Σάββατο 31 Μαρτίου 2012

ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΝΗΣΤΕΙΩΝ (ΟΣΙΑΣ ΜΑΡΙΑΣ ΤΗΣ ΑΙΓΥΠΤΙΑΣ)


    
     Ἡ Ε´ Κυριακή τῶν Νηστειῶν συνιστᾶ τήν ἀπαρχή τῆς τελευταίας ἑβδομάδας τῆς Μ. Σαρακοστῆς. Τό ἐρχόμενο Σάββατο, τοῦ ἁγ. Λαζάρου, σημαίνει τή λήξη τῆς ἁγίας αὐτῆς περιόδου, πού θεωρεῖται μάλιστα τύπος ὅλης τῆς ζωῆς τοῦ Χριστιανοῦ, μέ τήν ἔννοια ὅτι αὐτά πού καλούμαστε νά ζήσουμε ἰδιαιτέρως τή Σαρακοστή – τήν πιό ἔντονη προσευχή, τήν πιό συνεπή νηστεία, τήν πιό βαθειά μετάνοια, τή μεγαλύτερη ἀγάπη κι ἐλεημοσύνη – αὐτά θά πρέπει νά προσδιορίζουν καί τήν κάθε ἡμέρα τῆς ζωῆς μας. Μή ξεχνᾶμε ὅτι ῾παράγει τό σχῆμα τοῦ κόσμου τούτου᾽ (ἀπ. Παῦλος) καί τό πιό οὐσιῶδες ἔτσι γιά τόν ἄνθρωπο εἶναι ἡ στροφή πρός τόν Θεό καί ἡ ἐν θερμῇ ἀγάπῃ κοινωνία μαζί Του. Τά λόγια τοῦ ἁγίου γέροντα π. Παϊσίου ἐν προκειμένῳ εἶναι ἀφυπνιστικά: ῾Ὅλη ἡ ζωή μου εἶναι μιά Σαρακοστή᾽! Αὐτήν τήν τελευταία λοιπόν ἑβδομάδα ἡ ᾽Εκκλησία μας μᾶς κτυπᾶ γιά ὕστατη φορά τό ῾καμπανάκι᾽ τῆς σωτηρίας μας. Μᾶς καλεῖ, ἔστω καί τώρα, ἔστω καί τήν τελευταία στιγμή, νά μετανοήσουμε. Νά μήν ποῦμε ὅτι ῾τώρα πιά πέρασε ὁ καιρός, δέν γίνεται τίποτε᾽! Καί τό κάνει αὐτό ἡ ᾽Εκκλησία προβάλλοντας ἕνα πρόσωπο πού βίωσε συγκλονιστικά τή μετάνοια καί γι᾽ αὐτό θεωρεῖται πρότυπο μετανοίας: τήν ὁσία Μαρία τήν Αἰγυπτία! Μέ τά ἴδια λόγια μάλιστα τοῦ συναξαρίου τῆς ἡμέρας: ῾᾽Ετάχθη ἡ μνήμη τῆς ὁσίας Μαρίας σήμερον, ἐγγίζοντος ἤδη τοῦ τέλους τῆς ἁγίας Τεσσαρακοστῆς, πρός διέγερσιν τῶν ραθύμων καί ἁμαρτωλῶν εἰς μετάνοιαν, ἐχόντων ὑπόδειγμα τήν ἑορταζομένην ἁγίαν᾽.
     Μικρή ἀναφορά στό βίο τῆς ὁσίας καί μερικές παρατηρήσεις πάνω σ᾽ αὐτόν θά μᾶς πείσουν ἀπολύτως γιά τοῦ λόγου τό ἀληθές.
     Ἡ ὁσία Μαρία ὅταν ἦταν δωδεκαετής, ξέφυγε ἀπό τούς γονεῖς της καί πῆγε στήν ᾽Αλεξάνδρεια, ὅπου ἔζησε βίο ἄσωτο 17 ὁλόκληρα χρόνια. ῎Επειτα ἀπό περιέργεια κινούμενη, πῆγε μέ πολλούς ἄλλους προσκυνητές στά Ἱεροσόλυμα, γιά νά παρευρεθεῖ στήν Ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. ᾽Εκεῖ ὅμως ἐπιδόθηκε καί πάλι σέ κάθε εἶδος ἀκολασίας καί ἁμαρτιῶν καί ἔσυρε πολλούς στό βυθό τῆς ἀπωλείας. Ὅταν ὅμως θέλησε νά μπεῖ στήν ᾽Εκκλησία, τήν ἡμέρα πού ὑψωνόταν ὁ Σταυρός, αἰσθάνθηκε τρεῖς καί τέσσερις φορές κάποια ἀόρατη δύναμη νά τῆς ἐμποδίζει τήν εἴσοδο, ἐνῶ τό πλῆθος τοῦ λαοῦ εἰσερχόταν ἀνεμπόδιστα στό ναό. Πληγώθηκε στήν καρδιά ἀπό τό γεγονός κι ἀποφάσισε νά ἀλλάξει ζωή καί νά ἐξιλεώσει στό ἑξῆς τόν Θεό μέ τή μετάνοιά της. Γύρισε λοιπόν καί πάλι στήν ᾽Εκκλησία μέ τήν ἀπόφαση αὐτή, ὁπότε μπῆκε εὔκολα μέσα. Προσκύνησε τό Τίμιο Ξύλο καί ἀναχώρησε τήν ἴδια ἡμέρα ἀπό τά Ἱεροσόλυμα. Πέρασε τόν ᾽Ιορδάνη καί μπῆκε στά ἐνδότερα τῆς ἐρήμου, ὅπου κι ἔζησε ἐκεῖ ἐπί 47 χρόνια. Τά χρόνια αὐτά ἦταν γιά τήν Μαρία χρόνια σκληρότατης καί ὑπέρ ἄνθρωπον ἄσκησης, χρόνια προσευχῆς στόν Θεό. Στά τέλη τῆς ζωῆς της συνάντησε κάποιο ἐρημίτη, Ζωσιμᾶ τό ὄνομα, στόν ὁποῖο ἐξομολογήθηκε ὁλόκληρη τή ζωή της καί τόν παρακάλεσε νά τῆς φέρει τά ἄχραντα μυστήρια γιά νά κοινωνήσει. Αὐτό ἔγινε τό ἐρχόμενο ἔτος, τή Μεγάλη Πέμπτη. Ὅταν τήν ἑπόμενη χρονιά ξανάρθε ὁ ἀββᾶς Ζωσιμᾶς, βρῆκε τή Μαρία νεκρή, ἐνῶ δίπλα της ἦταν γραμμένα τά ἑξῆς λόγια: ῾᾽Αββᾶ Ζωσιμᾶ, θάψε ἐδῶ τό σῶμα τῆς ἄθλιας Μαρίας. Πέθανα τήν ἴδια ἡμέρα, κατά τήν ὁποία κοινώνησα τῶν ἀχράντων μυστηρίων. Νά εὔχεσαι γιά μένα᾽.

