ενωμένος με τον Χριστό παύει ν’ αμαρτάνει. Όποιος αμαρτάνει αυτός ούτε είδε ούτε γνώρισε ποτέ τον Χριστό… Όποιος έχει γεννηθεί από τον Θεό και είναι παιδί Του παύει ν’ αμαρτάνει, γιατί η δύναμη της ζωής του Θεού που τον γέννησε, μένει μέσα του. Αφού ο Θεός τον γέννησε, δεν μπορεί να συνεχίσει να αμαρτάνει» (Α΄ Ιωάν. 3, 6.9) – η αμεσότητα της ζωής τον κάνει να διαπιστώνει την πικρή πραγματικότητα: έστω και μία ώρα να είναι η ζωή του στον κόσμο θα αμαρτήσει. Και τούτο γιατί η απόλυτη αναμαρτησία ανήκει μόνο στον Ιησού Χριστό. Εκείνος ως Θεός και άνθρωπος όχι μόνο δεν αμάρτησε, όσο ήταν στη ζωή αυτή, αλλ’ ούτε καν μπορούσε ν’ αμαρτήσει. Εμείς οι άνθρωποι όμως, έστω και ενισχυόμενοι από τη χάρη του Θεού, μπορούμε να φτάσουμε μόνο σε σχετική αναμαρτησία, που θα πει ότι η αμαρτία είναι μία πραγματικότητα σύμφυτη – μετά την πτώση – με το είναι του ανθρώπου. «Αν ισχυριστούμε πως είμαστε αναμάρτητοι, εξαπατούμε τον εαυτό μας και δεν λέμε την αλήθεια» (Α΄ Ιωάν. 1,8). Άλλωστε η αμαρτία δεν βιώνεται το ίδιο από όλους. Αλλιώς τη βιώνει ο αρχάριος στην πίστη κι αλλιώς ο προχωρημένος. Το βάθος της αμαρτίας βαίνει συνήθως παράλληλα προς το βάθος της σχέσεώς μας με τον Θεό.

Γι’ αυτό ακριβώς και η Εκκλησία μας δεν χωρίζει τους ανθρώπους σε αμαρτωλούς και αναμαρτήτους: όλοι είμαστε αμαρτωλοί. Η μόνη διάκριση στην οποία προβαίνει είναι σε μετανοημένους και σε αμετανοήτους αμαρτωλούς. Κατά συνέπεια, οι προτάσεις-μέθοδοι αναμαρτησίας του αγίου Αντωνίου κατανοούνται ως τρόποι για να αμαρτάνουμε λιγότερο. Να φτάνουμε στη σχετική και κατ’ άνθρωπο αναμαρτησία. «Είναι αλήθεια πως η συνείδησή μου δεν με ελέγχει για τίποτα – ομολογεί ο απόστολος Παύλος – αλλά αυτό δεν αποδεικνύει πως είμαι πραγματικά αθώος. Αυτός που μπορεί να με κρίνει είναι μόνο ο Κύριος» (Α΄ Κορ. 4,4).

 

2. Μέθοδοι αναμαρτησίας.

Πολλές μεθόδους προτείνει ο μεγάλος όσιος για να μην αμαρτάνουμε. Κι είναι μέθοδοι που προτείνουν σχεδόν όλοι οι άγιοί μας. Από τις πολλές αυτές θα επικεντρώσουμε το ενδιαφέρον μας σε τρεις, που πιστεύουμε ότι μπορούν να βοηθήσουν τον κάθε πιστό στον δρόμο της πνευματικής του προκοπής.

α. Η κάθε ημέρα: αρχή της ασκήσεως.

