Τετάρτη 11 Ιουλίου 2012

ΟΙ ΦΟΒΙΕΣ ΚΑΙ Η ΥΠΕΡΒΑΣΗ ΤΟΥΣ



Εξήμισυ χιλιάδες φοβίες, δηλαδή παράλογοι και επιτεταμμένοι φόβοι,  έχουν καταγραφεί μέχρι σήμερα, πληροφορηθήκαμε προ καιρού από ιατρικό συνέδριο. Φοβίες που αναφέρονται σε πολυποίκιλα επίπεδα της ανθρώπινης ζωής και που ταλαιπωρούν χιλιάδες συνανθρώπων μας. Από την πιο συνηθισμένη της αγοραφοβίας, της έκθεσής μας δηλαδή στον κόσμο, μέχρι και την πιο ίσως περιπτωσιακή, όπως τον τρόμο μπροστά σε μια λευκή σελίδα.

Η αναζήτηση των αιτίων, κατά τους ειδικούς, δεν είναι εύκολη υπόθεση. Μπορεί να αναζητηθούν σε φόβους της παιδικής ηλικίας, στην αγωγή που έδωσαν οι γονείς στα παιδιά τους, σε απωθημένες κατ᾽ άλλους επιθυμίες. Όποια κι αν είναι όμως τα αίτια, εκείνο που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι ότι οι φοβίες αποτελούν τροχοπέδη στη ζωή και δημιουργούν ένα αίσθημα κόλασης και μεγάλης ταλαιπωρίας. Διότι με τις φοβίες δεν βλέπει ο άνθρωπος στις ορθές διαστάσεις τα πράγματα της ζωής. Άλλα τα μεγαλοποιεί και τα κάνει θεόρατα, ενώ άλλα τα ελαχιστοποιεί. Κι εκείνο που συνήθως ελαχιστοποιεί είναι ο ίδιος ο εαυτός του και οι δυνατότητές του, με αποτέλεσμα να βουλιάζει μέσα στον εαυτό του, δημιουργώντας του ένα αίσθημα ανισορροπίας.

Υπάρχουν βεβαίως και εκείνοι από τους ασχολουμένους με το θέμα που βλέπουν και τη θετική διάσταση των φοβιών. Με τις φοβίες του ο άνθρωπος αναπτύσσεται κι αν δεν υπήρχαν αυτές στην ιστορία της ανθρωπότητας, ο άνθρωπος δεν θα είχε επιτύχει τόσα πράγματα στον τομέα της επιστήμης και γενικά του πολιτισμού. Οι φοβίες είναι συνεπώς δύναμη εξυψωτική και δεν πρέπει να τις βλέπουμε μόνον αρνητικά.

Οι ψυχίατροι και οι ψυχολόγοι είναι ευνόητο ότι έχουν προσπαθήσει και συνεχώς προσπαθούν να βρουν λύση και διέξοδο στη μάστιγα αυτή. Και ώς ένα σημείο η προσφορά τους είναι αρκετά θετική: και με φαρμακευτική αγωγή, κυρίως όμως με μεθόδους ψυχοθεραπείας. Πολλοί συνάνθρωποί μας με τη συμπαράσταση του ιατρού και του ψυχολόγου μπόρεσαν και επανεντάχτηκαν στην πορεία της ζωής, κάτι που δεν μπορεί κανείς να αμφισβητήσει.

Πιστεύουμε όμως ότι τη μεγαλύτερη βοήθεια για την υπέρβαση των φοβιών την προσφέρει η ορθόδοξη χριστιανική πίστη μας και η ορθή ένταξη του ανθρώπου στο χώρο της Εκκλησίας. Και τούτο γιατί η χριστιανική πίστη και ζωή κάνει τον άνθρωπο να βλέπει τα πράγματα πάντοτε στις ορθές διαστάσεις, στις διαστάσεις δηλαδή που μας έδειξε ο ίδιος ο Δημιουργός μας, ο Κύριος Ιησούς Χριστός, ενώ παράλληλα τον θωρακίζει με δυνάμεις που λειτουργούν ως προστατευτική ασπίδα απέναντι σε κάθε πραγματικό ή φανταστικό κίνδυνο.