1) ᾽Εκεῖνο πού ὁδήγησε τήν Μαρία στά Ἱεροσόλυμα δέν ἦταν κάποιος πόθος, ὅπως τόν ἔχουν πολλοί Χριστιανοί. ῾Νά πᾶμε καί στά Ἱεροσόλυμα, στούς ῾Αγίους Τόπους, κι ἄς πεθάνουμε᾽. Κίνητρό της ὑπῆρξε κάτι πολύ πεζό καί πολλές φορές ἀξιοκατάκριτο: ἡ περιέργεια. Καί τό χειρότερο: ἡ περιέργειά της αὐτή συνδέθηκε μέ τήν ἐξάσκηση τοῦ παναθλίου ἐπαγγέλματός της. Μέ ἄλλα λόγια, ἡ ἐπίσκεψή της στήν ἁγία Πόλη δέν εἶχε κανένα μεταφυσικό βάθος. Θά ἔλεγε κανείς ὅτι ἦταν μιά εὐκαιρία νά ῾σπάσει᾽ ἀπλῶς τή ρουτίνα τῆς ζωῆς της, κάτι πού ἀσφαλῶς ἐκμεταλλεύτηκε καί ὁ ἀρχαῖος ἐχθρός τοῦ ἀνθρώπου, ὁ πονηρός, πού τήν ἔσπρωξε στήν ἐπέκταση τῆς ἁμαρτωλῆς δραστηριότητάς της. Κι ὅμως! Κι αὐτήν ἀκόμη τήν κατάσταση ἀξιοποιεῖ ὁ πανάγαθος Θεός. Βρίσκει τήν εὐκαιρία νά τήν καλέσει σέ μετάνοια μ᾽ ἕνα ἰδιαίτερα προσωπικό γι᾽ αὐτήν τρόπο. Χωρίς νά τή ρεζιλέψει, χωρίς ν᾽ ἀποκαλύψει τήν ἀθλιότητα τῆς ζωῆς της, τήν κάνει νά συνειδητοποιήσει τήν ἄβυσσο τῆς κατάντιας της. Καί πράγματι, ἡ μέθοδος τοῦ Θεοῦ ἐπιτυγχάνει. Ἡ Μαρία μετανοεῖ. ῾Η πρώτη μας παρατήρηση λοιπόν ἀφορᾶ στήν ἐφευρετικότητα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Τά πάντα ἀπό τή ζωή μας ἀξιοποιεῖ ὁ Θεός, γιά νά μᾶς κάνει νά ριχτοῦμε στήν ἀγκαλιά Του. Κι ὁ λόγος: εἶναι ὁ Πατέρας μας!

2) Μιά δεύτερη παρατήρηση ἀναφέρεται σ᾽ ἕνα φαινομενικά παράδοξο: ὁ Θεός κλείνει τήν εἴσοδο τοῦ ναοῦ μόνο στή Μαρία. Γιατί παράδοξο; Διότι ὁ Θεός μέ τήν ᾽Εκκλησία Του δέχεται κάθε ἄνθρωπο ἐρχόμενο κοντά Του. ῾Τόν ἐρχόμενον πρός με οὐ μή ἐκβάλω ἔξω᾽ εἶπε ὁ Κύριος (᾽Ιωάν. 6, 37). Καί πῶς θά μποροῦσε νά γίνει κάτι τέτοιο, ἀφοῦ ὁ Κύριος ἀκριβῶς ἦλθε γι᾽ αὐτό: νά καλέσει τούς ἁμαρτωλούς σέ μετάνοια; Κάθε λοιπόν ἁμαρτωλός, πού πλησιάζει τόν Θεό καί τήν ᾽Εκκλησία, γίνεται ἀπό Αὐτόν ἀποδεκτός. ῎Αλλωστε στήν ᾽Εκκλησία ὅλοι ἔτσι προσερχόμαστε, ἤ τουλάχιστον πρέπει νά προσερχόμαστε: ὡς ἁμαρτωλοί πού ἔχουμε ἀνάγκη σωτηρίας. Γι᾽ αὐτό καί ἡ ᾽Εκκλησία μας ποτέ δέν κάνει τό διαχωρισμό τῶν ἀνθρώπων σέ ἁμαρτωλούς καί μή ἁμαρτωλούς. Διότι ἀπολύτως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἴμαστε ἁμαρτωλοί. ῾Πάντες ἥμαρτον καί πάντες ὑστεροῦναι τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ᾽ (ἀπ. Παῦλος). Πῶς ὅμως τότε ὁ Θεός ἔκλεισε τήν εἴσοδο γιά τήν Μαρία τήν ἁμαρτωλή, πού προσερχόταν κοντά Του; ᾽Ακριβῶς, διότι ἐρχόταν στό ναό, χωρίς τή διάθεση νά ἔλθει κοντά Του. Ἡ Μαρία θέλησε δηλ. νά μπεῖ στό ναό, χωρίς μετάνοια, χωρίς ἀπόφαση ἀλλαγῆς γιά τή ζωή της. Ἡ ἀπαγόρευση αὐτή λειτούργησε θετικά γιά τήν Μαρία. Τήν συγκλόνισε καί τήν ὁδήγησε σέ μετάνοια. Μόλις πῆρε λοιπόν τήν ἀπόφαση γι᾽ ἀλλαγή τρόπου ζωῆς, ἀμέσως ἡ εἴσοδος ἀνοίχθηκε καί γι᾽ αὐτήν. ῎Ετσι, βεβαίως ὁ Θεός καλεῖ τούς πάντες και ἀποδέχεται τούς πάντες, ὅσο ἁμαρτωλοί κι ἄν εἶναι, μέ μόνη ὅμως τήν προϋπόθεση νά μετανοήσουν. Καί τοῦτο γιατί μιά σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό, χωρίς μετάνοια, θά σημάνει τήν καταδίκη καί τήν ἀπώλεια τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Θεός δέν προσφέρει τή χάρη Του μαγικῷ τῷ τρόπῳ. Ζητᾶ τήν ἀνταπόκριση τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία κυρίως ἐκφράζεται ὡς μετάνοια. Μή ξεχνᾶμε ἄλλωστε ἐπ᾽ αὐτοῦ ὅτι ἡ κόλαση κάπως ἔτσι ὁρίζεται ἀπό τούς ἁγίους μας: ὡς σχέση μέ τόν Θεό, ἀλλά σέ κατάσταση ἀμετανοησίας, μέ τήν ἔννοια ὅτι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ σ᾽ ἕνα τέτοιον ἄνθρωπο λειτουργεῖ ἀρνητικά, δηλαδή ὡς κόλαση. ῎Ετσι τό ἀντίδοτο γιά ὁποιαδήποτε ἁμαρτία μας, ὅσο μεγάλη κι ἄν εἶναι, εἶναι ἡ μετάνοια. Αὐτή ἀποτελεῖ τό κλειδί πού μᾶς ἀνοίγει τήν εἴσοδο τοῦ Οὐρανοῦ.

3) Θά θέλαμε ὅμως νά κάνουμε καί μιά τρίτη παρατήρηση. Ὁ Θεός θέλησε νά πάρει τήν ὁσία Μαρία ἀπό τόν κόσμο αὐτό, ὅταν ἐκείνη ὁλοκλήρωσε καί τελειοποίησε τή μετάνοιά της. Κι αὐτό ἔγινε μέ τήν ἐξομολόγησή της καί τήν κοινωνία τῶν ἀχράντων μυστηρίων. Εἶναι πράγματι συγκλονιστικό νά σκεφτεῖ κανείς ὅτι γιά τήν Μαρία 47 χρόνια ἀσκητικῆς ζωῆς ἦταν χρόνια προετοιμασίας. Καθάρισε ὅσο ἦταν δυνατόν σ᾽ αὐτήν τόν ἑαυτό της. Ὑπερέβη τά πάθη καί τίς ἁμαρτίες της. Κι ὅμως τό τέλειο - μέσα πάντα στά ἀνθρώπινα πλαίσια - ἦλθε μέ τήν ἐξομολόγηση καί τή θεία Κοινωνία. ᾽Απόδειξη: μόλις κοινώνησε, κοιμήθηκε κι ἡ ψυχή της φτερούγισε στά χέρια τοῦ Δημιουργοῦ της. Αὐτό βεβαίως σημαίνει, μεταξύ τῶν ἄλλων, ὅτι ποτέ ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά τελειοποιηθεῖ, νά θεωθεῖ κατά πιό θεολογική ὁρολογία, ἄν δέν συμμετάσχει στή δραστική χάρη τῶν μυστηρίων τῆς ᾽Εκκλησίας καί μάλιστα τῆς θείας Εὐχαριστίας. Μέ ἄλλα λόγια ἡ ὁλοκλήρωση τοῦ ἀνθρώπου δέν εἶναι θέμα αὐτοδυναμίας του, ἀλλά συνεργασίας του μέ τήν παντοδύναμη χάρη τοῦ Θεοῦ.


