Τετάρτη 15 Μαΐου 2013

Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ



Tό μόνο καινούργιο στόν κόσμο

Ἔμφυτη εἶναι ἡ ἐπιθυμία τοῦ ἀνθρώπου πάντοτε γιά τό νέο καί τό καινούργιο. Κάθε τι καινούργιο τόν συγκινεῖ καί τόν προσανατολίζει σ’ αὐτό. Ὅπως ἤδη τό εἶχε διατυπώσει ὁ μεγάλος ἀρχαῖος Ἕλληνας φιλόσοφος Ἀριστοτέλης «φύσει ὁ ἄνθρωπος ὀρέγεται τοῦ εἰδέναι». Διότι τό παλιό τό ἐντάσσει κανείς στίς δικές του ἐμπειρίες, τό γνωρίζει, τό «κατακτᾶ» κατά κάποιο τρόπο, ὁπότε ἐπιζητεῖ στή συνέχεια τό ἑπόμενο σκαλοπάτι, τή νέα ἐμπειρία. Γι’ αὐτό καί πολύ συχνά μιλοῦμε οἱ ἄνθρωποι γιά τήν ἀναζήτηση νέων ἐμπειριῶν, κάτι πού δυστυχῶς τό ἐκμεταλλεύονται ὁρισμένοι ἐπιτήδειοι, γιά νά παραπλανήσουν ἰδιαιτέρως τίς νεώτερες ὁμάδες τῶν ἀνθρώπων. Ἀκόμη καί τά διάφορα πολιτικά σχήματα ἀνά τόν κόσμο ἔχουν κατανοήσει τήν ἀλήθεια αὐτή καί γι’ αὐτό μιλοῦν γιά νέο τοπίο, νέα πραγματικότητα, καινούργια ἐποχή.

Ἔτσι διαπιστώνεται καθημερινά ὅτι ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι πολύ μεγάλη γιά νά περικλειστεῖ στά μεμονωμένα ὅρια τῶν στοιχείων τοῦ κόσμου τούτου. Ὁ ἄνθρωπος διψάει γιά τά πάντα. Κι εἶναι εὔλογο: ὁ ἄνθρωπος πλασμένος κατ’ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ ἔχει προοπτική πολύ πιό πέρα ἀπό τόν κόσμο. Εἶναι δημιουργημένος γιά νά περιλάβει μέσα του ὁλόκληρο τόν Θεό του. Ὁ Θεός εἶναι ἡ ἀρχή καί τό τέλος του. « Ὅτι ἐν αὐτῶ ἐκτίσθη τά πάντα... τά πάντα δι’αὐτοῦ καί εἰς αὐτόν ἔκτισται» (Κολ. 1,16) . Εἶναι γνωστή ἡ φράση τοῦ ἁγίου Αὐγουστίνου ἐν προκειμένῳ: «Ἀνήσυχη εἶναι ἡ καρδιά μας, Κύριε, μέχρις ὅτου βρεῖ Ἐσένα καί ἀναπαυτεῖ σ’ Ἐσένα»!

Τό πρόβλημα ἐπιτείνεται ἀκόμη περισσότερο, ὅταν ἀναλογιστεῖ κανείς ὅτι ἡ ἀναζήτηση τοῦ νέου στόν κόσμο αὐτό τελικῶς δέν ὑφίσταται, διότι πέραν τοῦ ὅτι ὅλος ὁ κόσμος δέν μπορεῖ νά γεμίσει τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, τό ὁποιοδήποτε νέο φέρει μέσα του τό στοιχεῖο ἐκεῖνο πού φθείρει καί παλιώνει τά πάντα: τήν ἁμαρτία. Δέν λέμε κάτι ἄγνωστο ἄν ὑπενθυμίσουμε ὅτι ἡ ἁμαρτία ἀποτελεῖ τή φθορά τοῦ κόσμου καί τοῦ ἀνθρώπου καί γι’ αὐτό ὁ κόσμος αὐτός πού κεῖται ἐν τῆ ἁμαρτίᾳ δέν μπορεῖ νά παρουσιάσει ποτέ τίποτε καινούργιο καί νέο. Τό μόνο «νέο» εἶναι τό παλιό μέ νέα μορφή. Ἀλλά αὐτό δέν εἶναι νέο! Ὅσο κι ἄν ἠχεῖ ἀπόλυτη καί μελαγχολική ἡ παραπάνω θέση, δέν παύει ν’ ἀποτελεῖ τήν πραγματικότητα. «Τά γάρ ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος» (Ρωμ. 6,23)  εἶναι ἡ θεόπνευση φράση τῆς Γραφῆς.