Και καταρχάς η χριστιανική πίστη δεν αμφισβητεί την ύπαρξη του φόβου στη ζωή του ανθρώπου. Τον αποδέχεται ως πραγματικότητα αλλά και τον ερμηνεύει. Κατ᾽ αυτήν ο φόβος είναι αποτέλεσμα της πτώσης του ανθρώπου στην αμαρτία. Ενώ πριν από την πτώση οι άνθρωποι ζούσαν με απόλυτη ισορροπία και αρμονία με τον Θεό και μεταξύ τους και με όλη τη φύση, μετά την πτώση τους λόγω της ανυπακοής τους οι ισορροπίες χάθηκαν: τον Θεό άρχισαν να Τον βιώνουν όχι ως τον φίλο και Πατέρα τους, αλλ᾽ ως απειλή και τιμωρία, τον συνάνθρωπο όχι ως τον σύντροφο και αδελφό αλλ᾽ ως σφετεριστή της ζωής τους και αντίπαλο, ενώ την αδελφή τους φύση την θεώρησαν ως ενάντια στην ίδια τους την ύπαρξη. Η αμαρτία λοιπόν του ανθρώπου τού άνοιξε τη δίοδο για κάθε είδους φόβο στη ζωή του και άρα για την τραγικότητα της επί γης πορείας του.

Έκτοτε ο άνθρωπος πορεύτηκε μαζί με τους φόβους και τις φοβίες του, μέχρις ότου ήλθε ο λυτρωτής του κόσμου, ο Χριστός, που σήκωσε πάνω Του το φράγμα της αμαρτίας και έδωσε την ουσιαστική και αποτελεσματική ώθηση για την υπέρβαση και των διαφόρων φοβιών. Εν Χριστώ ο άνθρωπος ξαναβρήκε την κανονική πορεία του και ένιωσε και πάλι ότι η αγάπη και η φιλία τον περιβάλλουν από παντού. Ο Χριστός έχυσε άπλετο φως στη ζωή του για να δει ότι ο Θεός είναι ακριβώς ο φίλος και ο Πατέρας του, ο συνάνθρωπος ο αδελφός του, η φύση η αδελφή του. Στην πραγματικότητα μετά τον ερχομό του Χριστού τίποτε δεν μπορεί να απειλήσει τη ζωή του ανθρώπου. Ο άνθρωπος έγινε και γίνεται πάλι αυτό που ο Θεός τού έδωσε απαρχής: να είναι τέκνο Του, με όλες τις δυνάμεις Εκείνου. ῾Όσοι έλαβον Αυτόν (τον Χριστό) – μας λέει ο Ιωάννης στο Ευαγγέλιό του – έδωκεν αυτοίς εξουσίαν τέκνα Θεού γενέσθαι (1, 12). Κι αλλού, στην Α´ Καθολική επιστολή του, θα σημειώσει: ῾Νυν τέκνα Θεού εσμεν και ούπω εφανερώθη τι εσόμεθα᾽(3, 2). Είμαστε λοιπόν, γίναμε και πάλι, παιδιά του Θεού. Ο Χριστός μάς προσέλαβε στον εαυτό Του και έγινε το ένδυμά μας. ῾Όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε, Χριστόν ενεδύσασθε᾽(Γαλ. 3, 27). Είμαστε καλυμμένοι και ασφαλισμένοι μέσα στον ίδιο τον παντοδύναμο και πανάγαθο Θεό. Αυτός αποτελεί το σπίτι μας, και της ψυχής και του σώματός μας. Κι ακόμη: γίνεται ο Ίδιος ο μυστικός ένοικος της ψυχής μας. Εκείνος υποσχέθηκε ότι θα κατοικήσουμε μέσα Του κι Αυτός μέσα μας. ῾Ενοικήσω εν αυτοίς και εμπεριπατήσω᾽(πρβλ. Β´Κορ. 6, 16). ῾Ο  τρώγων μου την σάρκα και πίνων μου το αίμα εν εμοί μένει καγώ εν αυτώ᾽ (Ιωάν. 6, 56). ῾Ο τηρών τας εντολάς αυτού εν αυτώ μένει και αυτός εν αυτώ᾽ (Α´ Ιωάν. 3, 24).