      Ἡ μετάνοια εἶναι μονόδρομος. ῎Αλλος δρόμος γιά τήν ἔνταξή μας στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ δέν ὑπάρχει. Κι εἶναι τοῦτο ἡ μεγαλύτερη παρηγοριά μας. Μέ δεδομένα τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί τήν ἁμαρτωλότητά μας ἡ μετάνοια ἀποτελεῖ τό συνδετικό κρίκο τῶν δύο δεδομένων. Δέν ἔχουμε παρά νά βαδίζουμε σ᾽ αὐτόν τό δρόμο μαζί μέ τούς ἁγίους μας, μαζί μέ τήν σήμερα ἑορταζομένη ὁσία Μαρία τήν Αἰγυπτία. Εἶναι ὁ δρόμος πού σέ κάθε βῆμα μᾶς φέρνει σέ ἄμεση σχέση μέ τόν Χριστό.

Παρασκευή 30 Μαρτίου 2012

ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΚΑΘΙΣΤΟ ΥΜΝΟ



 ῾᾽Ανοίξω τό στόμα μου καί πληρωθήσεται Πνεύματος...᾽ Θά ἐπιχειρήσουμε νά προσεγγίσουμε τό πανάχραντο πρόσωπο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου μέσα ἀπό τόν εἰρμό τῆς πρώτης ὠδῆς τοῦ κανόνα τοῦ ᾽Ακαθίστου ῞Υμνου. Ὡς γνωστόν ἡ ἐκκλησιαστική ποίηση ἤδη ἀπό τόν 8ο μ.Χ. αἰ. καθιέρωσε ὡς τρόπο ἔκφρασης τό εἶδος πού λέγεται κανόνας καί πού ἀποτελεῖται ἀπό ἐννέα ὠδές. Κι ἡ κάθε ὠδή ξεκινάει μέ τόν εἰρμό, πού ὀνομάζεται ἔτσι, γιατί εἴρει, δηλ. συνδέει στόν τρόπο ψαλμωδίας καί τά ὑπόλοιπα τροπάρια τῆς ὠδῆς. Ὁ πρῶτος λοιπόν εἰρμός ἀναφέρει: ῾᾽Ανοίξω τό στόμα μου καί πληρωθήσεται Πνεύματος καί λόγον ἐρεύξομαι τῇ βασιλίδι Μητρί, καί ὀφθήσομαι φαιδρῶς πανηγυρίζων καί ἄσω γηθόμενος ταύτης τά θαύματα᾽. Δηλ. : Θά ἀνοίξω τό στόμα μου καί θά γεμίσει ἀπό τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, καί θά πῶ λόγο γιά τή βασίλισσα Μητέρα, καί θά φανῶ φαιδρός πανηγυριστής καί θά τραγουδήσω μέ χαρά τά θαύματά της.
Ὁ ὑμνωδός μᾶς λέει ὅτι θά μιλήσει, θά φωνάξει γιά τήν Παναγία, πού εἶναι ἡ βασίλισσα Μητέρα. Στή θέση τοῦ ψαλμωδοῦ βρισκόμαστε ἀκριβῶς κι ἐμεῖς κάθε φορά πού συναζόμαστε γιά νά ψάλουμε τά Χαῖρε πρός αὐτήν.
Ὁ λόγος τοῦ ὑμνωδοῦ ἔτσι δέν εἶναι ἀτομικός του λόγος. Γίνεται λόγος ἐκκλησιαστικός, λόγος ὅλων μας. Τά συναισθήματα γιά τήν Παναγία ὠθοῦνται στήν καρδιά τοῦ ὑμνωδοῦ, ὅπως ὠθοῦνται γιά νά ἐκφραστοῦν καί σέ ὅλους τούς πιστούς. Τί θά πεῖ ὅμως γιά τήν Παναγία ὁ ὑμνωδός; Τί λόγο θά ἐκφράσει ἀπό τό στόμα του; ῎Αρα τί λόγο καλούμαστε κι ἐμεῖς νά ἔχουμε γιά τή Μεγάλη Μητέρα μας;
Ξεκαθαρίζει τά πράγματα ὁ ὑμνωδός:
(1) Ὁ λόγος του δέν θά εἶναι κάποιος πρόχειρος λόγος. Οἱ προχειρότητες ταιριάζουν γιά ἐκεῖνα τά πράγματα τοῦ κόσμου, πού εἶναι ἄνευ σημασίας.
(2) Οὔτε ὅμως μπορεῖ ὁ λόγος του νά εἶναι κάποιος ἀνθρώπινος στοχασμός, ἔστω καί σοφός. Μπροστά στήν Παναγία ὁ ἀνθρώπινος λόγος χάνει τήν ὅποια δύναμή του.
(3) Ὁ λόγος του, σημειώνει, θά εἶναι λόγος τοῦ ἁγίου Πνεύματος. ῾᾽Ανοίξω τό στόμα μου καί πληρωθήσεται Πνεύματος᾽. Μόνον ὁ ἐμφορούμενος ἀπό τό ἅγιον Πνεῦμα μπορεῖ νά δεῖ ὀρθά καί νά μιλήσει σωστά γιά τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Κατά κάποιο τρόπο πρέπει νά εἶναι κανείς στό ἐπίπεδο τοῦ προφήτη ἤ τοῦ ἀποστόλου, γιά νά μπορέσει νά μιλήσει γιά τήν Παναγία. Αὐτό συμβαίνει διότι ἡ Παναγία δέν εἶναι ἕνα ἁπλό ἀνθρώπινο πρόσωπο. Χαριτώθηκε ἀπό τόν Θεό λόγω τῆς ἀπέραντης ὑπακοῆς της νά γίνει ἡ Μητέρα τοῦ Κυρίου, γι᾽ αὐτό καί μόνον ὅποιος ἔχει μετασκευασμένα ἀπό τό ἅγιον Πνεῦμα τά μάτια του μπορεῖ νά τήν θεωρήσει σωστά. ᾽Ισχύει τό ἴδιο μέ αὐτό πού συνέβη μέ τήν ᾽Ελισάβετ. Τήν εἶδε μετά τόν Εὐαγγελισμό μέ σωστό τρόπο, γιατί ῾ἐπλήσθη Πνεύματος ἁγίου καί ἀνεφώνησε φωνῇ μεγάλῃ καί εἶπε: Εὐλογημένη σύ ἐν γυναιξί᾽. Μόνον λοιπόν ὁ ἐν Πνεύματι εὑρισκόμενος ἔχει ὀρθή θεώρηση τῆς Παναγίας.
῎Ετσι μπροστά σέ ᾽Εκείνην κρίνεται ἡ ποιότητα τῆς χριστιανικῆς μας συνειδήσεως, πού σημαίνει ἀποκαλυπτόμαστε ὀρθόδοξοι ἤ αἱρετικοί. Κι ἀκόμη περισσότερο: μπορεῖ νά ἀποκαλυφθεῖ ἡ ἰουδαϊκή πιθανόν τοποθέτησή μας. Ἡ Παναγία δηλ. ἀποτελεῖ κριτήριο ὀρθοδοξίας. Κατά συνέπεια αὐτοί πού ὑβρίζουν τήν Παναγία, σάν τούς Γιεχωβάδες, βρίσκονται στή θέση τῶν ᾽Ιουδαίων: ἐκεῖνοι τήν ἔκριναν μέ τίς πιό ἀκατανόμαστες ὕβρεις. Αὐτοί πού ἰσχυρίζονται ὅτι εἶναι μιά ἁπλή γυναίκα, ὅπως ὅλες οἱ ἄλλες, φανερώνουν τήν αἵρεσή τους, σάν τούς αἱρετικούς Προτεστάντες. Αὐτοί πού ὑπερτιμοῦν ἀπό τήν ἄλλη τήν Παναγία ἀναβιβάζοντάς την στό ἐπίπεδο τῆς θεότητος, σάν τούς Ρωμαιοκαθολικούς, φανερώνουν τή δεξιά ἀπόκλιση τῆς πλάνης. Γιά τούς ᾽Ορθοδόξους ὅμως ἡ Παναγία εἶναι αὐτό πού δηλώνει τό ὄνομά της: Παν-αγία, δηλ. ὑπεράνω ὅλων τῶν ἁγίων, μά ἄνθρωπος. Γεμάτη ἀπό τή χάρη τοῦ Θεοῦ, χωρίς ὅμως νά ξεφεύγει ἀπό τά ἀνθρώπινα ὅρια. Στό πρόσωπο τῆς Παναγίας βλέπουμε τήν ἀνθρώπινη προοπτική: νά θεωθοῦμε, ἐννοώντας ὡς θέωση τήν ἕνωσή μας μέ τόν Κύριο, παραμένοντας ὅμως πάντοτε ἄνθρωποι.
Κι ὁ ὑμνογράφος καταλήγει: σ᾽ αὐτήν τήν κατάσταση, πού τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ μᾶς δίνει λόγο γιά νά μιλήσουμε γιά τήν Παναγία, χαιρόμαστε καί πανηγυρίζουμε. Δέν μποροῦμε νά θυμηθοῦμε τήν Παναγία καί νά μή φαιδρύνει ἡ ψυχή μας, νά μήν πλησθοῦμε εὐφροσύνης. Γιατί βλέπουμε σ᾽ Αὐτήν τήν περίσσεια τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ. Κι ἡ χάρη εἶναι πάντοτε χαρά. Μόνον ὁ διάβολος σκυθρωπάζει καί καίγεται ἀπό τήν ἀναφορά στήν Παναγία.
Οἱ συνάξεις μας κάθε φορά ἐπί τῇ μνήμῃ τῆς Παναγίας ἀποδεικνύουν ὅτι κι ἐμεῖς ἐμφορούμαστε ἀπό Πνεῦμα Θεοῦ. Λίγο ἤ πολύ ἡ χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος μᾶς ἱκανώνει νά προσερχόμαστε τήν ᾽Εκκλησία καί νά ἀτενίζουμε τό πρόσωπο τῆς Θεοτόκου. Ἡ εὐθύνη μας εἶναι διπλή: νά κρατᾶμε τή χάρη αὐτή, δηλ. νά βρισκόμαστε σ᾽ ἐκείνη κάθε φορά τήν ἑτοιμότητα γιά νά τιμᾶμε τήν Παναγία, καί νά ἀγωνιζόμαστε νά τήν αὐξάνουμε. Καί διακράτηση καί αὔξηση τῆς χάρης τοῦ Θεοῦ, πού πλούσια εἶχε καί ἔχει ἡ Παναγία, σημαίνει: νά ὑποτασσόμαστε κάθε φορά στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Τό ῾ἰδού ἡ δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά τό ρῆμα Σου᾽ τῆς Παναγίας νά γίνεται καί ἡ δική μας ἀπάντηση στήν ὅποια πρόσκληση τοῦ Θεοῦ πού μᾶς ἀπευθύνει τήν κάθε στιγμή τῆς ζωῆς μας.


