Παρασκευή 30 Αυγούστου 2013

ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΙΝΔΙΚΤΟΥ, ΗΤΟΙ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΕΤΟΥΣ (1 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ)



«Σήμερα 1η Σεπτεμβρίου, η Εκκλησία μας εορτάζει την Αρχή της Ινδίκτου, δηλαδή την αρχή του νέου Εκκλησιαστικού έτους. Για την ημέρα αυτή, ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης γράφει στον Συναξαριστή του:
«Πρέπει να ηξεύρωμεν, αδελφοί, ότι η του Θεού αγία Eκκλησία εορτάζει σήμερον την Iνδικτιώνα, διά τρία αίτια. Πρώτον, επειδή και αυτή είναι αρχή του χρόνου. Διά τούτο και κοντά εις τους παλαιούς Pωμάνους πολλά ετιμάτο αυτή εξ αρχαίων χρόνων. Iνδικτιών δε κατά την ρωμαϊκήν, ήτοι λατινικήν γλώσσαν, θέλει να ειπή ορισμός. Kαι δεύτερον εορτάζει ταύτην η Eκκλησία, επειδή και κατά την σημερινήν ημέραν, επήγεν ο Kύριος ημών Iησούς Xριστός μέσα εις την Συναγωγήν των Iουδαίων, και εδόθη εις αυτόν το Bιβλίον του Προφήτου Hσαΐου, καθώς γράφει ο Eυαγγελιστής Λουκάς (Λουκ. δ΄). Tο οποίον Bιβλίον ανοίξας ο Kύριος, ω του θαύματος! ευθύς εύρε τον τόπον εκείνον, ήτοι την αρχήν του εξηκοστού πρώτου κεφαλαίου του Hσαΐου, εις το οποίον είναι γεγραμμένον διά λόγου του τα λόγια ταύτα: «Πνεύμα Kυρίου επ’ εμέ, ου ένεκεν έχρισέ με, ευαγγελίσασθαι πτωχοίς απέσταλκέ με, ιάσασθαι τους συντετριμμένους την καρδίαν, κηρύξαι αιχμαλώτοις άφεσιν και τυφλοίς ανάβλεψιν, αποστείλαι τεθραυσμένους εν αφέσει, κηρύξαι ενιαυτόν Kυρίου δεκτόν». Aφ’ ου δε ανέγνωσεν ο Kύριος τα περί αυτού λόγια ταύτα, εσφάλισε το Bιβλίον και το έδωκεν εις τον υπηρέτην. Έπειτα καθίσας, είπεν εις τον λαόν «ότι σήμερον ετελειώθησαν οι λόγοι της Προφητείας ταύτης εις τα εδικά σας αυτία». Όθεν ο λαός ταύτα ακούων, εθαύμαζε διά τα χαριτωμένα λόγια, οπού εύγαινον εκ του στόματός του, ως τούτο γράφει ο αυτός Eυαγγελιστής Λουκάς (αυτόθι).
Eίναι δε και τρίτη αιτία, διά την οποίαν η Eκκλησία του Xριστού κάμνει σήμερον ενθύμησιν της Iνδίκτου, και εορτάζει την αρχήν του νέου χρόνου: ήγουν, ίνα διά μέσου της υμνωδίας και ικεσίας, οπού προσφέρομεν εις τον Θεόν εν τη εορτή ταύτη, γένη ο Θεός ίλεως εις ημάς, και ευλογήση τον νέον χρόνον, και χαρίση τούτον εις ημάς ευτυχή και γεμάτον από όλα τα σωματικά αγαθά. Kαι ίνα φωτίση τας διανοίας μας, εις το να περάσωμεν όλον τον χρόνον καθαρώς και με αγαθήν συνείδησιν, και εις το να ευαρεστήσωμεν τω Θεώ, με την φύλαξιν των εντολών του. Kαι ούτω να τύχωμεν των εν Oυρανοίς αιωνίων αγαθών».

Αρχή της νέας εκκλησιαστικής χρονιάς η 1η Σεπτεμβρίου, γι’  αυτό και όλη η εκκλησιαστική ακολουθία, πέραν βεβαίως εκείνης που αναφέρεται και στους άλλους αγίους που εορτάζουμε σήμερα, όπως τον όσιο Συμεών τον στυλίτη, τις άγιες σαράντα γυναίκες μάρτυρες, αποτελεί στην πραγματικότητα μία ευχή: να ευλογήσει ο Κύριος τη χρονιά αυτή – «ευλόγησον τον στέφανον του ενιαυτού της χρηστότητός Σου, Κύριε» - που σημαίνει να δώσει τη χάρη Του, ώστε να ζήσουμε οι άνθρωποι με ειρήνη και ομόνοια, ακολουθώντας τις άγιες εντολές Εκείνου. Είναι πολύ σημαντικό το γεγονός ότι η Εκκλησία μας μόνο με τον τρόπο αυτό θεωρεί ότι υπάρχει ευλογία στον κόσμο: όχι αν οι άνθρωποι απλώς ευημερούν οικονομικά, όχι αν όλα τους έρχονται βολικά, όπως λέμε, αλλά  αν βρισκόμαστε «εν ομονοία και ειρήνη», κυρίως όμως, αν τηρούμε τις άγιες εντολές του Θεού. Η προτεραιότητα του συντονισμού μας με το θέλημα του Θεού, η πραγματοποίηση, όπως σημειώνουν οι ύμνοι σήμερα, των αιτημάτων του «Πάτερ ημών», για να έχουμε την ευλογία του Θεού, δεν σημαίνει βεβαίως υποτίμηση και υποβάθμιση και των οικονομικών μεγεθών: χωρίς αυτά δεν μπορεί ο άνθρωπος να επιβιώσει σ’  αυτόν τον κόσμο. Σημαίνει ότι τα οικονομικά δεν έχουν την προτεραιότητα. Το πρώτο στη ζωή μας είναι το «ελθέτω η βασιλεία Σου», όπως άλλωστε δίδαξε την ορθή ιεράρχηση των πραγμάτων ο ίδιος ο Κύριος: «ζητείτε πρώτον την βασιλείαν του Θεού και την δικαιοσύνην Αυτού και ταύτα πάντα (όλα τα υλικά και επίγεια) προστεθήσεται υμίν».