Ο Αντώνιος ήταν απόλυτα προσγειωμένος στην πραγματικότητα. Ήξερε ότι ο μόνος χρόνος που «έχει» στα χέρια του είναι μόνο το παρόν, το σήμερα. Το χθες έχει πια παρέλθει. Είτε καλό είτε κακό γι’ αυτόν, έχει πια φύγει. Το μέλλον είναι άδηλο και άγνωστο. Το γνωρίζει αποκλειστικά ο Θεός. Έτσι το πεδίο που είχε ν’ αγωνισθεί ήταν το βάθος της μίας ημέρας, της κάθε ημέρας, της «σήμερον». «Των όπισθεν επιλανθανόμενος, τοις δε έμπροσθεν επεκτεινόμενος» κατά τη φράση του αποστόλου Παύλου (Φιλ. 3, 13-14).

«Για την αποφυγή της αμελείας είναι καλό να μελετάμε το ρητό του αποστόλου, το «καθ’ ημέραν αποθνήσκω». Διότι αν κι εμείς ζούμε έτσι, σαν πεθαμένοι κάθε ημέρα, δεν θα αμαρτάνουμε. Ακόμα ας συλλογιζόμαστε, ότι δεν θα μείνουμε ζωντανοί ως το βράδυ. Και πάλι, όταν πρόκειται να κοιμηθούμε, ας σκεφτώμαστε ότι δεν θα σηκωθούμε, διότι ο χρόνος της ζωής μας είναι φύσει άγνωστος και ρυθμίζεται κάθε ημέρα από τη Θεία Πρόνοια. Αν ζούμε έτσι την κάθε μας ημέρα και αν συμπεριφερώμαστε ανάλογα, ούτε θ’ αμαρτήσουμε ούτε θα επιθυμήσουμε υλικό πράγμα ούτε θα οργισθούμε με κανένα ούτε θα θησαυρίζουμε πάνω στη γη. Αλλά με την καθημερινή προσδοκία του θανάτου θα είμαστε ακτήμονες, θα συγχωρήσουμε τους πάντες για όλα» (σελ. 46-47).

 

Η προοπτική της κάθε ημέρας ως της μοναδικής της ζωής του ήταν σε συμφωνία με τα λόγια του Κυρίου: «μη μεριμνήσητε εις την αύριον. Η γαρ αύριον μεριμνήσει τα εαυτής. Αρκετόν τη ημέρα η κακία αυτής» (Ματθ. 6, 34). Κι επίσης εναρμονίζεται με την προσευχή της Εκκλησίας μας, η οποία  συνεχώς εύχεται να μας αξιώνει ο Θεός να παραμένουμε αναμάρτητοι μόνο «διά την ημέραν ταύτην», «διά την εσπέραν ταύτην», «διά την νύκτα ταύτην». Κι ακριβώς η αναμαρτησία που εύχεται η Εκκλησία ήταν και το περιεχόμενο της πνευματικής ασκήσεως του αγίου για την κάθε ημέρα του. «Άγιος μόνο για σήμερα» -«σαν να κάνετε αρχή κάθε ημέρα», ήταν το σύνθημα, θα λέγαμε, του μεγάλου οσίου. «Κάθε ημέρα φρόντιζε σαν να έκανε αρχή να παρουσιάζη τον εαυτό του στα μάτια του Θεού, όπως πρέπει, δηλαδή καθαρό στην καρδιά και έτοιμο να υπακούη στο δικό Του θέλημα».

Είναι ευνόητο έτσι ότι μία τέτοια προοπτική δεν αφήνει κανένα περιθώριο ανάπτυξης ούτε εγωισμού και υπερηφάνειας από τυχόν σώφρονα και καλή ζωή ούτε όμως μελαγχολίας και απόγνωσης από τυχόν παραστρατήματα. Το παρελθόν, είπαμε, έχει πια φύγει. Από την άλλη οποιοδήποτε άγχος και οποιαδήποτε καλλιέργεια φαντασίας και ονειροπολήματος αφανίζεται. Η μνήμη του ενδεχομένου θανάτου στο τέλος της ημέρας λειτουργεί ως ανάχωμα για παρόμοιες εκτροπές.

 

β. Η καλλιέργεια των καλών λογισμών.