Ο ΟΣΙΟΣ ΠΑΤΗΡ ΗΜΩΝ ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΗΣ ΚΛΙΜΑΚΟΣ



Σήμερα ἑορτάζεται η μνήμη τοῦ ὁσίου Πατρός ἡμῶν ᾽Ιωάννου τῆς Κλίμακος, πέρα ἀπό τήν Δ´ Κυριακή τῶν Νηστειῶν, ὅπου ἐπίσης εἶναι ἡμέρα ἀφιερωμένη σέ αὐτόν. Ἑορτάζουμε δηλαδή  ἕναν ἀσκητικό συγγραφέα, πού θά μποροῦσε νά χαρακτηριστεῖ ὡς ὁ ἅγιος τῆς Σαρακοστῆς, ἀφοῦ τό βιβλίο του ῾Κλίμαξ᾽ ἀποτελεῖ τό βασικό ἀνάγνωσμα τῆς περιόδου αὐτῆς στά μοναστήρια μας, ἀλλά καί σε πολλούς Χριστιανούς μέσα στόν κόσμο. Κι αὐτό σημαίνει ὅτι ἕνα ἀσκητικό κείμενο μπορεῖ νά εἶναι γραμμένο πρωτίστως γιά τούς καλογέρους, δέν παύει ὅμως νά ἀποτελεῖ ἐντρύφημα, ὅπου μπορεῖ νά ἐφαρμοστεῖ,  γιά κάθε πιστό πού διψάει γνήσια εὐαγγελική τροφή. Δέν πρέπει νά ξεχνᾶμε ὅτι ὁ μοναχισμός γιά την ᾽Εκκλησία μας συνιστᾶ, πρέπει νά συνιστᾶ, τήν ἀκραιφνέστερη ἔφραση τῆς συνεποῦς χριστιανικῆς ζωῆς. Κι ἀπό τήν ἄποψη αὐτή ἀποτελεῖ ὁδοδείκτη γιά κάθε χριστιανό.

 Ὁ ἅγιος ᾽Ιωάννης καταρχάς, γιά τόν ὁποῖο δέν ἔχουμε πολλά βιογραφικά στοιχεῖα, νεαρός,16 ἐτῶν περίπου, ἔγινε μοναχός στό ὄρος Σινᾶ, στή Μονή τῆς ἁγίας Αἰκατερίνης, ἀφοῦ ἤδη εἶχε μάθει ἀρκετά γράμματα. ᾽Επί 19 ἔτη παρέμεινε ὑποτακτικός ἑνός σπουδαίου Γέροντος, τοῦ ἀββᾶ Μαρτυρίου, στόν ὁποῖο ἔκανε ἀδιάκριτη ὑπακοή, ὁπότε μετά τό θάνατό του ἀπεσύρθη σέ ἐρημική τοποθεσία, ὀκτώ χιλιόμετρα μακριά ἀπό τή Μονή, στήν ὁποία καί ἔζησε ἐπί σαράντα χρόνια. ᾽Εκεῖ ἔζησε ὁσιακή ζωή, ὑπερβαίνοντας μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ τά ψεκτά πάθη του καί ἀποκτώντας ὅλα τά χαρίσματα τοῦ Θεοῦ, καί κυρίως τήν ταπείνωση καί τήν ἀγάπη. Μετά τά σαράντα χρόνια παρακλήθηκε νά γίνει ἡγούμενος τῆς Μονῆς, γεγονός πού ἀποδέχθηκε, καί παρέμεινε στό ἀξίωμα αὐτό γιά κάποια χρόνια, ὁπότε θέλησε καί πάλι ν᾽ ἀποσυρθεῖ στήν ἀγαπημένη του ἡσυχία καί μετ᾽ ὀλίγο κοιμήθηκε.

