Σάββατο 27 Ιουλίου 2013

ΚΥΡΙΑΚΗ Ε´ ΜΑΤΘΑΙΟΥ (ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ)



῾᾽Αγνοοῦντες γάρ τήν τοῦ Θεοῦ δικαιοσύνην, καί τήν ἰδίαν δικαιοσύνην ζητοῦντες στῆσαι, τῇ δικαιοσύνῃ τοῦ Θεοῦ οὐχ ὑπετάγησαν᾽ (Ρωμ. 10, 3)

α. Θαυμάζει κανείς γιά μία ἀκόμη φορά στό συγκεκριμένο ἀποστολικό ἀνάγνωσμα ἀπό τήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολή τῆς Κυριακῆς Ε´ Ματθαίου τήν τεράστια ἀφενός ἀγάπη τοῦ ἀποστόλου Παύλου γιά τούς συμπατριῶτες του ᾽Ιουδαίους πού ἐκφραζόταν ὡς σφοδρή ἐπιθυμία καί εὐαρέσκεια τῆς καρδιᾶς του καί δέηση πρός τόν Θεό γιά νά βροῦν τήν ἐν Χριστῷ σωτηρία - ἀλλοῦ εἶχε πεῖ ὅτι θά προτιμοῦσε νά χωριστεῖ αὐτός ἀπό τόν Χριστό προκειμένου αὐτοί νά εἶναι μαζί Του - ἀλλά καί τήν βαθειά καί ἀπόλυτη πεποίθησή του ἀφετέρου ὅτι ἀκριβῶς ὁ μόνος τρόπος δικαίωσης τοῦ ἀνθρώπου ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἀποδοχή ᾽Εκείνου: ἡ στόματι καί καρδίᾳ ὁμολογία τῆς πίστης στόν Χριστό πού φέρνει τήν σωτηρία. Ἡ ἐξήγηση μάλιστα πού δίνει γιά τήν ἄρνηση τῶν ᾽Ιουδαίων νά δεχθοῦν τόν Κύριο ὡς Σωτήρα τους εἶναι πράγματι ἀποκαλυπτική: Δέν φρόντισαν νά γνωρίσουν τήν δικαίωση πού δίνει ὁ Θεός ἀπό ἀγαθότητα καί ζητοῦν νά στήσουν τήν δική τους ἀντίληψη σχετικά μέ τήν δικαίωση. Γι᾽ αὐτό καί δέν ὑπέταξαν τόν ἑαυτό τους στήν δικαίωση τοῦ Θεοῦ.

