Τρίτη 15 Ιουλίου 2014

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΚΗΡΥΚΟΣ ΚΑΙ ΙΟΥΛΙΤΤΑ (15 ΙΟΥΛΙΟΥ)



῾῾Η ἁγία ᾽Ιουλίττα ἔζησε ἐπί τῆς βασιλείας τοῦ Διοκλητιανοῦ καί καταγόταν ἀπό τό ᾽Ικόνιο. Λόγω τοῦ διωγμοῦ κατά τῶν χριστιανῶν πού εἶχε ξεσπάσει ἐκεῖ, πῆγε στήν Σελεύκεια μαζί μέ τόν τριετή υἱό της ἀοίδιμο Κήρυκο. ᾽Επειδή ὅμως τά ἴδια ἐπικρατοῦσαν κι ἐκεῖ, ἦλθε στήν Ταρσό τῆς Κιλικίας, στήν ὁποία ὁ ἡγεμόνας ᾽Αλέξανδρος, ὠμός καί θηριώδης στούς τρόπους, τιμωροῦσε καί βασάνιζε ὅσους ἐπικαλοῦνταν τόν Χριστό. Συνελήφθη καί ἡ ᾽Ιουλίττα καί ἄρχισαν τά βασανιστήριά της. ᾽Απέσπασαν βίαια ἀπό τήν ἀγκαλιά της τό παιδί κι ὁ ἡγεμόνας προσπάθησε μέ γλυκόλογα νά τό τραβήξει κοντά του. Δέν μπόρεσε ὅμως, γιατί τό παιδί εἶχε στηλώσει τά μάτια πρός μόνη τήν μητέρα του, ἐνῶ ἐπικαλεῖτο μέ ψιθυριστή φωνή τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Στό τέλος, ὅπως ἦταν ἔδωσε μία κλωτσιά στήν κοιλιά τοῦ ἡγεμόνα, μέ ἀποτέλεσμα νά ὀργισθεῖ αὐτός καί νά τό ρίξει κάτω ἀπό τά σκαλάκια τοῦ βήματος πού καθόταν. ᾽Από τήν πρόσκρουση στά σκαλάκια συντρίφτηκε τό κρανίο του κι ἄφησε ἐκεῖ τήν μακάρια ψυχή του. ῾Η δέ ἁγία ᾽Ιουλίττα, ἀφοῦ ὑπέστη πολλά βασανιστήρια χωρίς νά πειστεῖ νά ἀρνηθεῖ τόν Χριστό, ἀποτμήθηκε τήν κεφαλή της κι ἔλαβε τό στεφάνι τῆς ἀθλήσεως᾽. 

Εἶναι λογικό ὁ ᾽Ιωσήφ ὁ ὑμνογράφος νά ἐπικεντρώνει τήν προσοχή του σέ δύο κυρίως
σημεῖα ἀπό τό μαρτύριο τῶν ἁγίων Κηρύκου καί ᾽Ιουλίττης: πρῶτον στήν νηπιακή ἡλικία τοῦ Κηρύκου, δεύτερον στό ψυχικό μαρτύριο πού ὑπέστη ἡ ᾽Ιουλίττα, πέρα ἀπό τό σωματικό ἔπειτα, βλέποντας μπροστά στά μάτια της τόν θάνατο τοῦ υἱοῦ της. Πλεῖστα ὅσα τροπάρια πράγματι ἀναφέρονται στόν μικρό  Κήρυκο, τόν ὁποῖο ὅμως προβάλλει ὁ ὑμνογράφος νήπιο μέν στήν ἡλικία, πολιό ὅμως καί μέ τέλειο φρόνημα κατά τήν ψυχή. Πρόκειται ἀσφαλῶς γιά παραδοξότητα, κυριολεκτικά γιά θαῦμα, τό ὁποῖο ἐπισημαίνει ὁ ᾽Ιωσήφ. ῾᾽Εμπρός, δεῖτε ὅλοι παράξενο καί παράδοξο θέαμα: Ποιός ἔχει δεῖ τριετές νήπιο νά ντροπιάζει τύραννο; Πρόκειται γιά θαῦμα!᾽ (῾Δεῦτε καί θεάσασθε ἅπαντες ξένον θέαμα καί παράδοξον: Τίς ἑώρακε νήπιον, τριετῆ ὄντα, τύραννον αἰσχύναντα; ῎Ω τοῦ θαύματος!᾽ (Δοξαστικό στιχηρῶν ἑσπερινοῦ). ῾Μέ σῶμα νηπίου ἀλλά μέ τελειότατο φρόνημα, μάρτυς, νίκησες τόν ἀρχέκακο διάβολο᾽(῾Νηπιάζοντι σώματι, καί τελειοτάτῳ, μάρτυς, φρονήματι, τόν ἀρχέκακον κατέβαλες᾽) (ὠδή δ´). ῾῾Υπῆρξες, κατά πολύ θαυμαστό τρόπο, ἀθλοφόρε Κήρυκε, ἀτελής κατά τό σῶμα, τέλειος ὅμως στήν φρόνηση᾽ (῾Τήν ἡλικίαν ἀτελής, ἐν φρονήσει τελείᾳ, ὑπῆρξας θαυμαστότατα, Κήρυκε ἀθλοφόρε᾽) (ἐξαποστειλάριο ὄρθρου).

