Τετάρτη 31 Δεκεμβρίου 2014

ΓΙΑΤΙ ΕΟΡΤΑΖΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ;


Μέσα στό χαρμόσυνο καί ἑορταστικό πνεῦμα ὄχι μόνο τῶν ἡμερῶν τῶν Χριστουγέννων ἀλλά καί τῆς πρώτης ἡμέρας τοῦ νέου ἔτους, ἄς ἐπιτραπεῖ νά θέσουμε ἕνα μᾶλλον προκλητικό κι ἴσως παράδοξο θεωρούμενο ἐρώτημα: γιατί ἑορτάζουμε οἱ ἄνθρωποι τήν πρωτοχρονιά; Γιατί βλέπουμε πολλούς νά ξενυχτοῦν μέ τήν προσδοκία τῆς ἀλλαγῆς τοῦ χρόνου, ἐκφράζοντας τή χαρά τους μέ τραγούδια, πυροτεχνήματα, ἀγκαλιές καί φιλιά; Λογικά καί φυσιολογικά δέν θά ἔπρεπε ἡ ἡμέρα αὐτή, γιά τόν κοσμικό μάλιστα ἄνθρωπο, νά ἔχει ἀπαισιόδοξο χαρακτήρα, ἀφοῦ τόν φέρνει ἕνα βῆμα πιό κοντά στό τέλος τῆς ζωῆς του; ῾Ο χρόνος δέν εἶναι συνυφασμένος πάντοτε μέ τή φθορά καί τόν θάνατο; Γλεντᾶνε καί ξεφαντώνουν οἱ ἄνθρωποι γιατί θά πεθάνουν;

Μία πρώτη ἐξήγηση ἴσως εἶναι ὅτι οἱ ἄνθρωποι ἀγνοοῦν τό γεγονός τοῦ θανάτου, ὄχι βεβαίως μέ τήν ἔννοια τῆς καθαυτήν γνώσεως, ἀλλά τήν ὑπαρξιακή: παρακάμπτουν τόν προβληματισμό τοῦ θανάτου γιά τόν ἑαυτό τους. Τόν βλέπουν ὡς κάτι τό πολύ μακρινό καί πάντως...ὄχι γιά ἐκείνους. Κι ἕνας λόγος εἶναι ὅτι ὁ κόσμος ἴσως εἶναι πολύ βολικός γι᾽ αὐτούς. Γιατί νά δέχονται λογισμούς ἀπωλείας του; ῾Οπότε ἀπό τήν ἄποψη αὐτή κινοῦνται σ᾽ ἕνα ἐπίπεδο ψευδαισθήσεων καί διαμορφώνουν συμπεριφορά αἰώνιου καί ἀθάνατου ἀνθρώπου.

Μία δεύτερη ἐξήγηση εἶναι ὅτι οἱ ἄνθρωποι βεβαίως λαμβάνουν ὑπόψη τήν κυριαρχία τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου μέσα στόν χρόνο, μά προσπαθοῦν νά συμφιλιωθοῦν μέ αὐτήν, θεωρώντας τόν θάνατο ἁπλά κάτι τό ῾φυσικό᾽. Μέ τήν ἔννοια αὐτή ἡ σκέψη αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων διαμορφώνεται ὡς ἑξῆς: ῾Τό διάστημα πού μοῦ ἀπομένει νά ζήσω, ἄς τό γλεντήσω᾽. Κι εἶναι εὐνόητο ὅτι ἡ θέση αὐτή, χωρίς κανένα προβληματισμό γιά Θεό καί πνευματική ζωή,  ἐκφράζει τήν πρακτική λεγόμενη ἀθεΐα, τήν ἀθεΐα δηλαδή τοῦ ἄφρονος ἀνθρώπου τῆς γνωστῆς παραβολῆς, ὁ ὁποῖος κινεῖται πάντοτε μέ τό ἀξίωμα ῾φάγωμεν καί  πίωμεν, αὔριον γάρ ἀποθνῄσκομεν᾽.

῾Υπάρχει ὅμως καί ἡ χριστιανική ἐξήγηση, ἡ ὁποία κινούμενη σ᾽ ἐντελῶς διαφορετική βάση ἀπό τίς προηγούμενες κατανοεῖ τήν πρωτοχρονιά ὡς γεγονός χαρμόσυνο γιά δύο βασικούς λόγους.  Πρῶτον, γιατί τό πέρασμα τοῦ χρόνου φέρνει τόν χριστιανό πιό κοντά στόν ἀγαπημένο του Κύριο, ἀφοῦ μέ τόν θάνατο θά καταργηθεῖ ἡ αἰνιγματική,  σάν θέα μέσα ἀπό καθρέπτη, σχέση του μέ Αὐτόν τῆς παρούσας ζωῆς καί θά Τόν βλέπει ῾πρόσωπον πρός πρόσωπον᾽ κατά τόν ἀπόστολο· δεύτερον, γιατί μέ κάθε πρωτοχρονιά ἐπιβεβαιώνεται ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιά τούς ἀνθρώπους, ὁ ῾Οποῖος φαίνεται ὅτι παρατείνει τήν γιά δεύτερη φορά ἔλευσή Του, προκειμένου ὅλοι εἰ δυνατόν οἱ ἄνθρωποι νά ἐνταχθοῦν στήν Βασιλεία Του. Μέ ἄλλα λόγια ἡ πρωτοχρονιά, ὡς ἔναρξη τοῦ νέου χρόνου καί συνεπῶς παράταση τοῦ χρόνου, ἑρμηνεύεται ὡς τό περιθώριο πού δίνει ὁ Θεός στό κάθε πλάσμα Του γιά νά μετανοήσει, νά ἀλλάξει δηλαδή τρόπο ζωῆς καί νά μπορέσει νά συντονιστεῖ μέ τόν δικό Του ρυθμό ζωῆς πού δέν εἶναι ἄλλος ἀπό τήν ἀγάπη. Αὐτό φαίνεται νά εἶναι καί ὁ σκοπός τῆς δωρεᾶς τοῦ χρόνου κατά τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ, ὅπως τό λέει γιά παράδειγμα ἡ ᾽Αποκάλυψη τοῦ ᾽Ιωάννη: ῾ἔδωκα αὐτῇ χρόνον ἵνα μετανοήσῃ᾽ (᾽Αποκ. 2, 21), ἤ κι ὁ ἀπόστολος Παῦλος: ῾τό χρηστόν τοῦ Θεοῦ εἰς μετάνοιαν ἄγει᾽ (Ρωμ. 2, 4), αὐτό φαίνεται νά εἶναι καί τό νόημα τῆς εὐχῆς τῆς πρωτοχρονιᾶς τῆς ᾽Εκκλησίας μας ὡς δοξολογικῆς ἀρχῆς τοῦ νέου ἔτους. Προφανῶς ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μας μᾶς ἐμπιστεύεται περισσότερο ἀπό ὅ,τι ἐμεῖς τόν ἑαυτό μας ἤ καί τόν συνάνθρωπό μας.

῾Υπό τό παραπάνω πνεῦμα ἐνῶ ἡ πρωτοχρονιά φαίνεται νά λειτουργεῖ γιά τούς ἐκκοσμικευμένους χριστιανούς ὡς ἀφορμή γιά ἐντατικοποίηση τῆς ἐξωστρέφειάς τους, μέ τήν ἔννοια τῆς ἀναζήτησης τῶν αἰσθητῶν στηριγμάτων τοῦ κόσμου τούτου, ὥστε νά ῾διασκεδάσουν᾽ τόν ὑποσυνείδητο φόβο τους γιά τή φθορά καί τόν θάνατο ἤ καί τόν τρόμο τους μπροστά στήν ῾ἄδεια᾽ ἀπό νόημα καρδιά τους, γιά τούς συνειδητούς χριστιανούς λειτουργεῖ ὡς ἐρέθισμα τῆς ὀρθῆς ἐσωστρέφειας: τῆς στροφῆς μέσα στήν καρδιά,  μέ τήν ἔννοια τῆς ἀναζήτησης τῆς πληρέστερης σχέσης  μέ τόν Θεό: τόν Θεό πού ζοῦμε ἤδη στήν ᾽Εκκλησία ὡς μέλη της νά Τόν ζήσουμε πιό βαθιά καί πιό ἔντονα. Κι ἐννοοῦμε αὐτό πού λέει καί ὁ σήμερα ἑορταζόμενος οἰκουμενικός Πατέρας καί Δάσκαλος τῆς ᾽Εκκλησίας μας Μέγας Βασίλειος σέ ἀνάλογο προβληματισμό: ῾῾Ο νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, σημειώνει, πού δέν χάνεται καί δέν διαχέεται μέσω τῶν αἰσθήσεων στά πράγματα τοῦ κόσμου, ἐπιστρέφει μέσα στόν ἑαυτό του καί μέσω τοῦ ἑαυτοῦ του ἀνεβαίνει στόν ἴδιο τόν Θεό᾽. Μή λησμονοῦμε τόν λόγο τοῦ Κυρίου ὅτι ῾ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ἡμῶν ἐστι᾽.

῎Ετσι μπορεῖ ὁ χρόνος νά εἶναι συνδεδεμένος μέ τή φθορά καί τόν θάνατο, φαίνεται ὅμως ὅτι ἀφήνει ἀνοικτή τήν ἐλπίδα στόν ἄνθρωπο: μέσα στόν χρόνο ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά μετανοήσει, νά βρεῖ τόν ἑαυτό του, νά βρεῖ τόν Θεό του. Σάν χριστιανοί, ναί, ἔχουμε λόγο νά χαιρόμαστε καί νά πανηγυρίζουμε. Μᾶς δίνει τό δικαίωμα αὐτό ἡ ἐνανθρώπηση τοῦ Χριστοῦ μας, ὁ ῾Οποῖος μπῆκε ὡς Θεός μέσα στόν χρόνο γενόμενος ἄνθρωπος, τόν γέμισε μέ τήν ἅγια παρουσία Του  καί τόν ἄλλαξε, βάζοντας τίς ράγες του πιά πάνω στήν τροχιά τοῦ Οὐρανοῦ. Ἡ πρωτοχρονιά καί κάθε στιγμή τοῦ χρόνου ἔκτοτε ἔγινε καί γίνεται ἡ ἐπαναβεβαίωση  τῆς θέας τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Νά βλέπουμε τόν Χριστό μας, νά βλέπουμε τούς ἀγγέλους καί τούς ἁγίους μας μέσα ἀπό τά γυαλιά τοῦ χρόνου. Τί ὄμορφη προοπτική! Τί ἀληθινή ἐμπειρία!