β. 1. Τό ζητούμενο γιά τόν ἀπόστολο Παῦλο προκειμένου ὁ ἄνθρωπος νά βρεῖ τήν σωτηρία του: τήν καλή σχέση του μέ τόν Θεό, εἶναι ἡ ἀποδοχή ἀπό αὐτόν τῆς δικαίωσης πού ἔφερε ὁ Χριστός, δηλαδή ἡ ὑποταγή του στήν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ. Κι εἶναι εὐνόητο ὅτι δέν ἐννοεῖ μία ὑποταγή ἐξωτερικοῦ τύπου, σάν αὐτήν πού συναντᾶ κανείς μέσα στά ἀνθρώπινα πλαίσια: ἕναν καταναγκασμό λόγω φόβου ἤ ἀπειλῆς γιά τήν ζωή, ἀλλά ἐκείνην πού συνιστᾶ ὑπακοή σ᾽ Αὐτόν πού εἶναι ὁ Δημιουργός τοῦ κόσμου καί τοῦ ἀνθρώπου, ὁ Προνοητής κι ὁ Διακυβερνητής καί ὁ Κριτής του, ὁ ῾Οποῖος μάλιστα ῾ἔκλινεν οὐρανούς καί κατέβη᾽ ἀπό ἄπειρη ἀγάπη πρός αὐτόν καί σταυρώθηκε καί ἀναστήθηκε γιά χάρη του. Μιλᾶμε λοιπόν γιά μία ὑπακοή πού κατανοεῖται ὡς ἡ ἀπάντηση τοῦ ἀνθρώπου πρός τήν προσφερθεῖσα ἀγάπη τοῦ Θεοῦ σ᾽ αὐτόν, κατά τό ῾ἡμεῖς ἀγαπῶμεν ὅτι Αὐτός πρῶτος ἠγάπησεν ἡμᾶς᾽ πού σημειώνει ὁ ἅγιος ᾽Ιωάννης, ἤ μέ τά λόγια τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου ῾ἐάν ἀγαπᾶτέ με, τάς ἐντολάς τάς ἐμάς τηρήσατε᾽. ῾Υποτάσσεται λοιπόν κανείς στήν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, στόν ἴδιο τόν Χριστό δηλαδή καί τό ἅγιο θέλημά Του, γιατί ἀγαπᾶ τόν Χριστό, πού θά πεῖ ἔτσι ὅτι κινεῖται μέσα σέ πλαίσια ἀπόλυτης ἐλευθερίας, μέ ἀποτέλεσμα βεβαίως ἡ ὑπακοή αὐτή νά καθιστᾶ τόν ἄνθρωπο κατοικητήριο τοῦ Θεοῦ, κυριολεκτικά χάριτι καί αὐτόν Θεό, συνεπῶς εὑρισκόμενο μέσα στά πλαίσια τοῦ ῾καθ᾽ ὁμοίωσιν ᾽Εκείνου᾽ προορισμοῦ του. ῾Υπακούω στόν Θεό σημαίνει ἀγαπῶ τόν Χριστό, ζῶ μέσα στήν ἐλευθερία πού μοῦ δίνει, συντονίζομαι μέ τήν ἁγία ζωή Του, καθίσταμαι ὀργανικό κομμάτι τοῦ ζωντανοῦ σώματός Του, τῆς ᾽Εκκλησίας.

2. Τήν χαρισματική αὐτήν κατάσταση δέν θέλησαν νά ἀποδεχτοῦν καί νά ζήσουν οἱ ᾽Ιουδαῖοι, λέει ὁ ἀπόστολος, κι αὐτό συνιστοῦσε καί τήν τραγωδία τῆς ζωῆς τοῦ ἴδιου. Γιατί εἶχαν ζῆλο Θεοῦ οἱ συμπατριῶτες του, ὅπως σημειώνει, ῾ἀλλ᾽ οὐ κατ᾽ ἐπίγνωσιν᾽, ὄχι δηλαδή μέ σωστή γνώση γι᾽ Αὐτόν καί γιά τά καθήκοντα πού ἀπαιτοῦνται πρός Αὐτόν. Τί ἐξήγηση προσάγει; ῏Ηταν προσκολημμένοι στόν Νόμο τοῦ Μωϋσῆ, λέει. Δέν μπόρεσαν νά δοῦν ὅτι ὁ ἐρχομός τοῦ Κυρίου σήμαινε καί τό τέλος ῾τῆς σκιᾶς τοῦ Νόμου᾽, δηλαδή τό τέλος τῆς παιδαγωγίας πού ὁδηγοῦσε στόν Χριστό, συνεπῶς καί τόν ἀέρα τῆς ἐλευθερίας πού ἔφερνε. Κι αὐτό περαιτέρω σήμαινε, ὅπως γράφει ἀλλοῦ, ὅτι δέν κατανοοῦσαν καί τόν ἴδιο τόν Νόμο ἀλλά καί τούς Προφῆτες σωστά. Γιατί κατά τήν ὡραία εἰκόνα πού δίνει, ὅπως οἱ παλαιοί ᾽Ισραηλίτες δέν μποροῦσαν νά δοῦν τό πρόσωπο τοῦ Μωϋσῆ ὅταν κατέβηκε ἀπό τό ὄρος Σινᾶ, λόγω τῆς λάμψης τοῦ προσώπου του ἀπό τήν θεοπτία πού τοῦ δόθηκε, κατά τόν ἴδιο τρόπο κι οἱ ᾽Ιουδαῖοι τῆς ἐποχῆς του: εἶχαν κάλυμμα στόν νοῦ τους γιά νά μήν μποροῦν νά δοῦν τό φῶς ἀπό τό ἐρχομό τοῦ Χριστοῦ καί τήν διδασκαλία Του. ῾Τό φῶς ἐλήλυθεν εἰς τόν κόσμον, ἀλλά ὁ κόσμος αὐτό οὐκ ἔγνω᾽, μέ τήν παρεμφερή διατύπωση αὐτήν τήν φορά τοῦ ἁγίου ᾽Ιωάννη τοῦ εὐαγγελιστῆ. Καί δέν κατάλαβαν τήν παρουσία τοῦ φωτός, γιατί σέ ἔσχατη ἀνάλυση ῾ἦν πονηρά αὐτῶν τά ἔργα᾽. Δυστυχῶς ὅ,τι ἐκτίμηση κάνει ὁ ἀπόστολος γιά τούς εἰδωλολάτρες τῶν ὁποίων ὁ νοῦς ἦταν σκοτισμένος ἀπό τίς ἁμαρτίες τους, τήν ἴδια ἐκτίμηση κάνει καί γιά ἐκείνους τούς συμπατριῶτες του πού ἀπέρριψαν τόν Χριστό.