Δυστυχώς, στην εποχή μας, η ιεράρχηση αυτή, σ’  ένα μεγάλο ποσοστό, έχει ανατραπεί. Ο Θεός και το άγιο θέλημά Του έχει μπει στο περιθώριο, αν δεν έχει διαγραφεί πλήρως, και προτεραιότητα ως αποκλειστικός σχεδόν σκοπός του ανθρώπου έχει γίνει το οικονομικό στοιχείο. Ίνδαλμα για τους πολλούς φαντάζει ο άφρων πλούσιος της γνωστής παραβολής, ο οποίος ναι μεν ευφραινόταν καθ’  ημέραν λαμπρώς, ο θάνατος όμως ήλθε αδυσώπητος και απροειδοποίητα στη ζωή του και του…ανέτρεψε τα σχέδια, βυθίζοντάς τον στην άφατη οδύνη. Από την άποψη αυτή, η εποχή μας είναι εποχή αφροσύνης, η οποία περιλαμβάνει όχι μόνον πολλούς πλουσίους, αλλά και ένα πολύ μεγάλο μέρος των πτωχών. Γιατί και οι πτωχοί, αν επιθυμούν ως προτεραιότητα της ζωής τους τα χρήματα και τα υλικά αγαθά, έστω κι αν δεν τα έχουν, ως άφρονες πλούσιοι αντιμετωπίζονται από τον λόγο του Θεού. Το περιεχόμενο της καρδιάς μας είναι εκείνο που έχει πάντοτε προ οφθαλμών Του ο Θεός, κατά την αποκάλυψη του ίδιου του Θεού.

Η Εκκλησία μας σήμερα, με την πρωτοχρονιά που εορτάζει, υπενθυμίζοντάς μας και την έναρξη της δημόσιας δράσης του Κυρίου, με το κήρυγμά Του στη συναγωγή της ιδιαίτερης πατρίδας Του Ναζαρέτ, όπου μεταξύ των άλλων αποκαλύπτει για τον εαυτό Του ότι ήλθε «κηρύξαι ενιαυτόν Κυρίου δεκτόν», να κηρύξει δηλαδή την έναρξη μίας καινούργιας εποχής, δεκτής και ευάρεστης στον Θεό, η Εκκλησία μας λοιπόν μας φέρνει σε ισορροπία, διότι μας προτείνει αυτό που συνιστά το αιώνιο θέλημα του Θεού: πάνω από όλα να θέτουμε ακριβώς Εκείνον και τον λόγο Του. Μας ανοίγει και πάλι τα μάτια, σε μία εποχή σύγχυσης και θόλωσης της διάνοιας, για να συνειδητοποιούμε ότι στη ζωή βρισκόμαστε κατά χάριν Θεού, ότι Εκείνος παρατείνει τον χρόνο της διαμονής μας σ’ αυτόν, ως «καιρούς και χρόνους εν τη ιδία εξουσία θέμενος», προκειμένου να ζούμε κατά το θέλημά Του.

Με άλλα λόγια, η Εκκλησία μάς υπενθυμίζει ότι ο χρόνος αποτελεί δωρεά του Θεού, όχι για να τη σπαταλάμε σε ανοησίες και αμαρτίες, αλλά να την αξιοποιούμε προς ανοδική πορεία πάντοτε προς Αυτόν, δηλαδή σε πορεία αγάπης προς τον συνάνθρωπο. Και τότε, μας λέει, θα δούμε ό,τι υποσχέθηκε ο Κύριος: την ώρα που θα θέτουμε αυτό το θέλημά Του ως βάση της ζωής μας, την ίδια ώρα θα ενεργοποιούνται και οι δυνάμεις Εκείνου, προς υπέρβαση αφενός των όποιων προβλημάτων μας, προς αποκατάσταση αφετέρου και όλης της δημιουργίας. Δεν είναι τυχαίο ότι εδώ και αρκετά χρόνια, το Οικουμενικό μας Πατριαρχείο έχει προβάλει την αρχή του εκκλησιαστικού έτους ως ημέρα προστασίας του περιβάλλοντος. Και εύλογα: το θέλημα του Θεού, όπως είπαμε, βιούμενο από τον 
«βασιλιά» της κτίσεως, τον άνθρωπο, έχει άμεση αντανάκλαση και σε όλη τη φύση και σε όλη τη δημιουργία. Το έχουμε ξαναπεί: η λύση στη σημερινή οικονομική κρίση, που μας την επισείουν ως «μορμολυκείον» αδιάκοπα ενώπιόν μας οι ιθύνοντες και τα Μ.Μ.Ε., θα έλθει, μόλις αρχίσουμε να ζούμε ως πραγματικοί άνθρωποι, με βάση τον νόμο του Θεού. Με απλά λόγια, η κρίση είναι κατ’  ουσίαν πνευματική.  