Τρίτη 30 Δεκεμβρίου 2014

Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ Ο ΜΕΓΑΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΑΙΣΑΡΕΙΑΣ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ (1 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ)

 

«Ο άγιος Βασίλειος άκμασε στους χρόνους του βασιλιά Ουάλεντα. Ενώπιόν του ομολόγησε με θάρρος την υγιά ορθόδοξη πίστη και εναντιώθηκε στην κακοδοξία του Αρείου, την οποία αποδέχτηκε ο βασιλιάς σαν φωτιά που λυμαίνεται την Εκκλησία. Ο πατέρας του καταγόταν από τον Πόντο, ενώ η μητέρα του από την Καππαδοκία. Στους λόγους υπερέβαλε τους πάντες, όχι μόνον τους ρήτορες της εποχής του, αλλά και τους παλαιούς. Διότι αφού σπούδασε την κάθε επιστήμη, έφτασε στο ανώτερο σημείο καθεμιάς από αυτές. Αλλά όχι λιγότερο άσκησε την πρακτική φιλοσοφία και μέσω αυτής ανέβηκε στη θεωρία των όντων, οπότε και ανήλθε στον αρχιερατικό θρόνο. Ως αρχιερέας αγωνίστηκε πολύ υπέρ της ορθοδόξου πίστεως και κατέπληξε τον έπαρχο με το σταθερό και ανυποχώρητο φρόνημά του. Συνέθεσε και λόγους, με τους οποίους εξαφάνισε τα συστήματα των ετεροδόξων, δίδαξε το ορθό ήθος και με σαφήνεια φανέρωσε τη γνώση των όντων. Κι αφού καθοδήγησε το ποίμνιο του Χριστού με κάθε αρετή, εκδήμησε προς τον Κύριο. Ήταν δε κατά τον τύπο του σώματος ψηλός, ξηρός και λιπόσαρκος, μελαχρινός, με ωχρότητα στο πρόσωπο, με μακριά μύτη, κάνοντας κύκλο τα φρύδια του, με σύσπαση αυστηρή αλλά που μοιάζει φροντιστικός, με μέτωπο που ρυτιδώνεται από ακτινοβολίες, επιμήκης στις παρειές, κοίλος στους κροτάφους, χωρίς πολλά μαλλιά, με μεγάλη όμως γενειάδα, μεσήλικας. Ήταν υιός του Βασιλείου και της Εμμέλειας. Τελείται δε η σύναξή του στην αγιότατη μεγάλη Εκκλησία».
Ο μέγας Ιωάννης Δαμασκηνός, ο βαθύς θεολόγος και ιδιοφυής υμνογράφος της Εκκλησίας μας, είναι ο συνθέτης του κανόνα του αγίου Βασιλείου του μεγάλου. Ένας μεγάλος που έγραψε για έναν πολύ μεγάλο, μπροστά στον οποίο όμως ο ίδιος νιώθει μικρός, γι’ αυτό και θεωρεί ότι μόνον ένας με τη φωνή του αγίου Βασιλείου μπορεί να είναι ικανός να εγκωμιάσει τη μεγαλοσύνη του. «Σου την φωνήν έδει παρείναι Βασίλειε, τοις εγχειρείν εθέλουσι, τοις εγκωμίοις σου» (Έπρεπε η δική σου φωνή να είναι παρούσα, Βασίλειε, σ’ αυτούς που θέλουν να επιχειρήσουν τον εγκωμιασμό σου). Παρ’  όλα αυτά το επιχειρεί, ζητώντας τη συγνώμη του και τη χάρη του.
Δεν ξεχνά βεβαίως ο άγιος Δαμασκηνός ότι η εορτή του αγίου συμπίπτει με την Δεσποτική εορτή της Περιτομής του Κυρίου Ιησού Χριστού. Γι’ αυτό και διπλά πανηγυρίζει, κατ’ αυτόν, η Εκκλησία μας: «Άγει διπλήν αληθώς η Εκκλησία εορτήν σήμερον Περιτομής, ως βρέφος Δεσπότου οφθέντος επί γης, και μνήμης οικέτου, σοφού και τρισμάκαρος» (Διπλή εορτή εορτάζει η Εκκλησία σήμερα. Την Περιτομή, διότι ο Δεσπότης Χριστός φάνηκε στη γη ως βρέφος, και την εορτή της μνήμης του δούλου του Χριστού Βασιλείου, του σοφού και τρισμακάριστου). Και προβαίνει σε μία υπερβολή: προκειμένου να τονίσει το ύψος της αγιότητας του Βασιλείου, σημειώνει ότι η Εκκλησία έχει ως στολισμό τη μνήμη του αγίου, όπως έχει στολισμό τη Γέννηση του Κυρίου. «Καλλωπίζεται ώσπερ τω τόκω Χριστού η Νύμφη Εκκλησία, ούτω και τη μνήμη σου, Παμμακάριστε» ( Όπως στολίζεται η Νύμφη Εκκλησία με τον τόκο του Χριστού, έτσι και με τη μνήμη σου, Παμμακάριστε). Η υπερβολή όμως μειώνεται και γίνεται αποδεκτή, αν σκεφτεί κανείς ότι η όποια τιμή ενός αγίου στην πραγματικότητα αποτελεί τιμή και δόξα του ίδιου του Κυρίου. Διότι ο Θεός εξυμνείται με τους αγίους, αφού Εκείνος τους έδωσε τη χάρη του αγιασμού τους. «Θαυμαστός ο Θεός εν τοις αγίοις Αυτού».
Ο υμνογράφος μας, βαθύς γνώστης της ζωής και του έργου του Μεγάλου Βασιλείου, προσπαθεί να τον προβάλει στο πλήρωμα των πιστών, σε όλες σχεδόν τις διαστάσεις της πολυποίκιλης προσωπικότητας και του πολυσχιδούς έργου του. Κατεξοχήν βεβαίως επιμένει στον αγώνα του υπέρ της ορθοδόξου πίστεως και κατά των αιρετικών. Ο Βασίλειος για τον άγιο Ιωάννη, αλλά και για τους λοιπούς υμνογράφους που έγραψαν γι’ αυτόν, είναι«ορθοδοξίας τη Εκκλησία βλύσας διδάγματα» (αυτός που ανάβλυσε στην Εκκλησία τα διδάγματα της ορθοδοξίας), «των δογμάτων θησαυρός ο ανέκλειπτος», «ο των πιστών τας καρδίας ενθέως ευφραίνων», όπως αντιστοίχως βεβαίως είναι εκείνος που στηλίτευσε τους αιρετικούς και κονιορτοποίησε όλα τα επιχειρήματά τους: «των απίστων τα δόγματα αξίως εβύθισε» και «τοις αντιθέοις πέλεκυς εκκοπτικός και πυρ καταναλίσκον την απάτην ώφθης, πάτερ Βασίλειε» (φάνηκες σαν κοφτερός πέλεκυς για τους αντίθεους και σαν φωτιά που κατατρώγει την απάτη, πάτερ Βασίλειε).

Η σαν άστρο φωτεινό παρουσία του αγίου Βασιλείου στην Εκκλησία, με την οποία φώτισε αυτήν στον δρόμο της ορθοδοξίας, στηρίχτηκε κατά τον άγιο Δαμασκηνό πρωτίστως σε δύο παράγοντες. Πρώτον, στον καθαρό και αγνό τρόπο της ζωής του, με τον οποίο έκανε τον Χριστό ένοικο της ψυχής του. Ενοικώντας δηλαδή ο Χριστός στην ψυχή του, που είναι η πηγή της ζωής, έκανε τον Βασίλειο να αναβλύσει ποταμούς δογμάτων ευσεβών για όλη την οικουμένη. «Χριστόν εισοικισάμενος εν τη ψυχή σου, διά της καθαράς σου πολιτείας, την πηγήν της ζωής, ιεροφάντα Βασίλειε, ποταμούς ανέβλυσας δογμάτων ευσεβών τη οικουμένη» (Αφού έβαλες τον Χριστό ως ένοικο στην ψυχή σου, με την καθαρό τρόπο ζωής σου, Αυτόν που είναι η πηγή της ζωής, ανέβλυσες, ιεροοφάντα Βασίλειε, ποταμούς ευσεβών δογμάτων στην οικουμένη). Κι ο καθαρός τρόπος ζωής του έγκειτο στον αγώνα να αποκτήσει τις αρετές όλων των αγίων: «Πάντων των αγίων ανεμάξω τας αρετάς, πατήρ ημών Βασίλειε» (μάζεψες τις αρετές όλων των αγίων, πατέρα μας Βασίλειε). Δεύτερον, στην τεράστια παιδεία του, την κοσμική και την εκκλησιαστική, καρπό των πολυετών σπουδών του και της μεγαλοφυούς διανοίας του, όπως βεβαίως και της εφέσεώς του προς τον Θεό.  «Των όντων εκμελετήσας την φύσιν και πάντων περισκοπήσας το άστατον» (μελέτησες καλά τη φύση των όντων και εξέτασες το άστατο όλων των δημιουργημάτων), σημειώνει ο άγιος Δαμασκηνός. Και: «Παιδείας γεγονώς απάσης έμπλεως, ου μόνον της κάτω και πατουμένης, πολλώ μάλλον δε της κρείττονος, ανεδείχθης τω κόσμω φως, Βασίλειε» (Έγινες πλήρης από όλη την παιδεία, όχι μόνο την κάτω και γήινη, αλλά πολύ περισσότερο την ανώτερη, γι’ αυτό και φάνηκες στον κόσμο ως φως, Βασίλειε).
Ο άγιος υμνογράφος βεβαίως είναι ευνόητο ότι δεν μπορεί να μην αναφέρει και εκείνο το έργο, πέραν της διδασκαλίας του αγίου και του προσωπικού του αγιασμού, με το οποίο σφράγισε την εποχή του ο άγιος και έμεινε χρυσό παράδειγμα ανά τους αιώνες: την ελεήμονα προσφορά του στον συνάνθρωπο, ιδίως με τη λεγόμενη «Βασιλειάδα». Η φιλανθρωπική δράση του αγίου Βασιλείου όντως έχει μείνει παροιμιώδης. Θεωρείται κυριολεκτικά «κανών», τύπος, προς τον οποίο στρέφουν τα βλέμματα όλοι οι πιστοί στους μετέπειτα αιώνες μέχρι σήμερα, για να κατανοούν τι σημαίνει αγιότητα βίου συνδυασμένη με οξυδέρκεια και άνοιγμα καρδιάς. Κατά τον άγιο Δαμασκηνό «Πατήρ ορφανών και χηρών προασπιστής και πλούτος πένησι, των ασθενούντων η παράκλησις και των εν πλούτω κυβέρνησις, γήρως βακτηρία εδείχθης, παιδαγωγία νεότητος και Μοναζόντων αρετής κανών, Βασίλειε». Δηλαδή: Αναδείχτηκες, Βασίλειε, πατέρας των ορφανών και των χηρών υπερασπιστής, και ο πλούτος για τους πτωχούς, η παρηγοριά για τους ασθενείς και ο κυβερνήτης των πλουσίων, το στήριγμα των γηρατειών, η παιδαγωγία της νεότητας και ο κανόνας της αρετής των μοναχών.
Κι αν σ’ αυτά προσθέσουμε και το μαρτυρικό φρόνημα του αγίου, το οποίο κατεξοχήν φάνηκε με τη σθεναρή στάση του απέναντι στον αλαζόνα έπαρχο του αυτοκράτορα, τον Μόδεστο, ο οποίος προκειμένου να τον μεταπείσει από την αλήθεια της ορθοδοξίας, τον απείλησε με δήμευση της περιουσίας, με εξορία και με αυτόν ακόμη τον θάνατο, καταλαβαίνουμε ότι μιλώντας για τον άγιο Βασίλειο μιλάμε για άγιο που και ο χαρακτηρισμός του μεγάλου είναι ελλιπής. Και μπορεί να μην υπήρξε μάρτυρας με τη συνήθη έννοια του όρου, υπήρξε όμως μάρτυρας στη συνείδηση και στο φρόνημα, έτοιμος να δώσει και τη ζωή του για χάρη της αληθούς πίστεως. Ιδού πώς εγκωμιάζει ο άγιος Δαμασκηνός το μαρτυρικό αυτό φρόνημά του: «Τριάδος υπέρμαχε Βασίλειε, θρόνω παρέστης δικαστικώ, προκινδυνεύων της πίστεως και αθλητικήν ένστασιν επιδειξάμενος, θυμόν επάρχου κατήσχυνας, θρασυνομένου τω κράτει της ασεβείας και σπλάγχνων εκτομήν απειλούντος, προθύμως ταύτα προέκρινας και Μάρτυς γενόμενος τη προαιρέσει, τον στέφανον ανεδήσω της νίκης παρά Χριστού» (Υπέρμαχε της Τριάδος Βασίλειε, στάθηκες μπροστά σε δικαστικό θρόνο, κινδυνεύοντας για την πίστη. Γιατί δείχνοντας την αντίθεσή σου με γενναίο φρόνημα, ντρόπιασες τον θυμό του επάρχου, ο οποίος υπερηφανευόταν για την εξουσία της ασέβειάς του. Και ενώ απειλούσε να σου βγάλει τα σπλάχνα, εσύ προτίμησες με προθυμία να το κάνει. Και αφού έγινες μάρτυρας ως την προαίρεσή σου, πήρες το στεφάνι της νίκης από τον Χριστό).
Είθε «μιμούμενοι αυτού την πίστιν, την ζέσιν, την ταπείνωσιν» να γίνουμε κι εμείς οίκος Χριστού και κάτοικοι του Παραδείσου.