3. Τόν σκοτισμένο νοῦ αὐτῶν τῶν ᾽Ιουδαίων λόγω προφανῶς τῆς πονηρίας τῶν ἔργων τους ἐπιβεβαιώνει ὁ ἀπόστολος μέ τήν διατύπωσή του:  τήν ἰδίαν δικαιοσύνην ζητοῦντες στῆσαι᾽ (ζητοῦν νά στήσουν τήν δική τους ἀντίληψη σχετικά μέ τήν δικαίωση). Γιά τόν ἀπόστολο δηλαδή τά πράγματα εἶναι πολύ σαφῆ:  ὅπου ὁ ἄνθρωπος, ἔστω κι ἄν θεωρεῖται πλησίον τοῦ Θεοῦ σάν τούς ᾽Ιουδαίους, ἐπιζητεῖ νά στήσει τήν δική του ἀντίληψη τῶν πραγμάτων παραθεωρώντας αὐτό πού ὁ Θεός φανερώνει, ἐκεῖ ἔχουμε ἀδυναμία συντονισμοῦ τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό. Κι αὐτό λόγω τοῦ ἐγωϊσμοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ ἐγωϊσμός καθιστᾶ τόν ἄνθρωπο κυριολεκτικά τυφλό, ὥστε νά μή βλέπει τίποτε πέρα ἀπό τόν ἑαυτό του καί τίς ἐπιλογές του. Τό ἐγωϊστικό στοιχεῖο μή λησμονοῦμε ὅτι εἶναι πλήρως κατακτητικό καί δέν ἀφήνει κανένα περιθώριο ὕπαρξης γιά ὁτιδήποτε ἄλλο, πολύ περισσότερο γιά τόν Θεό. Θεός καί ἐγωϊσμός εἶναι ἀντίθετες πραγματικότητες, διότι ἁμαρτία καί Θεός δέν μποροῦν ποτέ νά συνυπάρξουν. ῾Οὐδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν᾽. Οἱ ᾽Ιουδαῖοι λοιπόν πού δέν ἀποδέχθηκαν τήν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ λειτουργοῦσαν μέσα στά πλαίσια αὐτοῦ τοῦ ἐγωϊσμοῦ τους: τό δικό τους τό ἔθεσαν σέ προτεραιότητα καί προσκολλήθηκαν σέ αὐτό. Ὁ Χριστός λοιπόν καί ἡ ἀποκάλυψή Του ἔπρεπε νά διαγραφεῖ. ῾Ο Χριστός ἔγινε ὁ ὑπ᾽ ἀριθμόν ἕνα ἐχθρός τους.