Κι αἰτία γιά τήν παραδοξότητα αὐτή δέν ἦταν μία ἰδιοτροπία τῆς φύσεως, ἀλλά ἡ ἴδια ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ. ῾Ο Κήρυκος ἀπό τά σπάργανα ἀκόμη ἦταν γεμάτος ἀπό τήν χάρη τοῦ Θεοῦ. Κι αὐτή ἡ χάρη τόν ἔκανε νά ἔχει φρόνημα μεγάλου καί σεβασμίου ἀνθρώπου. ῾Σύ πού ἤσουν γεμάτος ἀπό τήν χάρη τοῦ Θεοῦ, ἤδη ἀπό τά σπάργανά σου, καί εἶχες φρόνημα μεγάλου καί σεβαστοῦ ἀνθρώπου᾽ (῾῾Ο ἐκ σπαργάνων πεπληρωμένος χάριτος, καί ἐσχηκώς πεπολιωμένον φρόνημα᾽) (αἶνοι). Θυμίζει ἔτσι ἡ περίπτωση τοῦ Κηρύκου τήν πρώτη ἀπό ὅλους τούς ἁγίους, τήν ῾Υπεραγία Θεοτόκο, ἡ ὁποία κατεξοχήν αὐτή ἤδη ἐκ κοιλίας μητρός ἦταν γεμάτη ἀπό Πνεῦμα Θεοῦ, ἐνῶ τριετίζουσα, καθώς εἰσῆλθε στά ῞Αγια τῶν ῾Αγίων τοῦ Ναοῦ, ὑπῆρξε ῾νηπιάζουσα σαρκί καί τελείᾳ τῇ ψυχῇ᾽. ῾Η τριετίζουσα τῷ σώματι καί πολυετής ἐν τῷ πνεύματι᾽ κατά τήν ἀντίστοιχη φράση τῆς ἑορτῆς τῶν Εἰσοδίων της. Κι αὐτό σημαίνει ὅτι ῾ὅπου βούλεται Θεός νικᾶται φύσεως τάξις᾽. Αὐτό δηλαδή πού ἡ λογική μας ἀρνεῖται νά παραδεχτεῖ, γίνεται ἀποδεκτό καί ῾λογικό᾽, ὅταν ληφθεῖ ὑπόψιν ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ. Μέ τόν ἅγιο Κήρυκο λοιπόν βρισκόμαστε ἐξαρχῆς σέ ὑπέρ φύσιν καί χαρισματικές καταστάσεις, οἱ ὁποῖες ἐξέβαλαν καί στό ὑπέρ φύσιν μαρτύριό του ὑπέρ τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ.