Η ΟΣΙΑ ΜΗΤΗΡ ΗΜΩΝ ΜΕΛΑΝΗ Η ΡΩΜΑΙΑ (31 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ)


«Η οσία Μελάνη έζησε επί της βασιλείας του Ονωρίου και καταγόταν από ένδοξο και λαμπρό γένος. Επειδή αγάπησε με όλη την ψυχή της τον Κύριο, θέλησε να ζήσει παρθενικό βίο. Οι γονείς της όμως την πίεσαν και παρά τη θέλησή της την οδήγησαν σε γάμο, από τον οποίο έκανε δύο παιδιά. Έπειτα οι γονείς της και τα παιδιά της έτυχε να φύγουν από τη ζωή αυτή, οπότε η αγία άφησε την Πόλη και πήγε να ζήσει σε προάστειο. Εκεί ασχολείτο πια με τη φιλοξενία των ξένων που έρχονταν, και με τις επισκέψεις της στους φυλακισμένους και τους εξόριστους. Μετά από αυτά, αφού πούλησε την περιουσία της που ήταν μεγάλη και μάζεψε δώδεκα μυριάδες χρυσού,  έδινε χρήματα  στα Μοναστήρια και στις Εκκλησίες, ενώ η ίδια έτρωγε ανά δύο ημέρες, έπειτα ανά πέντε, ώστε τελικά να τρώει μόνον κατά το Σάββατο και την Κυριακή. Από την άλλη είχε το χάρισμα να γράφει έντεχνα και με ευφυή τρόπο. Έζησε και στην Αφρική  για επτά χρόνια κι αφού σκόρπισε τον πολύ πλούτο της, έφθασε στην Αλεξάνδρεια. Από εκεί πήγε στα Ιεροσόλυμα, όπου έγινε έγκλειστη σε κελλί. Μάζεψε κοντά της και ενενήντα παρθένους, που  παρείχε σ’ αυτές διαρκώς όλα τα αναγκαία για τη ζωή τους. Κάποια στιγμή την έπιασε ξαφνικά πόνος στον πλευρό και αρρώστησε βαριά. Προσκάλεσε τότε τον επίσκοπο Ελευθερουπόλεως και δέχτηκε από αυτόν τη θεία μετάληψη. Κι αφού  μάζεψε όλες τις αδελφές, άφησε αυτήν τη φωνή σαν τελευταίο λόγο της: «Όπως φάνηκε καλό στον Κύριο, έτσι και έγινε». Κι αμέσως παρέδωσε το πνεύμα της στον Κύριο».
Μέσα στις ανεξερεύνητες βουλές Του ο Θεός θέλησε να ικανοποιήσει τελικώς την αρχική επιθυμία της οσίας Μελάνης: να αφιερωθεί πλήρως στον Κύριο. Κι όχι μόνον αυτό: η οσία έγινε ο ελκτικός πόλος για να συναχτούν γύρω της και πάρα πολλές κοπέλες που επιθυμούσαν επίσης την πλήρη αφιέρωση διά του παρθενικού βίου, ώστε να δοξολογούν διαρκώς ως άγγελοι το άγιο όνομα Εκείνου.   Ο άγιος Θεοφάνης ο υμνογράφος  επισημαίνει μεν  τη διάσταση αυτή του έργου της, αλλά σημειώνει και την προϋπόθεση: μπόρεσε η αγία να ανοικοδομήσει ιερό μοναστήρι για τις παρθένους, αφού όμως η ίδια είχε καταστήσει τον εαυτό της ναό της υπερθέου Τριάδος, κατοικητήριο του Θεού. «Ναόν την καρδίαν και το σώμα Τριάδος της υπερθέου εκτελέσας, θείους ανεδόμησας οίκους, αξιάγαστε εν οις Παρθένων τάγματα και Μοναζόντων χορούς συνήθροισας υμνούντας συμφώνως και δοξολογούντας Χριστόν εις τους αιώνας» (Έκανες την καρδιά και το σώμα σου ναό της υπερθέου αγίας Τριάδος, αξιάγαστη Μελάνη,  και έτσι οικοδόμησες θεϊκούς οίκους. Σ’ αυτούς συνάθροισες τάγματα παρθένων και χορούς μοναζόντων, που με σύμφωνη γνώμη υμνούν και δοξολογούν τον Χριστό στους αιώνες). Κι είναι προφανές: κανείς δεν μπορεί να φέρει κοντά του και πολύ περισσότερο να κρατήσει στη συνέχεια νέους ανθρώπους, άνδρες ή γυναίκες, και μάλιστα με σκοπό την με αδιάκοπη βία κατά του εαυτού τους δοξολογία του Θεού, αν ο ίδιος δεν έχει γεμίσει από τη χάρη του Θεού, η οποία αυτή κατεξοχήν λειτουργεί ως μαγνήτης των ανθρώπων.
Ο άγιος Θεοφάνης επιμένει ιδιαίτερα στον πνευματικό αγώνα της οσίας Μελάνης. Αν έφτασε σε τόσο μεγάλο πνευματικό ύψος η οσία, αν κατέστησε τον εαυτό της άξιο κατοικητήριο του ίδιου του Θεού, είναι διότι πρώτον, ασκήθηκε στις βασικές αρετές του κάθε αφιερωμένου στον Θεό ανθρώπου, δηλαδή τη φρόνηση, την ανδρεία, τη σωφροσύνη και τη θεία δικαιοσύνη, με τις οποίες τα πάθη της αμαρτίας μεταστρέφονται και γίνονται ένθεα πάθη – «Φρονήσει, ανδρεία, σωφροσύνη, και θεία δικαιοσύνη διαλάμπουσα, έσχες ανυψούσάν σε ύψος προς ουράνιον, υψοποιόν ταπείνωσιν, δι’ ης κατέβαλες, οσία, τον μεγάλαυχον όφιν» (Έλαμψες με τη φρόνησή σου, την ανδρεία, τη σωφροσύνη και τη θεία δικαιοσύνη, γι’ αυτό και είχες την υψοποιό ταπείνωση να σε ανυψώνει προς το ουράνιο ύψος. Με αυτήν την ταπείνωση νίκησες, οσία, τον υπερήφανο διάβολο)και δεύτερον, εκτός από τις ασκητικές αρετές έλαμψε κυρίως σ’ αυτό που αποτελεί σκοπό και των αρετών αυτών: την αγάπη προς τον συνάνθρωπο. Η οσία υπήρξε ελεήμων καρδία, τόσο που όλη τη μεγάλη περιουσία της την διέθεσε στους πτωχούς και αναγκεμένους συνανθρώπους της. Κι ίσως ο Θεός γι’ αυτό θέλησε να έχει επίγειο πλούτο: για να γίνει όργανο προσφοράς του προς τον συνάνθρωπο. «Ελέω τον έλεον εκτήσω εσκόρπισας έδωκας τοις πένησιν η δικαιοσύνη σου μένει αιωνίζουσα, και το εκ ταύτης κέρδος σοι μη παλαιούμενον, Μελάνη θεοφόρε οσία» (Με το έλεός σου απέκτησες το έλεος του Θεού. Σκόρπισες, έδωσες στους φτωχούς, γι’ αυτό και η δικαιοσύνη σου μένει στους αιώνες, όπως και το κέρδος σου από αυτήν τη δικαιοσύνη δεν παλιώνει, Μελάνη θεοφόρε οσία).
Πράγματι: δεν υπάρχει άλλος δρόμος που εκβάλλει πιο εύκολα και άνετα στη Βασιλεία του Θεού από τα δύο αυτά: την ασκητική δι’ εγκρατείας διαγωγή και την αγάπη προς τον συνάνθρωπο. Και σημειώνει ο υμνογράφος τα δύο αυτά, διότι το ένα αποτελεί προϋπόθεση του άλλου: κανείς δεν μπορεί να ζήσει σωστά την αγάπη, να έχει αληθινό έλεος προς τον συνάνθρωπό του - συνεπώς να μπορεί να κατοικήσει μέσα του ο Θεός που είναι αγάπη – αν με τη ζωή της εγκράτειας και της άσκησης δεν εξαλείψει το κεντρικό εμπόδιό της, τον εγωισμό. Η ασκητική ζωή της εγκρατείας ισοπεδώνει το εγωιστικό αμαρτωλό φρόνημα και ανοίγει τον άνθρωπο στην ελευθερία της αγάπης προς τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Κι αυτό συνιστά τον Παράδεισο ήδη από τη ζωή αυτή. Όπως το λέει και ο άγιος Θεοφάνης: «Τας αμόρφους τέλεον ιδέας των παθών εκ ψυχής ξέσασα, σεμνή, εγκρατείας χρώμασι, διεζωγράφησας εν αυτή απάθειαν και αγάπην ανυπόκριτον» (Αφού έξυσες, σεμνή, από την ψυχή εντελώς τις άμορφες ιδέες των παθών, ζωγράφισες σ’ αυτήν με τα χρώματα της εγκράτειας την απάθεια και την ανυπόκριτη αγάπη).

Δευτέρα 29 Δεκεμβρίου 2014

Η ΑΓΙΑ ΜΑΡΤΥΣ ΑΝΥΣΙΑ Η ΕΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ (30 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ)

«Η αγία έζησε επί της βασιλείας του Μαξιμιανού. Καταγόταν από τη Θεσσαλονίκη και οι γονείς της που ήταν ευσεβείς και πιστοί στον Χριστό, είχαν αρκετή περιουσία. Όταν αυτοί έφυγαν από τη ζωή, η αγία ζούσε μόνη της, ευαρεστώντας τον Θεό με τον βίο και τις πράξεις της. Κάποια φορά που πήγαινε στην Εκκλησία κατά τη συνήθειά της, την σταμάτησε ένας ειδωλολάτρης στρατιώτης, ο οποίος την τραβούσε με τη βία στους βωμούς των ειδώλων  και την προέτρεπε να προσφέρει θυσίες στους δαίμονες. Επειδή όμως η Ανυσία ομολογούσε την πίστη της στον Χριστό, τότε ο στρατιώτης εξοργίστηκε (διότι η αγία μάρτυς φύσηξε και έφτυσε στο πρόσωπό του) και με το ξίφος του διεπέρασε την πλευρά της. Έτσι η αξιοσέβαστη μάρτυς δέχτηκε το μακάριο τέλος».
Η πόλη  της Θεσσαλονίκης καυχάται όχι μόνον για τον πολιούχο της, μεγαλομάρτυρα και μυροβλήτη άγιο Δημήτριο, όχι μόνον για τον δεύτερο πολιούχο της μεγάλο Πατέρα και Οικουμενικό Διδάσκαλο άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, αλλά και για την αγία μάρτυρα Ανυσία, της οποίας το σεπτό λείψανο αναπαύεται στον ναό του αγίου Δημητρίου. Κατά τον άγιο Θεοφάνη μάλιστα τον υμνογράφο, η μεν Θεσσαλονίκη καυχάται για τα σπάργανα και τους άθλους της αγίας, η δε θριαμβεύουσα Εκκλησία έχει το πνεύμα της και χαίρεται γι’ αυτό, που σημαίνει ότι η αγία Ανυσία αποτελεί πηγή χαράς για ολόκληρη την Εκκλησία, και την επί γης και την εν ουρανοίς. «Θεσσαλονικέων η πόλις, σου τοις σπαργάνοις και τοις άθλοις, μάρτυς, εγκαυχάται Παρθένε η Εκκλησία των πρωτοτόκων δε, μετά δικαίων έχει σου πνεύμα το θείον ευφραινόμενον» (Η πόλη των Θεσσαλονικέων, μάρτυς παρθένε, καυχιέται για τα σπάργανά σου και τους άθλους σου. Η Εκκλησία δε των πρωτοτόκων κατέχει με χαρά το θεϊκό πνεύμα σου).
Αιτία βεβαίως για την καθολική αυτή χαρά της Εκκλησίας είναι το γεγονός ότι η αγία με το μαρτύριό της φανέρωσε «τον εγκάρδιον έρωτά» της προς τον Χριστό, τόσο που η έμπνευση του αγίου υμνογράφου την βάζει στη θέση της γυναίκας που προσήγγισε τον Χριστό λίγο πριν από το πάθος Του και εξέφρασε την αγάπη της προς Εκείνον  με το μύρο που έχυσε στα πόδια Του, σπογγίζοντάς Τα με τους πλοκάμους της κεφαλής της. Κι ενώ το γεγονός της Καινής Διαθήκης ενέπνευσε την αγία υμνογράφο Κασσιανή (με το γνωστό μεγαλοφυές άσμα της του όρθρου της Μεγάλης Τετάρτης, ψαλλόμενο το εσπέρας της Μεγάλης Τρίτης), το ίδιο γίνεται πρότυπο για ανάλογη έμπνευση του αγίου Θεοφάνη, αλλά σε σχέση με την αγία Ανυσία. «Τον εγκάρδιον έρωτα, υποφαίνουσα δάκρυσι, κατανύξει Ένδοξε, γην κατέβρεχες, και ταις θριξίν εναπέσμηχες, Χριστού υποπόδιον» (Φανερώνοντας τον έρωτα που είχες μέσα στην καρδιά σου, ένδοξε μάρτυς, κατάβρεχες από την κατάνυξή σου με δάκρυα τη γη και σκούπιζες με τις τρίχες της κεφαλής σου τα πόδια του Χριστού).
Η ένσταση βεβαίως εν προκειμένω είναι προφανής. Στην πρώτη περίπτωση έχουμε ένα ιστορικό γεγονός: είναι η γυναίκα που προσήλθε στον Χριστό και προέβη στο ξέσπασμα της καρδιάς της. Στην περίπτωση όμως της αγίας Ανυσίας; Πώς αγκάλιαζε και σκούπιζε τα πόδια του Χριστού; Ο υμνογράφος μας δεν μας αφήνει μετέωρους. Η αγία Ανυσία μπόρεσε και άντεξε τα μαρτύριά της, βρήκε το κουράγιο να ομολογήσει την πίστη της, έστω και με απώλεια της ζωής της, γιατί η αγάπη της προς τον Χριστό την έκανε με νοερό τρόπο να Τον έχει παρόντα μπροστά της και με τη διάνοιά της να αγγίζει τα ίχνη των ποδών Του. «Εννοούσα – λέει - και Αυτόν ως παρόντα προβλέπουσα, ον εποθησας και ιχνών απτομένη διανοία, θεωρίαις θειοτάταις την σην ψυχήν κατελάμπρυνας» (Σπόγγιζες τα πόδια του Χριστού, εννοώντας Τον και βλέποντάς Τον σαν να ήταν παρών, Αυτός τον Οποίο πόθησες. Και αγγίζοντας τα ίχνη των ποδών Του με τη διάνοιά σου, λάμπρυνες την ψυχή σου με θειότατες θεωρίες). Με άλλα λόγια, η αγία την ώρα του μαρτυρίου της, με τη χάρη του Χριστού, βρισκόταν σε κατάσταση θεοπτίας. Ο Χριστός της έδινε τη δύναμη να Τον βλέπει και να Τον εναγκαλίζεται, όπως παρομοίως είχε δώσει τη χάρη και σε άλλους μάρτυρες, όπως μεταξύ άλλων και στην αγία Ερμιόνη. Η θεωρία του Χριστού την ώρα του μαρτυρίου ή της ετοιμασίας προς αυτό είναι κάτι που το διαπιστώνουμε συχνά στα συναξάρια των μαρτύρων της πίστεώς μας.
Και βεβαίως ο άγιος υμνογράφος «εκμεταλλεύεται», όπως όλοι οι υμνογράφοι, τον τρόπο που άφησε την τελευταία της πνοή: την διά ξίφους διαπέραση της πλευράς της. Αμέσως ο νους του αγίου Θεοφάνη πηγαίνει στη λογχευμένη πλευρά του Κυρίου, συνεπώς συσχετίζει το μαρτύριο της αγίας με το πάθος Του: «Ζωηφόροις σου τοις ίχνεσιν επομένη, λόγχη πλευράν τιτρώσκεται» (Ακολουθώντας τα ίχνη Σου που φέρουν τη ζωή, πληγώνεται με λόγχη την πλευρά της η αγία). Ο υμνογράφος δηλαδή σαν να μας λέει, ότι όποιος αγαπά τον Χριστό και θέλει να Τον ακολουθεί κατά πόδας – «επακολουθών τοις ίχνεσιν Αυτού» κατά τον απόστολο Πέτρο – δέχεται τη χάρη και να πάθει υπέρ Χριστού με τον ίδιο τρόπο που έπαθε Εκείνος. Τα πάθη του Χριστού γίνονται πάθη και του πιστού, δείγμα της πλημμύρας της χάρης του Χριστού στον πιστό. Ακολουθία του Χριστού και μαρτύριο υπέρ Αυτού τελικώς είναι έννοιες ταυτόσημες.