Πέρα από την πρώτη, η πιο κύρια μέθοδος αναμαρτησίας του οσίου ήταν η καλλιέργεια καλών λογισμών. Από το τι λογισμούς καλλιεργεί κανείς στην καρδιά και τον νου του εξαρτάται η ποιότητα του εσωτερικού του κόσμου. Ο Αντώνιος ευρισκόμενος μέσα στην Παράδοση της Εκκλησίας πίστευε ότι οι καλοί λογισμοί και η εξάσκηση των αρετών είναι τα μόνα σύμφωνα προς τη φύση του ανθρώπου. Διότι ο Θεός μάς δημιούργησε για να ζήσουμε μαζί Του, τηρώντας το θέλημά Του και καλλιεργώντας τις αρετές. Οι φαύλοι λογισμοί και οι πονηρές σκέψεις αποτελούν εκτροπή από την ορθή πορεία.

«Η αρετή είναι φυσική κατάσταση… Το να είναι η ανθρώπινη ψυχή ευθεία, αυτό αποτελεί τη φυσική της νοερά κατάσταση, όπως δηλαδή δημιουργήθηκε. Όταν όμως πάλι παρεκκλίνει και διαστραφεί «το κατά φύσιν», τότε αυτή η κατάσταση ονομάζεται κακία της ψυχής. Διότι αν μείνουμε όπως πλασθήκαμε, είμαστε μέσα στην περιοχή της αρετής. Όταν όμως σκεπτόμαστε τα φαύλα πράγματα, σαν κακοί αξίζει να κριθούμε… Εφ’ όσον είναι στα χέρια μας, ας φυλαχθούμε από τους βρωμερούς λογισμούς και ας φυλάξουμε την ψυχή μας για τον Κύριο» (σελ. 48-49).

Ιδιαιτέρως είναι σημαντική η επισήμανση του οσίου, όταν αντιμετωπίζει κανείς αυξημένες δυσκολίες στον πνευματικό αγώνα: «να νιώθουμε θαρραλέοι και χαρούμενοι, σαν να έχουμε ήδη σωθή». Όχι μόνο δηλαδή απαιτείται να καλλιεργεί κανείς καλούς λογισμούς, μα εξαιρέτως στις δυσκολίες θα πρέπει να παραστήσει με εικονιστική δύναμη ενώπιόν του τη διέξοδο, την υπέρβαση και τη λύση των δυσκολιών. Με άλλα λόγια μία δυσκολία και ένα πρόβλημα θα ξεπεραστούν στον βαθμό που απεγκλωβίσει κανείς τον νου και τη διάνοιά του από το πρόβλημα και τα προσανατολίσει στη λύση και τη νίκη. «Νίκα εν τω αγαθώ το κακόν» κατά τη φράση της Γραφής (Ρωμ. 12, 21).

Η διδασκαλία αυτή του αγίου Αντωνίου περί της καλλιεργείας των καλών λογισμών δεν είχε χαρακτήρα θεωρητικό. Δεν ήταν μία γνώση που απέκτησε ο άγιος μελετώντας βιβλία ή ακούγοντας διαφόρους σοφούς. Ήταν έκφραση της δικής του εμπειρίας που τον οδήγησε στα ύψη της αγιότητας. Για πολλά χρόνια πήγαινε και παρακολουθούσε από κοντά φημισμένους ασκητές και πατέρες. Κι η προσοχή κι η σκέψη του ήταν συγκεντρωμένη στα καλά στοιχεία της ζωής τους. Δεν έψαχνε τα τυχόν ψεγάδια των ασκητών που ασφαλώς ως άνθρωποι είχαν. Τον ενδιέφερε η αρετή που καλλιεργούσαν και αυτήν σημείωνε για δικό του παραδειγματισμό.