Τά παραπάνω ὅμως δέν σημαίνουν ὅτι τελικῶς λείπει ἀπό τόν κόσμο τό ὄντως νέο, τό ὄντως καινούργιο. Αὐτό ὑπάρχει, τό ἔχουμε διαρκῶς δίπλα μας, πλάι μας, μποροῦμε καί μέσα μας, συνιστᾶ τό ὑπόβαθρο ὅλου τοῦ κόσμου, ἀλλά σχετίζεται μέ τήν ἐν Χριστῶ πραγματικότητα, αὐτήν πού πηγάζει ἐκτός τοῦ κόσμου, ζεῖ ὅμως καί μέσα στόν κόσμο. Ὁ Χριστός ὡς Θεός καί ἄνθρωπος, ὡς ἐκτός τοῦ κόσμου καί ἐντός αὐτοῦ, συνιστᾶ τήν μόνη πραγματική νέα ζωή, μαζί μέ ὅ,τι εἶναι δικό Του καί σχετίζεται μέ Αὐτόν: τήν ἁγία Ἐκκλησία Του καί τούς ἁγίους Του. Ἐκεῖνος εἶναι κατά τήν πατερική ἔκφραση «τό μόνον καινόν καινότατον ὑπό τόν ἥλιον».

Αἰτία γιά τήν ἀλήθεια αὐτή εἶναι τό γεγονός ὅτι ὁ Χριστός ὡς ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός εἶναι ὁ μόνος πού μέ τό Πνεῦμα Του μπορεῖ νά διεισδύσει στά τρίσβαθα τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς καί νά δημιουργήσει τίς συνθῆκες καινούργιας ζωῆς. Τό νέο ἤ τό παλιό δέν ἀποτελοῦν ἐξωτερικές καταστάσεις. Συνιστοῦν ἐσωτερικές πραγματικότητες καί συνεπῶς μέσα μας, στήν καρδιά μας, ζοῦμε τό νέο ἤ τό παλιό. Ἀπό τήν ἄποψη αὐτή ἡ βιολογική ἡλικία δέν εἶναι τό κριτήριο γιά νά χαρακτηριστεῖ κάτι νέο ἤ παλιό. Ὑπάρχουν νέοι πού δυστυχῶς νιώθουν γέροι, καί ὑπάρχουν γέροι πού εἶναι στήν κυριολεξία νέοι. Ποιός θά ἀμφισβητοῦσε γιά παράδειγμα τήν νεότητα τοῦ Γέροντος Πορφυρίου ἤ τοῦ Γέροντος Παϊσίου, πού στήν ὅποια συνάντηση κάποιου μαζί τους ἔφευγε ἀνανεωμένος; Τί πρόσφεραν γιά τήν ἀνανέωσή του αὐτή;  Μά αὐτό πού ζοῦσαν καί «κατεῖχαν»: τήν νεότητα τοῦ Χριστοῦ. Προσφέρουμε πάντα στούς ἄλλους αὐτό πού ἔχουμε. «Οὐκ ἄν λάβῃς παρά τοῦ μή ἔχοντος»!