Σάββατο 27 Δεκεμβρίου 2014

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΔΙΣΜΥΡΙΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΟΙ ΕΝ ΝΙΚΟΜΗΔΕΙΑ ΚΑΕΝΤΕΣ (28 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ)

«Όταν ο βασιλιάς Μαξιμιανός επέστρεψε νικητής από τον πόλεμο κατά των Αιθιόπων, θέλησε για επινίκια να θυσιάσει στα είδωλα. Στάλθηκαν λοιπόν γράμματα παντού που προέτρεπαν να έλθουν όλοι στη Νικομήδεια, προκειμένου να προσκυνήσουν τους θεούς τους δικούς του. Ο άγιος Άνθιμος τότε, που ήταν επίσκοπος της Νικομήδειας, συνάθροισε στην Εκκλησία τον λαό του Χριστού (διότι ήταν η εορτή της Γεννήσεως του Χριστού) και συνεόρταζε μαζί τους και τους δίδασκε την αληθινή πίστη. Μόλις το έμαθε ο Μαξιμιανός, πρόσταξε να βάλουν φρύγανα γύρω από την Εκκλησία και να αναφτούν, ώστε να κατακαούν οι ευρισκόμενοι μέσα Χριστιανοί. Το έμαθε ο επίσκοπος και έσπευσε να βαπτίσει του κατηχουμένους, επιτέλεσε έπειτα τη θεία Λειτουργία και μετέδωσε σε όλους τους Χριστιανούς τα θεία και άχραντα μυστήρια. Έτσι από τα αναμμένα φρύγανα κάηκαν και τελειώθηκαν όλοι. Ο δε άγιος Άνθιμος διαφυλάχτηκε με τη χάρη του Θεού, ώστε αφού ωφελήσει και άλλους και με το άγιο βάπτισμα να τους οδηγήσει στον Χριστό, με πολλά βάσανα να μετασταθεί προς Αυτόν, για να απολαύσει τη βασιλεία των ουρανών».
Ο άγιος υμνογράφος Ιωσήφ αξιοποιεί από το συναξάρι των αγίων δυσμυρίων μαρτύρων κυρίως το μέσο του μαρτυρίου τους: τη φωτιά, ώστε και να προβάλει την αγιότητά τους και να εποικοδομήσει τους πιστούς. Τη φωτιά, διά της οποίας οδηγήθηκαν στη Βασιλεία του Θεού, την αντιμετωπίζει καταρχάς - σαν να εισέρχεται στη σκέψη των αγίων - ως αδελφή αυτών, μπροστά στην οποία οι άγιοι δεν νιώθουν κάποια δειλία. Κτίσμα και αυτή του Θεού, υπακούουσα συνεπώς στα κελεύσματα του Δημιουργού της, λειτουργεί μέσα στο σχέδιο Εκείνου για τη σωτηρία των ανθρώπων. «Ου δειλιώμεν πυρ ομόδουλον, οι γενναίοι άμα εκραύγαζον» (Δεν δειλιάζουμε μπροστά στη φωτιά, που και αυτή είναι δούλη του Θεού σαν κι εμάς, κραύγαζαν οι γενναίοι μάρτυρες). Κι είναι μία αντιμετώπιση που φανερώνει την απόλυτη πεποίθηση των αγίων στην Πρόνοια του Θεού, ότι δηλαδή τίποτε δεν γίνεται αν ο ίδιος ο Κυβερνήτης του παντός δεν επιτρέψει να γίνει.
Την υπέρβαση του φόβου για τη φωτιά όμως ερμηνεύει ο υμνογράφος και με άλλον τρόπο. Δεν την φοβούνταν οι άγιοι, διότι δρούσε μέσα στην καρδιά τους μία άλλη φωτιά, πιο δυνατή και πυρωμένη από την αισθητή φωτιά. Κι αυτή ήταν η αγάπη του Χριστού. «Ωραιοτάτως εκπυρούμενοι τη Χριστού αγάπη Πανεύφημοι, υφαπτομένης της πυράς, ουδαμώς επτοήθητε» (Πυρακτωμένοι κατά ωραιότατο τρόπο από την αγάπη του Χριστού, πανεύφημοι μάρτυρες, καθόλου δεν φοβηθήκατε τη φωτιά που αναβόταν). Κι είναι τούτο μία από τις σημαντικότερες αλήθειες: εκεί που η αγάπη του Χριστού κατακαίει την ανθρώπινη καρδιά, όλα τα οχληρά του βίου, όλες οι θεωρούμενες δοκιμασίες ούτε καν σχεδόν γίνονται αντιληπτά. Ό,τι συνέβη και με τους αγίους τρεις παίδες στη Βαβυλώνα, που εξίσου τους είχαν ρίξει στην καμμένη κάμινο πυρός, κι όμως η πίστη και η αγάπη τους στον Θεό τους έκανε να είναι υπέρτεροι αυτού («ώσπερ οι τρεις εν Βυβυλώνι θείοι παίδες, του πυρός ανώτεροι ώφθητε, θείω φωτί καταλαμπόμενοι», δηλαδή: όπως τα τρία θεϊκά παιδιά στη Βυβυλώνα, έτσι κι εσείς φανήκατε ανώτεροι από τη φωτιά, γιατί λάμπατε εντελώς από το θεϊκό φως).  Το σημειώνει και ο απόστολος Παύλος στην προς Ρωμαίους επιστολή: «Τις ημάς χωρίσει από της αγάπης του Χριστού; Θλίψις ή στενοχωρία ή διωγμός ή κίνδυνος ή μάχαιρα; Πέπεισμαι γαρ ότι ουδεν ημάς χωρίσει από της αγάπης του Θεού της εν Χριστώ Ιησού» (Ποιος θα μας χωρίσει από την αγάπη του Χριστού; Θλίψη ή στενοχώρια ή διωγμός ή κίνδυνος ή μαχαίρι; Είμαι πεπεισμένος βεβαίως ότι τίποτε δεν μπορεί να μας χωρίσει από την αγάπη του Θεού, όπως φανερώθηκε στον Ιησού Χριστό).
Ο άγιος Ιωσήφ όμως, ως μέγας ποιητής και ευφυέστατος άνθρωπος, αξιοποιεί κατά εποικοδομητικό τρόπο και τον αριθμό των μαρτύρων. Το πλήθος τους τον παραπέμπει στο πλήθος των αμαρτιών του, και βεβαίως εννοείται και στις αμαρτίες του καθενός πιστού. Και τι λέει; Όπως είστε τόσοι πολλοί, παρακαλέστε τον Κύριο να εξαλείψει το πλήθος των αμαρτιών μου και να μου δώσετε λόγο για να ανυμνήσω το πανηγύρι σας. «Πληθύς πολυάριθμε σεπτών μαρτύρων, τα πλήθη εξάλειψον των πολλών πταισμάτων μου, τη μεσιτεία σου, και δίδου λόγον ανυμνείν την σήν πανήγυριν». Η επισήμανση αυτή του αγίου υμνογράφου αποτελεί βεβαίως φανέρωση και του δικού του ύψους αγιότητας. Μόνον ένας συνεπής και εν επιγνώσει πιστός μπορεί να βλέπει τον εαυτό του αληθινά, με πλήθος αμαρτιών. Όσο με άλλα λόγια στέκεται κανείς σωστά απέναντι στον Θεό, τόσο και φωτίζεται να βλέπει το βάθος του εαυτού του. Κι αυτό δυστυχώς δεν είναι ό,τι καλύτερο: εκεί λειτουργούν οι αιτίες των αμαρτιών, οπότε ο πιστός κινητοποιείται στην αληθινή μετάνοια.
Και πέραν τούτων: ο άγιος Ιωσήφ, ο κατανυκτικός και θεολόγος ποιητής, αξιοποιεί από το μαρτύριο των αγίων και τον τόπο του μαρτυρίου τους: τον ναό του Κυρίου. Οι άγιοι μαρτύρησαν από τη φωτιά μέσα σε μία Εκκλησία. Και κάνει τριπλή αναφορά στην έννοια του ναού: οι άγιοι λόγω του αγίου βαπτίσματός τους έγιναν ως μέλη Χριστού πια ναός Θεού. Δέχτηκαν το μαρτυρικό τέλος τους μέσα στον επίγειο ναό, και οδηγήθηκαν έτσι στον επουράνιο Ναό, τη Βασιλεία του Θεού, την «πρόσωπον προς πρόσωπον» πια σχέση τους με τον ίδιον τον Κύριο. «Ναοί Θεού υπάρχοντες άγιοι, διά βαπτίσματος, τέλος άγιον ομού εδέξασθε εν οίκω θείω, και προς επουράνιον Ναόν ανηνέχθητε». Μακάρι ως ναοί του Θεού και εμείς λόγω του βαπτίσματός μας, να έχουμε αυτήν τη συναίσθηση: ότι ο φυσικός χώρος μας στη ζωή αυτή είναι ο οίκος του Θεού, ο ναός, και ότι πορευόμαστε με τον τρόπο αυτό προς ένταξή μας στον επουράνιο Ναό, την Εκκλησία των πρωτοτόκων αδελφών.