4. ᾽Εκεῖνο πού χρήζει ἰδιαιτέρας μνείας στήν πρόταση τοῦ ἀποστόλου εἶναι ἡ λέξη ῾ζητοῦντες᾽. Οἱ ἀπορρίψαντες τόν Κύριο δηλαδή ᾽Ιουδαῖοι δέν κινήθηκαν ἁπλῶς ἀπό μία στιγμιαία ἀδυναμία καί ἔστησαν τό δικό τους θέλημα στήν θέση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ. ῎Η δέν ἦταν ἡ ἐπιλογή τῆς δικῆς τους ἀντίληψης μία περιστασιακή ἐκτροπή γιά νά ἐπανέλθουν στήν συνέχεια στήν ἀλήθεια. Τό ῾ζητοῦντες᾽ πού λέει ὁ ἀπόστολος σημαίνει τόν σταθερό προσανατολισμό τῆς θέλησής τους σ᾽ αὐτό πού ἦταν ἀντίθετο πρός τήν δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ. Τοποθετήθηκαν ἀρνητικά πρός τήν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ πού δικαιώνει τόν ἄνθρωπο καί ἐπέμειναν σ᾽ αὐτό. Θυμίζει ἡ περίπτωσή τους τήν πτώση τῶν πρώτων ἀνθρώπων στήν ἁμαρτία. Δέν ἦταν ἡ ἀνυπακοή στήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ πού τούς ὁδήγησε στήν ἔξωση ἀπό τόν Παράδεισο καί τήν βίωση τοῦ θανάτου, ἀλλά ἡ ἐπιμονή πού ἐπέδειξαν μετά τήν κλήση τους ἀπό τόν Θεό γιά μετάνοια. ῎Αν μέ ἄλλα λόγια στό ῾᾽Αδάμ ποῦ εἶ;᾽ τοῦ Θεοῦ μετά τήν παρακοή τους, κλήση στήν οὐσία γιά μετάνοιά τους, ὁ Θεός εἰσέπραττε τήν αἴτηση συγγνώμης τοῦ ᾽Αδάμ καί τῆς Εὔας ὡς ἀναγνώριση τῆς ἁμαρτίας τους, τά πράγματα ἴσως εἶχαν ἐξελιχθεῖ διαφορετικά. ᾽Αλλά δέν ὑπῆρξε ἡ μετάνοια, ὅπως καί στούς ᾽Ιουδαίους ὑπῆρξε ἡ ἐμμονή στόν δικό τους τρόπο κατανόησης τῆς δικαίωσης. Ἡ ἀνυπακοή συνεπῶς τῶν ᾽Ιουδαίων ἀπέναντι στήν ἀποκάλυψη τοῦ Χριστοῦ ἦταν ἡ ἐνσυνείδητη καί ἐπίμονη ἐπιλογή τους καί ὄχι ἡ περιστασιακή ἤ ἡ ἐπιπόλαιη ἁπλῶς κλίση τῆς βούλησής τους.

γ. Ὅ,τι διαπιστώνει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στούς ᾽Ιουδαίους δυστυχῶς διαπιστώνεται διαχρονικά σέ πολλούς συνανθρώπους μας, δυστυχῶς ἀκόμη καί χριστιανούς. Τό βασικό πρόβλημά μας δηλαδή ἔναντι τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ ἐγωϊσμός μας, ὁ ὁποῖος μᾶς ὁδηγεῖ στήν δαιμονική αὐτοθεοποίησή μας. Τό ῾ἔτσι μ᾽ ἀρέσει᾽, ῾αὐτό εἶναι τό γοῦστο μου᾽, εἶναι ὄχι λίγες φορές αὐτά πού ἀκοῦμε ἀπό τούς χριστιανούς μας, μέσα στούς ὁποίους βεβαίως ὑπάρχει καί ὁ ἑαυτός μας. ᾽Αλλά ἡ ἐπιλογή αὐτή σημαίνει τήν ἀνυπακοή καί τήν ἐναντίωσή μας στόν Θεό, συνεπῶς καί αὐτό πού φέρει ὡς ἀποτέλεσμα: τήν κόλαση ἤδη ἀπό τήν ζωή αὐτή. Τό ᾽χουμε ξαναπεῖ καί μακάρι νά τό πιστέψουμε καί νά τό ἐφαρμόζουμε: ἡ λύτρωσή μας, ὁ Παράδεισός μας, ἀπό τώρα, εἶναι τό ῾γενηθήτω τό θέλημά σου, Κύριε᾽. Κάποτε πρέπει νά ἀποδεχτοῦμε ὅτι ἡ δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ εἶναι καλύτερη καί ὑπέρτερη ἀπό τήν δική μας.