῎Εχουν διασωθεῖ διάφορα θαυμαστά γεγονότα ἀπό τή ζωή του πού φανερώνουν τήν ἰδιαίτερη χάρη πού εἶχε ἀπό τόν Θεό, ἀλλά τά μεγαλύτερα θαύματά του σχετίζονται μέ τίς μεταστροφές τῶν καρδιῶν πού προξενοῦν τά θεόπνευστα κείμενά του, κάτι πού μπορεῖ ὁ οἱοσδήποτε χριστιανός νά διαπιστώσει, ὅταν ἀρχίσει μέ γνήσια διάθεση νά τά μελετᾶ. Εἶναι γνωστό ἄλλωστε ὅτι οἱ ἅγιοι πού μέ τά κείμενά τους βοηθοῦν τούς συνανθρώπους τους ἔχουν πρωτίστως ὡς χάρισμα ῾θαυματουργίας᾽ ἀκριβῶς τή δύναμη τῶν λόγων τους καί ὄχι τά γνωστά θαύματα σωματικῶν ἰάσεων ἄλλων ἁγίων. Καί ἐξηγήσαμε παραπάνω ὅτι τά κείμενα τοῦ ἁγίου ᾽Ιωάννου δέν εἶναι μόνο γιά τούς μοναχούς, γιατί μπορεῖ νά γράφτηκαν κυρίως γι᾽ αὐτούς, ὅμως ἡ ὠφέλεια πού εἰσπράττει καί ὁ κοσμικός λεγόμενος χριστιανός δέν εἶναι μικρή. Γι᾽ αὐτό καί ἀγαπήθηκε ἡ ῾Κλίμακά᾽ του σ᾽ ᾽Ανατολή καί Δύση καί θεωρεῖται τό σπουδαιότερο σέ κυκλοφορία βιβλίο μετά τήν ῾Αγία Γραφή.

 ᾽Από τά θαυμαστά περιστατικά πού καταγράφηκαν ἐν ὅσῳ ζοῦσε, μνημονεύουμε δύο: Τό πρῶτο, ὅταν ἦταν στήν ἔρημο κι εἶχε δεχθεῖ ἕναν ὑποτακτικό, ὀνόματι Μωϋσῆ. Κάποια φορά, σέ διακόνημα εὑρισκόμενος ὁ νεαρός ὑποτακτικός, κουράστηκε κάτω ἀπό τόν καυτό ἥλιο τοῦ Αὐγούστου καί κάθησε νά ξεκουραστεῖ στόν ἴσκιο μεγάλης πέτρας, ὁπότε καί τόν πῆρε ὁ ὕπνος. Τήν ἴδια ὥρα ὁ ἅγιος ᾽Ιωάννης εἶδε σέ ὅραμα κάποιον πού τοῦ ἔλεγε ὅτι κινδυνεύει ὁ μαθητής του. ᾽Αμέσως ἄρχισε ἔντονη προσευχή γι᾽ αὐτόν καί μετά ἀπό λίγο κατέφθασε καί ὁ ὑποτακτικός, ἀναγγέλλοντάς του τή φοβερή ἀγωνία πού πέρασε, καθώς ξύπνησε ξαφνικά ἀπό τή φωνή τοῦ ἁγίου ᾽Ιωάννη, πού τόν καλοῦσε νά ἐγκαταλείψει ἀμέσως τόν τόπο πού βρισκόταν. Πράγματι, τό ἔκανε καί στή στιγμή ἔπεσε στόν τόπο αὐτό ἡ μεγάλη πέτρα, χωρίς βεβαίως ὁ ἴδιος νά πάθει κάτι. Ὁ ἅγιος ᾽Ιωάννης ἀνελύθη σέ δοξολογίες πρός τόν Θεό, χωρίς ὅμως νά ἀναφέρει καί τό τί προηγήθηκε στό μαθητή του. Τό δεύτερο: τήν ἡμέρα τῆς ἐνθρονίσεώς του ὡς ἡγουμένου ἦλθαν στή Μονή περί τά 600 ἄτομα. Ὅλοι ἔβλεπαν νά ὑπηρετεῖ σέ ὅλα τά διακονήματα κάποιος σάν ἰουδαῖος, μέ κοντό μαλλί, πού ἔτρεχε πάνω κάτω καί γιά τά πάντα. Στό τέλος τῆς ἡμέρας τόν ἀνεζήτησαν, ἀλλά δέν τόν βρῆκαν πουθενά. Καί στήν ἀπορία τους, ὅταν ἀπευθύνθηκαν στόν ἡγούμενο, τόν ἅγιο ᾽Ιωάννη, εἰσέπραξαν τήν ἀπάντηση: Τί πιό φυσικό νά ὑπηρετεῖ τό δικό του τόπο ὁ προφήτης Μωϋσῆς;

 Τό βιβλίο του ῾Κλίμαξ᾽, εἴπαμε, προξενεῖ τό πραγματικό καί μεγαλύτερο θαῦμα: τή μεταστροφή τῶν καρδιῶν, τή δημιουργία μετανοίας στόν ἄνθρωπο. Καί δίνει τήν ἀπάντηση στό πῶς ἀποκτᾶται ἡ πραγματική καί γνήσια πίστη πού ζητᾶ ὁ Χριστός: ῾Τό εἰ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δύνατά τῷ πιστεύοντι᾽! Δέν μποροῦμε νά ποῦμε πολλά. Θά σημειώσουμε ὅμως ἐπιγραμματικά αὐτά πού θίγει, ἀπό τούς 30 λόγους του – σκαλοπάτια στήν πνευματική ζωή, στόν πρῶτο καί στόν τελευταῖο λόγο του. Ὁ πρῶτος, ἡ ἀποταγή: δέν μπορεῖ κανείς νά προσεγγίσει τόν Θεό, χωρίς νά πεῖ ὄχι στήν ἁμαρτία καί μάλιστα στά ἐγωϊστικά θελήματά του. Γιατί αὐτά τά θελήματα μᾶς κρατοῦν δέσμιους στόν ἁμαρτωλό κόσμο. Ὅπως τό λέει καί ὅσιος Ποιμήν: ῾Τό θέλημά μου εἶναι χάλκινο τεῖχος πού μέ χωρίζει ἀπό τόν Θεό᾽! Κι ὁ τελευταῖος: ἡ ἀγάπη. Ἡ ἀγάπη πού ἀποτελεῖ τό ἐπιστέγασμα τῶν πάντων στή χριστιανική πίστη, ἀφοῦ ὅ,τι λέμε καί κάνουμε σ᾽ αὐτήν, εἴτε προσευχή εἴτε νηστεία εἴτε μελέτη εἴτε ὁτιδήποτε ἄλλο, ἄν δέν καταλήγει στήν ἀγάπη, δέν ἔχει νόημα. Καί τοῦτο, γιατί ἀγάπη εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Κι αὐτό σημαίνει: ἡ πίστη πού ζητᾶ ὁ Χριστός καί κινητοποιεῖ τόν Θεό καί βγάζει καί δαιμόνια, προϋποθέτει τήν ἄρνηση τοῦ ἐγωϊσμοῦ τοῦ ἀνθρώπου καί τή στροφή του στή ζωή τοῦ Θεοῦ, τήν ἀγάπη. Στό βαθμό πού ὁ ἄνθρωπος ἀγαπᾶ, τόν ὅποιο συνάνθρωπό του, τόσο καί αὐξάνει ἡ πίστη του, ὅπως τό διακηρύσσει καί ὁ ἀπ. Παῦλος: ῾πίστις δι᾽ ἀγάπης ἐνεργουμένη᾽!