Παρασκευή 26 Δεκεμβρίου 2014

ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ ΑΠΟΣΤΟΛΙΚΟΥ ΚΗΡΥΓΜΑΤΟΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΙΝ


«Ὅτε δέ εὐδόκησεν ὁ Θεός, ὁ ἀφορίσας με ἐκ κοιλίας μητρός μου»
(Γαλ. 1, 15)

α. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος στό σημερινό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα κάνει μία ἀναδρομή στή ζωή του, προκειμένου νά ἀποδείξει τή γνησιότητα τοῦ ἀποστολικοῦ ἀξιώματός του. Εἶναι γνωστή ἡ συγκλονιστική πορεία του, πῶς δηλαδή ἀπό διώκτης τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Ἐκκλησίας ἔγινε μέγας καί οἰκουμενικός ἀπόστολος. Ἡ ἐκτίμησή του μάλιστα εἶναι ὅτι ὁ Θεός τον εἶχε ξεχωρίσει γιά τό ἀποστολικό ἔργο του καί πρίν ἀκόμη γεννηθεῖ. «Ὅτε δέ εὐδόκησεν ὁ Θεός, ὁ ἀφορίσας με ἐκ κοιλίας μητρός μου»!

β. 1. Εἶναι πράγματι συγκλονιστική ἡ διαπίστωση αὐτή τοῦ ἀποστόλου. Διότι δείχνει ὅτι δεν εἴμαστε τυχαῖα ὄντα μέσα στόν κόσμο, ἀλλά μᾶς παρακολουθεῖ πάντοτε ἡ πρόνοια καί ἡ φροντίδα τοῦ Θεοῦ. Πρόκειται γιά μία ἀπό τίς βασικότερες ἀλήθειες τῆς πίστεώς μας, ὅπως ἰδιαιτέρως τήν τόνισε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος: Κοιτάξτε τά κρίνα τοῦ ἀγροῦ ἤ τά πτηνά τοῦ οὐρανοῦ κι αὐτό ἀκόμη τό ἀγριόχορτο. Ὁ Θεός τά φροντίζει καί τά περιποιεῖται. «Εἰ δέ τόν χόρτον τοῦ ἀγροῦ σήμερον ὄντα καί αὔριον εἰς κλίβανον βαλλόμενον ὁ Θεός οὕτως ἀμφιέννυσιν, πόσῳ μᾶλλον ὑμᾶς, ὀλιγόπιστοι;» Κι ἀλλοῦ: «Καί αἱ τρίχες ὑμῶν τῆς κεφαλῆς πᾶσαι ἠριθμημέναι εἰσί». Ὁ Θεός λοιπόν φροντίζει τά πάντα τῆς δημιουργίας, κατεξοχήν ὅμως τόν  «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν Αὐτοῦ» ἄνθρωπο.

2. Ὑπάρχει βεβαίως ἡ ἔνσταση τῆς λογικῆς: εἶναι δυνατόν ὁ Θεός νά φροντίζει τά πάντα καί νά ἐνδιαφέρεται γιά τό κάθε τι; Ἀσχολεῖται με τέτοια μικροπράγματα ὁ Θεός; Δέν συνιστᾶ τοῦτο ὑποβάθμιση τῆς «μεγαλειότητάς» Του; Ἡ ἔνσταση ἀσφαλῶς προϋποθέτει πλανεμένη ἀντίληψη γιά τόν ἀποκεκαλυμμένο Θεό τῆς πίστεώς μας. Ἔχει ὑπόψη της ἄλλον Θεό ἀπό τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό. Διότι ἀντιμετωπίζει τόν «Θεό» αὐτόν κατ’ εἰκόνα τοῦ ἴδιου τοῦ ἀνθρώπου, συνεπῶς Τόν βλέπει μέ τά δεδομένα τῆς δικῆς του ἀνθρώπινης ἀδυναμίας. Ὅπως ἐμεῖς μπορεῖ νά ἀναδιαφοροῦμε γιά τά θεωρούμενα μικρά καί εὐτελῆ, ἔτσι κι Ἐκεῖνος. Ἀλλά ἡ ἀλήθεια τήν ὁποία ἔφερε ὁ Κύριος εἶναι διαφορετική: ὁ Θεός ἀγαπᾶ καί γι’ αὐτό ἐνδιαφέρεται γιά ὅλη τή Δημιουργία Του, κατεξοχήν μάλιστα  γιά τόν ἄνθρωπο, τόν «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν» Ἐκείνου δημιουργημένο. Πίσω λοιπόν ἀπό τήν παραπάνω ἔνσταση ὑπάρχει ἡ ἀπιστία τοῦ ἀνθρώπου γιά τόν ἀληθινό Θεό καί τήν ἀγάπη Του.

3. Μία δεύτερη ἔνσταση εἶναι ἡ ἑξῆς: ἄν ὑπάρχει ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ, πῶς ἀφήνει νά ὑφίσταται στόν κόσμο ἡ ἀδικία, ἡ πεῖνα, τό κακό, ὁ πόλεμος; Πρόκειται γιά σοβαρό ἐρώτημα, μά ἐξίσου εἶναι σοβαρή ἡ ἀπάντηση τῆς χριστιανικῆς πίστεως: ἀφενός ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ δέν καταργεῖ τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία αὐτή βεβαίως εἶναι τό ποιητικό αἴτιο τῆς ὅποιας κακοδαιμονίας καί κακίας στόν κόσμο - ὁ Θεός δέν δημιούργησε τίποτε κακό, ἀλλά τά πάντα «καλά λίαν» -, ἀφετέρου παρ’ ὅλη τήν ὑπό τοῦ ἀνθρώπου ἀλλοίωση τῆς λίαν καλῆς δημιουργίας ἐπεμβαίνει πολλές φορές στό ἀποτέλεσμα τῶν ἐλευθέρων ἀποφάσεων τοῦ ἀνθρώπου, ἀξιοποιώντας το μέ τρόπο ὥστε νά δίνει νέες εὐκαιρίες καί πάλι σ’ αὐτόν. Ὁ Θεός δηλαδή μία ἀρνητική ἐπιλογή τοῦ ἀνθρώπου τήν μεταστρέφει τελικῶς λόγω τῆς ἀγάπης Του σέ κάτι θετικό γι’ αὐτόν ἤ γιά τούς ἄλλους. Πόσες φορές γιά παράδειγμα μία ἀρρώστια δέν ἔφερε σέ μετάνοια τόν ἄνθρωπο καί σέ ἁγιότητά του; Πόσες φορές ἕνα ἀτύχημα δέν ἔγινε ἡ ἀφορμή νά βρεῖ ὁ παθών μία ἄλλη διέξοδο, ἀπείρως καλύτερη ἀπό ὅ,τι ἦταν πρίν; Καί νά, πού καί οἱ ἡμέρες πού διερχόμαστε δίνουν ἕνα τέτοιο παράδειγμα. Στίς 29 Δεκεμβρίου ἑορτάζει ἡ Ἐκκλησία μας τά νήπια πού σφαγιάστηκαν ἀπό τόν Ἡρώδη. Ἡ ἀδικία εἶναι πρωτοφανής καί ἀσύλληπτη στή λογική. Κι ὅμως ἡ ἀδικία μεταποιεῖται σέ εὐλογία: τά νήπια γίνονται οἱ πρῶτοι μάρτυρες γιά τόν Κύριο. Τά πρῶτα εὐώδη ἄνθη τοῦ Παραδείσου.

4. Ἡ πίστη στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ ἀπαλλάσσει τόν ἄνθρωπο ἀπό πολλές δεισιδαιμονίες, ὅπως καί ἀπό τήν ἀφελή πεποίθηση γιά τήν ὕπαρξη τῆς τύχης. Κυρίως ὅμως μᾶς ἀπαλλάσσει ἀπό ὅλους τούς φόβους καί τίς φοβίες. Γιατί βρισκόμαστε ὄχι ἕρμαια τυφλῶν καί ἀπροσώπων δυνάμεων, ἀλλά στά χέρια τοῦ Πατέρα μας Θεοῦ, ὁ Ὁποῖος μᾶς φροντίζει μέ ἀγάπη, μάλιστα ἐμᾶς πού εἴμαστε λόγω τοῦ ἁγίου βαπτίσματός μας μέλη τοῦ σώματός Του. Κι ἀπό τήν ἄλλη μᾶς γεμίζει μέ θάρρος, μέ δύναμη, μέ παρηγοριά, γεγονός πού μᾶς κάνει νά βλέπουμε νόημα στή ζωή μας καί νά σεβόμαστε τήν ἴδια τή ζωή.

γ. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος φωτισμένος ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ ἔβλεπε τή ζωή του μέσα στήν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Τίποτε δέν ἦταν τυχαῖο τελικῶς στήν ὕπαρξή του. Τό ἴδιο ὅμως ἰσχύει γιά ὅλους μας. Ὅσο στρεφόμαστε μέ πίστη στόν Χριστό καί ζοῦμε στήν Ἐκκλησία Του, τόσο καί τά δικά μας μάτια θά διανοίγονται γιά νά βλέπουμε τό σχέδιό Του καί γιά ἐμᾶς. Τά Χριστούγεννα μάλιστα ἀποτελοῦν μοναδική πρόκληση γιά νά βλέπουμε τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο δρᾶ ὁ Θεός, ὥστε νά «διαβάζουμε» τά σημάδια του στίς διαστάσεις καί τῆς προσωπικῆς μας ζωῆς.

ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΙΝ (ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ)


Τό Εὐαγγέλιον τό εὐαγγελισθέν ὑπ᾽ ἐμοῦ οὐκ ἔστι κατά ἄνθρωπον...ἀλλά δι᾽ ἀποκαλύψεως ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ᾽ (Γαλ. 1, 11.12)

α. Κυριακή μετά τά Χριστούγεννα, καί τό ἀποστολικό ἀνάγνωσμα ἀπό τήν πρός Γαλάτας ἐπιστολή τοῦ ἀποστόλου Παύλου ἀναφέρεται στή βεβαιότητα τοῦ ἀποστόλου ὅτι τό κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου πού κήρυξε στούς Γαλάτες δέν τό ἄκουσε καί δέν τό παρέλαβε ἀπό ἀνθρώπους, ἀλλά μέ ἀποκάλυψη τοῦ ἴδιου τοῦ Χριστοῦ. Πρός ἐπίρρωση μάλιστα τῆς βεβαιότητός του αὐτῆς φέρνει τήν προγενέστερη ζωή του, πῶς δηλαδή ἀπό ζηλωτής τῶν ἰουδαϊκῶν παραδόσεων καί διώκτης γι᾽ αὐτό τῶν χριστιανῶν μεταστράφηκε καί ἔγινε ὁ ἴδιος ἔνθερμος πιστός τοῦ Κυρίου ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ καί ἀπόστολός Του στά ἔθνη, κάτι πού σφραγίστηκε ἀπό τήν ἐπικοινωνία του καί μέ τούς ἀποστόλους μαθητές τοῦ Κυρίου, ἰδίως τόν Πέτρο καί τόν ᾽Ιάκωβο.