Η ΚΑΤΑΘΕΣΙΣ ΤΗΣ ΤΙΜΙΑΣ ΖΩΝΗΣ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ (31 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ)



«Ο υιός του μεγάλου Θεοδοσίου Αρκάδιος, αφού πήρε την τιμία Ζώνη της Υπεραγίας Θεοτόκου από τα Ιεροσόλυμα, που φυλασσόταν εκεί μέχρι τότε, μαζί με την τιμία εσθήτα, από κάποια παρθένο γυναίκα, και την έφερε στην Κωνσταντινούπολη, την κατέθεσε σε λαμπρή θήκη, την οποία ονόμασε Αγία Σορό. Πέρασαν από τότε τριακόσια δέκα χρόνια και ο Λέων ο βασιλιάς άνοιξε την Αγία αυτή Σορό, για χάρη της συζύγου του Ζωής, που ενοχλείτο από ακάθαρτο πνεύμα και που είχε γίνει άξια θείας οπτασίας, ότι, αν βάλουν την τιμία Ζώνη πάνω της, θα θεραπευτεί. Βρέθηκε λοιπόν η τιμία Ζώνη να λάμπει, σαν να μόλις είχε υφανθεί, και να έχει σφραγίδα με χρυσή βούλλα και κωδίκελλο (δηλαδή σύντομο υπόμνημα), που έλεγε με λεπτομέρεια τον χρόνο, την ινδικτιώνα και την ημέρα, κατά την οποία προσκομίσθηκε η αγία Ζώνη στην Κωνσταντινούπολη, και πώς τοποθετήθηκε μέσα στη θήκη από τα χέρια του βασιλιά, η οποία σφραγίστηκε από αυτόν. Αυτήν (την τιμία Ζώνη) τότε ο βασιλιάς Λέων την ασπάστηκε και διά της χειρός του Πατριάρχη εκείνης της εποχής, την άπλωσε πάνω από τη βασίλισσα, οπότε και η Αγία Ζώνη την ελευθέρωσε από το νόσημά της. Τότε όλοι, αφού δόξασαν τον Σωτήρα Χριστό και απέδωσαν ευχαριστήριους ύμνους στην Πάναγνο Μητέρα Του, κατέθεσαν την αγία Ζώνη στην Αγία Σορό, στην οποία και προϋπήρχε».

Ο μήνας Αύγουστος είναι πράγματι ο μήνας της Υπεραγίας Θεοτόκου. Όχι μόνον γιατί καταυγάζεται από την ένδοξη Κοίμηση και Μετάστασή Της στα χέρια του Κυρίου και Θεού της, αλλά και για την εορτή της καταθέσεως της τιμίας Ζώνης της. Οι δύο αυτές εορτές, οι οποίες σφραγίζουν τον μήνα, η μεν πρώτη το πρώτο ήμισυ (15 Αυγούστου), η δε δεύτερη το δεύτερο (31 Αυγούστου), δεν θεωρούνται ξεχωριστά από την Εκκλησία μας, αλλά συνάπτοντα και συν- ορώνται ως κάτι το ενιαίο. Και διότι αναφέρονται και οι δύο στο πάντιμο πρόσωπο της Θεοτόκου, και διότι η δεύτερη, μολονότι επιφανειακά είναι κάτι διαφορετικό από την Κοίμηση, αποτελεί επιβεβαίωση της πίστεως της Εκκλησίας για τη συνεχή παρουσία της Παναγίας στον κόσμο μας, ως σκέπης, προστασίας και ασφάλειάς μας. Με άλλα λόγια, ό,τι εξαγγέλλει το απολυτίκιο της Κοιμήσεως: «εν τη κοιμήσει τον κόσμον ου κατέλιπες, Θεοτόκε», το βλέπουμε να πραγματοποιείται στη σημερινή εορτή: η Παναγία μας μάς άφησε τη Ζώνη της και την εσθήτα της, ως μία αδιάκοπη υπενθύμισή της,  αλλά και αισθητή παρουσία της μέσα από δικά της αντικείμενα.

Η παραπάνω εκτίμηση της συν-όρασης των δύο εορτών,  δηλαδή κατά κάποιο τρόπο της υπόσχεσης και της υλοποίησης, δεν είναι αυθαίρετη ούτε καρπός ενός αφαιρετικού συλλογισμού. Συνιστά πεποίθηση της Εκκλησίας, η οποία το ζει και το υμνολογεί στην ακολουθία της ημέρας (ωδή δ΄): «Ήρθης προς φως άδυτον μεταχωρήσασα. Έλιπες δε τοις σε μακαρίζουσιν, αντί του σώματός σου Αγνή, την τιμίαν Ζώνην». Δηλαδή: Αναχώρησες από τον κόσμο αυτό και ανέβηκες (με την κοίμησή σου) στο παντοτινό φως (της Βασιλείας του Υιού σου), Αγνή, άφησες όμως σε μας που σε μακαρίζουμε, αντί του σώματός σου, την τιμία (σου) Ζώνη. Και αλλού (ωδή ζ΄ ): «Η πάντων βασίλισσα προς ουρανίους σκηνάς απαίρουσα, καταλέλοιπεν όλβον, τη βασιλίδι πασών των πόλεων, την ταύτης Ζώνην». Δηλαδή: Η βασίλισσα όλων (η Θεοτόκος), καθώς ανέρχεται στις ουράνιες σκηνές, άφησε θησαυρό στη βασίλισσα των πόλεων (την Κωνσταντινούπολη), τη Ζώνη της.

