Πέμπτη 21 Μαρτίου 2013

Η ΕΥΧΗ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΕΦΡΑΙΜ ΤΟΥ ΣΥΡΟΥ (4)



῾Η φιλαρχία

Μόλις προηγουμένως ὁ Σιναΐτης ἅγιος ζωγράφισε τήν κατάσταση τοῦ περιέργου: ῾ταξιδεύει μέ τό πλοῖο τῆς οἰήσεως᾽. Αὐτό δείχνει ὅτι ἡ περιέργεια σχετίζεται μέ τήν ὑπερηφάνεια, ἡ ὑπερηφάνεια δέ μέ ὅ,τι ὁ ὅσιος ᾽Εφραίμ ὀνομάζει φιλαρχία. Γιατί φιλαρχία σημαίνει ἀγάπη γιά ἀρχή, δίψα γιά ἐξουσία, ἐπιβολή ἐπί τῶν ἄλλων. Μία ἐξήγηση τοῦ φαινομένου δίνει σέ παραπλήσιο ἐπίπεδο και πάλι ὁ μέγαλος νηπτικός ἅγιος Διάδοχος. ῾῾Ο πνευματικός λόγος – σημειώνει – φυλάγει πάντοτε τήν ψυχή ἀπό τήν κενοδοξία, γιατί τήν φωτίζει σέ ὅλα τά μέρη της καί τήν κάνει νά μήν ἔχει ἀνάγκη ἀπό ἀνθρώπινη τιμή. Γι᾽ αὐτό καί φυλάγει τήν διάνοια ἀπό φαντασίες, καθώς τήν ἀλλοιώνει καί τήν στρέφει ὁλόκληρη στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. ᾽Αντίθετα, ὁ λόγος τῆς σοφίας τοῦ κόσμου παρακινεῖ πάντοτε τόν ἄνθρωπο στήν φιλοδοξία. ᾽Επειδή δέν ἱκανοποιεῖ μέ νοερή αἴσθηση τήν ψυχή, προξενεῖ στούς ὀπαδούς του ἀγάπη γιά ἐπαίνους, ἀφοῦ εἶναι δημιούργημα κενόδοξων ἀνθρώπων᾽.

῾Η φιλοδοξία λοιπόν κατά τόν ἅγιο Διάδοχο καί ἡ ἀγάπη τῶν ἐπαίνων εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς κενότητας τῆς ψυχῆς. Καί ἡ κενότητα αὐτή ὀφείλεται στήν ἀπουσία τῆς χάρης καί τῆς ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ. Συνεπῶς καί ἡ φιλαρχία ὡς καρπός κενοδοξίας ἀποκαλύπτει τήν ἐσωτερική στέρηση τοῦ ἀνθρώπου, τήν κατάσταση τοῦ σκοτασμοῦ τῆς ψυχῆς του, ἄρα τήν τραγικότητα τῆς ὑπάρξεώς του. ῾Ο φίλαρχος δηλαδή μή ἔχοντας ἐσωτερική πληρότητα ἀναζητεῖ νά γεμίσει τό κενό τῆς ψυχῆς του μέ τήν ἐξωτερική ἀναγνώρισή του ἀπό τούς ἄλλους. ῎Ετσι καί ἡ φιλαρχία ἀποτελεῖ σύμπτωμα ἀρρωστημένης ψυχῆς. Θά ἔλεγε μάλιστα κανείς ὅτι ὅσο μεγαλύτερη εἶναι ἡ δίψα γιά ἐξουσία καί ἐπιβολή ἐπί τῶν ἄλλων, τόσο μεγαλύτερη εἶναι καί ἡ ἀσθένεια τῆς ψυχῆς. Κατά συνέπεια ὁ φίλαρχος μόνον ὡς ἀντικείμενο οἴκτου καί λύπης θά μποροῦσε νά θεωρηθεῖ.

Εἴμαστε ὑποχρεωμένοι ὅμως στό σημεῖο αὐτό νά κάνουμε μία διάκριση. Καταδικάζοντας τήν φιλαρχία δέν καταδικάζουμε ταυτοχρόνως καί τό ἄρχειν. ῾Ο ὅσιος Πέτρος Δαμασκηνός ἀναφέρει γιά παράδειγμα: ῾Οὐκ ἔστι κακόν τό ἄρχειν, ἀλλ᾽ ἡ φιλαρχία, οὐδέ ἡ δόξα ἀλλ᾽ ἡ φιλοδοξία καί ἡ χείρων ταύτης κενοδοξία᾽. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ ἐπιθυμία γιά ἀρχή καί ἐξουσία μπορεῖ νά γίνει ἀποδεκτή, ἀρκεῖ νά μήν εἶναι δεμένη μέ τό πάθος τοῦ ἐγωϊσμοῦ. ῾Η ἐμπαθής δηλαδή  ἐπιθυμία τοῦ ἄρχειν καταδικάζεται.

῾Ο λόγος γι᾽ αὐτό εἶναι γνωστός. Τό ἄρχειν ἀνήκει σ᾽ ἐκεῖνα τά χαρίσματα πού δόθηκαν ἀπό τόν Θεό στόν ἄνθρωπο λόγω τῆς κατ᾽ εἰκόνα Αὐτοῦ πλάσεώς του. Τό ἄρχειν δηλαδή ἐντάσσεται στά πλαίσια τῆς λεγόμενης ἀρχέγονης δικαιοσύνης τοῦ ἀνθρώπου. ῾Η πτώση στήν ἁμαρτία διέστρεψε καί αὐτό τό χάρισμα, τό ὁποῖο βρῆκε τήν ἀποκατάστασή του μεταξύ τῶν ἄλλων στό πρόσωπο τοῦ Κυρίου ᾽Ιησοῦ. ῎Ετσι ὁ ἐν Χριστῷ ἀναγεννημένος ἄνθρωπος μπορεῖ νά ἐπιθυμεῖ τό ἄρχειν, ἀλλά μέ τίς προϋποθέσεις τοῦ Χριστοῦ. Κι αὐτό θά πεῖ: μέσα στά πλαίσια τῆς ἀγάπης. Κατά συνέπεια ἡ ἐπιθυμία τῆς πρωτιᾶς ἐννοεῖται μόνον ὡς διακονία καί θυσία πρός χάρη τοῦ συνανθρώπου. ῾Εἴ τις θέλει πρῶτος εἶναι, ἔσται πάντων ἔσχατος καί πάντων διάκονος᾽ (Μάρκ. 9, 35). Λοιπόν ἐκεῖνος γίνεται φυσικός ἀρχηγός: ὅποιος εἶναι ἕτοιμος νά θυσιασθεῖ πρός χάρη τοῦ ἄλλου. ῎Ετσι κατανοεῖται καί ἡ προτεραιότητα καί ἡ ἀρχηγία τοῦ ἄνδρα ἔναντι τῆς γυναίκας στήν οἰκογένεια: ὡς δηλαδή προτεραιότητα διακονίας καί προσφορᾶς. Κι ἀκόμη. Μέσα στό πλαίσιο αὐτό γίνεται ἀποδεκτή καί ἡ ἐπιθυμία γιά ἐξουσία ἀπό τόν χριστιανό: ὡς ἐπιθυμία γιά διακονία τῶν συνανθρώπων.