β. 1. Τό Εὐαγγέλιο βεβαίως γιά τό ὁποῖο κάνει λόγο ὁ ἀπόστολος Παῦλος δέν εἶναι ἄλλο ἀπό τόν ἴδιο τόν Χριστό, τόν ἐρχομό τοῦ Θεοῦ δηλαδή ὡς ἀνθρώπου στόν κόσμο. ῾Η γέννησή Του ἀπό τήν Παρθένο Μαρία συνιστᾶ τήν πιό χαρμόσυνη ἀγγελία, αὐτό τό ἴδιο τό εὐαγγέλιο. ῞Ο,τι εἶχε προαναγγελθεῖ ἀπαρχῆς ἀπό τόν Θεό στούς πρωτοπλάστους μετά τήν πτώση τους στήν ἁμαρτία μέ τό λεγόμενο πρωτευαγγέλιο, ὅτι θά ἔλθει κάποια ἐποχή πού ὁ ἀπόγονος τῆς γυναίκας θά συνέτριβε τήν κεφαλή τοῦ φιδιοῦ- διαβόλου, ὅ,τι ἔπειτα προαναγγέλετο ἀπό τούς προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἔγινε πραγματικότητα στό ταπεινό σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ. ῾Ο ἐμφανισθείς ἄγγελος τοῦ Θεοῦ στούς ἔκθαμβους ἁπλούς ποιμένες τῆς περιοχῆς αὐτό ἀκριβῶς μαρτυρεῖ: ῾ἰδού εὐαγγελίζομαι ὑμῖν χαράν μεγάλην, ἥτις ἔσται παντί τῷ λαῷ, ὅτι ἐτέχθη ὑμῖν σήμερον Σωτήρ, ὅς ἐστι Χριστός Κύριος, ἐν πόλει Δαυΐδ᾽. Τό εὐαγγέλιο ἔκτοτε πού κήρυσσαν οἱ ἀπόστολοι καί ἡ ᾽Εκκλησία, κατ᾽ ἐντολήν πιά τοῦ Χριστοῦ,  ἦταν ἀκριβῶς τοῦτο: ὁ ἐρχομός ᾽Εκείνου ὡς Σωτήρα, ὁ ῾Οποῖος ἔσωσε τόν κόσμο ἀπό τήν ἁμαρτία, τόν θάνατο, τόν διάβολο - ὅ,τι συνιστᾶ τήν πλήρη ἀπελευθέρωση τοῦ ἀνθρώπου.

2. ῾Ο ἀπόστολος Παῦλος λοιπόν στοιχεῖ στήν παράδοση αὐτή τῶν ὑπολοίπων μαθητῶν καί ἀποστόλων: κηρύσσει τόν Χριστό καί τό εὐαγγέλιό Του, κατόπιν ἀποκαλύψεως τοῦ ῎Ιδιου. Τό ἰδιάζον ὅμως ἐν προκειμένῳ εἶναι ὅτι ὁ ἅγιος Παῦλος ἔπρεπε νά ἀπαντήσει καί στίς ἐνστάσεις ὁρισμένων ῾ψευδαδέλφων᾽, οἱ ὁποῖοι εὐκαίρως ἀκαίρως τόν ἀμφισβητοῦσαν ὡς γνήσιο ἀπόστολο, διότι δέν ἀνῆκε στούς δώδεκα μαθητές τοῦ Χριστοῦ. Κι ὁ λόγος του εἶναι γι᾽ αὐτό ἀπόλυτος: δέν ἔχει μικρότερη σημασία τό κήρυγμά του, γιατί κι ἐκεῖνος, ὅπως οἱ ἄλλοι ἀπόστολοι, κλήθηκε ἀπό τόν ἴδιο τόν Κύριο. Τόν συνέχει πάντοτε ἡ συγκλονιστική ἐμπειρία του ἀπό τήν ἐπέμβαση τοῦ ἀναστημένου Χριστοῦ στή ζωή του – τότε πού τοῦ ἐμφανίστηκε στήν πορεία του πρός τή Δαμασκό καί τόν κάλεσε νά γίνει μαθητής καί ἀπόστολός Του.  ῾Η αὐτοσυνειδησία του λοιπόν ὡς ἀποστόλου τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἀπόλυτη. ῾Η ἴδια ἡ μεταστροφή του καί οἱ θλίψεις καί δοκιμασίες πού τή συνόδευσαν ἀποτελοῦν τήν ἐγγύηση γι᾽ αὐτό. Εἶναι τόσο βέβαιος γιά ὅ,τι κηρύσσει, ὥστε σέ ἄλλο σημεῖο τῆς ἴδιας ἐπιστολῆς θά πεῖ τόν φοβερό ἐκεῖνο λόγο: κι ἄν ἄγγελος κατέβη καί σᾶς πεῖ ἀντίθετα πρός αὐτά πού ἐγώ σᾶς κηρύσσω, νά εἶναι ἀνάθεμα.

῎Ετσι ὁ ἀπόστολος καθιστᾶ γνωστό στούς Γαλάτες ὅτι μέσω τοῦ  ἴδιου πού τούς κηρύσσει τό εὐαγγέλιο ἔρχονται σέ ἄμεση ἐπαφή μέ τή ζωντάνια τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ. ῾Ο ἴδιος ὁ Χριστός τόν κάλεσε  καί τόν ἴδιο τόν Χριστό τούς φέρνει ἀνάμεσά τους. Δέν πρέπει συνεπῶς νά νιώθουν μειονεκτικά γιατί τάχα δέν εἶναι ἀποστολική ἡ θεμελίωση τῆς ᾽Εκκλησίας τους.

3. Παρ᾽ ὅλα αὐτά! ῾Ο ἀπόστολος εἶναι διακριτικός. Μπορεῖ νά ἔχει τήν ἐσωτερική βεβαιότητα τῆς αὐθεντικῆς κλήσης του ἀπό τόν Χριστό, ὅμως θέλει καί τήν ἔξωθεν ἐπιβεβαίωση. Μετά ἀπό ἕνα διάστημα ἀπόσυρσής του στήν ᾽Αραβία, ἐπανέρχεται στή Δαμασκό γιά νά ἀνέβη ὅμως στή συνέχεια στά ῾Ιεροσόλυμα, προκειμένου νά συναντήσει τόν ἀπόστολο Πέτρο καί τόν ἀδελφόθεο ᾽Ιάκωβο. Κι ἐπί δεκαπέντε ἡμέρες ἔμεινε μαζί μέ τόν Πέτρο, προφανῶς ἐκθέτοντάς του τό τί τοῦ συνέβη καί πῶς ἄλλαξε. Κι ὄχι μόνο τοῦτο: μετά κι ἀπό ἄλλο διάστημα, κατ᾽ ἐντολήν τοῦ Κυρίου, ἐπανέρχεται καί πάλι στά ῾Ιεροσόλυμα, ὅπως θά πεῖ σέ ἄλλο σημεῖο τῆς ἐπιστολῆς του, γιά νά παρουσιάσει στούς ἐκεῖ χριστιανούς τό κήρυγμά του ῾μήπως εἰς κενόν τρέχει ἤ ἔδραμε᾽. ῾Απλῶς ὅμως καί μέ τόν τρόπο αὐτό σφραγίζεται γιά μία ἀκόμη φορά ἡ γνησιότητα τοῦ εὐαγγελικοῦ του κηρύγματος: ῾ἐμοί γάρ οἱ δοκοῦντες οὐδέν προσανέθεντο, ἀλλά τοὐναντίον ἰδόντες ὅτι πεπίστευμαι τό εὐαγγέλιον τῆς ἀκροβυστίας καθώς Πέτρος τῆς περιτομῆς...καί γνόντες τήν χάριν τήν δοθεῖσαν μοι, ᾽Ιάκωβος καί Κηφᾶς καί ᾽Ιωάννης, οἱ δοκοῦντες στῦλοι εἶναι, δεξιάς ἔδωκαν ἐμοί καί Βαρνάβᾳ κοινωνίας᾽. Οἱ σπουδαῖοι ἀπόστολοι δέν τοῦ πρόσθεσαν κάτι, ἀλλά τοῦ ἔδωσαν καί τό δεξί τους χέρι σέ ἔνδειξη ἐπικοινωνίας καί ὁμόνοιας.

Κι εἶναι νά θαυμάζει κανείς τό ἐκκλησιαστικό φρόνημα τοῦ μεγάλου ἀποστόλου Παύλου καί τήν ταπείνωσή του. ῞Οπως εἴπαμε: μολονότι ἀπόλυτα σίγουρος γιά τήν ἐν Χριστῷ ἐμπειρία του, νιώθει ὅτι ἀπαιτεῖται καί ἡ ἐκκλησιαστική μαρτυρία, γεγονός πού προσδίδει στή θεοπτία του ἀπόλυτο καί ἀναμφισβήτητο κύρος, ἐνῶ διδάσκει ὅτι ὁποιαδήποτε πνευματική ἐμπειρία γιά νά εἶναι βεβαία πρέπει ἀκριβῶς νά σφραγίζεται ἀπό τήν ἐκκλησιαστική παραδοχή.

4. Τήν ἐμπειρία τοῦ ἀποστόλου Παύλου, κατά τήν ὁποία γνώρισε τόν Θεό ἐν Χριστῷ προσωπικά καί ἄμεσα, καλούμαστε νά ἀποκτήσουμε κι ἐμεῖς. ῾Η πίστη μας ἔχει ἐμπειρικό καί ὄχι νοησιαρχικό χαρακτήρα, πού σημαίνει ὅτι ὁ Θεός μας φανερώνεται σέ ὅλους, ἀρκεῖ νά Τόν ἀναζητοῦμε γνήσια καί ἀληθινά. ῾Πᾶς ὁ ὤν ἐκ τῆς ἀληθείας – σημείωσε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος - ἀκούει μου τῆς φωνῆς᾽. Καθένας πού ἀγαπᾶ τήν ἀλήθεια ἀκούει τή φωνή τοῦ Χριστοῦ. Βεβαίως, δέν περιμένει κανείς τήν ἔνταση καί τό βάθος τῆς ἐμπειρίας τοῦ ἀποστόλου Παύλου – αὐτό εἶναι μία ἐξαιρετική εὐλογία χάρης πού ἐξαρτᾶται ἀπολύτως μόνο ἀπό τόν Θεό - ἀλλά στόν καθένα δωρίζεται ὁ Θεός κατά τό μέτρο τῆς μετανοίας του, δηλαδή κατά τό μέτρο ὅπως εἴπαμε τῆς ἀναζήτησης τοῦ Χριστοῦ. Τότε τό εὐαγγέλιο γίνεται κατάσταση τῆς καρδιᾶς, δηλαδή γίνεται τραγούδι πού ὁδηγεῖ σέ ἀδιάκοπη δοξολογία τοῦ Θεοῦ.

Ταυτοχρόνως ὅμως πρέπει νά ἔχουμε ὑπόψη ὅτι αὐτή ἡ δωρεά τοῦ εὐαγγελίου στή ζωή μας συνιστᾶ καί ἀνάθεση ἀπό τόν Θεό κάποιας διακονίας. Τήν ὥρα δηλαδή πού ὁ Θεός μᾶς χαριτώνει καί μᾶς ἀποκαλύπτεται, τήν ἴδια ὥρα μᾶς θέτει σέ τροχιά διακονίας ἐν ἀγάπῃ τῶν συνανθρώπων μας, ὅπως συνέβη καί μέ τόν ἀπόστολο Παῦλο: ῾ὅτε εὐδόκησεν ὁ Θεός...ἀποκαλύψαι τόν υἱόν αὐτοῦ ἐν ἐμοί, ἵνα εὐαγγελίζωμαι αὐτόν ἐν τοῖς ἔθνεσιν...᾽. Μέ ἄλλα λόγια ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ μᾶς δίνεται ὄχι γιά νά ἐπαναπαυτεῖ σέ μᾶς ἀλλά γιά νά ἀντιδωρηθεῖ ἐν ταπεινώσει καί ἀγάπῃ στόν συνάνθρωπό μας. Μᾶς δίνεται γιά νά μοιραστεῖ. Καί μοιραζόμενη πλουτίζει καί αὐξάνει.

γ. Οἱ μαθητές τοῦ Χριστοῦ κλήθηκαν ἀπό τόν ῎Ιδιο, ὅπως σέ ἄλλο ἐπίπεδο κλήθηκε δι᾽ ἀποκαλύψεώς Του καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος. ᾽Αντιστοίχως. Τά Χριστούγεννα εἶναι γεγονός τῆς ἱστορίας, ἀλλά καί πρόκληση γιά τό ἑκάστοτε παρόν: ὁ Χριστός γεννήθηκε ἐν Βηθλεέμ τῆς ᾽Ιουδαίας, ἀλλά καί γεννᾶται ἀενάως στίς καρδιές μας. Εἶναι ἕτοιμος ὡς ὁ Αἰωνίως Παρών νά φανερωθεῖ σέ καθέναν πού ἔχει γνήσια ἀναζήτηση τῆς ἀλήθειας. Τό ἔκανε στόν ἀπόστολο Παῦλο, τό ἔκανε σέ ἑκατομμύρια ἄλλους ἀνθρώπους, τό κάνει καί θά τό κάνει πάντοτε καί στή δική μας ἐποχή. Τό ζητούμενο γι᾽ αὐτό δέν εἶναι ἡ δική Του προσφερομένη χάρη, ἀλλά ἡ δική μας ἀνύπαρκτη πολλές φορές καλή προαίρεση.