Ποια η αιτία της σχεδόν ταυτίσεως της Ζώνης (αλλά και της εσθήτος) της Παναγίας με την ίδια την Παναγία; Βεβαίως, κατά πρώτον, το γεγονός ότι την φορούσε Εκείνη, η οποία είχε τόση χάρη και περίσσια χάρης Θεού, ώστε μεταγγιζόταν η χάρη αυτή και στα ρούχα της και σε όλα τα αντικείμενά της. «Την τιμίαν σου Ζώνην, τιμητικώς άπαντες…περιπτυσσόμεθα, τιμήν υπάρχουσαν, πάντων πιστών, Θεοτόκε, ως τω υπερτίμω σοτυ, ψαύσασα σώματι». Όλοι ανεξαιρέτως αγκαλιάζουμε με τιμή την τιμία σου Ζώνη, που είναι η τιμή όλων των πιστών, διότι άγγιξε το υπέρτιμο σώμα σου. «Τιμήσωμεν οι πιστοί, ως συναφείας προς Θεόν σύνδεσμον, την της Αγνής σήμερον Ζώνην, και πιστώς προσκυνήσωμεν». Ας τιμήσουμε σήμερα οι πιστοί τη Ζώνη της Αγνής (Θεοτόκου), σαν σύνδεσμο σχέσεως προς τον Θεό, και ας την προσκυνήσουμε με πίστη.

Κι είναι γνωστή η διδασκαλία της Εκκλησίας μας επ’  αυτού: τα υλικά πράγματα αγιάζονται από τον άγιο που τα έχει -  κάτι που δικαιολογεί τη γενική τιμή των αντικειμένων όλων των αγίων, πολύ περισσότερο των ιερών λειψάνων τους – όπως το επισημαίνουμε μεταξύ των άλλων και στην εορτή της Μεταμορφώσεως του Κυρίου, κατά την οποία και τα ενδύματά Του έλαμψαν κι έγιναν πιο λευκά και από το χιόνι, αλλά και σε άλλα περιστατικά από την αγία ζωή Του, που και το άγγιγμα των ενδυμάτων Του έφερε ως αποτέλεσμα τη θεραπεία από όλες τις ασθένειες (π.χ. το περιστατικό με την αιμορροούσα γυναίκα). Κι είναι τούτο μία κραυγαλέα διακήρυξη του πόσο και η ύλη εξαγιάζεται με τον ερχομό του Χριστού, μετέχοντας και αυτή στη διαδικασία σωτηρίας του ανθρώπου. Πρόκειται για έναν υλισμό της Εκκλησίας, όπως έχει τονιστεί, που υπερβαίνει οποιοδήποτε δυαλισμό που δαιμονοποιεί την ύλη και καταρρίπτει οποιοδήποτε μύθο περί πνευματοκρατίας και ιδεολογίας της χριστιανικής πίστεως. Ο Χριστός σώζει ολόκληρο τον άνθρωπο, με την ψυχή και το σώμα του, και μαζί με αυτόν ολόκληρη τη δημιουργία.

Ο υμνογράφος όμως, ως στόμα της Εκκλησίας, φρίττοντας μπροστά στο μυστήριο που περικλείει, αναφέρει και άλλον λόγο για την τιμή της αγίας Ζώνης, πέραν της ψαύσεως του αγίου σώματος της Παναγίας: την ψαύση, κατά κάποιον τρόπο, και του σώματος του ίδιου του Χριστού. Πώς; Ζωσμένη η Παναγία την εν κυήσει κοιλιά της με τη ζώνη της, έζωνε κατ’  επέκταση και τον Υιό και Θεό της. «Η ση, άχραντε Δέσποινα, σεβασμία και τιμία σορός, Ζώνην κατέχει την αυτόν, τον νομοθέτην εν σοι, συγκατασχούσαν. Φρικτόν το μυστήριον!» Άχραντε Δέσποινα, η σεβάσμια και τίμια σορός σου κατέχει τη Ζώνη σου, η οποία συγκρατούσε τον ίδιο τον νομοθέτη (Θεό) μέσα στη μήτρα σου. Φρίττουμε για το μυστήριο! Γι’  αυτό και ο ποιητής λαμβάνει αφορμή, με την εορτή, για να εξαγγείλει όχι μόνον όλες τις χαρές που προχέονται από τα άγια αντικείμενα της Παναγίας, όπως συνέβη και με τη βασίλισσα Ζωή, αλλά και το ύψος της αγιότητας Εκείνης.