Πέμπτη 29 Μαρτίου 2012

Ο ΜΕΓΑΣ ΚΑΝΩΝ



῾Αυτόν τον πράγματι μέγιστο από όλους τους κανόνες, τον δημιούργησε και τον συνέγραψε άριστα και με τεχνητό τρόπο ο εν αγίοις πατήρ ημών Ανδρέας ο αρχιεπίσκοπος Κρήτης, ο ονομαζόμενος και Ιεροσολυμίτης. Ο άγιος Ανδρέας καταγόταν από τη Δαμασκό. Επί σαράντα χρόνια εκπαιδεύτηκε στα γράμματα και εξάσκησε την εγκύκλια εκπαίδευση, οπότε ήλθε στα Ιεροσόλυμα και έγινε μοναχός. Ζώντας όσια και θεοφιλώς, στην ήσυχη και ατάραχη βιοτή του άφησε στην Εκκλησία του Χριστού λόγους και  εκκλησιαστικούς ύμνους κανόνων, περισσότερο όμως αναδείχτηκε με τη συγγραφή πανηγυρικών λόγων. Μαζί με τα πολλά άλλα που έγραψε, συνέθεσε και τον Μεγάλο Κανόνα, που προξενεί πολύ μεγάλη κατάνυξη. Διότι επιλέγοντας και μαζεύοντας από όλη την ιστορία της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, συνέθεσε τον ύμνο αυτό, από Αδάμ δηλαδή μέχρι και αυτήν την Ανάληψη του Χριστού και το κήρυγμα των Αποστόλων. Προτρέπει λοιπόν με αυτόν τον ύμνο κάθε ψυχή, να ζηλέψει μεν όσα καλά προσφέρει η ιστορία της Αγίας Γραφής και να τα μιμηθεί όσο είναι δυνατόν, όσα δε είναι πονηρά να τα αποφεύγει, ενώ πάντοτε να προστρέχει στον Θεό με μετάνοια, με δάκρυα και εξομολόγηση, με κάθε τι δηλαδή που ευχαριστεί τον Θεό. Όμως είναι τόσο μεγάλος ο κανόνας αυτός σε μήκος και γραμμένος με τέτοιο μέλος, ώστε είναι ικανός να μαλακώσει και τη σκληρότερη ψυχή και να τη διεγείρει να ξεκινήσει να κάνει το καλό, με την προϋπόθεση όμως να ψάλλεται  με συντετριμμένη καρδιά και προσοχή που αρμόζει. Συνέθεσε δε τον ύμνο αυτό, όταν και ο πατριάρχης Ιεροσολύμων, ο μέγας Σωφρόνιος, συνέγραψε τον βίο της Μαρίας της Αιγυπτίας. Διότι και αυτός ο βίος προσφέρει άπειρη κατάνυξη και δίνει πολλή παρηγοριά σ᾽αυτούς που έχουν φταίξει και αμαρτήσει, εάν βεβαίως θελήσουν να απομακρυνθούν από τις πονηρίες.
Τάχθηκαν δε κατά τη σημερινή ημέρα της Πέμπτης της πέμπτης εβδομάδας των Νηστειών να ψάλλονται και να αναγινώσκονται για τον παρακάτω λόγο: επειδή δηλαδή η αγία Τεσσαρακοστή πλησιάζει προς το τέλος, για να μη γίνουν αμελέστεροι προς τους πνευματικούς αγώνες αυτοί που είναι ήδη ράθυμοι, και απομακρυνθούν εντελώς από τη σωφροσύνη σε όλα, ο μεν μέγιστος Ανδρέας, τρόπον τινά σαν αλείπτης πνευματικός γυμναστής, αναφέροντας την αρετή των μεγάλων ανδρών μέσα από τις ιστορίες του Μεγάλου Κανόνα, όπως και την εκτροπή από την άλλη των πονηρών, κάνει αυτούς τους ράθυμους, όπως θα έλεγε κανείς, γενναιότερους και υπομονετικούς, ώστε να προχωρούν με καλό τρόπο μπροστά και με ανδρεία. Ο δε ιερός Σωφρόνιος, με τον σπουδαίο του λόγο για την οσία Μαρία, τους κάνει πάλι να γίνουν σώφρονες, και τους ξεσηκώνει προς τον Θεό, ώστε να να μην πέφτουν πια στην αμαρτία ούτε και να απελπίζονται, αν μερικοί βρέθηκαν να είναι αιχμαλωτισμένοι σε κάποια παραπτώματα. Διότι η διήγηση για την αγία Μαρία παρουσιάζει πόσο μεγάλη είναι η φιλανθρωπία και η συμπάθεια του Θεού σ᾽εκείνους που αποφασίζουν να μετανοήσουν από τις προηγούμενες αμαρτίες τους. Λέγεται δε Μεγάλος Κανόνας, ίσως θα έλεγε κανείς και για τις ίδιες τις έννοιες που προβάλλει και τις σκέψεις που περιέχει: ο ποιητής του έχει γόνιμη σκέψη, καθώς τα συνέθεσε όλα άριστα. Αλλά λέγεται Μεγάλος και για τον λόγο ότι από όλους τους υπόλοιπους κανόνες, που έχουν τριάντα ή και λιγότερα τροπάρια, αυτός εκτείνεται σε διακόσια πενήντα τροπάρια, που το καθένα από αυτά αποστάζει άρρητη ηδονή. Σωστά λοιπόν και πρεπόντως ο Μέγας αυτός Κανόνας, ο οποίος περικλείει μεγάλη κατάνυξη, τάχθηκε να ψάλλεται στη Μεγάλη Σαρακοστή. Αυτόν τον άριστο και μέγιστο κανόνα, όπως και τον λόγο της οσίας Μαρίας, ο ίδιος Πατήρ ημών Ανδρέας, πρώτος τους έφερε στην Κωνσταντινούπολη, όταν έφτασε εκεί σταλμένος να βοηθήσει στην έκτη Οικουμενική Σύνοδο (681 μ.Χ.) από τον πατριάρχη Ιεροσολύμων Θεόδωρο. Τότε λοιπόν, επειδή αγωνίστηκε κατά τρόπο άριστο κατά των αιρετικών Μονοθελητών, μολονότι ήταν ακόμη απλός μοναχός, συγκαταλέχθηκε στον Κλήρο της Εκκλησίας της Κωνσταντινούπολης. Έπειτα έγινε διάκονος και ορφανοτρόφος σ᾽αυτήν, και μετά από λίγο, χειροτονήθηκε αρχιεπίσκοπος Κρήτης. Αργότερα, αφού πρώτα κάθησε αρκετά στον επισκοπικό του θρόνο στην Κρήτη,  έφτασε κάπου κοντά προς την Ιερισό της Μυτιλήνης, και εκεί εκδήμησε προς τον Κύριο᾽.

Δεν υπάρχει χριστιανός, ο οποίος να έχει παρακολουθήσει εν επιγνώσει τον Μεγάλο Κανόνα, που σημαίνει να έχει προσευχηθεί μέσω αυτού του μεγάλου εκκλησιαστικού ποιήματος, και να μην έχει κατανυχθεί και να μην έχει αποφασίσει να αλλάξει τρόπο ζωής. Διότι αυτά που προβάλλει ο άγιος Ανδρέας, είναι όλα εκείνα που βοηθούν αφενός να αναδυθεί ο χαρισματικός του καθενός μας εαυτός, αυτός που αναδύθηκε από την άγια κολυμβήθρα της Εκκλησίας και αναπτύχθηκε και αναπτύσσεται μέσα από τη συμμετοχή μας και στα υπόλοιπα μυστήριά της, αφετέρου να ελεγχθεί ο πονηρός δεύτερος εαυτός μας και να οδηγηθεί εν μετανοία ενώπιον του Κυρίου μας. Με άλλα λόγια ο Μέγας Κανών λειτουργεί ως φλόγα που μπορεί και φωτίζει και θερμαίνει ό,τι καλό βρίσκει μέσα μας, ενώ κατακαίει και εξαφανίζει ό,τι κακό σαν αγκάθι προεξέχει από τον ακατέργαστο ακόμη εαυτό μας. Ο Μέγας Κανών δηλαδή λειτουργεί ως ένα είδος βαπτίσματος: όπως το βάπτισμα μάς ενσωματώνει στον Χριστό καταργώντας την αναγκαστική ροπή προς το πονηρό και το κακό, το ίδιο – τηρουμένων των αναλογιών – γίνεται με το ποίημα αυτό. Κι είναι ευνόητο: το κείμενο αυτό είναι μία εμμελής παρουσίαση όλης σχεδόν της Αγίας Γραφής· ο γραπτός λόγος του Θεού που έχει γίνει τραγούδι. Κι όπως ο λόγος του Θεού είναι πράγματι ῾πυρ φωτίζον, αλλά και καταναλίσκον᾽: φωτιά που φωτίζει αλλά και που κατατρώει τα πάντα, έτσι και ο Μέγας Κανών.