Ο άγιος Χρυσόστομος με λυρισμό θα σημειώσει πάνω σ᾽ αυτό: ῾Εγώ πατήρ, φησίν ο Χριστός, εγώ αδελφός, εγώ νυμφίος, εγώ οικία, εγώ τροφή, εγώ ιμάτιον, εγώ ρίζα, εγώ θεμέλιος, παν όπερ αν θέλοις εγώ...Εγώ φίλος και μέλος και κεφαλή και αδελφός και αδελφή και μήτηρ, πάντα εγώ. Μόνον οικείως έχε προς εμέ᾽.

Αν είχαμε πνευματικά μάτια ανοικτά θα βλέπαμε ότι πλημμυριζόμαστε διαρκώς από το φως, την αλήθεια, τη ζωή και την αγάπη. Θα βλέπαμε στον εαυτό μας, στον κάθε συνάνθρωπο, σε όλη τη δημιουργία την πανάγαθη παρουσία του Θεού! Κι όχι μόνον αυτό. Θα μπορούσαμε να νιώσουμε την ευεργετική παρουσία και στην ψυχή και στο σώμα μας του φύλακα αγγέλου μας. Γιατί ο Θεός μάς έθεσε προστάτη, από τη στιγμή που βαπτιστήκαμε, άγγελο φωτεινό να μας περιτειχίζει και να μας σκέπει. ῾Τείχισον ημάς αγίοις Σου αγγέλοις᾽, λέμε κάθε βράδυ στο απόδειπνο. ῾Άγιε άγγελε, ο εφεστώς της αθλίας μου ψυχής και ταλαιπώρου μου ζωής᾽ προχωρούμε παρακάτω στην ίδια προσευχή, και ῾ο φύλαξ και σκεπαστής της αθλίας μου ψυχής και του σώματος᾽. Γι᾽ αυτό και κανείς δεν μπορεί να βλάψει τον Χριστιανό, είτε θηρίο είναι αυτό είτε πονηρός άνθρωπος είτε ο ίδιος ο αρχέκακος διάβολος. Γιατί προστάτη έχει όλον τον κόσμο των αγγέλων, κυρίως όμως τον Χριστό και τους αγίους Του. ῾Ει ο Θεός υπέρ ημών, τις καθ᾽ ημών;᾽ θα φωνάξει ο απόστολος Παύλος (Ρωμ. 8, 31).

Δεν είναι υπερβολή λοιπόν αυτά που διαβάζουμε στους Πατέρες της Εκκλησίας μας, όπως για παράδειγμα στον άγιο Ισαάκ τον Σύρο:
Μην σε ταράξει καθόλου – γράφει στον τρίτο λόγο του – ο λογισμός του φόβου... αλλά μάλλον πίστευε ότι έχεις φύλακα τον ίδιο τον Θεό που είναι μαζί σου, και την ακρίβεια γι᾽ αυτό ας σε πληροφορήσει η φρόνησή σου, ότι συ με όλη τη δημιουργία είστε δούλοι ενός και του ιδίου δεσπότη, ο Οποίος με ένα μόνο νεύμα Του κινεί και σαλεύει, και ημερώνει και οικονομεί τα πάντα, και κανείς δούλος δεν μπορεί να βλάψει κανέναν από τους σύνδουλούς του χωρίς να το παραχωρήσει Εκείνος που προνοεί και κυβερνά τα πάντα...Καθότι ούτε οι δαίμονες ούτε τα βλαπτικά θηρία ούτε οι κακοί άνθρωποι μπορούν να εκπληρώσουν το κακό τους θέλημα για αφανισμό και απώλεια του άλλου, όταν δεν θέλει ο κυβερνών τα πάντα Θεός. Αλλά και όταν θέλει, δίνει και όρια σ᾽ αυτό, κατά πόσο πρέπει να βλάψουν᾽.