Ως καλός θεολόγος μάλιστα και γνώστης όλης της θείας οικονομίας βλέπει στο πρόσωπο της Θεοτόκου να πραγματοποιούνται όλες οι προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης περί του Ιησού Χριστού ως Λυτρωτή του κόσμου. Η Παναγία δηλαδή αποτελεί Εκείνην την οποία προτυπώνουν, για παράδειγμα, ο Παράδεισος της Εδέμ, η Θεία Νεφέλη που περιέσκεπε τους Ισραηλίτες στην έρημο, η Κιβωτός της Διαθήκης με τις πλάκες του Νόμου, η ράβδος του Ααρών που βλάστησε, η στάμνα με το μάννα. Αλλά και από την άλλη εξαγγέλλει ότι για να δει κανείς και πολύ περισσότερο να γευτεί τις χάρες και τα θαυμάσια που σαν ποταμοί ρέουν από τη Ζώνη της Θεοτόκου, απαιτείται η πίστη του ανθρώπου, ο ένθεος πόθος του για την Παναγία, η διάθεσή του για μετάνοια. «Πιστώς προσκυνήσωμεν» είναι η διαρκής προτροπή του, «η τιμία Ζώνη σου, πανύμνητε, γέγονε μεγίστης εορτής, Θεοτόκε, τοις θερμώς σε ποθούσιν υπόθεσις» είναι η διαπίστωσή του, «φιλίας με  δολίας της των παθών, και εχθρού καθ’  εκάστην πειράζοντος…τω σω προσπεφευγότα ελέει διά τάχους, ως συμπαθής Αγνή απάλλαξον» είναι η σεμνή και ταπεινή προσευχή του.
 «Ταις πρεσβείαις της Θεοτόκου, Σώτερ, σώσον ημάς».

Ο ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ



῾Ο άγιος Αλέξανδρος γεννήθηκε περί το 240 μ.Χ. και έγινε γνωστός για πρώτη φορά από τη συμμετοχή του στην Α´ Οικουμενική Σύνοδο (325 μ.Χ.), εκπροσωπώντας ως πρεσβύτερος τον αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως άγιο Μητροφάνη, ο οποίος αδυνατούσε να παρευρεθεί λόγω γήρατος. Τον άγιο Αλέξανδρο, προχωρημένο και αυτόν στην ηλικία, πρότεινε ο άγιος Μητροφάνης ως διάδοχό του στον αυτοκράτορα Μέγα Κωνσταντίνο, κάτι που έγινε, οπότε και μένοντας στο αξίωμα πια του αρχιεπισκόπου επ᾽ αρκετόν, ετελεύτησε σε ηλικία 98 ετών. Αγωνίστηκε πάρα πολύ για την ορθόδοξη πίστη και μάλιστα για όσα απεφάσισε η Α´ Οικουμενική Σύνοδος κατά της αίρεσης του αρειανισμού, ενώ αντιμετώπισε τον ίδιο τον αιρεσιάρχη Άρειο στα μετά την καταδίκη του. Προσευχόμενος μάλιστα έντονα να δώσει λύση ο Κύριος στην επάνοδο του Αρείου, είδε αυτός και όλοι στην Κωνσταντινούπολη ότι τελικώς ο Άρειος έτυχε κακού τέλους, τέτοιου που έκανε μεγάλη αίσθηση και έμεινε στη μνήμη των ανθρώπων για πολύ καιρό. Εκτός από τους αγώνες του για την ορθοδοξία, έδρασε και στον τομέα της ιεραποστολής, όπως και άφησε παράδειγμα αρίστου ποιμένος στην Εκκλησία. Η δύναμη του λόγου του και της προσευχής του ήταν μεγάλη, όπως είπαμε,  κάτι που επίσης φάνηκε και σε έναν διάλογο με φιλοσόφους αιρετικούς, κατά τον οποίο, πριν ξεκινήσει την ομιλία του ένας φιλόσοφος, ο άγιος του είπε: ῾Στο όνομα του Χριστού, να μην μπορείς να πεις λέξη᾽. Και ώ, του θαύματος! Το στόμα του φιλοσόφου κλείστηκε, μη μπορώντας να αρθρώσει ούτε λέξη. Στη μνήμη της Εκκλησίας ο άγιος Αλέξανδρος έμεινε ως σημείο αναφοράς πίστεως και αγίας ζωής, γεγονός που επισημαίνει αργότερα και ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος σε ομιλία του, λέγοντας ότι τον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως κόσμησαν άνθρωποι σπουδαίοι, σαν τον σήμερα εορταζόμενο άγιο᾽. 

Ο άγιος Αλέξανδρος μπορεί να μην ανήκει στους οικουμενικούς πατέρες και δασκάλους της Εκκλησίας, σαν τον άγιο Αθανάσιο, τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, τον άγιο Βασίλειο κλπ., όμως αποτελεί και αυτός αστέρα πρώτου μεγέθους στο στερέωμα της Εκκλησίας. Ήδη στο συναξάρι του προηγουμένως αναφέρθηκε η δύναμη του λόγου του και η αγία βιοτή του, κι αυτό σημαίνει ότι μπορεί να μην ήταν από αυτούς του Πατέρες που έδωσαν άμεσα και με έκτακτο φωτισμό του αγίου Πνεύματος τη λύση στα δογματικά προβλήματα της Εκκλησίας, όμως ήταν από εκείνους που με φωτισμό του ίδιου Πνεύματος κατανόησαν αμέσως και διέκριναν την πλάνη από την αλήθεια, την οποία έπειτα υπερασπίστηκαν με πάθος και ζήλο. Ο αγώνας του για την αλήθεια της πίστεως είχε επίγνωση ότι ήταν αγώνας για τη διακράτηση του αληθινού Χριστού, άρα για τη σωτηρία του ανθρώπου: την ένταξη του ανθρώπου στο σώμα Εκείνου, την πραγματική δηλαδή παρουσία του Θεού στη ζωή του ανθρώπου.