Καί βεβαίως εἶναι αὐτονόητο ὅτι ὁ Χριστός δημιουργεῖ μέσα στήν καρδιά μας τίς συνθῆκες νέας ζωῆς, γιατί ἀφενός εἶναι ὁ Θεός μας – «πάντα δι’ Αὐτοῦ ἐγένετο καί χωρίς Αὐτοῦ ἐγένετο οὐδέ ἕν ὅ γέγονε»(Ἰωάν.1,3) - ἀφετέρου καταργεῖ ὅ,τι φθείρει καί παλιώνει τήν ζωή: τήν ἁμαρτία. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ὁ μόνος πού ἐρχόμενος στόν κόσμο «ἦρε τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου» (Πρβλ. Ἰωάν. 1,29)  καί μᾶς μετέδωσε τήν δικαιοσύνη Του καί τήν ζωή Του. Ἡ σταυρική ἰδίως θυσία Του αὐτό ἀποκαλύπτει:  πάνω στό Σταυρό δέν ἔπαθε ἕνας ἄνθρωπος, ἔστω καί πολύ καλός, ἀλλά ὁ Θεός ἐν σαρκί. Καί τό μαρτύριό Του ἦταν αὐτό πού δέν φαινόταν: ἡ ἄρση τῆς ἁμαρτίας τοῦ κόσμου, ὅλων τῶν ἀνθρώπων, ὅλων τῶν ἐποχῶν. Ἡ Ἀνάστασή Του ἦλθε ὡς τό ἀποτέλεσμα τοῦ Σταυροῦ: ἀφοῦ καταργήθηκε τό σῶμα τῆς ἁμαρτίας καί συνεπῶς καί τοῦ θανάτου πού ἐπηκολούθησε, εἰσῆλθε στόν κόσμο ἡ ζωή τοῦ Θεοῦ πού γίνεται πιά καί ζωή τῶν ἀνθρώπων. Τό νέο λοιπόν ἤδη ὑπάρχει. Ἀφ’ ἧς στιγμῆς ὁ Κύριος ἀναστήθηκε πατώντας τόν θάνατο μέ τόν θάνατό Του μᾶς ἔσωσε, γιατί μᾶς ἔδωσε καί μᾶς δίνει τήν δυνατότητα μετοχῆς στήν δική Του ζωή. Καί τοῦτο ἐπιτυγχάνεται μέσα στήν Ἐκκλησία διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος, διά τῆς θείας Κοινωνίας, διά τῆς τηρήσεως τῶν ἁγίων ἐντολῶν Του. «Ὁ τρώγων μου τήν σάρκα καί πίνων μου τό αἷμα ἐν ἐμοί μένω κἀγώ ἐν αὐτῶ» (Ἰωάν, 6,54). Καί: «ὁ τηρῶν τάς ἐντολάς αὐτοῦ ἐν αὐτῶ μένει καί αὐτός ἐν αὐτῶ» (Α΄Ἰωάν. 3,24).

Μποροῦμε κατά συνέπεια νά χαροῦμε πράγματι στήν ζωή αὐτή. «Τά ἀρχαῖα παρῆλθε. Ἰδού γέγονε καινά τά πάντα» (Β΄Κορ. 5,17). Μποροῦν ὅμως νά χαροῦν μόνον οἱ ἀληθινοί Χριστιανοί. Οἱ μή χριστιανοί ἤ οἱ μή συνειδητοί Χριστιανοί δέν ἔχουν λόγους δυστυχῶς χαρᾶς. Γιατί τό ἐξηγήσαμε καί παραπάνω: ἡ ὁποιαδήποτε ἀνακαινιστική πρόταση τοῦ κόσμου τούτου στηρίζεται σέ φθαρτά ὑλικά, πού εἶναι τά ὑλικά τῆς ἁμαρτίας. Ὅταν κτίζεις μέ σάπιο ὑλικό, εἶναι βέβαιο τό ἀποτέλεσμα: ἡ κατάρρευση...

Τό συμπέρασμα εἶναι προφανές: οἱ χριστιανοί χρειάζεται νά συνειδητοποιοῦμε διαρκῶς τό μεγαλεῖο τῆς πίστεώς μας καί νά ἀρχίσουμε νά παίρνουμε κάποια στιγμή στά σοβαρά τήν πίστη μας ὥστε νά τήν κάνουμε ζωή μας. Ἡ ἐμπειρική συμμετοχή στά τῆς πίστεως  θά ἐπιβεβαιώνει μέσα μας  αὐτό πού ἐπιβεβαίωσαν πρίν ἀπό ἐμᾶς οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι καί ὅλοι οἱ ἅγιοί μας: τήν δύναμη τοῦ Θεοῦ στήν ζωή μας, τόν διαρκή ἀνακαινισμό τοῦ Πνεύματός Του στήν ἴδια τήν ὕπαρξή μας. Ἄν δέν πειραματιστοῦμε προσωπικά στόν ἑαυτό μας, ἡ πίστη μας θά παραμένει ἀνενέργητη, ἐμεῖς θά βαυκαλιζόμαστε μέ τήν ἰδέα ὅτι εἴμαστε χριστιανοί ὄντας βουτηγμένοι στήν φθορά τῆς ἁμαρτίας μας, ἐνῶ οἱ ἐκτός τῆς πίστεως ἐξαιτίας μας θά βλασφημοῦν τόν Θεό μας. «Τό γάρ ὄνομα τοῦ Θεοῦ δι’ ὑμᾶς βλασφημεῖται ἐν τοῖς ἔθνεσι!» (Ρωμ. 2,24).