Από την άποψη αυτή το εκτεταμένο αυτό εκκλησιαστικό ποίημα έχει μία μοναδική θέση στην Εκκλησία, που αναδεικνύει και την ιδιαίτερη χάρη και τον ξεχωριστό φωτισμό που έλαβε ο συντάκτης του από τον Κύριο και Θεό μας.  Και τίποτε άλλο να μην είχε αφήσει ο άγιος Ανδρέας, το έργο αυτό ήταν ικανό να φανερώσει την αγιότητά του, αλλά και το μέγιστο ποιητικό του τάλαντο. Είμαστε λοιπόν ευγνώμονες προς αυτόν, επικαλούμενοι τις άγιες πρεσβείες του προς τον Κύριο, κατεξοχήν όμως ευγνώμονες προς τον ίδιο τον δωρεοδότη Χριστό μας, που κατέστησε ικανό τον δούλο του Ανδρέα να ποιήσει μία τέτοια δημιουργία. Η Εκκλησία μας βοηθά στην κατανόηση από τους πιστούς της μοναδικής αυτής ποιητικής δημιουργίας όχι μόνο με την αφιέρωση της συγκεκριμένης ημέρας μέσα στην Σαρακοστή, και μάλιστα με τέλεση επί πλέον προηγιασμένης θείας Λειτουργίας πέραν της Τετάρτης και της Παρασκευής, αλλά και με την ψαλτική απόδοσή της τμηματικά κατά την πρώτη εβδομάδα της περιόδου αυτής. Με σκοπό ακριβώς να τονίσει τη σημασία του Μεγάλου Κανόνα, δηλαδή τη σημασία της μετανοίας ως επιγνώσεως των αμαρτιών μας και της άπειρης αγάπης του Θεού που δέχεται τη μετάνοια και αποκαθιστά τον άνθρωπο στην αρχική κι ακόμη περισσότερο θέση του: να είναι εικόνα του Θεού. Διότι βεβαίως αυτό συνιστά την ουσία του Κανόνα αυτού: η ανάδειξη της μετανοίας ως της μοναδικής οδού, διά της οποίας βρίσκουμε τον Θεό μας, τον γεμάτο αγάπη και έλεος απέναντί μας. Έχουμε την εντύπωση ότι ο ο Μέγας Κανών θα πρέπει να γίνεται τακτικό ανάγνωσμα του κάθε χριστιανού καθ᾽όλη τη διάρκεια του έτους, και – γιατί όχι; - συχνό κείμενο μελέτης για τις πνευματικές συνάξεις των χριστιανών. Με αυτόν τον τρόπο αφενός οι χριστιανοί θα εμβαπτιζόμαστε μέσα στην Αγία Γραφή, αφετέρου μέσα στο διαχρονικό κλίμα της Εκκλησίας μας, την ατμόσφαιρα της μετάνοιας. Ποιος ευκολότερος δρόμος αγιασμού μας μπορεί να υφίσταται από αυτό;

Δεν τολμούμε να κάνουμε επιλογή κάποιων από τα τροπάρια του Μεγάλου Κανόνα. Το καθένα είναι μία πινελιά, όπως είπαμε, της ίδιας της χάρης του Θεού μας. Ίσως η υπενθύμιση μόνο του κοντακίου να είναι ένα απειροελάχιστο δείγμα του μεγαλείου του ποιήματος: ῾Ψυχή μου, ψυχή μου, ανάστα, τι καθεύδεις; Το τέλος εγγίζει και μέλλεις θορυβείσθαι· ανάνηψον ουν, ίνα φείσηταί σου Χριστός ο Θεός, ο πανταχού παρών και τα πάντα πληρών᾽. Ψυχή μου, ψυχή μου, σήκω πάνω, τι κοιμάσαι; Το τέλος της ζωής σου είναι κοντά και πρόκειται να ταραχτείς. Ξύπνα λοιπόν, για να σε λυπηθεί και να σε ελεήσει ο Χριστός ο Θεός μας, που είναι πανταχού παρών και γεμίζει τα πάντα με την παρουσία Του᾽. Ενώπιον του Θεού μας, που είναι παρών στη ζωή μας, η μόνη στάση μας είναι η μετάνοια. Η μετάνοια που μας ξυπνά από τον ύπνο που προκαλούν τα πάθη και η αμαρτία μας, όπως βεβαίως και ο αρχέκακος διάβολος. Ξύπνιοι θα νιώσουμε την αγάπη του Κυρίου μας και θα εισέλθουμε μαζί Του στους γάμους μας με Εκείνον. ‘Ιδού ο Νυμφίος έρχεται...Και μακάριος ο δούλος ον ευρήσει γρηγορούντα᾽. Κι ένας τρόπος που μπορεί να προκαλέσει την ανάνηψή μας είναι η ενθύμηση του θανάτου μας. Μη φτάσει αυτή η ώρα χωρίς μετάνοια, διότι τότε θα είναι αργά. Κι αυτό το έργο της ανάνηψής μας πρέπει να το αναλάβουμε εμείς οι ίδιοι. Ο καθένας μας πρέπει να είναι ο απόστολος της ψυχής του. Οι άλλοι έχουν απλώς βοηθητικό ρόλο. Αν εμείς δεν κατανοήσουμε την ανάγκη της εν αγάπη σχέσης μας με τον Κύριο, λίγα πράγματα οι άλλοι μπορούν να προσφέρουν.




Τρίτη 27 Μαρτίου 2012

Η ΑΓΙΑ ΜΑΡΤΥΣ ΜΑΤΡΩΝΑ Η ΕΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ




῾῾Η αγία Ματρώνα ήταν υπηρέτρια κάποιας Ιουδαίας γυναίκας, που ονομαζόταν Παντίλλα. Ακολουθούσε την κυρία της μέχρι τη συναγωγή, δεν έμπαινε όμως μέσα, αλλά γύριζε και πήγαινε στην Εκκλησία των Χριστιανών. Την είδαν λοιπόν κάποια φορά, οπότε την έπιασαν και την κτύπησαν πάρα πολύ και στη συνέχεια την έκλεισαν στη φυλακή επί τέσσερις ημέρες, χωρίς να μπορεί να την πλησιάσει κανείς και χωρίς φαγητό. Έπειτα την έβγαλαν και την καταξέσχισαν με μαστίγια. Πάλι την φυλάκισαν και την άφησαν πολλές ημέρες εκεί, όπου και παρέθεσε την ψυχή της στον Θεό. Λένε ότι το άγιο λείψανό της το έριξε η Παντίλλα από το τείχος κάτω, γι᾽αυτό και υπέστη δίκαιη τιμωρία, πέφτοντας κατά λάθος μέσα στο πατητήρι, στο οποίο χυνόταν από επάνω ο πατημένος μούστος. Εκεί τέλειωσε τη ζωή της και βγήκε η ψυχή της᾽.