 

ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΙΝ



Το Ευαγγελικό ανάγνωσμα της Κυριακής μετά την Χριστού Γέννησιν, ευρισκόμενο μέσα στην όλη ατμόσφαιρα των Χριστουγέννων, αναφέρεται σε τρία γεγονότα: στη φυγή της αγίας οικογένειας στην Αίγυπτο, κατόπιν προτροπής αγγέλου στον ύπνο του Ιωσήφ, λόγω της δαιμονιώδους οργής του Ηρώδη, στη σφαγή των νηπίων από τον παράφρονα Ηρώδη και στην επάνοδο της αγίας οικογένειας στην Ιουδαία και την εγκατάστασή της στην πόλη της Ναζαρέτ. Η σφαγή των νηπίων μάλιστα, τρομακτική και μόνον ως λέξη, αποτελεί και το περιεχόμενο της σημερινής μας αναφοράς, καθώς ερμηνεύεται και από το συναξάρι της 29ης Δεκεμβρίου, μνήμης ακριβώς των σφαγιασθέντων νηπίων: ῾Τότε ῾Ηρώδης ἰδών ὅτι ἐνεπαίχθη ὑπό τῶν μάγων, ἐθυμώθη λίαν, καί ἀποστείλας ἀνεῖλε πάντας τούς παῖδας τούς ἐν Βηθλεέμ καί ἐν πᾶσι τοῖς ὁρίοις αὐτῆς ἀπό διετοῦς καί κατωτέρω, κατά τόν χρόνον ὅν ἠκρίβωσε παρά τῶν μάγων᾽ (Ματθ. 2, 16).

«Όταν ο βασιλιάς των Ιουδαίων Ηρώδης πρόσταξε τους μάγους να γυρίσουν πίσω και του αναφέρουν τα σχετικά με τον βασιλιά που γεννήθηκε, τον οποίο φανέρωνε ο αστέρας που ακολουθούσαν, προκειμένου τάχα μαζί με εκείνους να τον προσκυνήσει και αυτός, κι αφού ο άγγελος είπε στους μάγους να μη γυρίσουν στον Ηρώδη αλλά από άλλη οδό να αναχωρήσουν για τη χώρα τους, κάτι που το έκαναν, είδε λοιπόν ο Ηρώδης ότι εμπαίχθηκε από αυτούς και οργίστηκε πολύ. Κι αφού ερεύνησε ακριβώς για τον χρόνο του αστέρος που φάνηκε και έστειλε στρατιώτες, φόνευσε όλα τα παιδιά στη Βηθλεέμ και στα όριά της, από δύο χρονών και κάτω, γιατί σκέφτηκε ότι αν φονεύσει όλα τα παιδιά, οπωσδήποτε θα πεθάνει και ο μελλοντικός βασιλιάς και δεν θα καταστεί απειλή γι’ αυτόν. Ματαίως όμως κόπιασε ο παράφρων, διότι δεν γνώριζε ότι κανείς άνθρωπος δεν μπορεί να εμποδίσει τη βουλή του Θεού. Οπότε στα μεν παιδιά προξένησε τη βασιλεία των Ουρανών, στον δε εαυτό του την αιώνια κόλαση».

Το κύριο πρόβλημα που θέτει η σημερινή ημέρα  είναι η εξώφθαλμη αδικία που διαπράχθηκε τότε, γεγονός που οδηγεί στο πάντα επίκαιρο και ουδέποτε αποδεκτό από την ανθρώπινη λογική πρόβλημα της θεοδικίας: γιατί βρέφη και νήπια, πριν καν ξεκινήσουν τη ζωή τους, την έχασαν και μάλιστα με τέτοιο τραγικό τρόπο; Και πού βρίσκεται η δικαιοσύνη του Θεού; Πώς ανέχτηκε ο δίκαιος Θεός μία τέτοια αδικία; Δεν φαίνεται έτσι ότι ο Θεός απουσιάζει ή τέλος πάντων είναι κρυμμένος, ενώ παρουσιάζεται ως κυρίαρχος ο δαίμονας με τα όργανά του, τύπου Ηρώδη; Και με βάση τον προβληματισμό για ό,τι άδικο συνέβη τότε, η ανθρώπινη σκέψη ανοίγεται και σε όλη τη διαδρομή του ανθρωπίνου γένους, καταγράφοντας παρόμοια και σκληρότερα ίσως περιστατικά: εξανδραποδισμούς ολόκληρων λαών, πείνες, πολέμους, εξαθλίωση ανθρώπων, ανέχεια, ανεργία, φτώχεια. Σε όλα αυτά το κυρίαρχο ερώτημα είναι το γιατί; Και το πώς ο Θεός ανέχεται τέτοιες καταστάσεις;

Δεν είναι εύκολα ερωτήματα. Δεν μπορεί κανείς χρησιμοποιώντας την ανθρώπινη λογική να δώσει μία πειστική απάντηση. Πρόκειται για ένα μόνιμο αγκάθι στην ανθρώπινη σκέψη. Γι’ αυτό και το ερώτημα αυτό, το πρόβλημα της θεοδικίας, της δικαιοσύνης του Θεού μέσα σε έναν κόσμο απανθρωπίας και παραλογισμού, είναι ερώτημα που απασχόλησε από παλιά τον άνθρωπο και ασφαλώς θα τον απασχολεί πάντοτε. Την πρώτη από πλευράς θεολογικής αντιμετώπιση του προβλήματος έχουμε ήδη στην Παλαιά Διαθήκη στο βιβλίο του Ιώβ. Πάσχει ο Ιώβ, ο πιο δίκαιος άνθρωπος της εποχής του, και μάλιστα με τρόπο που δεν είναι εύκολο να ακούσει κανείς τα πάθια του, χωρίς να κινδυνεύει να κλονιστεί η ισορροπία του μυαλού του: πεθαίνουν με τρόπο τραγικό όλα τα παιδιά του, χάνει όλη την περιουσία του, γεμίζει ο ίδιος από παντός είδους μολυσματικές αρρώστιες και γι’ αυτό δεν μπορεί να σταθεί σε κατοικημένη περιοχή, η γυναίκα του τον κατηγορεί, οι φίλοι του τον αντιμετωπίζουν με σκληρότητα… Το «γιατί μου συμβαίνουν όλα αυτά, ενώ είμαι δίκαιος άνθρωπος;» φτάνει στα χείλη ακόμη και του ίδιου του Ιώβ, ο οποίος σε ό,τι του συνέβαινε έλεγε: «Ο Κύριος μου τα έδωσε, ο Κύριος μου τα πήρε. Ας είναι ευλογημένο το όνομά Του».

Η απάντηση έρχεται τελικά από τον ίδιο τον Θεό, ο Οποίος λέγοντας στον Ιώβ να μην πολυεξετάζει το γιατί, αλλά μόνο να έχει εμπιστοσύνη στην αγάπη Του, τον επιβραβεύει αποκαθιστώντας τον έτσι, ώστε  να βρίσκεται σε καλύτερη θέση από ό,τι ήταν πριν. Η απάντηση δηλαδή στο πρόβλημα της θεοδικίας δεν υπάρχει στους ανθρώπινους συλλογισμούς και την ανθρώπινη λογική. Η απάντηση δίνεται στο επίπεδο της πίστεως στον Θεό: έχε εμπιστοσύνη στην αγάπη μου, έστω κι αν δεν την καταλαβαίνεις. Αν κανείς δεν αναχθεί σ’ αυτό το επίπεδο, πάντοτε θα προσκρούει σε αδιέξοδο και στη διαπίστωση του παράλογου της ζωής. Κι αν μεν στην Παλαιά Διαθήκη  η απάντηση δόθηκε στον Ιώβ με αυτόν τον τρόπο, εκεί που έχουμε την πληρότητα της απαντήσεως είναι στην Καινή με τον ερχομό του Χριστού. Στο πρόσωπο του Χριστού, του ενσαρκωμένου Θεού, βλέπουμε ότι οι όποιες δοκιμασίες στη ζωή, οι όποιες θλίψεις, οι όποιες τραγικότητες, συνιστούν δρόμο ζωής που αν κανείς τα αντιμετωπίσει με πίστη και υπακοή στον Θεό, οδηγούν στη Βασιλεία του Θεού. Ο ίδιος ο ενανθρωπήσας Θεός είναι η απάντηση: η ζωή Του απαρχής μέχρι τέλος είναι ένα πάθος. Το πάθος του Χριστού δεν σχετίζεται μόνον με τον Σταυρό, αλλά με όλη τη ζωή Του. Κι απόδειξη η σημερινή ημέρα: μόλις γεννάται αντιμετωπίζει τον φονικό θυμό του παράφρονα Ηρώδη. Το ίδιο και στα μετέπειτα χρόνια Του. Ο Σταυρός Του είναι η αποκορύφωση του Πάθους Του. Και τι μας δείχνει; Ότι δεν υπάρχει άλλος δρόμος που εκβάλλει στη Βασιλεία του Θεού, στην Ανάσταση, εκτός από το πάθος της ζωής αυτής.

 Κι αυτό γιατί; Διότι δυστυχώς ο κόσμος αυτός ξέπεσε, λόγω της αμαρτίας του ανθρώπου. Ενώ απαρχής τα πράγματα ήταν διαφορετικά, διότι ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο και τον άνθρωπο, για να είναι μέτοχος της χαράς Του, ο άνθρωπος με την επανάσταση που κήρυξε κατά του Δημιουργού, με την εμμονή του στην ανυπακοή του προς Εκείνον, έφερε όλα τα δεινά στον κόσμο. Και ο ερχομός του Χριστού ήταν ακριβώς γι’ αυτό: να άρει την αμαρτία του κόσμου και τις συνέπειες της αμαρτίας αυτής, προκειμένου να αποκαταστήσει τον άνθρωπο. Ο κόσμος όμως αυτός πάντοτε θα είναι και θα παραμένει το πεδίο που θα αναμετράται η πίστη με την απιστία, με το δεδομένο ότι οι θλίψεις και οι δοκιμασίες της εδώ ζωής θα έχουν πάντοτε αντίκρισμα στη συνέχειά της, την άλλη ζωή. «Ουκ άξια τα παθήματα της παρούσης ζωής προς την μέλλουσαν εις ημάς αποκαλυφθήναι δόξαν» που σημειώνει ο απόστολος Παύλος. Αυτά που υφιστάμεθα στη ζωή αυτή, τις θλίψεις, τις δοκιμασίες, τους πόνους, δεν ισοφαρίζουν τη δόξα που θα μας αποκαλυφθεί στη μέλλουσα.

Στη λογική της πίστεως αυτής, με βάση την ίδια τη ζωή του Κυρίου, βρίσκεται και η υμνογραφία της  εορτής. Τα νήπια που σφαγιάστηκαν, δεκατέσσερις χιλιάδες ή απλώς δεκατέσσερα – δεν έχει σημασία ο αριθμός, αν είναι πραγματικός ή συμβολικός – ναι μεν έχασαν τη ζωή τους πριν ακόμη την ξεκινήσουν, όμως την βρήκαν ολοκληρωμένη με τη χάρη του Θεού στους κόλπους του Αβραάμ. Ο Θεός θέλησε, κρίμασιν οις οίδεν Εκείνος, αυτά τα παιδάκια να είναι οι πρώτοι μάρτυρές Του στον κόσμο, η πρώτη προσφορά σ’ Αυτόν, γι’ αυτό και θεωρούνται άγιοι με μεγάλη δύναμη παρρησίας ενώπιόν Του. Είναι κατ’ ακρίβεια τα πρώτα νεόφυτα στελέχη της Εκκλησίας, που έθρεψαν με το παρθενικό και αγνό αίμα τους το δέντρο της Εκκλησίας («Εκ στελεχών νεοφύτων η του Χριστού Εκκλησία σήμερον, ώσπερ άνθη ευθαλή, δρεψαμένη αίματα τερπνώς, εφηδύνεται αυτοίς και ωραΐζεται», δηλαδή: Η Εκκλησία του Χριστού σήμερα, αφού μάζεψε με τερπνό τρόπο τα αίματα από νεόφυτα στελέχη, όπως κόβει κανείς ολοζώντανα άνθη, χαίρεται γι’ αυτά και ομορφαίνει)∙ είναι, όπως είπαμε, η πρώτη μυστική θυσία στον ενανθρωπήσαντα Θεό («Χορός θεόλεκτος βρεφών, εν σαρκί γεννηθέντι, προσηνέχθη τω Κτίστη, ως θυσία μυστική», δηλαδή: ο θείος χορός των βρεφών προσφέρθηκε στον  Δημιουργό που γεννήθηκε ως άνθρωπος, ως μυστική θυσία)∙ είναι οι καθαυτό νεομάρτυρες του Κυρίου («ως βότρυες Χριστώ προσήχθησαν, ει και μητρώων μαζών εσπάσθησαν, οι νεομάρτυρες, τον Ηρώδην πλήξαντες», δηλαδή: σαν σταφύλια προσφέρθηκαν στον Χριστό οι νεομάρτυρες, αν και αποσπάσθησαν βίαια από τα μητρικά στήθη, και έπληξαν τον Ηρώδη)∙ είναι τα νήπια εκείνα που με τον σφαγιασμό τους συμβασιλεύουν πια με τον Χριστό («υπέρ Αυτού γαρ σφαγέντα, συμβασιλεύουσι Τούτω»).