Κι εἶναι πολύ θεολογική ἡ ἀποτίμηση τήν ὁποία κάνει ἐν προκειμένω ὁ ἅγιος ποιητής: τό νήπιο Κήρυκος λόγω τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ εἶχε φρόνημα τελείου καί πολιοῦ ἀνθρώπου. ῾Ο ὥριμος κατά τήν ἡλικία τύραννος, ὁ ἔξυπνος καί δυνατός κατά κόσμον, ἀποδείχτηκε ἐντελῶς ῾νηπιόφρων᾽, λόγω ἀκριβῶς τῆς ὑποταγῆς του στόν Πονηρό. ῾Η νίκη λοιπόν ἦταν δεδομένη: νίκησε τό νήπιο καί ντροπιάστηκε ὁ ὥριμος καί μεγάλος καί δυνατός. ῾Τόν σάν νήπιο τύραννο ντρόπιασες μέ ἀνδρεία ψυχῆς, καθώς ἤσουν μέ τέλειο φρόνημα ἀλλά μέ ἀτελές σῶμα, μάρτυς Κήρυκε᾽ (῾Νηπιόφρονα τύραννον, ἐν τελείῳ φρονήματι, ἀτελεῖ τε σώματι, μάρτυς Κήρυκε, ἀνδρειοφρόνως κατῄσχυνας᾽) (στιχηρό ἑσπερινοῦ). Κι εἶναι ἡ παραπάνω ἀλήθεια κάτι πού ἐπιβεβαιώνεται διαρκῶς καί διαχρονικῶς: ὅπου ὑπάρχουν ἄνθρωποι, ἔστω μικροί στήν ἡλικία, ἔστω ἀδύνατοι ἐξωτερικά, ἀλλά μέ φρόνημα γενναῖο λόγω τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖ βλέπουμε κυριολεκτικῶς θαύματα: νά ἀντιμετωπίζουν μεγάλους καί τρανούς, νά ἀντιμετωπίζουν καταστάσεις πού φαντάζουν θεόρατες, κι ὅμως νά νικοῦν. ῾Η ψυχή τελικῶς φαίνεται νά εἶναι αὐτή πού παίζει τόν πρῶτο ρόλο στόν κόσμο τοῦτο τόν ἀπατεώνα. Γι᾽ αὐτό καί δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ὅσοι θέλουν νά ὑποτάξουν τούς ἀνθρώπους, ὁ διάβολος πρῶτα καί τά ὄργανά του, τήν ψυχή μας πρῶτα θέλουν νά κάμψουν. Τόν φόβο νά ἐνσπείρουν. Νά ῾μικρύνουν᾽ τό φρόνημα μας. Γιατί ἔτσι ἡ πλήρης ὑποταγή ἔπειτα εἶναι εὔκολη.

᾽Αλλ᾽ ὁ ἅγιος ᾽Ιωσήφ, εἴπαμε, προχωρεῖ καί στήν ρίζα τοῦ εὐκλεοῦς φυτοῦ, ῾τό ἀμπέλι πού ἀνεβλάστησε ἀπό τά σπλάχνα της τόν  βότρυ Κήρυκο᾽ (στιχηρό ἑσπερινοῦ, ὠδή δ´). Τήν μητέρα ἀγία ᾽Ιουλίττα. Καί θαυμάζει καί ἀπορεῖ βεβαίως γιά τό ἀνδρικό φρόνημα πού βρέθηκε σέ γυναικεία φύση, ἀλλά πολλαπλασίως θαυμάζει γιά τό πῶς ἄντεξε ἡ μάνα τό διπλό τελικά μαρτύριο: νά βλέπει πρῶτα τό σπλάχνο της νά ὑφίσταται τό μαρτύριο, νά ἀκολουθεῖ στήν συνέχεια ἡ ἴδια μέ δύναμη καί γενναιότητα. ῾Επόμενο λοιπόν νά ῾βλέπει᾽ καί τό διπλό στεφάνι πού τῆς δίνει καί ὁ Κύριος. ῾᾽Αντιμετώπισες τά κτυπήματα καί ὑπέμεινες τά ποικίλα βασανιστήρια μέ ἀνδρικό τρόπο, ἀξιοθαύμαστη. Βλέποντας δέ τήν τελείωση τοῦ υἱοῦ σου πέρασες διπλό τό μαρτύριο, ᾽Ιουλίττα. Γι᾽ αὐτό σοῦ δίνει καί διπλούς τούς στεφάνους ὁ ἀθλοθέτης Κύριος᾽ (῾Αἰκισμοῖς ὁμιλήσασα, καί ποικίλαις κολάσεσιν, ἀνδρικῶς ὑπέμεινας, ἀξιάγαστε. Τοῖς ὀφθαλμοῖς ἐνορῶσα δέ υἱοῦ τήν τελείωσιν, τό μαρτύριον διπλοῦν, ᾽Ιουλίττα, διήνυσας. ῞Οθεν νέμει σοι, καί διπλοῦς τούς στεφάνους, ἀθλοθέτης᾽) (στιχηρό ἑσπερινοῦ).

Εὐλόγως λοιπόν ὁ ὑμνογράφος ἐπιλέγει: ῾Μέ τίς παρακλήσεις αὐτῶν, Κύριε, σῶσε κι ἐμᾶς πού σεβόμαστε τήν ἱερά τους μνήμη᾽ (῾Τούτων παρακλήσεσι, Κύριε, σῶσον ἡμᾶς, τούς αὐτῶν τήν ἱεράν μνήμην σέβοντας᾽ (ὠδή θ´).