Λοιπόν για τον Χριστιανό φόβος δεν υπάρχει. Πολύ περισσότερο δεν μπορεί να αναπτυχθεί φοβία, παράλογος δηλαδή και επιτεταμμένος φόβος, όπως είπαμε. Εκτός κι αν δεν υπάρχει η προϋπόθεση της ζωής του, η πίστη στον Χριστό. Όλα τα παραπάνω που αναφέραμε για την υπέρβαση του φόβου και των φοβιών προϋποθέτουν τη μεγάλη και ζωντανή πίστη που πρέπει να έχει ο Χριστιανός. Ανάλογα μάλιστα μέ το ποσοστό της πίστης του αυτής απαλλάσσεται και από τους φόβους. Έτσι αν εξακολουθούμε και έχουμε φόβους ή φοβίες οι Χριστιανοί είναι γιατί είμαστε ολιγόπιστοι. Ολιγοπιστία και απιστία συνυπάρχουν πάντοτε με τον φόβο. Ο Χριστός το ξεκαθάρισε: το αντίδοτο του φόβου είναι η πίστη. ῾Μη φοβού, μόνον πίστευε᾽(Μάρκ. 5, 36) λέει στον καθένα μας μέχρι σήμερα. ῾Μη ταρασσέσθω ημών η καρδία μηδέ δειλιάτω. Πιστεύετε εις τον Θεόν και εις εμέ πιστεύετε᾽( Ιωάν. 14, 1.27).

Και μαζί με την πίστη βεβαίως πρέπει να συνυπάρχει η αγάπη. Γιατί μόνον τότε η πίστη είναι ζωντανή. ῾Πίστις δι᾽ αγάπης ενεργουμένη᾽ κατά τον απόστολο (Γαλ. 5,6). Άρα όσο πιστεύω και αγαπώ, τόσο και δεν φοβάμαι. ῾Φόβος ουκ έστιν εν τη αγάπη᾽, θα πει και πάλι ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, ῾αλλ᾽ η τελεία αγάπη έξω βάλλει τον φόβον᾽ (Α´ Ιωάν. 4, 18).

Δεν έχουμε λοιπόν παρά να δοκιμάσουμε ήδη από σήμερα, για να το επιβεβαιώσουμε στη ζωή μας. Για σήμερα μόνο, ν᾽ αυξήσουμε την πίστη και την αγάπη μας. Αυτό που φοβόμαστε και μας διαλύει εσωτερικά, ας το δούμε μέσα στον Θεό και κάτω από το πατρικό Του βλέμμα. Αμέσως θα έρθει στις φυσιολογικές του διαστάσεις. Και στη συνέχεια ας το αγαπήσουμε. Η γερόντισσα Γαβριηλία σε κοριτσάκι που φοβόταν τα έντομα και τα ερπετά, είπε τα εξής χαριτωμένα και απλά, που το βοήθησαν να ξεπεράσει τον φόβο της: ῾Θα πηγαίνεις από πάνω τους και θα λες: Μυρμήγκι, σ᾽ αγαπώ...Αραχνίτσα, σ᾽ αγαπώ...αλλά δεν είμαστε από την ίδια οικογένεια...Και τότε θα δεις ότι θα φεύγουν μόνα τους᾽.  Η λύση τελικά στις φοβίες είναι να βάζουμε την καρδιά μας σε ό,τι λέμε και κάνουμε. Η διέξοδος είναι η πίστη και κυρίως η αγάπη.