Προϋπόθεση του φωτισμού του για τη διάκριση της πλάνης από την αλήθεια ήταν ο όλος πνευματικός του αγώνας. Ο άγιος Αλέξανδρος δεν έφτασε σ᾽ αυτό το σημείο φωτισμού ξαφνικά και ῾ως έλαχε᾽. Κατά τον άγιο υμνογράφο του ῾μυστιπόλος της άνω, υπερθέου Τριάδος ώφθης πανένδοξε, αγνώς ταύτην λατρεύων᾽, δηλαδή φάνηκες πανένδοξε, να ζεις στην καρδιά σου την υπέρθεη αγία Τριάδα, λατρεύοντάς την με τρόπο αγνό, που σημαίνει ότι ο άγιος βρισκόταν διαρκώς πάνω στις εντολές του Κυρίου, με αποτέλεσμα να έχει γίνει κατοικητήριο του Θεού, αναπέμποντας διαρκώς ύμνους και δοξολογίες προς Αυτόν. Μόνον ένας που ζει με αδιάκοπη προσευχή και τηρεί τον νόμο του Θεού, φωτίζεται έντονα από Αυτόν, ώστε να έχει το χάρισμα της διακρίσεως. Κι αλλού ο ποιητής θα τονίσει με άλλον τρόπο την παραπάνω αλήθεια: ῾Έννομος γενόμενος, ο θείος όντως φοιτητής σου, και σοις ζωηφόροις λόγοις, πειθαρχήσας Αλέξανδρος, Ιεράρχης πεφηνώς, Κύριε, όσιος, πράος, σώφρων, νυν επαξίως μακαρίζεται᾽. Κύριε, ο Αλέξανδρος, ο πράγματι θείος φοιτητής σου, που ζούσε σύμφωνα με τον νόμο σου και πειθαρχούσε στα δικά σου ζωηφόρα λόγια, αποδείχτηκε Ιεράρχης όσιος, πράος, σώφρων, γι᾽ αυτό και τώρα μακαρίζεται επάξια.

Ο άγιος Αλέξανδρος αποτελεί παράδειγμα για τους πιστούς,  όπως όλοι βεβαίως οι άγιοι, ιδιαιτέρως όμως για την εποχή μας, εποχή υποχώρησης στην πίστη, με έντονα τα σημάδια γι᾽ αυτό του ατομισμού, της δειλίας και της ανασφάλειας. Η μεγάλη του πίστη, το θάρρος και ο ζήλος του για την ομολογία της πίστεως αυτής, συνδυασμένα όμως με την αγία ζωή του, ζωή αγάπης προς τον συνάνθρωπο -  πρότυπο καλού ποιμένος, είπαμε, ήταν άλλωστε – τον κάνουν ορόσημο για εμάς. Κατεξοχήν δε αποτελεί παράδειγμα η έκφραση της ζωντανής πίστεώς του, με την  αδιάλειπτη και ζωντανή προσευχή του. Στον άγιο Αλέξανδρο, μάλλον και σ᾽ αυτόν τον άγιο, διαπιστώνουμε ό,τι ο ίδιος ο Κύριος είχε υποσχεθεί: ῾εάν μείνητε εν εμοί, και τα ρήματά μου εν υμίν μείνη, ο εάν θέλητε αιτήσατε, και γενήσεται υμίν᾽. Να μένουμε ενωμένοι με τον Χριστό, ως μέλη Του μέσα στην αγία Του Εκκλησία, να κρατάμε τις άγιες εντολές Του, και θα βλέπουμε την παντοδυναμία του Χριστού να διοχετεύται και σε εμάς, όπως και στον άγιο σήμερα. ῾Ταις αυτού  αγίαις πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς᾽. 

Πέμπτη 29 Αυγούστου 2013

ΜΝΗΜΗ ΤΗΣ ΑΠΟΤΟΜΗΣ ΤΗΣ ΤΙΜΙΑΣ ΚΕΦΑΛΗΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΕΝΔΟΞΟΥ ΠΡΟΦΗΤΟΥ ΚΑΙ ΒΑΠΤΙΣΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ

῾Για τον άγιο Ιωάννη έχει μαρτυρηθεί από τον ίδιο τον Κύριο ότι υπήρξε ο μεγαλύτερος από όλους τους ανθρώπους και περισσότερο από  προφήτης. Είναι αυτός που σκίρτησε ήδη μέσα από τη γαστέρα της μητέρας του και κήρυξε και στους ανθρώπους εδώ, αλλά και στον Άδη. Ήταν υιός του αρχιερέα Ζαχαρία και της Ελισάβετ, γεννημένος από υπόσχεση του αρχαγγέλου Γαβριήλ. Η αποτομή της τιμίας κεφαλής του έγινε από τον Ηρώδη, λόγω της παράνομης σχέσης που είχε αυτός με την Ηρωδιάδα. Ο άγιος Ιωάννης ήταν αυτός που είχε αγιωσύνη ήδη από την κοιλία της μητέρας του, που είχε ως κατοικία του την αγνότητα, που ακολούθησε τη σωφροσύνη, που άσκησε τη νηστεία, που απομακρύνθηκε από κάθε ανθρώπινη συναναστροφή και έκανε πόλη του την έρημο, που ζούσε με τα θηρία, έχοντας ως ένδυμα τρίχες καμήλου και δερμάτινη ζώνη στη μέση του, που έτρωγε σαν πουλάκι του ουρανού, ενώ μελετούσε διαρκώς τον νόμο του Θεού, χάριν του οποίου και φυλακίστηκε, θεωρώντας τη φυλάκισή του ως κάτι δεύτερο και μηδαμινό. Ήταν αυτός που ξεπέρασε τους όρους της φύσεως και βάπτισε τον απόλυτα καθαρό και αμόλυντο και πέραν από κάθε φύση Χριστό. Λοιπόν ο πολύ ακόλαστος Ηρώδης, τετράρχης του Ιουδαϊκού εδάφους, ήθελε να έλθει σε γάμο με τη γυναίκα του αδελφού του Φιλίππου. Από θείο ζήλο λοιπόν κινούμενος ο Προφήτης και με όπλο την αλήθεια, έλεγε προς τον τύραννο: ῾Δεν σου επιτρέπεται να έχεις τη γυναίκα του αδελφού σου Φιλίππου᾽. Γι᾽ αυτόν τον λόγο, η μανιώδης γυναίκα παρέσυρε τον εραστή της, ώστε να φυλακίσει τον άγιο. Λοιπόν: όταν τελούνταν τα γενέθλια του Ηρώδη και το πολύ και παρωθητικό προς φιληδονία κρασί τον είχαν οδηγήσει σε παραφροσύνη, γίνεται χορός ενός πορνιδίου, με τίμημα τον φόνο του Προφήτη. Αμέσως λοιπόν έφεραν σε πιάτο την κεφαλή του Δικαίου, η οποία και παραδόθηκε στη μοιχαλίδα γυναίκα, ενώ ακόμη έσταζε το αίμα, και η οποία δεν έπαυε, έστω και έτσι, να κηρύσσει τα ίδια. Αυτά πραγματοποιήθηκαν στη Σεβαστή, μία πόλη που απείχε από τα Ιεροσόλυμα δρόμο μίας ημέρας. Εκεί και ο τετράρχης που ηγεμόνευσε μετά από εκείνον, έφτιαξε τα ανάκτορα, εκεί έγινε και η γιορτή, που οδήγησε στο θάνατο του προφήτη. Εκεί αποκρύφθηκε και το άγιο σώμα του προφήτη, το οποίο μάζεψαν οι δικοί του μαθητές᾽.


Αν δεν υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος ιστορικός λόγος, τον οποίο αγνοούμε, συνιστά κατά πρώτον παραδοξότητα το γεγονός ότι η σημερινή ημέρα είναι ημέρα αυστηρής νηστείας: δεν επιτρέπεται η κατάλυση ούτε ελαίου ούτε οίνου. Και τούτο διότι το μαρτυρικό τέλος ενός αγίου θεωρείται η δόξα και η τιμή του, αφού τότε εισάγεται θριαμβευτικά στη Βασιλεία του Θεού και  τότε, θα λέγαμε, με τη χάρη του Θεού, ῾κατακτά᾽ τον Παράδεισο. Πώς λοιπόν η ημέρα της δόξας και του θριάμβου για τον άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο, η οποία  προκαλεί ύμνους και πανηγυρισμούς για τους αγγέλους και όλη την Εκκλησία, είναι συνδεδεμένη με κάτι πένθιμο, όπως είναι η νηστεία; Μία εξήγηση ίσως είναι ότι η Εκκλησία μας ναι μεν τονίζει τον θρίαμβο εισόδου του αγίου Ιωάννου στη Βασιλεία του Θεού διά του μαρτυρίου του που επιβεβαιώνει την απόλυτη πιστότητά του στον νόμο του Θεού, από την άλλη όμως θέλει να προβάλει την πολλαπλάσια σε σχέση με τους άλλους αγίους αγιότητά του, σχετίζοντας το τέλος του με το τέλος του ίδιου του Κυρίου πάνω στο Σταυρό. Θέλουμε να πούμε ότι όπως η σταυρική θυσία του Χριστού, παρόλο ότι τότε ουσιαστικά σωθήκαμε - αφού εκεί ο Κύριος ῾κατήργησε το σώμα της αμαρτίας᾽, οπότε έπειτα ήλθε η Ανάστασή Του ως ανάσταση και των ανθρώπων - δεν παύει να είναι ημέρα πένθους με αυστηρότατη νηστεία, κατά τον ίδιο τρόπο, τηρουμένων βεβαίως των αναλογιών,  και με τον Ιωάννη: ναι μεν εισέρχεται μετά δόξης στη Βασιλεία του Θεού, η ημέρα όμως του μαρτυρίου του είναι ημέρα πένθους. Κι ίσως συνηγορεί  σ᾽ αυτήν την εξήγηση και αυτό που η Εκκλησία μας εξαγγέλλει για την ημέρα, μέσα ιδίως από το κοντάκιο, ότι δηλαδή ῾η του Προδρόμου ένδοξος αποτομή οικονομία γέγονέ τι θεϊκή, ίνα και τοις εν Άδη του Σωτήρος κηρύξη την έλευσιν᾽.  Ήταν σχέδιο του Θεού η αποτομή της κεφαλής του, ώστε να προλάβει με το κήρυγμα στον Άδη, την εκεί έλευση του Σωτήρος Χριστού, όταν τέθηκε στον τάφο και μέχρις ότου έλθει η Ανάστασή Του εκ των νεκρών.