«Υποτασσόταν πραγματικά σε φημισμένους πατέρες. Πήγαινε να τους συναντήσει κι εφάρμοζε στον εαυτό του του καθενός το προτέρημα της αρετής και της ασκήσεως. Έβλεπε στον ένα τον ευχάριστο χαρακτήρα, στον άλλον την προθυμία στην προσευχή, του ενός μελετούσε την πραότητα, του άλλου τα φιλάνθρωπα  αισθήματα. Αυτόν πρόσεχε που έμενε άγρυπνος ή τον πλαϊνό του που ήταν δοσμένος στην σπουδή των ιερών γραμμάτων. Τον ένα εθαύμαζε για την υπομονή του και τον άλλον για τις νηστείες και την χαμαικοιτία. Του ενός παρατηρούσε την ημερότητα και του άλλου την μακροθυμία. Όλων όμως μαζί σημείωνε τον έρωτά τους για τον Χριστό και την μεταξύ τους αγάπη» (σελ. 21-22).

Ο έρωτας για τον Χριστό που έβλεπε στους πατέρες πυράκτωσε και τη δική του καθαρή ψυχή. Ό,τι σκεφτόταν, ό,τι έλεγε και έκανε πήγαζε από την αγάπη του αυτή. Το είχε άλλωστε επισημάνει και στον απόστολο Παύλο. Εκείνος δεν έγραφε προς τους Ρωμαίους ότι τίποτε δεν μπορεί να τον χωρίσει από την αγάπη του Χριστού; «Τις ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού;… Ουδέν ημάς δυνήσεται χωρίσαι από της αγάπης Αυτού» (πρβλ. Ρωμ. 8, 39). Κατά τον ίδιο τρόπο και ο Αντώνιος είχε διαρκώς τα βλέμματα και τους λογισμούς του στην αγάπη Εκείνου. «Δεν με τρομάζουν τα τραύματα που μου κάνατε (οι δαίμονες). Και αν με γεμίσετε με περισσότερα, «τίποτε δεν θα με χωρίσει από της αγάπης του Χριστού» (σελ. 31-32). Δεν υπήρχε λοιπόν πιο φυσιολογικό πράγμα γι’ αυτόν να καταλήγει πάντα οποιοδήποτε λόγο του με τον ίδιο επίλογο: «Τίποτα να μην προτιμάτε στον κόσμο από την αγάπη προς τον Χριστό» (σελ. 140). Κι η προτροπή του πάντα ήταν η ίδια:  «Χριστόν πάντοτε αναπνέετε» (σελ. 145).

 

γ. Καταγραφή και ανακοίνωση πονηρών λογισμών.

Χρησιμοποιούσε και δίδασκε ο όσιος όμως και μία τρίτη μέθοδο αναμαρτησίας, πολύ πρακτική και άμεση: την καταγραφή και ανακοίνωση των πονηρών λογισμών. Για να μην αμαρτάνετε, έλεγε, να είστε έτοιμοι να γράφετε τους λογισμούς μας σε χαρτί, σαν να πρόκειται να τους δώσετε να τους διαβάσουν οι άλλοι συνάνθρωποί σας. Έτσι ποιος δεν θα ντραπεί να αφήσει πονηρούς λογισμούς στον νου του, όταν θα ξέρει ότι θα γίνουν σε όλους φανεροί;

«Ας υπάρχει μάλιστα και η παρατήρηση αυτή, που θα μας ασφαλίζη από την αμαρτία: Ο καθένας μας ας σημειώνη και ας γράφη τις πράξεις και τις διαθέσεις της ψυχής του, σαν να πρόκεται να τις γνωστοποιήση ο ένας στον άλλον. Και πιστέψτε ότι, επειδή θα ντρεπώμαστε να μαθευτούν, θα πάψουμε τις αμαρτίες και δεν θα θυμώμαστε κανένα κακό…» (σελ. 100).

 

Πραγματικά, μένει κανείς έκθαμβος μπροστά στην εφευρετικότητα των πατέρων μας, προκειμένου να μην αμαρτάνουν. Τα πάντα επινοούσαν, κάθε τι ανθρώπινο σκέφτονταν, για να μείνουν πάνω στην αγάπη του Χριστού. Διότι το μυστικό της ζωής τους ήταν ακριβώς αυτό που επισημάναμε προηγουμένως και για τον όσιο Αντώνιο: ο βαθύς έρωτας προς το πρόσωπο του Κυρίου μας Ιησού Χριστού!