Η αντίθεση είναι έντονη: από τη μια, η αγία Ματρώνα, η δούλη, η άσημη, η καταφρονεμένη· κι από την άλλη, η Παντίλλα, η κυρία, η ένδοξη, η πλούσια. Με κοσμικά κριτήρια, δεν υπάρχει μέτρο σύγκρισης. Ο ζυγός κλίνει αυτομάτως προς τη μεριά της Παντίλλας. Αυτό δεν θα έλεγε ο σύγχρονος εκκοσμικευμένος άνθρωπος, ακόμη κι άν είναι ῾χριστιανός᾽; Όταν για παράδειγμα αυτό που φαίνεται ως προτεραιότητα στους περισσοτέρους: το κυνηγητό των απολαύσεων, του χρήματος, της δόξας, είναι αυτό που προβάλλει η Παντίλλα, ποιος δεν θα επέλεγε τη δική της θέση, ενώ θα οίκτιρε  την ῾κατάντια᾽ της Ματρώνας; Κι όμως πόση πλάνη υπάρχει σε μία τέτοια αξιολογική κρίση! Διότι είναι η κρίση της επιφάνειας. Στο βάθος,  εκεί που είναι η καρδιά και που βλέπει ο Κύριος, ο δίκαιος κριτής, εκεί που τα πράγματα λειτουργούν σε επίπεδο αιωνιότητας, τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά: η Ματρώνα είναι η ένδοξη και η κυρία, το άστρο το φωτεινό, και η Παντίλλα είναι η άσημη, η ανύπαρκτη, η δούλη και η ταλαίπωρη. Ο υμνογράφος της Εκκλησίας μας, ο άγιος Θεοφάνης, επανειλημμένως τονίζει την πραγματικότητα αυτή, διότι ακριβώς κινείται με τα κριτήρια του αναγεννημένου ανθρώπου, του χριστιανού, που βλέπει τα πράγματα κάτω από την οπτική της εν Χριστώ αποκάλυψης, δηλαδή της αλήθειας. ῾῾Έχεις θεϊκό νου αληθινά, και σοφό και θεόφρονα, γι᾽αυτό και λάμπεις στη χορεία των μαρτύρων, Ματρώνα παμμακάριστε᾽᾽(῾῾Νουν θείον αληθώς και σοφόν και θεόφρονα συ έχουσα διαλάμπεις εν χορεία μαρτύρων, Ματρώνα παμμακάριστε᾽᾽) (ωδή ε´). ῾῾Ορυόταν και ήταν σαν μεθυσμένη και σφάδαζε από τον θυμό η δυσεβέστατη (Παντίλλα)᾽᾽ (῾῾Ωρυομένη και μέθη βεβακχευμένη και τω θυμώ σφαδάζουσα η δυσσεβεστάτη᾽᾽) (ωδή δ´). ῾῾Ματρώνα, δυναμωνόσουν από τη θεία δύναμη και ξέφυγες από την υπερήφανη δουλική γνώμη της πικρής κυρίας σου. Κι αυτό γιατί είχες ψυχή, που δούλευε μόνο στον Δεσπότη Κύριο᾽᾽ (῾῾Ρώμη τη θεία, Ματρώνα, δυναμουμένη, νυν της πικράς Δεσποίνης εξέφυγες δουλείαν, γνώμην αταπείνωτον· ψυχής γαρ εκέκτησο μόνω τω Δεσπότη δουλεύουσα᾽᾽) (ωδή δ´).

Αιτία για την εις βάθος αυτήν πραγματικότητα, την ίδια την αλήθεια, είναι το γεγονός ότι ενώπιον του Θεού εκείνο που μετράει κι έχει σημασία δεν είναι ασφαλώς τα πλούτη και η δόξα, η επίγεια κατάσταση του ανθρώπου, είτε της ελευθερίας είτε της δουλείας, ό,τι δηλαδή είναι φθαρτό με ημερομηνία λήξεως, αλλά ό,τι παραμένει στην αιωνιότητα. Κι αυτό είναι η αρετή του ανθρώπου, η ζωή η σύμφωνη με το θέλημα του Θεού. ῾῾Μη θησαυρίζετε θησαυρούς επί της γης -  όπως λέει ο Κύριος - όπου σης και βρώσις αφανίζει και όπου κλέπται διορύσσουσι και κλέπτουσι. Θησαυρίζετε θησαυρούς εν ουρανώ᾽᾽. Ο άγιος υμνογράφος φωνάζει εν προκειμένω στην ωδή ς´: ῾῾Η Ματρώνα δεν κρίνεται σαν δούλη ή σαν ελεύθερη, με βάση τον Χριστό. Κρίνεται από την ομορφιά της αρετής της, γιατί ήταν στολισμένη με τους τρόπους της ευσέβειας᾽᾽ (῾῾Ου δούλος εν Χριστώ ουκ ελεύθερος κρίνεται, αλλ᾽ αρετής ευμορφία, ευεβείας τρόποις κεκοσμημένη᾽᾽). Κι αυτό σημαίνει ότι η αγία Ματρώνα, και βεβαίως κάθε χριστιανός συνεπής, κινείται σε επίπεδο αληθινής ελευθερίας, πέρα από τις δεσμεύσεις που προκαλεί ο κόσμος αυτός στην ψυχή του ανθρώπου. Διότι ελεύθερος είναι αυτός που προσβλέπει πέρα από τα επίγεια κι είναι έτοιμος να δώσει και τη ζωή του προς χάρη του Κυρίου, ο Οποίος ήρθε στη γη ως δούλος, ακριβώς για να δώσει ελευθερία στον άνθρωπο. ῾῾Αυτός που καταδέχτηκε τη μορφή δούλου, να γίνει δηλαδή άνθρωπος,  ο Χριστός ο Θεός μας, θέλοντας να ελευθερώσει τον άνθρωπο από τα δεσμά της φθοράς και του θανάτου, μνηστεύτηκε εσένα ως μάρτυρα νύμφη Του και σε ελευθέρωσε από το ζυγό της δουλείας᾽᾽ (῾῾Ο δούλου καταξιώσας δέξασθαι μορφήν Χριστός ο Θεός, ελευθερώσαι ταύτην βουληθείς εκ φθοράς και θανάτου δεσμών, από ζυγού δουλείας σε, Μάρτυρα Νύφην εμνηστεύσατο᾽᾽) (ωδή α´).

Τι ήταν εκείνο που έκανε την αγία Ματρώνα να θέσει ως προτεραιότητα της ζωής της το θέλημα του Θεού, δηλαδή να δει την πραγματικότητα της αιωνιότητας μέσα και στη ζωή αυτή, και πάνω σ᾽ αυτό το θέλημα του Θεού να πεθάνει; Μα τι άλλο, από την αγάπη της προς τον Κύριο. Ο έρωτάς της προς τον Χριστό ήταν το στοιχείο που ενεργοποίησε τη χάρη του Θεού και την οδήγησε στα ύψη του παραδείσου. ῾῾Με προθυμία και θάρρος προχώρησες πράγματι προς τον εραστή σου Χριστό, πανεύφημε᾽᾽ (῾῾Μετ᾽ευμενείας και παρρησίας προσεχώρησας όντως πος τον σον, πανεύφημε, εραστήν᾽᾽) (ωδή ζ´). Γι᾽αυτό και ῾῾είναι ωραίο το στεφάνι που τώρα φορά η ένδοξη Ματρώνα, που πήρε από το ζωαρχικό χέρι του Παντοκράτορα Χριστού᾽᾽ (῾῾Ωραίος ο στέφανος, ον νυν εστέφθης, ένδοξε, ζωαρχική δεξιά του Παντοκράτορος᾽᾽) (ωδή η´ ). Ίσως κάποτε πρέπει να μάθουμε οι χριστιανοί ότι το μυστικό της πνευματικής ζωής, αυτό που συνιστά την κινητήρια δύναμη των πάντων και οδηγεί σε υπέρ φύσιν καταστάσεις, είναι η αγάπη προς τον Χριστό. Ούτε τα φόβητρα της κόλασης ούτε οι απολαύσεις του Παραδείσου, αλλά η αγάπη του Θεού είναι εκείνο που ευλογείται κατεξοχήν από τον Κύριο. Και ποια άλλη αγάπη μπορεί να θεωρηθεί ως περισσότερο άξια από την αγάπη αυτή; Γιατί είναι η μόνη που ποτέ δεν μας εγκαταλείπει και ποτέ δεν μας απογοητεύει. Πόσο την θέλουμε όμως;