Με την αποτομή της κεφαλής του αγίου Ιωάννου η Εκκλησία μας εξαγγέλλει δύο κυρίως πράγματα: Πρώτον, όπως συμβαίνει σε κάθε βεβαίως εορτή του αγίου Ιωάννου, τη μεγάλη αγιότητά του. Δεν προσφέρουμε κάτι καινούργιο, αν υπενθυμίσουμε ότι ο άγιος Ιωάννης υπερακοντίζει κατά πολύ τα μέτρα και των μεγάλων αγίων ακόμη της Εκκλησίας μας. Μόνον η Παναγία Μητέρα του Κυρίου θεωρείται από αυτήν, την Εκκλησία, ως μεγαλύτερη ακόμη και από εκείνον. Διότι πρόκειται για ῾την τιμιωτέραν των Χερουβίμ και την ενδοξοτέραν ασυγκρίτως των Σεραφίμ᾽. Και δικαιολογημένα: υπήρξε το καλύτερο άνθος της ανθρωπότητας, αφού δι᾽ αυτής εισήλθε στον κόσμο ως άνθρωπος ο ίδιος ο Θεός. Αλλά τα περί αγιότητας του αγίου Ιωάννου συνιστούν περίσσια λόγων, όταν έχουμε εκφρασμένη, όπως ήδη αναφέραμε, τη γνώμη του ίδιου του Θεού μας, του Κυρίου Ιησού Χριστού. Κι αυτό σημαίνει ότι ο άγιος Ιωάννης έχει τεράστια παρρησία ενώπιον του Θεού, ώστε να πρεσβεύει υπέρ ημών, είναι λοιπόν συμφέρον μας να τον επικαλούμαστε συχνά-πυκνά, αλλά και λόγω της μεγάλης χάρης του Θεού που έχει, έχει και τεράστια αγάπη προς τον λαό του Θεού. Άλλωστε ο βαθμός αγιότητας ενός αγίου από αυτό φαίνεται: από το πόσο αγαπά τον άνθρωπο και συμπάσχει στα διάφορα και ποικίλα προβλήματά του.

Δεύτερον, με τη μνήμη της αποτομής του αγίου, η Εκκλησία μας τονίζει το μέγεθος της ανθρώπινης άνοιας και φρενοβλάβειας, καθώς το βλέπουμε στα πρόσωπα του Ηρώδη, κυρίως όμως της Ηρωδιάδας και της κόρης της Σαλώμης. Ο υμνογράφος πράγματι αδυνατεί να κατανοήσει λογικά αυτό που συνέβη: ο πλέον αξιοσέβαστος σε όλον τον Ισραήλ, αυτός τον οποίο φοβούνταν και οι άρχοντες, αυτός στον οποίο έκλιναν ευλαβικό γόνυ και οι άγγελοι, πεθαίνει μαρτυρικά, από το ῾καπρίτσιο᾽ ενός πορνιδίου και του εγωισμού μίας εξίσου πόρνης γυναίκας, η οποία δεν άντεχε τον λόγο της αλήθειας: τον έλεγχό της, με βάση τον νόμο του Θεού, για τις παρανομίες και τις αμαρτίες της. Στις διάφορες μάχες που διεξάγονται, θεωρείται τιμή για έναν μαχητή να πέσει ηρωικά από το όπλο ενός εξίσου σπουδαίου μαχητή. Υπάρχει εκεί πράγματι ένας  ηρωισμός και μία δόξα. Ο Έκτορας, για παράδειγμα, που φονεύθηκε σε μάχη με τον Αχιλλέα. Και η ήττα εκεί ισοδυναμεί σχεδόν με νίκη, γιατί είναι σπουδαίος ο αντίπαλος. Εδώ όμως στον άγιο Ιωάννη; Ο μεγαλύτερος και αγιότερος άνθρωπος ῾πέφτει᾽ από μία πόρνη, που ῾εκβιάζει᾽ τον θάνατό του. Αλλά ίσως και αυτό αναδεικνύει ακόμη περισσότερο τον άγιο Ιωάννη, λόγω της ταπείνωσης που περικλείει.  Σημασία πάντως έχει ότι ο υμνογράφος δεν μπορεί να κατανοήσει τα γενόμενα: ῾ώ, του παραδόξου θαύματος! Την ιεράν κεφαλήν και αγγέλοις αιδέσιμον, ασελγές ακόλαστον περιέφερε κόριον᾽. ῾Ώ, της υπέρ νουν εκπλήξεως! Των προφητών η σφραγίς, ο επίγειος Άγγελος, πορνικής ορχήσεως αναδείκνυται έπαθλον!᾽ Όντως πρόκειται περί ανοίας και φρενοβλαβείας, μάλλον όμως περί δαιμονοπληξίας. Όταν ο άνθρωπος έχει χάσει τον Θεό από τη ζωή του, τα πάντα τότε μπορεί να τα επιτελέσει. Γίνεται ένας δεύτερος σατανάς.