Η ανατροπή των ανθρωπίνων δεδομένων και της συμβατικής λογικής δεν έρχεται μόνον με την ενανθρώπηση του Θεού, αλλά και με ό,τι συνιστά τον περίγυρό της, και τότε, στα ίδια χρόνια με την επί γης παρουσία Του, και μετέπειτα σε όλους τους αιώνες. Η Εκκλησία μετά των αγίων της, με ό,τι υφίσταται στον κόσμο, θα διατρανώνει πάντοτε την άλλη λογική: μέσα από τα παθήματα του κόσμου τούτου θα αποκαλύπτει  την οδό που εκβάλλει στην πληρότητα της Βασιλείας του Θεού. «Διά πολλών θλίψεων δει υμάς εισελθείν εις την Βασιλείαν των Ουρανών».

Ο ΑΓΙΟΣ ΠΡΩΤΟΜΑΡΤΥΣ ΚΑΙ ΑΡΧΙΔΙΑΚΟΝΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ (27 ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ)

   

«Ο άγιος Στέφανος, όταν κάποτε έγινε συζήτηση μεταξύ Ιουδαίων και Σαδδουκαίων και Φαρισαίων και Ελλήνων περί του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, και άλλοι από αυτούς έλεγαν ότι είναι Προφήτης, άλλοι ότι είναι ένας που πλανά τον κόσμο, άλλοι δε ότι είναι ο Υιός του Θεού, στάθηκε σε υψηλό τόπο και ευαγγελίστηκε σε όλους τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, λέγοντας: "Άνδρες αδελφοί, γιατί πληθύνθηκαν οι κακίες σας και ταράχτηκε όλη η Ιερουσαλήμ; Μακάριος είναι ο άνθρωπος, που δεν δίστασε να πιστέψει στον Ιησού Χριστό. Διότι Αυτός είναι ο Θεός που έκλινε τους ουρανούς και κατέβηκε για τις αμαρτίες μας και γεννήθηκε από αγία και αγνή Παρθένο, η οποία  είχε εκλεγεί πριν δημιουργηθεί ακόμη ο κόσμος. Αυτός πήρε τις αμαρτίες μας και βάστασε τις ασθένειές μας: έκανε τυφλούς να βρουν το φως τους, καθάρισε λεπρούς και έδιωξε τους δαίμονες". Αυτοί δε, όταν τον άκουσαν, τον οδήγησαν στο συνέδριο των Αρχιερέων. Διότι οι ίδιοι δεν μπορούσαν να αντισταθούν στη σοφία και στο Πνεύμα του Θεού με το Οποίο μιλούσε. Κι αφού εισήλθαν έβαλαν κάποιους άνδρες να πουν «Ότι τον ακούσαμε να λέει βλάσφημα λόγια κατά του Ναού και κατά του Μωσαϊκού Νόμου», όπως τον κατηγόρησαν και για τα υπόλοιπα που αναφέρονται στις ιερές Πράξεις των Αποστόλων. Όταν τον ατένισαν λοιπόν και είδαν όλοι το πρόσωπό του σαν πρόσωπο αγγέλου, μη υποφέροντας την ντροπή της ήττας τους, τον φόνευσαν διά λιθοβολισμού, ενώ εκείνος προσευχόταν υπέρ αυτών με τα λόγια: «Κύριε, μην τους καταλογίσεις την αμαρτία αυτήν». Επειδή λοιπόν ο θείος πρωτομάρτυρας, με τη θεωρηθείσα πτώση του, κατέβαλε τον αντίπαλο, ρίχνοντάς τον  κάτω σαν πτώμα, και αναπαύτηκε τον γλυκό ύπνο, τότε άνδρες ευλαβείς μάζεψαν το ιερό σκήνωμά του σε μία θήκη φτιαγμένη από κάποιο φυτό, κι αφού το ασφάλισαν πολύ καλά, το κατέθεσαν στα πλάγια του Ναού. Ο δε Νομοδιδάσκαλος Γαμαλιήλ και ο υιός του Αβελβούς πίστεψαν στον Χριστό και βαπτίστηκαν από τους αποστόλους. Τελείται δε η σύναξή του στο μαρτυρείο του πλησίον των Κωνσταντιανών».

Ο υμνογράφος του αγίου, Ιωάννης ο μοναχός, (άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός), αναφέρεται σε όλη την αγιασμένη διαδρομή της ζωής του Στεφάνου. Και στο γεγονός ότι ήδη από τη στιγμή που έγινε χριστιανός υπήρξε «ανήρ πλήρης πνεύματος και δυνάμεως»,  και στο γεγονός ότι εκλέχτηκε από τον λαό και χειροτονήθηκε από τους αποστόλους ως βοηθός αυτών: στη διακονία των τραπεζών αλλά και στο κήρυγμα, και στο γεγονός της συλλήψεώς του, της απολογίας του, της θεοπτικής εμπειρίας του, του χαρισματικού μαρτυρίου του. Εκείνο που ιδιαιτέρως προβάλλει ο υμνογράφος του είναι ο τρόπος με τον οποίο έφυγε από τη ζωή αυτή: διά λιθοβολισμού – ένας συνηθισμένος τρόπος των Ιουδαίων, για εκείνους που θεωρούνταν ότι βλασφημούσαν την πίστη τους. Κι ως εξαίσιος ποιητής δεν μένει σε ό,τι επισημαίνουν μόνον οι αισθήσεις: το πέταγμα των λίθων, αλλά αποκαλύπτει και τη μη αισθητή πλευρά:

πρώτον, ότι οι λίθοι που έριχναν εναντίον του οι Ιουδαίοι γίνονταν την ίδια ώρα τα σκαλοπάτια ανόδου του στη Βασιλεία του Θεού («ως βαθμίδες και κλίμακες προς ουράνιον άνοδον αι των λίθων νιφάδες, σοι γεγόνασιν∙ ων επιβαίνων τεθέασαι εστώτα τον Κύριον του Πατρός εκ δεξιών», δηλαδή, οι λίθοι που σαν νιφάδες έπεφταν εναντίον σου, σου έγιναν σκαλοπάτια και σκάλες για την ουράνια άνοδό σου. Αυτά τα σκαλοπάτια ανεβαίνοντας είδες τον Κύριο να στέκεται στα δεξιά του Πατέρα)∙

δεύτερον, ότι οι λίθοι αυτοί έγιναν ο διάκοσμος του Στεφάνου, όπως στολίζεται κανείς με ποικίλα και ωραία λουλούδια, και έτσι στολισμένος πήγε ενώπιον του ζωοδότη Χριστού («ως ποικίλοις άνθεσι και ωραίοις, Στέφανε, τοι λίθοις κοσμούμενος, σαυτόν προσενήνοχας Χριστώ τω ζωοδότη»).

Και πέραν τούτων, τρίτον, ο λιθοβολισμός του συνιστά το στεφάνι που του έθεσαν οι φονευτές του, όταν εκείνος τους είχε «λιθοβολίσει» με τις νιφάδες των θεοπνεύστων λόγων του («Θεηγόρου στόματος νιφάσιν έβαλε τους μιαιφόνους ο Πρωτομάρτυς∙ υπ’ αυτών απείροις δε των λίθων νιφάσιν, ως νικητής εστέφετο», δηλαδή: ο Πρωτομάρτυρας κτύπησε τους άθλιους φονευτές του με τις νιφάδες του θεηγόρου στόματός του, γι’ αυτό στεφόταν σαν νικητής από αυτούς με τις νιφάδες των λίθων).

Επικεντρώνοντας ο μοναχός Ιωάννης στο μαρτυρικό τέλος του αγίου Στεφάνου δεν είναι δυνατόν να μη σταθεί στο κορυφαίο σημείο του μαρτυρίου του: τη συγχώρηση των λιθοβολιστών του, την άφεση της εχθρικής προς αυτόν ενεργείας τους. Και το μυαλό του βεβαίως πηγαίνει εκεί που πηγαίνει το μυαλό όλων μας: στον εσταυρωμένο Κύριο, ο Οποίος πάνω στον Σταυρό συγχωρεί και Αυτός τους σταυρωτές Του. «Πάτερ, άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι», είπε ο Κύριος, «Κύριε, μη στήσης αυτοίς την αμαρτίαν ταύτην» λέει ο Στέφανος. Τα ίδια λόγια, με ελαφρά παραλλαγή, η ίδια στάση ζωής. Ο δούλος ο οποίος ακολουθεί επακριβώς τα χνάρια του Κυρίου του. «Μιμητής πανάριστος χρηματίσας, Δέσποτα Χριστέ, του τιμίου πάθους σου ο Στέφανος, τους φονευτάς δι’ ευλογίας αμύνεται» (Δέσποτα Χριστέ, ο Στέφανος χρημάτισε πανάριστος μιμητής του τιμίου πάθους σου, και αντιδρά απέναντι στους φονευτές του με την ευλογία). «Ω της μακαρίας σου, ης εφθέγξω, Στέφανε φωνής! Μη στήσης τοις φονευταίς, Δέσποτα, βοών, Χριστέ το αγνόημα∙ αλλ’  ως Θεός και Δημιουργός, δέξαι το πνεύμα μου, ώσπερ θύμα ευωδέστατον» (Ω η μακάρια φωνή, που βγήκε από το στόμα σου, Στέφανε: Μη καταλογίσεις, φωνάζοντας, Δέσποτα Χριστέ, στους φονευτές την άγνοιά τους. Αλλά σαν Θεός και Δημιουργός, δέξου το πνεύμα μου, σαν ευωδέστατο θύμα).

Κι είναι ευνόητο ότι η στάση του αγίου Στεφάνου, να στέκεται δηλαδή κανείς με αγάπη απέναντι και προς τους εχθρούς, δεν είναι μία επιλογή μόνο δική του, σαν ένα είδος εξαίρεσης. Συνιστά την εντολή του Κυρίου, σύμφωνα με τα λόγια και την ίδια τη ζωή Του, που αφορά όλους μας. Αν δηλαδή δεν συγχωρούμε εκ καρδίας όλους εκείνους που μας βλάπτουν και μας αδικούν, έστω κι αν φαίνεται ότι έχουμε χίλια δίκια, δεν μπορούμε να ανήκουμε στον Χριστό. Το αποδεικτικό στοιχείο ότι είμαστε Εκείνου, ότι Εκείνος κατοικεί μέσα μας, ότι Εκείνος θα μας δεχθεί χαίρων στη Βασιλεία Του, ευλογώντας την εκεί παρουσία μας, είναι η χωρίς όρια αγάπη μας προς όλους και η άφεση των αμαρτιών των συνανθρώπων μας. Χωρίς την ανεξικακία αυτή, η οποία τίθεται σε ενέργεια με τη δύναμη ασφαλώς του ίδιου του Κυρίου, δεν βλέπουμε πρόσωπο Θεού, κι ακόμη χειρότερα: ευρισκόμαστε υπό την κυριαρχία του πονηρού διαβόλου. Μακάρι το τέλος της ζωής μας, δηλαδή δυνητικά η κάθε στιγμή μας, να μας βρει σε αυτή τη συγχώρηση. Σημαίνει ότι το Πνεύμα του Θεού θα μας συνοδεύει αιωνίως.